Οικογένεια Αουγκεντάλερ - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Η οικογένεια Αουγκεντάλερ είναι μαγεμένη με την Κρήτη. Στην πραγματικότητα οι Αουγκεντάλερ ήταν μαγεμένοι πριν γίνουν οικογένεια. Ο Χανς είχε γνωρίσει την Ούρσουλα στον Κουτσουρά Λασιθίου. Το «γνωρίσει» βέβαια αποδίδει ελάχιστα τον θυελλώδη έρωτα εκείνου του καλοκαιριού. Όταν επέστρεψαν στη Γερμανία έκαναν τη διαδρομή Μανχάιμ-Νυρεμβέργη λες και ήταν η αστική συγκοινωνία Κολιάτσου-Παγκράτι. Στο εξάμηνο αποφάσισαν να συγκατοικήσουν στη Νυρεμβέργη και στον χρόνο πάνω πήγαν με μάρτυρες στο Δημαρχείο. Ταξίδι του μέλιτος (πού αλλού;) στον Κουτσουρά. Για να ξαναζήσουν ως σίκουελ το καλοκαίρι του πάθους, έπιασαν τα ίδια ενοικιαζόμενα δωμάτια πάνω από την ταβέρνα ANTONIS.

Ο Αντώνης Μπορμπουδάκης τους έχει πια μόνιμους πελάτες. Χρόνια και χρόνια ο Χανς και η Ούρσουλα έρχονται στα δωμάτιά του. Παλιά μόνοι τους, ύστερα με τα παιδιά τους, τρία κουτσούβελα το ένα μετά το άλλο. Όταν τελειώνουν τις διακοπές τους κλείνουν τα δωμάτια για τον επόμενο χρόνο, είναι οι στάνταρ πελάτες, η πρώτη κράτηση του επόμενου χρόνου. Ο Αντώνης γελάει με τις αποτυχημένες τους προσπάθειες να προφέρουν το επίθετό του. Γελάνε κι αυτοί καθώς προσπαθούν να πουν “Borboudakis” . «Γιάιντα μωρέ δεν μπορούν να το πούνε μορφωμένοι ανθρώποι; Ίντα το περίεργο έχει; Το Αουγκεντάλερ πλια εύκολο είναι;», απορούσε με το δίκιο του.

Η Μαρίκα τους έχει συμπαθήσει. Με τα χρόνια τους νιώθει πιο πολύ μουσαφιραίους παρά πελάτες. Από καλοκαίρι σε καλοκαίρι οι Αουγκεντάλερ έγιναν ένα με τους Μπορμπουδάκηδες. Τους ψήνει καλτσούνια, ετοιμάζει τα πρωινά των παιδιών, κάποιες μέρες τους κατεβάζει από το σπιτικό φαγητό της, «μην τρώνε τα παιδιά όλο μπιφτέκια και παστίτσια». Η Μαρίκα μάλιστα επέβαλλε κάποιες φορές να στρώνουν κοινό τραπέζι στην ταβέρνα, να μην νιώθουν ξένοι. Η συνεννόηση γίνεται στο περίπου με ψευτοαγγλικά, με χειρονομίες, με γέλια και πειράγματα. Στα κοινά τραπέζια δεν τους κρατάνε λεφτά. Ο Αντώνης βρίσκει άπρεπο να τους κάνει το λογαριασμό αφού «έτσι κι αλλιώς το τσικάλι θα το βάζαμε».  Ο Χανς, για να συμβάλλει κάπως, αγοράζει κανένα καρπούζι από το μίνι μάρκετ. Η Ούρσουλα απορεί με την ταχύτητα που ετοιμάζει η Μαρίκα χίλια καλούδια. «Το βρισκούμενο», λέει η Μαρίκα και γέρνει λίγο το κορμί της προς τα πίσω και το κεφάλι της ελάχιστα στο πλάι. Η Ούρσουλα μιμείται τις κινήσεις της και επαναλαμβάνει γελώντας: “tovriskoumeno”.

Όταν ο Χανς και η Ούρσουλα θέλουν να το ξενυχτήσουν λίγο σε καμία μπυραρία, ο Αντώνης τους βάζει στο αγροτικό και τους «πετάει μέχρι το Γεράπετρο», να μην πληρώνουν ταξί. Όσο λείπουν στην Ιεράπετρα, η Μαρίκα αναλαμβάνει και το babysitting των πιτσιρικιών. Τα Γερμανάκια είναι λίγο φασαριόζικα, αλλά το βράδυ, ψόφια από την θάλασσα, ξεραίνονται στον ύπνο στα κρεβάτια τους. Η Μαρίκα τότε πλέκει με το βελονάκι της μέσα στο δωμάτιό τους για να τα προσέχει. Ο Αντώνης την ψευτομαλώνει: «Άστα μωρέ Μαρίκα και αυτά δεν ξυπνούν ούτε με μπαλωθιές. Άστα να ξεκουραστείς κι εσύ, γιατί αύριο θα είσαι πάλι όλη μέρα στο πόδι». Εκείνη ούτε που να τ’ ακούσει. «Οι ανθρώποι μού εμπιστεύτηκαν τα κοπέλια τους, Αντώνη. Δεν κουνώ μέχρι να γυρίσουν». Και δεν κουνά.

Κάθε που φεύγουν από τον Κουτσουρά αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Οι Αουγκεντάλερ βγαίνουν φωτογραφίες με τους Μπορμπουδάκηδες σε κάθε συνδυασμό. Οι άντρες μόνοι τους, τα παιδιά μόνα, όλοι μαζί, η Ούρσουλα να τραβάει τα μουστάκια του Αντώνη, ο Χανς να φιλάει τη Μαρίκα στο μάγουλο.  Η Μαρίκα τους «φορτώνει» με σεμεδάκια και υφαντά, κεντητές ποδιές και κεφαλομάντηλα. Αργότερα οι Αουγκεντάλερ στέλνουν στον Κουτσουρά τις φωτογραφίες του καλοκαιριού. Μαζί στέλνουν και φωτογραφίες από την Νυρεμβέργη. Η Ούρσουλα έχει ζωσμένη την κρητική ποδιά, ο Χανς έχει βάλει άγαρμπα το κεφαλομάντηλο. Δεν θυμούνται τις ονομασίες τους και τα αποκαλούν συλλήβδην “tovriskoumeno”.  Με τη βοήθεια των παιδιών οι Μπορμπουδάκηδες με τη σειρά τους τούς στέλνουν φωτογραφίες από βαφτίσια, γενέθλια και οικογενειακά τραπεζώματα.

Κάποιον Φλεβάρη ο Αντώνης πήρε την μεγάλη απόφαση. Ένας ανιψιός του ζούσε μόνιμα στη Φρανφούρτη και είχε μόνιμη πρόσκληση εδώ και χρόνια. Ο Αντώνης προσπάθησε πολύ να πείσει την Μαρίκα, αλλά αυτή δεν εμπιστευόταν τη μέση της για μεγάλα ταξίδια, ούτε ήθελε να χαλάσει τη βολή της «για τις Γερμανίες». Προτιμούσε τη χειμωνιάτικη ρουτίνα. Όταν οι ελιές τελείωσαν ο Αντώνης ξεκίνησε για την Γερμανία. Είχε αποφασίσει να περάσει πρώτα από τον Χανς και την Ούρσουλα. Θα παρεξηγιόταν αν μάθαιναν ότι βρέθηκε στον τόπο τους και δεν τους επισκέφτηκε. Θα έμενε δυο-τρεις μέρες να δει τους ανθρώπους, να δει και την πόλη και μετά γραμμή για Φρανκφούρτη. Προτίμησε μάλιστα να πάρει τρένο γιατί με το αεροπλάνο δεν θα μπορούσε να πάρει το λάδι και το τυρί, τις ελιές και τα παξιμάδια, διπλά όλα για τους Αουγκεντάλερ και τον ανιψιό. Πιο πριν βέβαια τους είχε στείλει γράμμα να τους ειδοποιήσει. Όμως απάντηση δεν πήρε, έφταιγε κι αυτός που δεν πήρε νωρίς την απόφαση και η απάντηση δεν πρόλαβε να ‘ρθει.

Στον σταθμό της Νυρεμβέργης δεν τον περίμενε κανείς. Δεν πτοήθηκε όμως γιατί την «σύσταση» την είχε και δε θα χανόταν. Ζαλώθηκε τα μπουκάλια, τα τυριά και την βαλίτσα, μπήκε σε ένα ταξί και έδειξε τη διεύθυνση γραμμένη σε ένα χαρτονάκι από κούτα ζαχαροπλαστείου.

Όταν χτύπησε το κουδούνι του Χανς και της Ούρσουλα ήταν περασμένες τέσσερις και νύχτωνε πια. Οι οικοδεσπότες δεν μπόρεσαν να κρύψουν κάποια έκπληξη αλλά τον υποδέχτηκαν με αγκαλιές και χαμόγελα. Τον πέρασαν στο καθιστικό, αφού του ξαλάφρωσαν τα χέρια. Στον καναπέ ανακουφίστηκε. Τα πόδια του πονούσαν, αλλά ντρεπόταν να βγάλει τα παπούτσια του. Ζήτησε μόνο να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα. Όταν ξανακάθισε είδε μπροστά του έναν χυμό πάνω σε μια χαρτοπετσέτα. «Βίβα» τους είπε και ήπιε τον μισό. Ύστερα τον ρώτησαν για την Κρήτη, για την οικογένεια, για την ταβέρνα. Η γλώσσα βέβαια ήταν μια μεγάλη δυσκολία. Τι να πεις και πώς να το πεις. Τις μισές κουβέντες ακολουθούσαν δευτερόλεπτα σιωπής και αμηχανίας. Ήπιε και τον υπόλοιπο χυμό. Τα παιδιά τον κοιτούσαν παράξενα. Κάποτε ο Χανς τον ρώτησε σε ποιο ξενοδοχείο θα έμενε. Ο Αντώνης δεν κατάλαβε καλά και η Ούρσουλα επανέλαβε την ερώτηση με ένα ελαφρό μειδίαμα: «Hotel;» . Αυτή τη φορά ο Αντώνης κατάλαβε. Μάζεψε όλο του το κουράγιο σε ένα χαμόγελο και είπε «οκέι, οκέι». Σηκώθηκε λίγο πιο βαρύς. Ευτυχώς βγαίνοντας είχε αλαφρώσει από το μισό λάδι και το μισό τυρί. Χώθηκε με κάποια ανακούφιση στο ταξί που του φώναξαν οι Αουγκεντάλερ. Εξήγησε στον ταξιτζή ότι θα πήγαινε στο Σταθμό. Ας εμφανιζόταν δυο μέρες πιο νωρίς στον ανιψιό του.

Περιμένοντας το τρένο για Φρανκφούρτη το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν η Μαρίκα:

  • Έφτασες καλά χριστιανέ μου; Βρήκες τον Χανς;
  • Ναι, Μαρίκα, έφτασα μια χαρά. Τους βρήκα, πώς δεν τους βρήκα.
  • Τι κάνουν; Τους έδωσες τα πεσκέσια;
  • Καλά είναι Μαρίκα, καλά είναι και σε χαιρετούν.
  • Σε περιποιηθήκανε; Απόφαγες; Τι σε φιλέψανε;
  • Το βρισκούμενο, Μαρίκα. Το βρισκούμενο. Τα επτά καλά του Θεού. Βγήκα τώρα μια βόλτα στην πόλη να ξεπιαστώ. Άντε, κλείσε τώρα το τηλέφωνο να μη γράφεις μονάδες κι είναι εξωτερικό.    

 

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου 

Σημ: Το κείμενο «οικογένεια Αουγκεντάλερ» γράφτηκε στα πλαίσια του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής της Κατερίνας Νανούρη. Είναι μέρος μιας σειράς κειμένων πάνω σε μια ιδέα της Κατερίνας Μαντίλ με κοινό τόπο «το βρισκούμενο».






Αναρτήθηκε από:

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου