ΠΛΕΞΟΥΔΑ - Του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Φωτο: Πίνακας: Andrew Wyeth

Το όνομα του χωριού το διάβασε πρώτη φορά όταν έλαβε το διοριστήριο για το σχολείο. Ούτε που το ‘χε ξανακούσει. Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενε και τίποτε καλύτερο. Με δύο – τρία χρόνια προϋπηρεσίας (όλα σε κατσάβραχα) και χωρίς τη στήριξη κανενός πολιτευτή, ήταν ικανοποιημένος και μόνο που απέφυγε κάποιο μικρό νησί. Η αισιοδοξία του άρχισε να εξατμίζεται από την ώρα που το λεωφορείο τον άφησε στο πιο κοντινό κεφαλοχώρι. Ήταν το τέρμα. Εκεί τον περίμενε ένας χωριανός με τον γάιδαρό του σταλμένος από τον πρόεδρο να παραλάβει τον δάσκαλο. Ο ονηλάτης δεν είχε όρεξη για κουβέντες και οι τρεις ώρες δρόμου τον οδήγησαν στην κοινότοπη διαπίστωση ότι η φύση ήταν πανέμορφη και στην δυσάρεστη διαπίστωση ότι ο διορισμός ήταν εξαιρετικά δυσμενής.

Έφτασε σούρουπο και αφού κεράστηκε τον καφέ τού καλωσορίσματος στο μοναδικό καφενείο, τον οδήγησαν στο δασκαλόσπιτο να ξεκουραστεί. Βρήκε ένα χαμηλοτάβανο δίχωρο σπιτάκι με τον καμπινέ κολλημένο στο πλάι. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο και ήταν φανερό ότι πρόσφατα συμμαζεύτηκε και καθαρίστηκε. Αυτό του ήταν αρκετό για το πρώτο βράδυ και έπεσε ξερός για ύπνο.

Την άλλη μέρα τον πρωινό καφέ τον κέρασε ο πρόεδρος στο σπίτι του. Του έδωσε τα κλειδιά του σχολείου και τον κατατόπισε. Στο χωριό οι περισσότεροι ζουν απ΄ τα ζώα. Το σχολείο πριν τον πόλεμο είχε εκατόν εξήντα παιδιά. Τώρα έμειναν καμιά σαρανταριά.  Άλλοι έφυγαν από δω, άλλοι από κει, σκόρπισε πολύς κόσμος. Είχε ήδη κανονίσει με τις μανάδες των μαθητών να του μαγειρεύουν, να του πλένουν τα ρούχα και να συγυρίζουν το σπίτι. Κύκλο θα το έκαναν να μην βαρύνεται καμιά.

Για τις αρχές της δεκαετίας του ’50 τα σαράντα δύο παιδιά ήταν μια εύκολη δουλειά για τον δάσκαλο. Την εποχή εκείνη κανένας γονιός δε σκοτιζόταν για τις επιδόσεις των παιδιών, φτάνει να ‘χουνε την υγειά τους, να ξεσκολίσουν το δημοτικό. Όσο για τους επιθεωρητές ο δρόμος αποδείχθηκε υπερβολικά μακρύς και δύσκολος για να τον διαβούν για τη χάρη του. Ο ίδιος ήταν ευσυνείδητος και δουλευταράς, αλλά και πάλι είχε χρόνο και για τον καφενέ και για βόλτες. Στην αρχή εξασκήθηκε στην πρέφα και μαθήτευσε δίπλα στους δεξιοτέχνες χωρικούς.

Στο σπίτι εκτός από τα τετράδια και τα βιβλία, άλλη δουλειά δεν είχε. Μισή ντουζίνα γυναίκες είχαν αναλάβει εναλλάξ να του πηγαίνουν φαγητό, και να συγυρίζουν πατώματα και στρωσίδια. Με το σχόλασμα έβρισκε και τα λίγα ρούχα του πλυμένα και σιδερωμένα στην καρέκλα. Πότε έμπαιναν, πότε έβγαιναν, χαμπάρι δεν έπαιρνε. Τις σπάνιες φορές που ξεχνούσε κάτι και πεταγόταν στο δασκαλόσπιτο, έβλεπε καμιά γυναίκα, αντάλασσαν καλημέρες κι αυτό ήταν όλο.

Γρήγορα όμως ο καφενές άδειασε. Οι βοσκοί κατέβηκαν στα χειμαδιά. Κάποιοι άλλοι άντρες απλώς έλειπαν για διάφορους λόγους, δουλειές, ξενιτιά, ούτε ο ίδιος ήξερε. Άμα βαριόταν την πρέφα, έπιανε να περπατάει στα δάση και στους λόγγους. Τον είχαν αρμηνέψει να μην ξεστρατίζει από τα μονοπάτια γιατί ο τόπος δεν είχε ακόμη καθαρίσει από τις νάρκες. Αυτός επισκέφτηκε όλες τις  παλιές εκκλησίες (δεν ήταν και λίγες) και μερικές τις εκτίμησε ως βυζαντινές.

Ο αγροφύλακας άρχισε να τον αναζητά για την παρέα και την χαρτοπαιξία. Ένα βράδυ του είπε: «Δάσκαλε, είσαι νέος. Άσε τις εκκλησιές στους παπάδες. Εδώ έχει άλλες δουλειές να κάνεις». Είδε το απορημένο βλέμμα του και συνέχισε. «Εδώ οι άντρες λείπουν. Βγάλε τους βοσκούς, αυτοί είναι στα χειμαδιά αλλά θα γυρίσουν. Κάποιοι είναι εξαφανισθέντες, άλλοι σκοτώθηκαν και τους έφαγαν τα όρνια, άλλοι πέρασαν στο παραπέτασμα. Μερικοί κάθονται στα ξερονήσια και στις φυλακές για το αγύριστο και ζαβό τους κεφάλι. Οι κυράδες τους δεν μπορούν να στεφανωθούν και πάλι γιατί ούτε χήρες είναι, ούτε ζωντοχήρες. Από τον άντρα τους δεν έχουν ούτε μνήμα, ούτε διαζύγιο. Δουλειά μας είναι να καλύψουμε το κενό. Εγώ κάνω ό,τι μπορώ. Πιάσε να βοηθήσεις κι εσύ», είπε και χαμογέλασε πονηρά στρίβοντας το τσιγκελωτό του μουστάκι. Ο δάσκαλος έπιασε αμήχανος την τράπουλα.

Τον αγροφύλακα δεν τον πήρε και πολύ στα σοβαρά, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι δεν πουλούσε παραμύθια και δεν κοκορευόταν άδικα. Ο ίδιος όμως κράτησε χαρακτήρα, θες από σεβασμό, θες από φόβο, πάντως πρόσεχε.

Καθώς ο ουρανός έπαιρνε τα μολυβένιο του χρώμα και τα χιόνια επέβαλλαν τη σιωπή τους, οι μαθητές αραίωσαν. Έχασε κι αυτός το ενδιαφέρον του. Ασυναίσθητα θαρρείς άρχισε να κάνει όλο και μεγαλύτερα διαλείμματα στο σπίτι. Τις γυναίκες που μπαινόβγαιναν σιγά-σιγά τις έμαθε. Οι πιο ξεθαρρεμένες τον ρωτούσαν αν του άρεσε η πίτα και αν προτιμούσε τη φακή ή τα φασόλια. 

Στις 21 του Νοέμβρη μπήκε λίγο πριν το μεσημέρι στο σπίτι. Τότε είδε μια πλεξούδα πάνω σε μια σκυμμένη πλάτη. Η κατάμαυρη πλεξούδα έβγαινε από μια μαντήλα δεμένη πρόχειρα στο κεφάλι. Μια γυναίκα που δεν γνώριζε έστρωνε το κρεβάτι του. Ξάφνου γύρισε λίγο το κεφάλι της και τον κοίταξε με το στόμα μισάνοιχτο. Πέρασαν δύο ή τρία δευτερόλεπτα σιωπής και μετά ο δάσκαλος την καλημέρισε. Η φωνή του βγήκε με την αβεβαιότητα και τη συστολή παιδιού που το τσάκωσαν να αντιγράφει. Η μαντίλα ξανάσκυψε και είπε «Καλημέρα κυρ δάσκαλε». Η φωνή βγήκε από το στόμα, από τα μάτια, από τη μαντήλα, από την πλεξούδα, ο δάσκαλος δεν ήξερε να πει. Ήξερε όμως ότι λούστηκε με μια καλημέρα φωτεινή και ηλιόλουστη, λες και μπήκε στα κλεφτά ο Αύγουστος να δοξάσει την Παναγιά, όχι την Κοίμησή της αλλά τη Φανέρωσή της, αν υπάρχει τέτοια γιορτή στη χριστιανοσύνη.      

- Έχετε παιδί στο σχολείο; Δε σας έχω ξαναδεί.

Η Παναγιά σήκωσε το κορμί, αλλά το βλέμμα το άφησε λοξό.

- Τον Λιάκο στην έκτη. Ήμουνα άρρωστη και δεν μπόραγα να ‘ρχομαι. Τώρα έγιανα και θα ‘ρχομαι τις Τρίτες.  

Ο δάσκαλος γύρισε στην τάξη άκεφος και άφησε τα παιδιά να γράφουν μοναχά τους.

Όλη την υπόλοιπη εβδομάδα έπαιξε την πιο άτεχνη πρέφα που είχε παίξει ποτέ. Ο αγροφύλακας τον κορόιδευε, «γραμματιζούμενος, τι τα θες; δάσκαλο έπρεπε να λένε εμένα!». Για βόλτες ο καιρός δεν ήταν και βρέθηκε ασυναίσθητα να περιμένει την ερχόμενη Τρίτη. Σκάλισε τα χαρτιά του και βρήκε το πιστοποιητικό γέννησης του Λιάκου: του Σταύρου και της Ευφροσύνης.

Όταν επιτέλους ξημέρωσε η Τρίτη, έφυγε από το σχολείο τρεις φορές τάχα θα έπαιρνε κάτι, τάχα θα το άφηνε. Κανείς. Καμιά. Στην τέταρτη φορά την πέτυχε να σκουπίζει και αντάλλαξαν καλημέρες. Η καλημέρα τον γέμισε για όλη την ημέρα και τον άδειασε για όλη την υπόλοιπη εβδομάδα.

Ρωτώντας πας στην Πόλη και αυτός ρώτησε κι έμαθε. «Ο αχαΐρευτος άφησε την Φρόσω σχεδόν νιόπαντρη με το παιδί της αγκαλιάς κι έτρεχε με τα φυσεκλίκια δώθε-κείθε. Το ’49 εξαφανίστηκε τελείως. Το πιο πιθανό έφυγε με τους κατσαπλιάδες στην Αλβανία, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, κανένας δεν ήξερε». Ούτε η Φρόσω. Έμεινε όμως να τον περιμένει. Τι θα ‘κανε; «Και δε μου το δίνει το βρωμόμουνό της και πάει χαράμι», σχολίασε ο αγροφύλακας.

Τα Χριστούγεννα μπορούσε να φύγει για δύο μήνες, του είπε ο Πρόεδρος. Το χιόνι θα σκέπαζε τα πάντα και το σχολείο θα έμενε κλειστό. Τα παιδιά δεν θα μπορούσαν να έρθουν.  Πάνω στον ενάμιση μήνα γύρισε στο χωριό. Είπε πως είχε χαρτούρα της υπηρεσίας να συμπληρώσει και ήθελε λίγο χρόνο με το σχολείο κλειστό. Ζήτησε από τον Πρόεδρο να κανονίσει πάλι για το φαί. Παραξενεύτηκαν λίγο, αλλά χάρηκαν που ξανάρθε, έτσι κι αλλιώς στον καφετζή δεν άρεσε το χαρτί και δύσκολα έβρισκαν τρίτο για το τραπέζι. 

Από Τρίτη σε Τρίτη ο δάσκαλος παρατήρησε μια αλλαγή, ανεπαίσθητη στην αρχή, βέβαιη στη συνέχεια. Η Φρόσω ερχόταν όλο και πιο νωρίς. Το βλέμμα μέσα από την μαντήλα έγινε πιο ερευνητικό στην αρχή, πιο ζεστό αργότερα. Ο δάσκαλος ξεχνούσε μια τον κονδυλοφόρο, μια το τετράδιο με τις απουσίες, μια το μαντήλι του. Μια Τρίτη του είπε ότι θα του έφερνε το φαί της Κυριακής, ήταν η σειρά της. «Μετά την εκκλησία», του είπε.  «Καλύτερα μετά το καφενείο» της αντιγύρισε, «για να το φάω ζεστό», δικαιολογήθηκε. Ήξερε ότι μετά την εκκλησία θα τον γύρευαν στο καφενείο.

Την Κυριακή μόλις μπήκε είδε το φαγητό να αχνίζει στο τραπέζι. Την βρήκε να στρώνει το κρεβάτι του.

«Μην το στρώσεις σήμερα», της είπε. Και την έπιασε από την μέση.

Οι εβδομάδες ως το Πάσχα ήταν ένα όμορφο βασανιστήριο, Μεγαλοβδόμαδο και Ανάσταση από Τρίτη σε Τρίτη. Στην πρώτη ευκαιρία πήγε στην πόλη και γύρισε την άλλη μέρα.

Την Τρίτη της είπε ότι είχε κατέβει για να ακυρώσει την αίτηση μετάθεσης. Θα έμενε και την επόμενη σχολική χρονιά στο χωριό.

Τον κοίταζε με λαχτάρα και απελπισία.

«Ο Λιάκος μου; Πώς τα πάει ο Λιάκος μου στο σχολειό;»

«Καλός είναι, ρε Φρόσω, δεν το ξέρεις; Τα παίρνει τα γράμματα. Θα το βγάλει το Δημοτικό».

Η Φρόσω τον κοίταξε για λίγο και μετά τον διέταξε:

«Κόψ’ τονα! Άσ’ τον στην ίδια τάξη. Να την ξανακάνει την έκτη. Θέλω να ‘ρχομαι τις Τρίτες… Και τις Κυριακές».

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου

Σημείωση του συγγραφέα: Την παρότρυνση και την γενική θεματική την οφείλω στην Κατερίνα Νανούρη. Την άκρη του νήματος της έμπνευσης την οφείλω σε μια διήγηση του αείμνηστου δασκάλου και λαογράφου Σταμάτη Αποστολάκη. Φυσικά ο χώρος, οι ήρωες, οι επιθυμίες τους, οι σκέψεις και οι ενέργειές τους είναι αποκλειστικά προϊόντα μυθοπλάσιας. 






Αναρτήθηκε από:

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου