Ιστορίες της Μονμάρτρης - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

photo : Ken Van Dongen  Montmartre et le sacre-coeur  

Το 1907 ο λοφίσκος της Μονμάρτρης δεν μοιάζει καθόλου με την υπόλοιπη πρωτεύουσα. Η συνοικία έχει κρατήσει τα χαρακτηριστικά χωριού, τους μύλους, τους φούρνους, τα πλυσταριά της. Οι πολυτέλειες της Μπελ Επόκ και η κερδοσκοπία της δεν πάτησαν εκεί. Μέσα στα σοκάκια της που σχεδόν όλα οδηγούν στην υπό κατασκευή Σακρέ Κερ, βασιλεύει ακόμα το επαναστατικό πνεύμα της Κομμούνας Ένας πληθυσμός φτωχός ακόμα και εξαθλιωμένος, επιβιώνει εκεί δύσκολα, λίγο πολύ έξω από τους κοινωνικούς κανόνες. Φτωχοί, ναι, αλλά ερωτευμένοι με την ελευθερία, αποφασισμένοι να μείνουν γνήσιοι ασεβείς που "αναζητούν την τύχη τους... γύρω από το Σα Νουάρ... στο φεγγαρόφωτο... στην Μονμάρτρ το βράδυ".

To Μπατώ - Λαβουάρ. Το χαμηλό και μακρύ αυτό κτήριο βρισκόταν στην κορυφή του λόφου της Μονμάρτρης ήταν παλιό εργαστήριο επισκευής πιάνων και είχε χωριστεί σε δέκα μικρά εργαστήρια. Έγινε διάσημο όταν ο Πικάσο ζωγράφισε εκεί τα τελευταία έργα της Γαλάζιας Περιόδου. Ο Πικάσο χαρακτηριστικά έλεγε στον Αντρέ Σαλμόν μετά την Απελευθέρωση το 1944 «Θα ξαναγυρίσουμε όλοι στο Μπατώ – Λαβουάρ. Μόνο εκεί ήμασταν αληθινά ευτυχισμένοι». Το όνομα του κτηρίου ήταν επινόηση του ποιητή Μαξ Ζακόμπ και σημαίνει Πλοίο–Πλυντήριο, την οποία εμπνεύστηκε όταν μια μέρα έτυχε να δει τα πλυμένα ρούχα απλωμένα στα παράθυρα. Σε αυτό το κτήριο με την έλλειψη ανέσεων και τη βρομιά ζυμώθηκαν και αναπήδησαν τα σημαντικότερα κινήματα της Τέχνης του 20ου αιώνα.

Το Μπατώ Λαβουάρ

"Ζούσαμε όλοι άσχημα" γράφει ο Αντρέ Σαλμόν στα Δίχως Τέλος Απομνημονεύματά του. "Το θαυμαστό ήταν ότι ζούσαμε πάντως". Το έριχναν στο φαγοπότι όταν κάποιος από τους αντικέρ τους εγκατεστημένους κοντά στο Μεντράνο τους είχε πουλήσει κανένα πίνακα, ή όταν ένας από αυτούς είχε δώσει για 5 φράγκα ένα σκίτσο σε κάποια χιουμοριστική εφημερίδα. Ένα χρυσό λουδοβίκειο αποτελούσε πακτωλό και ο Πικάσο, όταν η Βάρθα Βέιλ του πλήρωσε ένα λουδοβίκειο για τους πρώτους πίνακες που του είχε αγοράσει, δύσπιστος δεν πίστευε στα μάτια του, και κουδούνισε τα νομίσματα στο λιθόστρωτο για να βεβαιωθεί ότι ήταν γνήσια!
Το "Σβέλτο Κουνέλι" (Lapin Agile) ήταν ένα από τα αρχαιότερα ταβερνεία του λόφου της Μονμάρτρης. Παλιό πανδοχείο αμαξάδων, είχε μεταμορφωθεί σε καλλιτεχνικό - λογοτεχνικό καμπαρέ στις αρχές της δεκαετίας του 1880 από τον ποιητή και σκιτσογράφο Αντρέ Ζιλ. Εκείνο τον καιρό το καμπαρέ λεγόταν Το "Καμπαρέ των Δολοφόνων" από τις ζωγραφιές που το κοσμούσαν εσωτερικά και αποτύπωναν τα κατορθώματα του Τροπμάν, διάσημου εγκληματία του τέλους της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Ο Αντρέ Ζιλ απήγγειλλε εκεί τα ποιήματα του που καυτηρίαζαν τη μπουρζουαζία, την αστυνομία και το στρατό.
Μπροστά στο σπίτι υπήρχε ένας κηπάκος και μια βεράντα που τη σκίαζε μια μεγάλη ακακία, πολύ ευχάριστη το καλοκαίρι. Ο Πικάσο συνήθιζε να πηγαίνει τα καλοκαιρινά βράδια για να χαζέψει τα φώτα που έλαμπαν στην πεδιάδα Σαιν-Ντενί.

Το Σβέλτο Κουνέλι

Το σπίτι της Αμερικανίδας συλλέκτριας Γερτρούδης Στάιν στο Παρίσι ήταν τόπος συγκέντρωσης καλλιτεχνών και διανοουμένων.

 Τo 1952 o Ματίς θυμόταν: "Πήγαινα συχνά στο σπίτι της Γερτρούδης Στάιν, στη Rue de Fleurus, και στο δρόμο μου περνούσα πάντα από ένα παλαιοπωλείο. Μια μέρα είδα στη βιτρίνα του ένα μικρό ξυλόγλυπτο αφρικάνικο κεφάλι, που μου έφερε στο νου τις γιγάντιες κεφαλές από πορφυρίτη της Αιγυπτιακής συλλογής του Λούβρου. Μου φάνηκε πως η μορφοπλασία ήταν ίδια και στους δύο πολιτισμούς, παρά τις διαφορές που σαφώς έχουν ο ένας με τον άλλο. Αγόρασα λοιπόν, με λίγα φράγκα εκείνο το μικρό κεφάλι και έφτασα στο σπίτι της Γερτρούδης Στάιν. Εκεί συνάντησα τον Πικάσο, που ενθουσιάστηκε μόλις το είδε, ήταν η αρχή του κοινού ενδιαφέροντος όλων μας για την αφρικανική τέχνη».

Μοντιλιάνι, Πικάσο και Αντρέ Σαλμόν μπροστά στο Café de la Rotonde, στο Παρίσι. Η φωτογραφία είναι του Ζαν Κοκτώ στο Μονπαρνάς (1916).

Κατερίνα Κοφφινά

Βιβλιογραφία

1)J.P. Crespelle, "Η Καθημερινή ζωή στη Μονμάρτρη τον καιρό του Πικάσο".

2) Ματίς, Βιβλιοθήκη Τέχνης, Καθημερινή.

3) Christian Parisot, "Modigliani".






Αναρτήθηκε από:

Κατερίνα Κοφφινά