Το ταμείο και το φούντο. Του Νίκου Σαραντάκου - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε 07/02/2017

Το σημερινό άρθρο δημοσιεύτηκε χτες, πρώτη Κυριακή του μήνα, στο ένθετο Υποτυπώσεις της κυριακάτικης Αυγής, στην ταχτική μου στήλη «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία». Το άρθρο έχει πολλές ομοιότητες με ένα προηγούμενο άρθρο για το ίδιο θέμα, που το είχα δημοσιεύσει στα Ενθέματα, το προηγούμενο ένθετο της Αυγής, και μετά στο ιστολόγιο, πριν από εφτά χρόνια, τότε που μόλις έμπαινε στην καθημερινότητά μας το ΔΝΤ. Το παλιό εκείνο άρθρο για κάποιο λόγο είχε ελάχιστα σχολιαστεί -αλλά πριν από καμιά εικοσαριά μέρες έγιναν κάποια νέα σχόλια που το ξανάφεραν στην επιφάνεια πρόσκαιρα. Εδώ έκανα μερικές προσθήκες.

Συνεδριάζει αύριο το Διοικητικό Συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για να αποφασίσει αν θα πάρει μέρος στο πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας και, επίσης σημαντικό, ποια μορφή θα πάρει αυτή η συμμετοχή, αν δηλαδή το Ταμείο θα συμμετάσχει και στη χρηματοδότηση ή αν θα παίξει απλώς ρόλο πραγματογνώμονα και τεχνικού συμβούλου. Είναι λοιπόν φυσικό να λεξιλογήσουμε σήμερα ακριβώς με τη λέξη «ταμείο», παρόλο που οι ισχυρομνήμονες αναγνώστες της στήλης ίσως θυμηθούν ότι το ίδιο θέμα το είχαμε θίξει ξανά, το μακρινό 2010. Βλέπετε η κολοκυθιά με το ΔΝΤ βαστάει από τότε.

Η λέξη ταμείο είναι αρχαία· αρχικά ήταν ταμιείον, που σήμαινε «θησαυροφυλάκιο, αποθήκη», και προέρχεται από τον ταμία, τον θησαυροφύλακα ή αποθηκάριο. Η λέξη ταμίας είναι ομηρική και αρχικά δήλωνε τον αξιωματούχο που είχε αρμοδιότητα να διανέμει τα τρόφιμα, ένα είδος σιτιστή δηλαδή -στο Τ44 της Ιλιάδας διαβάζουμε «και ταμίαι παρά νηυσίν έσαν σίτοιο δοτήρες» -κι οι τροφοδότες μέσα στ’ άρμενα που το ψωμί εμοιράζαν, στη μετάφραση Καζανζάκη-Κακριδή. Φαίνεται πως ετυμολογείται από το ρήμα τέμνω, κόβω -αφού ο ταμίας έπρεπε να χωρίσει σε μερίδες τα τρόφιμα για να τα μοιράσει. Ο ταμίας στα μεταγενέστερα χρόνια ήταν επίσης ο οικονόμος των αρχοντικών σπιτιών.

Στη σημερινή χρήση, βέβαια, ταμίες βρίσκουμε στα εμπορικά καταστήματα και στις τράπεζες, ανάμεσά τους πάρα πολλές γυναίκες, και πλάι στον λόγιο τύπο «η ταμίας, της ταμία» έχει εμφανιστεί και ο αυθόρμητος λαϊκός τύπος «η ταμία, της ταμίας». Την επόμενη φορά που θα θελήσετε να τον χαρακτηρίσετε «βαρβαρικό» τύπο, σκεφτείτε ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, που τόσο τους τιμάμε στα λόγια, αυτόν τον τύπο, «η ταμία», και μόνον αυτόν, ήξεραν και χρησιμοποιούσαν. Μάλιστα, το ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας λέει ότι ο θηλυκός τύπος (η ταμία) σχηματίστηκε πρώτος και μετά ο αρσενικός.

Η λέξη «ταμείο» έχει περάσει και στη φρασεολογία μας –«κάνω ταμείο» σημαίνει «κάνω απολογισμό», και τη λένε συχνά οι προπονητές των ποδοσφαιρικών και άλλων ομάδων, «στο τέλος της σεζόν θα κάνουμε ταμείο». «Πάω ταμείο», σημαίνει «κερδίζω στο Στοίχημα» και κατ’ επέκταση «καταφέρνω κάτι». Υπάρχει βέβαια και η πασίγνωστη φράση «το ταμείον είναι μείον», που τη λέμε όταν δεν βγαίνουμε οικονομικά, και όπου ο καθαρευουσιάνικος τύπος διατηρείται για το χατίρι της ρίμας. Αυτή ακούγεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, αν και είναι παλιότερη.

Από το ταμείο έχουμε και το επίθετο ταμειακός, που όμως το βρίσκουμε και «ταμιακός». Τα μεγάλα λεξικά μας διακρίνουν δύο διαφορετικές, ομόηχες, λέξεις -τον «ταμειακό», που αναφέρεται στο ταμείο, π.χ. ταμειακή μηχανή, ταμειακές δυσχέρειες, ταμειακή τακτοποίηση, ταμειακώς εντάξει μέλη, και τον «ταμιακό» που αναφέρεται στον ταμία, π.χ. ταμιακό επίδομα. Στην πράξη, συνήθως χρησιμοποιούμε τη λ. ταμειακός.

Το Ταμείο όμως αυτό που μας έχει βάλει τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι δεν είναι ομηρικό και δεν είναι ελληνικό, είναι διεθνές και διεθνή ονομασία έχει. Αν τα ελληνικά αρχικά του είναι ΔΝΤ (προφέρεται δουνουτού), η αγγλική του ονομασία είναι IMF, International Monetary Fund. Η λέξη fund έχει κι αυτή ενδιαφέρουσα ετυμολογία κι έχει ξαδερφάκια στα ελληνικά. Προέρχεται από τη λατινική λέξη fundus που σημαίνει τον πυθμένα, τη βάση, η οποία ανάγεται σε ινδοευρωπαϊκή ρίζα στην οποία επίσης ανάγεται το ελληνικό πυθμήν. Στα γαλλικά fond και στα ιταλικά fondo είναι το βάθος, η βάση, είναι όμως και το βασικό κεφάλαιο που έχει ένας έμπορος, που σ’ αυτό στηρίζεται για τις δραστηριότητές του, και από εκεί το χρηματικό ποσό (απ’ όπου και το αγγλικό fund). Είναι επίσης και το απόθεμα ικανοτήτων που έχει κάποιος.

Την ιταλική λέξη τη δανειστήκαμε πάνω από μία φορά. Φόντο λέμε στα ελληνικά το βάθος ενός πίνακα ή μιας εικόνας (τώρα τελευταία ο όρος χρησιμοποιείται και στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τις συναφείς συσκευές). Χρησιμοποιείται και μεταφορικά η λέξη, για το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται κάτι, όταν π.χ. λέμε οι εκλογές έγιναν σε φόντο βαθιάς κρίσης. Στον πληθυντικό όμως τα φόντα είναι τα προσόντα που έχει κάποιος, γι’ αυτό και λέμε ότι ο τάδε π.χ. δεν έχει τα φόντα για πρωθυπουργός. Και από την ίδια ιταλική λέξη, fondo, με τη σημασία του πυθμένα, πήραμε το ναυτικό φούντο, που είναι ο βυθός της θάλασσας, και φουντάρω που σημαίνει ρίχνω την άγκυρα αλλά και βυθίζομαι. Και βέβαια τώρα πια κι αυτή η λέξη κυρίως μεταφορικά χρησιμοποιείται, όπως όταν λέμε ότι η οικονομία πάει για φούντο.

Να διευκρινίσω ότι άλλες λέξεις ηχητικά παρεμφερείς που φαίνονται να ανήκουν στην ίδια οικογένεια, όπως η φούντα, η φούντωση, το φουντούκι, η φοντύ ή η φοντανιέρα, προέρχονται στην πραγματικότητα από άλλες εντελώς άσχετες ρίζες. Όλες τους δάνειες είναι, αν και το φουντούκι είναι αντιδάνειο (το ποντικόν κάρυον πέρασε στα αραβικά ως bunduq και στα τούρκικα ως fιndιk, για να επιστρέψει ως φουντούκι).

Αντίθετα, της ίδιας ρίζας με το φόντο και το φούντο είναι ένα σχετικά πρόσφατο δάνειο, ο φονταμενταλισμός, από το γαλλικό fondamentalisme, που ανάγεται στο λατινικό fundamentum, το θεμέλιο, γι’ αυτό και κάποιοι λόγιοι πρότειναν τον όρο «θεμελιωτισμός» που φυσικά δεν έπιασε. Τα τελευταία χρόνια φονταμενταλιστές λέμε επίσης, πέρα από την κυριολεξία, και όσους είναι αδιάλλακτα και φανατικά προσηλωμένοι σε κάποια δόγματα, όχι πλέον θρησκευτικά. Κι αν ο κίνδυνος τον οποίο αντιπροσωπεύουν οι θρησκευτικοί φονταμενταλιστές είναι γνωστός και χιλιοειπωμένος, να δούμε πώς θα τα βγάλουμε πέρα με τον νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό του Ταμείου, χωρίς να πάμε για φούντο.

πηγή






Αναρτήθηκε από: