Γκρέιτ φάμιλι - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Ο Χρήστος για τα εικοσιτρία του χρόνια ήταν ένα έμπειρο γκαρσόνι. Μόνο που στην πόλη του, τη Δράμα, τα μεροκάματα ήτανε ψόφια. Μια η κρίση, μια η πανδημία τα μαγαζιά ήταν πιο πολύ κλειστά παρά ανοιχτά. Ψάχτηκε λοιπόν και γνωστός τού γνωστού βρέθηκε Απρίλη μήνα σε οικογενειακή ταβέρνα στην παλιά πόλη των Χανίων. Όπως και να το κάνεις η τουριστική σεζόν στην Κρήτη ήταν όλο υποσχέσεις. Η μικρή επιχείρηση ανήκε στους Παπαδάκηδες. Πατέρας, μάνα, γιοι, όλοι επιστρατευμένοι στην κουζίνα, στην ταμειακή και στο σερβίρισμα. Στη σεζόν χρειαζόταν 3-4 ακόμη άτομα, ανοιχτοί όλη μέρα βλέπεις. Εκεί κόλλησε κι ο Χρήστος.

Στο δεύτερο κιόλας πρωινό στη δουλειά είδε πρώτη φορά τον Κένεθ. Ένα κοκκινομάγουλο ανθρωπάκι γύρω στα εβδομήντα. Λιανός και λίγο καμπούρης, είχε μάλλον σκεβρώσει λίγο από τα χρόνια. Έπιασε τραπέζι στον ήλιο και παράγγειλε καφέ.

Όταν ο Χρήστος πήρε τον καφέ να του τον πάει, ο Μανούσος ο Παπαδάκης του είπε «πες του κερασμένος ο καφές από μας, από την οικογένεια».

-Ιτς φρι. Φρομ φάμιλι, του είπε ο Χρήστος με τα ψευτο-αγγλικά του.

Ο ασπρομάλλης πελάτης ενθουσιάστηκε.

- Oh, thanks a lot! They are lovely! Are you a newcomer?

- E…, γιες, άι εμ…

Ο Χρήστος ήδη μετάνιωνε για τις κοπάνες που έκανε από το φροντιστήριο των Αγγλικών. Εδώ έπρεπε να τα βελτιώσει γρήγορα για να βγει η σεζόν. Το ανθρωπάκι συνέχισε:

- Papadaki’s family is great! Cheers, my friends! είπε και σήκωσε το ποτήρι το νερό στραμμένος προς το ταμείο.

Αργότερα οι Παπαδάκηδες του εξήγησαν. Ο Κένεθ είναι Εγγλέζος. Συνταξιούχος δάσκαλος που η σύνταξή του είναι πενιχρή για την Αγγλία, αλλά φτάνει και περισσεύει για την Ελλάδα. Λίγο τα οικονομικά του, λίγο τα αρθριτικά του που αποζητούσαν τον ήλιο της Μεσογείου, αποφάσισε να έρθει μόνιμα στην Ελλάδα να ζεσταίνει τα κόκαλά του. Η γυναίκα του πεθαμένη από χρόνια. Έχει μια κόρη στο Νόριτς την οποία υπεραγαπά, αλλά έχει τη ζωή της, δεν θέλει να της γίνεται φόρτωμα.

Το βραδάκι να ‘τος πάλι ο Κένεθ στην ταβέρνα. «Μέρα παρά μέρα έρχεται να φάει εδώ», του είπε ο άλλος Παπαδάκης, ο Γιάννης. Σαλάτα, μπιφτέκι, κρασί. Πριν ψηθεί το «στέικ» είχε ήδη πιει το μισόκιλο και ζήτησε το δεύτερο. Με τις τελευταίες μπουκιές ο Παπαδάκης κάλεσε τον Χρήστο: «Στείλ’ του μισό κιλό ακόμη και πες του από μας. Κερασμένο». Ήταν φανερό ότι ο Κένεθ τα έτσουζε.

-Oh, thank you! Their hospitality is legendary! They are like relatives to me.

Ο Χρήστος κατάλαβε τα μισά. Γύρισε πάλι στο ταμείο όπου πατέρας και γιος συζητούσαν χαμογελώντας.

- Τι σημαίνει «ρέλατιβς»; Κάτι λέει που δεν το έπιασα.

- Συγγενείς! Λέει ότι μας έχει σαν συγγενείς, του εξήγησαν σκασμένοι στα γέλια.  Συχνάζει εδώ και μας έχει συμπαθήσει το εγγλεζάκι. Όπως μάλλον θα έχεις καταλάβει ο τυπάκος είναι αλκοολικός. Μόλις πιει κι αυτό, στείλ’ του ένα καραφάκι τσικουδιά από μας.

- Μα έχει ήδη πιει δυο λίτρα κρασί και έχει επισκεφτεί τέσσερις φορές την τουαλέτα.  Σε λίγο θα μεθύσει κανονικά!

-Ε, τότε φιλαράκι θα έρθει η ώρα του λογαριασμού. Για την ώρα κέρνα τον τσικουδιά.

Το νεοφερμένο γκαρσόνι με τις μέρες κατάλαβε. Ο μοναχικός Κένεθ είχε ανάγκη από μια αίσθηση οικογένειας. Είχε ανάγκη και από το αλκοόλ. Τους κερασμένους καφέδες του πρωινού, τους πλήρωνε πανάκριβα το βράδυ όταν παρέδιδε την πιστωτική του κάρτα για τον λογαριασμό. Τα κερασμένα ποτά τα είχε ήδη διπλοπληρώσει, όταν τρεκλίζοντας απομακρυνόταν προς το σπίτι του. Όταν το παραέκανε στο ποτό οι Παπαδάκηδες τού καλούσαν ταξί. Έναν ξάδελφο ταξιτζή που του χρέωνε τα τριπλά και έπαιρνε το μερίδιό της και η «great family».

Κάποτε ο Χρήστος ψέλισε κάτι σαν υπεράσπιση του Κένεθ:

-Τον μαδάμε κανονικά τον φουκαρά, ε;

-Κοίτα, Χρήστο, μην τον λυπάσαι. Όταν το κατακαλόκαιρο πιάνει μόνος του τραπέζι για μια χωριάτικη θα είναι σκέτη χασούρα. Ας πούμε ότι του παίρνουμε προκαταβολή. 

Τις πρώτες εβδομάδες ο Χρήστος μελαγχολούσε λίγο. Ίσως ένιωθε και κάποιες τύψεις. Διαπίστωσε πως οι «Κένεθ» που πλήρωναν διπλή και τριπλή την ελληνική hospitality ήταν καμπόσοι. Γρήγορα όμως έμαθε να παίρνει κι αυτός κατιτίς από τα ακούσια φιλοδωρήματα. Στο κάτω-κάτω δε θα έχανε τη δουλειά του για έναν συνταξιούχο Εγγλέζο. Και – έτσι είναι ρε γαμώτο η ζωή – τα πάντα πληρώνονται ακριβά σε αυτόν τον κόσμο. Ακόμη και η φιλία, ίσως και μια αίσθηση οικογένειας.

Τον Αύγουστο σταμάτησε να έρχεται για λίγες μέρες. Πάνω στη φούρια της δουλειάς δεν το παρατήρησε κανένας. Η μυρωδιά του πτώματος έφερε την πυροσβεστική για να σπάσει την πόρτα. Όταν το έμαθαν στην ταβέρνα, ο Μανούσος αρκέστηκε να παρατηρήσει:

-Το ποτό θέλει ρέγουλα. Τα ‘θελε και τα ‘παθε το εγγλεζάκι…

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου

Σημ: Το κείμενο «Γκρέιτ φάμιλι» γράφτηκε στα πλαίσια του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής της Κατερίνας Νανούρη. Είναι μέρος μιας σειράς κειμένων πάνω σε μια ιδέα της Κατερίνας Μαντίλ με κοινό τόπο «το βρισκούμενο».






Αναρτήθηκε από:

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου