Μέσα στα νέα μέσα - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Σε δυόμισι μήνες, καλά να’μαστε, το ιστολόγιο θα συμπληρώσει δέκα χρόνια ζωής. Κάθε μέρα (τα τελευταία πέντε χρόνια αδιάλειπτα) δημοσιεύεται ένα άρθρο κι εσείς το σχολιάζετε -τις περισσότερες φορές τα σχόλιά σας ξεπερνούν τα εκατό. Με αρκετούς έχω γνωριστεί -ή έχουν γνωριστεί μεταξύ τους- και έχουμε συναντηθεί πολλές φορές. Άλλοι μάς διαβάζουν, μπορεί και καθημερινά, χωρίς να σχολιάζουν ή σχολιάζοντας πολύ σπάνια.

Τα άρθρα του ιστολογίου αναδημοσιεύονται στο Φέισμπουκ, αν και όχι αυτόματα όπως γινόταν παλιότερα. Από τότε που μια φίλη με παρακίνησε να δοκιμάσω την αναδημοσίευση στο Φέισμπουκ, κάπου το 2011-12, οι επισκέπτες του ιστολογίου έχουν αυξηθεί κατακόρυφα (αν και η εξέλιξη αυτή δεν είχε μονο καλά). Ως τότε, το Φέισμπουκ λίγο το χρησιμοποιούσα, κυρίως για να έρχομαι σε επαφή με παλιούς συμμαθητές. Τώρα συμμετέχω και εκεί πολύ ενεργά, ίσως αφιερώνοντας υπερβολικά πολύ χρόνο.

Τα άρθρα του ιστολογίου αναδημοσιεύονται αυτόματα και στο Τουίτερ, αλλά με το Τουίτερ δεν έχω άλλες παρτίδες και μπαίνω σπανιότατα -είμαι φύσει φλύαρος οπότε δεν μπορώ να περιοριστώ σε 140 χαρακτήρες. Ποτε πότε με ρωτάνε κάτι εκεί και το βλέπω μια βδομάδα ή δέκα μέρες μετά, αν τύχει και μπω. Ωστόσο, παρακολουθώ τα τιτιβίσματα επωνύμων, πολιτικών κυρίως, αν τύχει και αναδημοσιευτούν στο Φέισμπουκ ή σε κάποιον ιστότοπο.

Όλα αυτά δεν τα λέω για να περιαυτολογήσω (ή να περιαυτομπλογκήσω) αλλά για να περιγράψω μια κατάσταση που ήταν πολύ διαφορετική πριν από 10-20 χρόνια και ανύπαρκτη πριν από 30 χρόνια: εννοώ τη διαπροσωπική επικοινωνία και ανταλλαγή απόψεων μέσω Διαδικτύου, που γίνεται στα λεγόμενα «κοινωνικά δίκτυα» ή στα «νέα μέσα» ή στα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» -καθώς το φαινόμενο είναι σχετικά καινούργιο, η ορολογία δεν έχει αποκρυσταλλωθεί εντελώς. Άλλωστε, και τα ίδια τα μέσα μεταβάλλονται με μεγάλη ταχύτητα: πριν από δέκα χρόνια, ας πούμε, τα ιστολόγια μεσουρανούσαν, ενώ σήμερα έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Το Φέισμπουκ, που μεσουράνησε στη συνέχεια και ακόμα διατηρεί τεράστια απήχηση, δεν έχει παρά 12 ετών ηλικία.

Πριν από μερικές μέρες είχαμε δημοσιεύσει ένα αφήγημα του Σταύρου Ζουμπουλάκη, στο οποίο ο συγγραφέας επισήμαινε πως οι άνθρωποι της γενιάς του, όσοι γεννήθηκαν στο χωριό, είδαν μέσα σε λίγες δεκαετίες την ελληνική ύπαιθρο να περνάει από τις αγροτικές μεθόδους της εποχής του Ησιόδου στη σύγχρονη εποχή. Με την ίδια λογική, οι άνθρωποι της γενιάς μας, όσοι είχαν κάποια επαφή με υπολογιστές, έχουν ζήσει όλες τις μορφές επικοινωνίας και ανταλλαγής απόψεων μέσω Διαδικτύου, από τις πιο «πρωτόγονες» έως τις σημερινές -και θα γνωρίσουν και πολλές ακόμα.

Διότι βέβαια, όπως έχουμε ξανασυζητήσει, στα πρώτα βήματα του Διαδικτύου, ήταν άλλες οι μορφές επικοινωνίας. Τα περισσότερα σημερινά «κοινωνικα μέσα ήταν ανύπαρκτα στην αρχή του αιώνα μας. Το Φέισμπουκ άνοιξε στο διεθνές κοινό το 2006 (υπάρχει από το 2004) ενώ το Τουίτερ έγινε δημοφιλές από το 2008-9. Τα ιστολόγια και τα φόρουμ ήταν λίγο παλιότερα, υπήρχαν από τον προηγούμενο αιώνα, αν και τη δημοτικότητά τους την απέκτησαν στις αρχές του αιώνα μας. Όλα αυτά τα μέσα έχουν πολλές διαφορές, αλλά ένα κοινό χαρακτηριστικό, ότι είναι… ιστοπαγή, όπως αποδίδουμε το web-based, δηλαδή έχουν μια διεύθυνση στον Παγκόσμιο Ιστό και οι επισκέπτες/αναγνώστες/μέλη την επισκέπτονται, συνδέονται, διαλέγουν τι θα διαβάσουν και πού θα σχολιάσουν.

Παλιότερα, δεν ήταν έτσι. Τον καιρό που οι περισσότεροι μπαίναμε στο Διαδίκτυο με αργές τηλεφωνικές συνδέσεις (dial-up) οι ψηφιακές κοινότητες δεν ήταν ιστοπαγείς. Υπήρχαν οι ομάδες συζήτησης του Usenet, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, υπήρχαν και οι λίστες συζήτησης (mailing lists αγγλικά), που συνήθως τις λέγαμε σκέτα «λίστες». Ακόμα υπάρχουν, και οι μεν και οι δε, αν και έχουν περάσει στο περιθώριο.

Το χαρακτηριστικό στις λίστες ήταν ότι η συζήτηση γινόταν με ηλεμηνύματα (τα ημέιλ που λέμε) και ότι στη λίστα έπρεπε να γραφτείς «μέλος». Από τη στιγμή που γραφόσουν, ό,τι μήνυμα έστελνες στη λίστα το έπαιρναν ως μέιλ όλα τα μέλη της, αλλά κι εσύ έπαιρνες σε ηλεμηνύματα όλα τα σχόλια που έκαναν τα άλλα μέλη της λίστας, είτε απαντούσαν σε σένα είτε (το συνηθέστερο) όχι. Αυτό σημαίνει ότι μια δραστήρια λίστα με αρκετά μέλη είχε ίσως και εκατοντάδες μηνύματα κάθε μέρα, και δεν ήταν σπάνιο, όταν κάποιος έφευγε π.χ. διακοπές, να επιστρέφει και να βρίσκει καμιά χιλιάδα αδιάβαστα μηνύματα να μπουκώνουν το ηλεγραμματοκιβώτιό του. (Γι’ αυτό υπήρχε η δυνατότητα να διακόπτεις την αποστολή μηνυμάτων, χωρίς να διαγράφεσαι από τη λίστα). Αλλά και λίγα σχετικώς μέλη να είχε μια λίστα, αν ήταν φλύαρα (ή αν ξεσπούσε κανένας καβγάς) τα μηνύματα ήταν πολλά -και έρχονταν όλα στο γραμματοκιβώτιο όλων των μελών, ενώ σε ένα φόρουμ το κάθε μέλος διαλέγει ποιο θρεντ θα διαβάσει. Βέβαια, αν έβλεπες ότι κάποιο ηλεμήνυμα είχε θέμα που δεν σε ενδιέφερε μπορούσες να μην το ανοίξεις, ενώ υπήρχε και το πλοκ για να μη βλέπεις καθόλου τους ενοχλητικούς.

Οι λίστες φιλοξενούνταν σε διακομιστές (σέρβερ), κυρίως πανεπιστημιακούς, και είχαν έναν ή περισσότερους διαχειριστές, που τους λέγαμε κοινώς «λίσταρχους». Η επικοινωνία με τον σέρβερ γινόταν με μέιλ, με τυποποιημένες εντολές του Unix. Όταν άρχισα να ασχολούμαι με το Διαδίκτυο, γύρω στα 1995 πρέπει να ήταν, έγινα σιγά σιγά μέλος σε καμιά εικοσαριά λίστες, και ακόμα είμαι μέλος σε δυο-τρεις, πανεπιστημιακές (π.χ. μία λίστα βυζαντινολόγων και άλλη μία νεοελληνιστών). Αλλά βέβαια το περισσότερο (από μιαν άλλη άποψη, το λιγότερο) ενδιαφέρον το είχαν οι λίστες γενικής συζήτησης. Μια τέτοια ήταν η Hellas List, που μέλη της είχε κυρίως Έλληνες φοιτητές (και μεταπτυχιακούς, κτλ.) που σπούδαζαν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, κυρίως αμερικάνικα. Λιγότερες ήταν οι ελληνικές λίστες που να εδρεύουν στην Ελλάδα.

Ένα χαρακτηριστικό της συζήτησης σε λίστες ήταν ότι οι άλλοι που έπαιρναν τα σχόλιά σου με ηλεμηνύματα έβλεπαν και την ηλεκτρονική σου διεύθυνση και το όνομα που χρησιμοποιούσες για να παίρνεις και να στέλνεις ηλεμηνύματα στο πρόγραμμα ηλεταχυδρομειου σου (που συνήθως ήταν το πραγματικό σου όνομα). Μπορούσε βέβαια κανείς, αν ήξερε τα κόλπα, να στείλει πλαστό μήνυμα, αλλά αυτό ήταν σπάνιο: γενικά δεν υπήρχε ανωνυμία (ή, έστω, υπήρχε σε μικρή έκταση). Αντίθετα, στις ομάδες του Usenet οι χρήστες δεν έδιναν το πραγματικό τους όνομα αλλά κάποιο χρηστώνυμο, όπως και στα φόρουμ αργότερα ή στο ιστολόγιό μας σήμερα. Στο Φέισμπουκ, πάλι, οι περισσότεροι χρησιμοποιούν το πραγματικό τους ονοματεπώνυμο, και αυτό τυπικά είναι υποχρεωτικό -κατά καιρούς μάλιστα το σύστημα ζητάει από χρήστες να επιβεβαιώσουν την ταυτότητά τους. Στο Τουίτερ, απ’ όσο ξέρω, οι επώνυμοι χρησιμοποιούν φυσικά το ονοματεπώνυμό τους αλλά ο μέσος χρήστης έχει χρηστώνυμο.

Εγώ γι’ αυτά τα μέσα θα μιλήσω, αυτά ξέρω. Οι νεότεροι έχουν και άλλα, ας πούμε το Ίνσταγκραμ, όπου ανεβάζεις φωτογραφίες με σύντομα ή και καθόλου σχόλια. Το δοκίμασα κι εγώ αλλά τελικά προτίμησα τις ίδιες φωτογραφίες, π.χ. από καμιά εκδρομή, να τις ανεβάζω στο Φέισμπουκ. Κάποιοι ανεβάζουν πολλές φωτογραφίες καθημερινά -πριν από λίγο καιρό που είχε πέσει το Ίνσταγκραμ για μερικές ώρες (δηλαδή δεν λειτουργούσε) κάποιος πνευματώδης τύπος είχε πει ότι οι μανιώδεις του Ίνσταγκραμ έμειναν νηστικοί διότι δεν έχει νόημα να καθίσεις να φας αν δεν μπορείς να ανεβάσεις τη φωτογραφία με το φαγητό σου να τη δει ο κόσμος όλος.

Ο κόσμος όλος; Εξαρτάται. Αυτά που γράφουμε στο ιστολόγιο μπορεί να τα διαβάσει ο κόσμος όλος αλλά βέβαια για να μας διαβάσει πρέπει να μας βρει -συνηθως ο καινούργιος μάς βρίσκει ή από το Φέισμπουκ ή γκουγκλίζοντας. Στο Φέισμπουκ, άλλοι έχουν «κλειστό προφίλ» δηλαδή όσα γράφουν τα βλέπουν μόνο οι «φίλοι» τους, ενώ άλλοι (όπως εγώ) έχουν ανοιχτό προφίλ δηλαδή τις σοφίες μου μπορεί να τις διαβάσει ο καθένας (και μάλιστα να σχολιάσει επίσης). Στο Τουίτερ, αν δεν κάνω λάθος, για να διαβάσεις όσα γράφει κάποιος πρέπει «να τον ακολουθείς».

Στο ιστολόγιο αναλύουμε τα πράγματα διά μακρών. Το Φέισμπουκ είναι για πιο σύντομα σημειώματα, έως και για ατάκες, αλλά μπορούν να γίνουν εκτενέστατοι διάλογοι και αντιπαραθέσεις. Το Τουίτερ είναι μόνο για ατάκες. Το κακό (ή ίσως, καλό) με το Φέισμπουκ είναι πως οι συζητήσεις (με εξαίρεση όσες γίνονται σε ομάδες) δεν είναι αναζητήσιμες μέσω Γκουγκλ και έτσι αν περάσουν μερικές μέρες είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις τι ειπώθηκε σε μια παλιότερη συζήτηση. Είναι μέσο πτητικό, εφήμερο. Και είναι κρίμα διότι έχω διαβάσει πολύ αξιόλογα πράγματα στο Φέισμπουκ.

Βασικός μηχανισμός στο Φέισμπουκ (που δεν παίζει σχεδόν κανένα ρόλο στα ιστολόγια) είναι το λάικ και οι άλλοι τρόποι που έχεις για να δείξεις τη συμφωνία σου ή τη διαφωνία σου με τα λεγόμενα κάποιου. Το εύκολο λογοπαίγνιο εδώ είναι ότι η αναζήτηση του λάικ συνιστά λαϊκισμό. Η απήχηση κάποιου μπορεί να μετριέται με τον αριθμό των ακολούθων του, με τον αριθμό των λάικ που συγκεντρώνουν οι αναρτήσεις του ή με τον αριθμό των κοινοποιήσεων. Κάτι ανάλογο και στο Τουίτερ.

Είναι γνωστό ότι κάποιος μπορεί να αγοράσει εικονικούς ακόλουθους, ψεύτικους λογαριασμούς που βάζουν λάικ και καρδούλες σε όσα γράφει και, αν δεν κάνω λάθος, αυτό το έχουν κάνει αρκετοί πολιτικοί και λοιποί επώνυμοι. Υπάρχουν βέβαια και εφαρμογές που βρίσκουν (δεν ξέρω με πόση ακρίβεια) πόσοι ακόλουθοι είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά (και ψήφο) και πόσοι είναι ρομποτάκια.

Τα κοινωνικά μέσα ή νέα μέσα έχουν αλλάξει την καθημερινή ζωή πολλών από εμάς. Αφιερώνουμε αρκετή ώρα σε αυτά -αν και βέβαια μπορεί να μπαίνουμε στο Φέισμπουκ από το γραφείο ή ενώ ταξιδεύουμε με το λεωφορείο ή ενώ περιμένουμε πελάτη στο ταμείο της επιχείρησής μας. Κάνουμε καινούργιες γνωριμίες και ξαναβρίσκουμε παλιές. Κάποιοι βρίσκουν συνεργάτες ή διαφημίζουν τη δουλειά τους ή το λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο τους. Οι πολιτικοί προβάλλουν βέβαια τον εαυτό τους και τις θέσεις τους -συνήθως σε μονόλογο.

Όλο και περισσότερο, από τα νέα μέσα ενημερωνόμαστε. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου η εμπιστοσύνη προς τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης ειναι (και όχι άδικα, θα έλεγε κανείς) πολύ χαμηλή, ο ρόλος των νέων μέσων στην ενημέρωση δεν αποκλείεται να είναι αυξημένος -αλλά αυτό περιμένω να το επιβεβαιώσω από τα σχόλιά σας. Υπάρχει βέβαια και η αλληλεπίδραση των παραδοσιακών μέσων με τα νέα, αφού μάλιστα όλα τα παραδοσιακά μέσα έχουν και διαδικτυακή παρουσία -μερικά μάλιστα εγκατέλειψαν την παραδοσιακή υπέρ της διαδικτυακής, παρόλο που το νέο οικονομικό μοντέλο δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωθεί.

Μια διάσημη ρήση που αποδίδεται στον Ουμπέρτο Έκο είναι ότι (παραθέτω από μνήμης και στο περίπου) με τα νέα μέσα έχει δοθεί βήμα στο παραλήρημα του κάθε πικραμένου, κι έτσι απόψεις που κάποτε τις άκουγε μόνο ο μπάρμαν, κάνοντας συγκαταβατικά νοήματα, τώρα έχουν αποκτήσει παγκόσμιο ακροατήριο. Τη βρίσκω προβληματική αυτή την άποψη, όσο κι αν έχει βάση αλήθειας -αν μη τι άλλο, ο κάθε πικραμένος δεν έχει το ακροατήριο που έχει ο «επώνυμος». Από την άλλη, βέβαια, και το κύρος του «πραγματικού» κόσμου δεν μεταφέρεται ατελώνιστο στον διαδικτυακό κόσμο: πολλοί επώνυμοι έχουν ρεζιλευτεί στα κοινωνικά μέσα όταν προσπάθησαν να επιβληθούν με επιχείρημα μόνο το εξωδιαδικτυακό τους όνομα.

Βέβαια, ενώ συνήθως όσα γράφουμε και λέμε στα κοινωνικά μέσα τα διαβάζει ένας στενός ή έστω πλατύτερος κύκλος φίλων και γνωστών, υπό ειδικές συνθήκες μπορεί να γίνουν ιότροπα, βάιραλ που λέμε, και να γνωρίσουν απίστευτα μεγάλη διάδοση -και όχι πάντα για καλό. Μια κοτσάνα που θα ειπωθεί στο φιλικό μας σαλόνι, θα μείνει μέσα στους τέσσερις τοίχους του. Η ίδια κοτσάνα στο Φέισμπουκ μπορεί να αναδημοσιευτεί, να αναπαράγεται εσαεί και να κοστίσει. Δεν έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει ακριβώς αυτή την πραγματικότητα.

Στα νέα μέσα ειναι πιο εύκολο να διαδώσεις ψευδείς ειδήσεις -φέικ νιουζ που τα λέμε. Από την άλλη, το μέσο δίνει επίσης δυνατότητες για ανασκευή της ψεύτικης είδησης και για διάδοση της ανασκευής, πολύ πιο εύκολα απ’ό,τι με τις πλαστές ή τις παραποιημένες ειδήσεις στα τηλεοπτικά κανάλια. Εξάλλου, υπάρχει πλέον ώσμωση ανάμεσα στους δύο κόσμους, κι αν κάποτε τα κοινωνικά μέσα ήταν εκείνα που αναδημοσίευαν μαζικά υλικό από τα παραδοσιακά μέσα, σήμερα και τα παραδοσιακά μέσα αντλούν υλικό από τα διαδικτυακά, συχνά μάλιστα αναπαράγουν και τρολιές ή ψέματα, όπως όταν τα Νέα αναδημοσίευσαν την πλαστή φωτογραφία του Έντι Ράμα, ή πέρυσι όταν η Athens Review of Books δημοσίευε κατασκευασμένους στίχους του Σουρή, αλιευμένους από το Διαδικτυο.

Βέβαια, τα νέα μέσα έχουν δυνατότητες που λείπουν από τα παραδοσιακά και δεν έχουν τους δικούς τους περιορισμούς. Ας πούμε, στην τηλεόραση υπάρχει απαγόρευση σε προεκλογικές πολιτικές εκπομπές το Σάββατο πριν από τις εκλογές -στο Διαδίκτυο αυτό δεν ισχύει. Τέτοια παραδείγματα μπορούμε να βρούμε πολλά. Λέγεται ότι ο Ντόναλντ Τραμπ χρησιμοποίησε αθέμιτες μεθόδους για να κερδίσει τις εκλογές εκμεταλλευόμενος τα νέα μέσα.

Πολλοί ζητούν να θεσμοθετηθεί με κάποιο τρόπο η καταπολέμηση των ψευδών ειδήσεων, αλλά αυτό έχει πολλούς κινδύνους. Ποιος θα αποφασίζει τι είναι ψευδής είδηση; Δεν είναι ολες οι περιπτώσεις το ίδιο ξεκάθαρες ούτε είναι ευδιάκριτες οι διαχωριστικές γραμμές. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος κοντά στα ξερά να καούν και τα χλωρά -ή κυρίως τα χλωρά. Ήδη το Φέισμπουκ ασκεί μια αυστηρή, ανόητη και αναποτελεσματική λογοκρισία, που αφήνει ανενόχλητα τα κηρύγματα ρατσιστικού μίσους αλλά μπορεί να κλείσει έναν λογαριασμό επειδή δημοσίευσε γυμνή φωτογραφία -ακομα κι όταν πρόκειται για τη διάσημη φωτογραφία με το κορίτσι που έτρεχε με τα ρούχα καμένα στο Βιετνάμ. Στο θέμα αυτό θέλω να ακούσω τις γνώμες σας.

Θα μπορούσα να γράψω πολλα ακόμα, αλλά θα σας έχω κουράσει. Μέσα στα νέα μέσα ανταλλάσσουμε απόψεις αλλά κυρίως γνωρίζουμε ανθρώπους. Κάθε ιστολόγιο, φόρουμ, τοίχος του Φέισμπουκ, ομάδα του Φέισμπουκ, ακόμα και ο χώρος σχολίων μιας εφημερίδας, αποτελεί μια κοινότητα ανθρώπων, με ορισμένους τακτικούς θαμώνες και πολλούς περιστασιακούς. Μια κοινότητα με ορισμένα κοινά στοιχεία, διαφορετικά από εκείνα των συμβατικών κοινοτήτων. Μια παρέα, ας πούμε. Στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν παρέες που έχουν ορίσει σταθερό τόπο και χρόνο συνάντησης, στο τάδε ουζερί ή καφενείο την τάδε μέρα και ώρα, κάθε βδομάδα -μια ευλογημένη συνήθεια. Στον διαδικτυακό κόσμο κάτι ανάλογο γίνεται, και μάλιστα χωρίς να μας εμποδίζουν οι αποστάσεις. Η κατά πρόσωπο επαφή, φυσικά, δεν αναπληρωνεται. Και λείπουν και οι μεζέδες -αν και εμείς εδώ έχουμε κάθε Σάββατο τα μεζεδάκια.

sarantakos.wordpress.com






Αναρτήθηκε από: