Άμα ξημερώσει… του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Ο Ζαχαρίας είχε από ώρα αποκοιμηθεί πάνω στον πάγκο του. Έτσι κι αλλιώς δουλειά δεν είχε, γιατί στο χωριό ήταν όλοι πολύ φτωχοί για να κάνουν δεύτερες παραγγελιές και κεράσματα. Αυτά γινόταν μόνο τις μεγάλες σχόλες. Άντε κι όταν πληρωνόταν τα καπνά, μια φορά το χρόνο, χαλάλιζαν για την πάρτη τους ένα δεύτερο ή τρίτο ούζο, έτσι για τους κόπους της χρονιάς. Στο κάτω-κάτω το καφενείο ήταν σχεδόν αδειανό και μόνοι θαμώνες, περασμένες εννιά το βράδυ, είχαν μείνει ο Κολιός κι ο Μπάτης.

«Δε θα πάνε καλά τα σύκα φέτος γιατί τα πείραξαν οι πολλές βροχές, να γιατί», αποκρίθηκε ο Μπάτης. Αποκρίθηκε σε μια ερώτηση που του ‘χε κάμει ο Κολιός είκοσι χρόνια πριν στη Μικρασία. Τότε που τα δεύτερα ξαδέλφια θαρρούσαν ότι μπορούν να κάνουν σχέδια κόντρα στις βουλές του Θεού. 

Ο Κολιός δεν έδωσε σημασία. Δεν είχε ξεχάσει την ερώτηση για τα σύκα, αλλά τώρα δεν είχε νόημα. Έτσι κι αλλιώς πια κανένας δε ρωτούσε για τίποτα, ούτε περίμενε και καμία απάντηση. Οι πρόσφυγες έπιαναν μόνο τις μισοτελειωμένες κουβέντες από την Πατρίδα προσπαθώντας να τις αποσώσουν, μα καμία συζήτηση δεν τέλειωσε ποτέ. Τώρα, τέλη Οκτώβρη του 1940, αγωνιούσαν για τα καπνά.

Τα δύο ξαδέλφια σηκώθηκαν μαζί σαν συνεννοημένα. Χθες ήταν Αϊ-Δημήτρης, αύριο ξεκινούσε το παστάλι, το παρατράβηξαν στον καφενέ. Άφησαν δύο κέρματα στο τραπέζι και κίνησαν για το σπίτι. Στο δρόμο τα λιθάρια λες και φύτρωναν από το κοκκινόχωμα, αν ήταν ξένος θα είχε σκοντάψει δέκα φορές στο μαύρο σκοτάδι. Αυτοί όμως ήξεραν τις πέτρες μία-μία κι αλαφροπατούσαν χωρίς πρόβλημα. Δυο-τρία λιθάρια που βρέθηκαν στο δρόμο τους παραμέρισαν, για δεν ήθελαν τραβήγματα με τους ντόπιους.

Σε λίγο ο Μπάτης σταμάτησε να ξαλαφρώσει τη φούσκα του στα θάμνα. Ο Κολιός ψαχούλεψε με τα χέρια του τις τσέπες του παντελονιού, ύστερα το πανωφόρι, τέλος τα έβαλε στα στήθια του να νιώσει τις μέσα τσέπες.

«Ξέχασα την καπνοσακούλα, Μπάτη»

«Άντε, πάμε να την πάρεις».

Όταν γύρισαν η καπνοσακούλα ήταν ακόμη στο τραπέζι. Ο Ζαχαρίας κοιμόταν ακόμη στον πάγκο του, πιο αποκαμωμένος θαρρείς, πιο ψαρός. Έλειπε όμως η στέγη. Στο ταβάνι έχασκε μια μεγάλη τρύπα και κρέμονταν τα μεσοδόκια. Τα ξαδέλφια έμειναν να κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό, μια την τρύπα στο ταβάνι, μια τον καφετζή που αγουροξυπνημένος σήκωσε το βλέμμα, βλέμμα πιο θολό από ποτέ.

«Ακόμα εδώ είστε; Νόμισα φύγατε»

«Ε, γυρίσαμε για την καπνοσακούλα μου»

«Όλοι γυρίζουν για κάτι. Μα δεν υπάρχει τίποτε πια να πάρουν. Εξόν από την καπνοσακούλα».

Τότε το μάτι τους έπεσε στα αδειανά ράφια, στον άδειο πάγκο. Ήταν λες και φεύγοντας από τον καφενέ κάθε χωριανός πήρε κάτι, άλλος την μπουκάλα το ούζο, άλλος τα ποτήρια, άλλος τις πορτοκαλάδες. Το καφενείο ήταν άδειο από πελάτες, άδειο κι από εμπορεύματα.

«Και ποιος τα πήρε, βρε Ζαχάρη;»

«Ξέρω κι εγώ; Όλοι. Τόσα χρόνια περάσανε. Άλλα τα πήραν οι Βούλγαροι, άλλα οι φαντάροι, άλλα οι αντάρτες, άλλα οι χωροφύλακες».

«Κι εσύ;»

«Τι εγώ; Εγώ είμαι ο καφετζής. Εγώ δεν έφυγα ποτέ».

Ο Μπάτης κι ο Κολιός έπιασαν να περπατάνε αργά γύρω από τα ξεχαρβαλιασμένα τραπέζια. Κοιτούσανε τους ξεφτισμένους τοίχους, τα σπασμένα τζάμια. Ο Κολιός μάζεψε μια παλιά εφημερίδα από το πάτωμα και ξανάκατσε στο σκονισμένο τραπέζι . Εφημερίδα σπάνια ξέπεφτε στο χωριό. Ήταν ευκαιρία.

«Κάτσε Μπάτη, να στρίψουμε ένα τσιγάρο ακόμα και διάβασέ μου τι λέει.»

Ο Κολιός δεν ήξερε γράμματα, ο Μπάτης τού διάβαζε τις εφημερίδες.

«Τι να λέει, ρε ξάδελφε… Κείνα και πάλι κείνα...»

Ο Μπάτης την κοίταξε προσεκτικά:

«Είναι παλιά. Είκοσι του μηνός».

«Μήπως έχουμε και πιο καινούρια; Λέγε.»

Διάβαζε με προσοχή και πού και πού μετέφερε τα νέα:

«Παντρεύτηκε ο βασιλιάς.»

«Ο Γεώργιος; Στεφανωμένος δεν ήταν;»

«Ο Κωνσταντίνος. Μια Δανέζα.»

Τα πιο πολλά νέα δε τα καταλάβαιναν και το ενδιαφέρον γρήγορα ατόνησε:  «Ο Μπρέζνιεφ έριξε τον Χρουστσώφ», «Παζάρια για την Κύπρο», «οι Αμερικάνοι στο Βιετνάμ» και άλλα τέτοια. Για την τιμή του καπνού τίποτα.

Σηκώθηκαν ξανά και βγήκαν από το καφενείο. Δε φαινόταν τίποτα μέσα στη μαύρη νύχτα. Λες κι ερήμωσε το χωριό. Ούτε σπίτια, ούτε άνθρωποι. Ακόμη κι οι δρόμοι άφαντοι. Μόνο λιθάρια. Μόνο που τώρα οι πέτρες του δρόμου δεν τους αναγνώρισαν και τους άφηναν να σκοντάφτουν εδώ κι εκεί. Κάποτε έμειναν ακίνητοι.

«Να μείνουμε, Μπάτη, εδώ. Μέχρι να ξημερώσει».

«Ναι, άμα ξημερώσει…»

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου






Αναρτήθηκε από:

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου