Λίνα - του Μανόλη Χατζηπαναγιώτου - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Το κείμενο «Λίνα» πήρε το 3ο βραβείο στον 10ο διαγωνισμό διηγήματος που προκήρυξε η Εθελοντική Ομάδα Δράσης Ν. Πιερίας "Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ" με κριτική επιτροπή τις Εύα Ανδρουλιδάκη, Σοφία Ελευθεριάδου, Σίσσυ Ζερβουδάκη, Ευγενία Κορτσάρη και Ειρήνη Παξιμαδάκη.

Πέταξε τα ρούχα στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ που βρήκε. Τι ρούχα δηλαδή, τις πιτζάμες του πέταξε. Ήθελε να τις πετάξει με δύναμη να πάνε στο διάολο. Να τις ξεσκίσει ή και να τις κάψει ακόμη. Τίποτε όμως από αυτά δεν έκανε. Δεν ήταν ώρα για τέτοια, άλλωστε το ήξερε καλά, δεν του ‘φταιγαν οι πιτζάμες.

Το φως του Ιουλίου ήταν ανελέητο. Ντάλα μεσημέρι και δεν φαινόταν ψυχή στη Δραπετσώνα. Λες και το κυριακάτικο φαγητό ρουφούσε κάθε ίχνος ζωής από τους δρόμους. Ένα παραπάνω που οι δρόμοι που διέσχιζε τώρα είχαν στο πλάι μαντρότοιχους από εργοστάσια, βιοτεχνίες και συνεργεία. Πού να βρεθούν οι άνθρωποι τέτοια ώρα, τέτοια μέρα, μες στο λιοπύρι. Η νέκρα αυτή τον καθησύχαζε. Τέτοια ελευθερία ήθελε γλέντι μοναχικό. Του ‘ρχόταν να τρέξει, να ξεφωνίσει, να χοροπηδήξει. Συγκρατήθηκε όμως και απλώς τάχυνε το βήμα του. Είχε ξεμάθει τόσους μήνες και τα σκαρπίνια και τα σακάκια.

Σε λίγο βρέθηκε σε δρόμο με σπίτια και σταμάτησε ένα ταξί. Μπήκε με την άνεση λόρδου και ζήτησε από τον οδηγό να τον ανεβάσει στην Αθήνα, στο Κουκάκι. Ο ταρίφας του έπιασε μια συζήτηση που τον έφερε σε αμηχανία. Δεν είχε ιδέα ότι το πρωτάθλημα του 1955 το είχε κατακτήσει ο Ολυμπιακός. Αλλά αυτά δεν τα ομολογούν στον Πειραιά και έτσι έκανε πως στοιχειωδώς ανταποκρινόταν.

Στο Κουκάκι σταμάτησε και έκοψε το δρόμο με τα πόδια για τα Πετράλωνα. Εντόπισε σχετικά εύκολα τη διεύθυνση που ζητούσε, αλλά έκανε τρεις μεγάλους γύρους για να σιγουρευτεί ότι δεν τον ακολουθούσε κανένας. Χτύπησε το κουδούνι με την ελπίδα ότι δε θα εμφανιστούν πέντε-έξι αστυνόμοι. Είχε σοβαρή αμφιβολία για το αν ο σύνδεσμος θα αποδεικνυόταν αξιόπιστος, αν η άγνωστη διεύθυνση που του έδωσαν στο τελευταίο επισκεπτήριο θα αντιστοιχούσε σε μέρος ασφαλές. 

Η πόρτα που άνοιξε δεν του διέλυσε τις αμφιβολίες, αλλά τις έδιωξε από τη σκέψη του. Μια νεαρή μελαχρινή, όμορφη και ελάχιστα τροφαντή, τον πέρασε μέσα χωρίς να ρωτάει πολλά. Για την ακρίβεια έκανε μόνο μια αόριστη αλλά ουσιαστική ερώτηση:

- Όλα εντάξει;  

- Ναι, νομίζω όλα εντάξει.

Πριν του βάλει να φάει, του έδειξε το μικρό παράθυρο της κουζίνας:

«Αν χτυπήσει το κουδούνι, θα πηδήξεις από το παράθυρο στον φωταγωγό. Δεν είναι πολύ ψηλά κι ο Θεός βοηθός».

Ο δραπέτης κοίταξε μια το παράθυρο, μια το μοναδικό πιάτο στο τραπέζι:

- Εσύ δε θα φας;

- Αν έρθει κάποιος δεν είναι πολύ σοφό να με βρει με δύο σερβίτσια. Φάε, εγώ έφαγα.

Δεν πολυπεινούσε, αλλά κάθε μπουκιά μεγάλωνε την αισιοδοξία του.

- Πώς να σε φωνάζω; ρώτησε γνωρίζοντας από πριν ότι, αν ακούσει κάποιο όνομα, θα είναι ψεύτικο.

- Λίνα, απάντησε χαμογελώντας η μικρή θεά της φιλοξενίας και της απόκρυψης.

- Και από πού βγαίνει; συνέχισε ο δραπέτης με παιγνιώδη διάθεση που μάλλον ξεπερνούσε τα όρια.

- Απ’ το Σταλίνα! απάντησε η νεαρή και το χαμόγελο έγινε ένα πνιχτό γέλιο.

Ως το βράδυ τίποτε το ανησυχητικό δεν είχε συμβεί. Η σωτήρας του άλλαξε, έβαλε νυχτικό και έπεσε στο μοναδικό στρωμένο κρεβάτι.

- Έλα, του είπε, όρθιος θα την βγάλεις; Το Κόμμα δε σας αφήνει να κοιμάστε;

- Στο… ίδιο κρεβάτι;

- Μπα, σε καλό σου! Μήπως δεν είσαι Κουκουές; Αν χτυπήσει το κουδούνι δεν πρέπει να με βρουν με δυο στρωμένα κρεβάτια. Δε σου κόβει;

- Δεν έχω πιτζάμες, τις… πέταξα.

- Λεβέντη μου, ακόμη δεν έφτασες στη Μόσχα. Τον Ιούλιο στην Ελλάδα δε φοράνε πιτζάμες.

Κοιμήθηκε και ξύπνησε στον παράδεισο. Για την ακρίβεια δεν πολυκοιμήθηκε, αλλά αυτό ήταν το καλό της ιστορίας. Το κακό ήταν ότι η «Λίνα» έφυγε από το πρωί και τώρα μεσημέριασε και δεν είχε γυρίσει. Στην αρχή φοβόταν ότι θα τον κατέδιδε, αλλά όσο περνούσε η ώρα ησύχαζε. Αν ήθελε να τον καταδώσει, δε χρειαζόταν πολλές ώρες. Σε ένα τεταρτάκι θα επέστρεφε με τους ασφαλίτες.

Όταν επιτέλους επέστρεψε, κρατούσε εφημερίδα. Έκατσαν στο τραπέζι και διάβασαν με βουλιμία: «ΜΕΧΡΙΣ ΩΡΑΣ ΟΥΔΕΙΣ ΣΥΝΕΛΗΦΘΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ 27 ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΑΣ ΤΟΥΣ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΑΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΦΥΛΑΚΑΣ ΒΟΥΡΛΩΝ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΥΠΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΑΣ ΣΥΝΘΗΚΑΣ», έγραφε η Ακρόπολις. «ΕΙΚΟΣΙΤΡΕΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ ΑΝΑΖΗΤΟΥΝ ΤΟΥΣ ΕΡΥΘΡΟΥΣ ΔΡΑΠΕΤΑΣ».

- Κανέναν δεν έπιασαν ως τώρα, σχολίασε η Λίνα. Εσύ πόσο σκοπεύσεις να μείνεις εδώ;

Ο φυγάς άργησε λίγο να απαντήσει. Είχε πολλά να σκεφτεί και πολλά «τούνελ» ακόμη να σκάψει μέχρι να βρει λίγη πραγματική ελευθερία.

Η Λίνα τον επανέφερε:

- Λέω: πόσο σκοπεύεις να μείνεις εδώ;

Χαμογέλασε λίγο και επέτρεψε στον εαυτό του ένα γλυκό ψέμα:

-Για πάντα.

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου

Σημ: Η απόδραση 27 κρατουμένων των Βούρλων τον Ιούλιο του 1955 ασφαλώς είναι πραγματικό γεγονός. Ο συγκεκριμένος «φυγάς» και η «Λίνα» αποτελούν πρόσωπα μυθοπλασίας.






Αναρτήθηκε από:

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου