Oταν ακούστηκε η «Ρωμιοσύνη» - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Από το Πανεπιστήμο σε μονάδα ανεπιθυμήτων στη Νέα Σάντα και από εκεί στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο.

Σε μια άθλια μονάδα που ο προηγούμενος διοικητής την είχε ρίξει έξω.

Η οικονομία πάει σύννεφο για να βγάλουν τα σπασμένα, όπως έκαναν όλοι στον στρατό.

Ο ένας κάλυπτε τον άλλο σε βάρος των φαντάρων. Το φαγητό λιγοστό, η υγρασία του Ρεθύμνου αλύπητη, και σκοπιά με ξενύχτι κάθε μέρα...

Η πλευρίτιδα δεν αργεί να σκάσει μύτη κι εγώ παίρνω σβάρνα όλα τα νοσοκομεία του στρατού.

Ναυτικό στη Σούδα, 407 στην Αθήνα και τελικά για ανάρρωση στο 424 στην Πεντέλη.

«Μες στης Πεντέλης τα βουνά...». Οι μισοί με πλευρίτιδα, οι άλλοι με φυματίωση.

Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί πόσοι άνθρωποι στον στρατό τα πάθαιναν.

Οι θάλαμοι μεγάλοι. Δώδεκα άτομα από τη μια μεριά, δώδεκα από την άλλη.

Παιδιά λαϊκά που έβγαιναν πρώτη φορά από το χωριό τους.

Τα περισσότερα του Δημοτικού. Με φώναζαν δάσκαλο, μια και ήμουν ο μόνος πτυχιούχος.

Μεγαλωμένα όλα μέσα στη χούντα. Η μοναδική τους διασκέδαση το βράδυ στις έξι «Ο Αγνωστος Πόλεμος».

Μαζευόμασταν συνήθως στο κεντρικό αμφιθέατρο όπου βρισκόταν η τηλεόραση της μονάδας και βλέπαμε τα κατορθώματα των Ελλήνων αξιωματικών στα χρόνια της Κατοχής.

Στον περίγυρο τα γεγονότα της Νομικής, η πλύση εγκεφάλου της χούντας, τα τρανζίστορ που παίζουν Σακελλαρίου...

«Ας έβρισκα έναν άνθρωπο, να με καταλαβαίνει.

Οσες φορές προσπάθησα και πίστεψα κι αγάπησα εβγήκα γελασμένη...»

Θα το έχω ακούσει πάνω από πεντακόσιες φορές σε διάστημα δύο μηνών.

Οι κουβέντες, συνήθως γύρω από το ποδόσφαιρο. Στον Ολυμπιακό είναι η εποχή του Γουλανδρή.

Ο Παναθηναϊκός, αντίστοιχα, έχει πρόεδρο τον Ματζαβελάκη και μερικούς μήνες πριν έφτασε και στο περίφημο «Γουέμπλεϊ», στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

Βραδινό φαγητό, τηλεόραση και μετά ξάπλα στους θαλάμους.

Ενα βράδυ, μετά το βραδινό φαγητό, όπως ήμασταν ψιλοξαπλωμένοι, η κουβέντα ξεστρατίζει...

Για την τέχνη. Για το τραγούδι. Το ερώτημα που απασχολεί την ομήγυρη είναι:

-Ποιος είναι ο πιο καλός τραγουδιστής;

Τις πιο πολλές ψήφους τις πέρνουν ο Καζαντζίδης βέβαια, η Μαρινέλλα, ο Βοσκόπουλος και ο Νταλάρας.

Είναι η εποχή που κάνει τα πρώτα του βήματα.

Και στα καλά του καθουμένου η ερώτηση στρέφεται σε μένα.

-Εσύ, δάσκαλε, τι λες;

Ξεροβήχω. Θα ήθελα να τους πω για τον Μπιθικώτση, για τη Φαραντούρη. Μα είναι χούντα. Και είμαστε στον στρατό. Αντί για αυτό ψελλίζω:

-Καλός είναι και ο Νταλάρας.

-Θέλεις να πεις πως υπάρχουν και καλύτεροι;

Μου ξεφεύγει.

-Μπορεί.

-Για πες έναν.

Δεν κρατιέμαι και τους ανταπαντώ:

-Ενα, ο Μπιθικώτσης, η Φαραντούρη...

Σχεδόν με αποδοκιμάζουν. Είναι η εποχή που ο τελευταίος τραγουδάει τραγούδια του στιλ «το ένα άλογο να είναι άσπρο, το άλλο άλογο να είναι μαύρο».

Τη Φαραντούρη δεν την έχουν μάλλον ακούσει ποτέ τους.

Τους εξηγώ πως ο Μπιθικώτσης έχει τραγουδήσει μεγάλα τραγούδια.

-Ποιανού, του Θοδωράκη; Αυτουνού του άπατρη;

-Και αυτουνού.

Φυσικά, δεν έχουν ακούσει ποτέ τους Θεοδωράκη.

Από τον τρόπο που απαντώ καταλαβαίνουν πως τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση.

Αυτό τους κινεί το ενδιαφέρον. Ισως την περιέργεια. Αρχίζουν να με ξεψαχνίζουν.

Αν έχω ακούσει τραγούδια του, αν μου άρεσε και όλα αυτά.

Η κουβέντα έχει ξεφύγει για τα καλά. Εχω ήδη εκτεθεί.

Το απαγορευμένο έχει πάντα τη δική του γοητεία. Ιδιαίτερα σε παιδιά 19-20 χρόνων.

-Εχεις καμιά κασέτα του;

Φυσικά και έχω. Αλλά πώς μπορώ να το πω; Και μόνο η κουβέντα που έχουμε κάνει θα μπορούσε να με στείλει στο στρατοδικείο.

Ηδη έχουν καταλάβει πως έχω κασέτα στο σπίτι (το οποίο παρεμπιπτόντως βρίσκεται πολύ κοντά, στα Μελίσσια).

Η επιμονή τους, η αφέλειά τους η νεανική και ο ενθουσιασμός τους δεν μου αφήνουν κανένα περιθώριο αντίστασης και αντίδρασης. Εχω μπει σε ένα δρόμο που δεν έχει επιστροφή.

-Θα μας φέρεις την κασέτα.

Η πίεση είναι ασφυκτική. Μία μία οι αντιρρήσεις μου γκρεμίζονται.

Σε δύο βδομάδες παίρνω απολυτήριο και σε δύο μήνες φεύγω για Καναδά, μια και έχω αποκτήσει με χίλιες δυσκολίες βίζα μετανάστη.

Θα μπορέσω να κάνω μεταπτυχιακά. Ολα κινδυνεύουν να τιναχτούν στον αέρα. Και εγώ έχω παραλύσει. Δεν σκέφτομαι τον κίνδυνο.

Την άλλη μέρα επιστρέφω με την κασέτα.

Μου την έχει ηχογραφήσει μια φίλη, βάζοντας στη μια μεριά τη «Ρωμιοσύνη» και στην άλλη τα τραγούδια από τον δίσκο «Μαουτχάουζεν» με τη Φαραντούρη.

-Την έφερες;

Δεν προλαβαίνω να πω «ναι» και σε δευτερόλεπτα κλείνουν πόρτες, παράθυρα.

Φέρνουν το κασετοφωνάκι και βάζουν μέσα την κασέτα. Η σιγή είναι απόλυτη.

Οι αισθήσεις στο απόλυτο σημείο τους μαζί με την αγωνία της αναμονής, που ενισχύεται από το απαγορευμένο και τη συμμετοχή σε αυτό.

Οι πρώτες νότες της «Ρωμιοσύνης» ακούγονται αμείλικτες.

Μοιάζουν να σκίζουν τη σιωπή και στοχεύουν κατευθείαν στην καρδιά.

Σε λίγο η φωνή του Μπιθικώτση με δωρικό τρόπο αναγγέλλει τους στίχους του Ρίτσου:

«τραβήξανε ψηλά, πολύ ψηλά, δύσκολο πια να χαμηλώσουνε...».

Ο μόνος εξωτερικός θόρυβος είναι οι χτύποι από τις νεανικές καρδιές των απλών φαντάρων.

«Οταν σφίγγουν το χέρι... κι όταν σκοτώνονται... η ζωή τραβάει την ανηφόρα, με σημαίες και με ταμπούρλα».

Να καταλαβαίνουν άραγε πως οι στίχοι γράφτηκαν για κάποιους σαν κι αυτούς;

Μια μικρή παύση και η κασέττα γυρνάει από την άλλη...

Φωνή γλυκιά, βαθιά. Τραγουδάει για την αγάπη μέσα από τα συρματοπλέγματα...

«Τί ωραία που είναι η αγάπη μου... κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία...»

«Κορίτσι με τα παγωμένα χέρια, σαν θα τελειώσει ο πόλεμος μη με ξεχάσεις...»

Κάποια στιγμή τελειώνει η κασέτα. Την παίρνω και την κρύβω.

Στον θάλαμο έχει πέσει σιωπή. Δεν θα την έλεγα βαριά. Σίγουρα όχι απειλητική.

Μάλλον ιερή. Σιωπή που κάνουν οι μύστες μετά την πρώτη τελετή.

Αμίλητοι ένας ένας πέφτουν για ύπνο. Δεν ξέρω αν κοιμούνται ή έχουν τα μάτια ανοιχτά μέσα στο σκοτάδι.

Το βέβαιο είναι πως υπάρχει στην ατμόσφαιρα η αίσθηση που έχει κάποιος ο οποίος έχει παρακολουθήσει το απερίγραπτο.

Μια μυσταγωγία. Ή αυτήν την οποία μπορεί να έχει ένας τυφλός που έχει βρει το φως του και βλέπει το πρώτο του χάραμα.

Τανκς μπροστά στην ελληνική Βουλή

Από εκείνη την ημέρα και μετά βρέθηκα στη ζωή μου σε αμέτρητες σκηνές να κοιτάζω την απόλυτη τελειότητα.

Είδα την Αφροδίτη της Μήλου, την Τζοκόντα, το Σινικό Τείχος, τα έργα του Μιρό, τον κήπο με τα έργα του Γκαουντί.

Πουθενά όμως δεν ξανάνιωσα τη συγκίνηση εκείνης της βραδιάς.

Ποτέ μου δεν μπόρεσα να εξηγήσω τον απόλυτο τρόπο με τον οποίο εκείνα τα ντυμένα με τη φανταρίστικη στολή χωριατόπαιδα ένιωσαν στο πετσί τους αυτή τη μουσική.

Γιατί κανένας τους δεν ψέλλισε κάτι. Αν έστω κι ένας τους έλεγε μια κουβέντα επιδοκιμασίας, θα ήταν το φυσιολογικό, το ανθρώπινο...

Κανείς τους όμως δεν είπε τίποτε. Καταλάβαιναν πως ακόμη και ο καλύτερος χαρακτηρισμός θα ακουγόταν σαν βρισιά. Και γι’ αυτό σώπασαν...

Για μένα η σιωπή τους αυτή έχει μείνει μέσα μου για πάντα ως ο απόλυτος διθύραμβος για τη μουσική αυτή.

Τις τελευταίες δύο εβδομάδες της θητείας μου εισέπραξα μόνο τα βλέμματα της ευγνωμοσύνης τους.

Και φυσικά τη σιωπή τους προς τα έξω.

Το μόνο που μου ψέλλισαν κάποιες φορές δειλά δειλά ήταν: «Θα μας ξαναφέρεις την κασέτα;».

Αυτή τη φορά δεν τους έκανα το χατίρι!

Και τους θυμήθηκα ένα χρόνο αργότερα, αργά, ένα κρύο, χιονισμένο, χειμωνιάτικο βράδυ στο Τορόντο του Καναδά.

Καθώς διάβαζα ένα από τα μαθήματα του μεταπτυχιακού μου ακούγοντας μουσική από το ραδιόφωνο, ξεχύθηκαν ξαφνικά οι νότες από τη μουσική τού «Ζ».

Και όταν τελείωσε το κομμάτι, ο Καναδός σχολιαστής αναρωτήθηκε:

«Αν δεν είναι αυτή θεϊκή μουσική, τότε ποια είναι;».

*Ο Κ. Αθανασίου είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ και συγγραφέας του βιβλίου «Υιός Συμμορίτου» από τις εκδόσεις «Βιβλιόραμα»

Συντάκτης: Κυριάκος Αθανασίου

Πηγή






Αναρτήθηκε από: