Από την πλευρά του Λαζάρου - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Ο Λάζαρος άνοιξε τα μάτια και βλεφάρισε ενοχλημένος. Ένιωθε φρικτά. Η πρώτη πηγή ενόχλησης ήταν ένα πνιγηρό αίσθημα σ’ όλο του το σώμα, σαν τους εφιάλτες που έβλεπε κατά καιρούς, πως θέλει να κουνηθεί και δεν μπορεί. Κάτι του πίεζε τη μύτη και του έκλεινε το στόμα. Έπειτα ήταν και το μεσημεριανό φως της Γαλιλαίας, εκείνο το αιώνιο, ανελέητο φως του ήλιου που έπεφτε καταπάνω του διαπερνώντας ακόμα και το ύφασμα που είχε τώρα πάνω στα μάτια του. Άκουγε και φωνές, ουρλιαχτά (ξεχώρισε αμέσως την τσιρίδα της αδελφής του της Μάρθας· η συγκεκριμένη συχνότητα ανέσταινε και νεκρούς). Το στόμα του ήταν θεόστεγνο. Κι αυτή η μυρωδιά! Πάλι κάποιο ψάρι θα είχε παραπέσει έξω από το σπίτι και θα είχε σαπίσει άδοξα.

Κατάλαβε πως ήταν ξαπλωμένος. Ήθελε τόσο πολύ να κατουρήσει, να βρει μια σκιά και να πιει νερό, σαν άνθρωπος. Και να σκάσουν επιτέλους όλοι αυτοί που ούρλιαζαν γύρω του. «Σκστ, ρ!» φώναξε, πράγμα που απλώς επέτεινε, για κάποιο λόγο, τη φασαρία. Έκανε να γυρίσει στο πλάι, αλλά κουτούλησε πάνω σε κάτι σκληρό. Βλαστήμησε. Το ψάρι μύριζε φρικτά.

lazarus2Άκουσε το όνομά του, θαμπά, σαν να είχε μπαμπάκι στ’ αυτιά. Κούνησε τους αγκώνες του κι εξασφάλισε λίγο παραπάνω χώρο. Λύγισε τα γόνατα. Ξανά το όνομά του, πιο δυνατά. Τα δάχτυλά του ψηλάφησαν το ύφασμα και βρήκαν ένα άνοιγμα, από το οποίο ξετρύπωσαν σαν κεραίες εντόμου. Ένιωσε τη ζέστη πάνω στα νύχια του.

Η μυρωδιά είχε γίνει αφόρητη. Έπρεπε να φύγει από εκεί και δεν καταλάβαινε καθόλου γιατί δεν τον βοηθούσε κάποιος να σηκωθεί. Είχε τσαντιστεί πραγματικά. Ήθελε να σηκωθεί και να τους τα ψάλει ένα χεράκι. Με μερικές μικρές μανούβρες χαλάρωσε τα πόδια του, στηρίχτηκε στους αγκώνες και σηκώθηκε, όπως τότε που ο αδελφός του τον έκλεινε στο τσουβάλι και τον έβαζε μετά να χοροπηδάει μέχρι το σπίτι. Το κωλόπαιδο. Το παλιό σκίσιμο στο φρύδι του, από εκείνη τη φορά που έπεσε με τη μούρη λίγο πριν φτάσει στο σπίτι, τον πόνεσε ξανά, όπως πάντα όταν συγχυζόταν. Τώρα όμως ήταν όρθιος. «Να ξεμπερδέψω απ’ αυτά τα ηλίθια πανιά, κι ας κλείσω τα μάτια», σκέφτηκε.

cartoon_mummy_8Ξεκόλλησε και την τελευταία γάζα από το πρόσωπό του και κοίταξε ένα γύρο κατσουφιασμένος. Πρέπει να ήταν καμιά δεκαριά άνθρωποι, όλοι με το ένα χέρι πάνω από τη μύτη και το στόμα τους, με μάτια γουρλωμένα, έντρομοι. Α, ήταν κι ο Γεσούα – πώς το ’παθε; Ήταν ο μόνος που φαινόταν ήρεμος, αλλά πολύ κουρασμένος.

«Τι έγινε, ρε συ;» τον ρώτησε ο Λάζαρος. «Τι πάθατε πάλι;»

Ο Γεσούα χαμογέλασε αινιγματικά και δεν απάντησε. «Α, καλά, ’ντάξει», είπε ο Λάζαρος φουρκισμένος κι έκανε μεταβολή. Το τσούρμο αμέσως τον πήρε από πίσω τρέχοντας, σηκώνοντας σκόνη.

«Λάζαρε, αναστήθηκες! Ήσουν νεκρός και αναστήθηκες!» ακούστηκε μια φωνή – της αδελφής του της Μαρίας αυτή τη φορά – γνωστή ονειροπαρμένη και χρόνια τσιμπημένη με τον Γεσούα. Ο Λάζαρος κοντοστάθηκε.

«Ε;»

«Αναστήθηκες, σου λέω, αδελφέ μου! Σε ανέστησε ο Γεσούα!»

Ο Λάζαρος την κοίταξε καλά-καλά. Έπεσε σιωπή. Μόνο τα τζιτζίκια χαλούσαν τον κόσμο.

Και ξαφνικά, ο Λάζαρος έβαλε τα γέλια. Άρχισε να χαχανίζει ασυγκράτητα, βροντερά, κοπανώντας με το χέρι το μπούτι του.

«Άντ’ από κει, ρε!» κατάφερε να αρθρώσει σκουπίζοντας τα δάκρυα από το πρόσωπό του.

Κανείς δεν μίλησε. Κανείς δεν του ξαναείπε κουβέντα για το θέμα. Και μέχρι που πέθανε, οριστικά, τριάντα χρόνια αργότερα, ήταν ο μόνος σ’ ολόκληρη τη Γαλιλαία που δεν το πίστεψε ούτε μια στιγμή.

melb.life.template

της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου

πηγή






Αναρτήθηκε από: