Επέτειος ενός χωρισμού - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Κανονικά τις επετείους των χωρισμών δεν τις γιορτάζουμε, ούτε καν τις μνημονεύουμε δημόσια -εδώ θα κάνω μιαν εξαίρεση. Τέτοια μέρα πριν από 14 χρόνια, 22 Αυγούστου του 2002, διέκοψα μια σχέση που βαστούσε -πόσο αλήθεια; Δεν έχω κρατήσει την ακριβή ημερομηνία που άρχισε, αλλά κράτησε πάνω-κάτω εικοσπέντε χρόνια.

Δεν το είχα πάρει απόφαση να διακόψω -ήρθε μόνο του. Ήθελα να ξεφύγω από τη σχέση αυτή, αλλά μου έλειπε το θάρρος να το επιχειρήσω, φοβόμουν πως δεν θα το άντεχα. Τελικά ήταν πολύ πιο εύκολο απ’ όσο το είχα φανταστεί.

Θα μπορούσα να συνεχίσω κι άλλο την εισαγωγική αυτή φλυαρία, κρατώντας σας σε αμφιβολία ως προς τη φύση της σχέσης και το είδος του χωρισμού, αλλα θα χάσει το γούστο του, οπότε αφήνω τις περιστροφές.

Η επέτειος που μνημονεύω σήμερα είναι απλώς τα 14 χρόνια που έχω σταματήσει να καπνίζω.

Κάπνιζα από τις τελευταίες τάξεις του (εξαταξίου) γυμνασίου, μάλλον από την Ε’ τάξη. Καρέλια, Άσο φίλτρο, Ελλάς σπέσιαλ με το ωραίο πακέτο -αλλά δεν τα έβρισκα εύκολα- ώσπου τελικά κατέληξα στον Άσο σκέτο, πολλά χρόνια.

Όταν έφυγα για έξω, είχα πάρει μαζί μου μια ποσότητα, αλλά σύντομα εξαντλήθηκε, οπότε βρήκα μια ντόπια μάρκα, τη μοναδική που έβγαζε και άφιλτρα, σε ροζ πακέτο, Μέριλαντ το όνομα. Επειδή τα εδώ πακέτα είχαν 25 τσιγάρα αντί για είκοσι των ελληνικών, ασυναίσθητα συνέχιζα να καπνίζω «το ίδιο», δηλαδή λίγο παραπάνω από ένα πακέτο, ενώ βέβαια κάπνιζα περισσότερο -σαν τον γιωταχή που δεν καταλαβαίνει την αύξηση της τιμής της βενζίνης επειδή εκείνος βάζει σταθερά ένα πενηντάρικο.

Ωστόσο, δεν ξέχασα τον Άσο, διότι το κάπνισμα, σε μένα, είχε οικολογικούς περιορισμούς: δεν άντεχα τα ελληνικά τσιγάρα στην εσπερία και τα ξένα τσιγάρα στην Ελλάδα -και είχα φτιάξει τη θεωρία ότι είναι προσαρμοσμένα για την υγρασία του τόπου άρα ακατάλληλα για μέρη με διαφορετική υγρασία. (Παρόμοια οικολογική ευαισθησία έχω και στα ποτά -δεν μου αρέσει το ούζο έξω ή το κονιάκ στην Ελλάδα, αν και το τσίπουρο περνάει τα σύνορα).

Με τον καιρό είχα φτάσει να καπνίζω περισσότερο, καμιά σαρανταριά τσιγάρα. Ήθελα να το κόψω, δεν το αποφάσιζα όμως. Πρέπει όμως να πω ότι προσαρμοζόμουν χωρίς να δυσανασχετώ σε περιορισμούς -αν απαγορευόταν να καπνίσω, δεν κάπνιζα και δεν αισθανόμουν φοβερό πρόβλημα. Επίσης, από τότε που γεννήθηκαν τα παιδιά, για να καπνίσω έβγαινα έξω ή στο μπαλκόνι.

Πριν από 14 χρόνια τέτοιες μέρες βρισκόμουν στην Ελλάδα με άδεια, και μια αρρώστια των παιδιών μας είχε κάνει να ματαιώσουμε τις διακοπές που σχεδιάζαμε. Ήμουν εκνευρισμένος και με κάτι άλλες μικροαναποδιές, που τις έχω ξεχάσει, κι έτσι κάπνιζα περισσότερο. Το απόγευμα γυρίζαμε σπίτι από κάτι ψώνια, κι είχα στο νου μου να πάρω τσιγάρα από τη γωνία, αλλά μετά το ξέχασα -και όταν είδα πως έχω απομείνει με δυο τσιγάρα στο πακέτο, από τον εκνευρισμό μου το πέταξα. Το βράδυ εκείνο δεν βγήκαμε -ήταν τα παιδιά άρρωστα- και δεν βγήκα κι εγώ, ούτε για το περίπτερο.

Έτσι, την άλλη μέρα το πρωί είχα συμπληρώσει 16 ώρες ατσίγαρος -κάτι που ελάχιστες φορές μου είχε συμβεί στη ζωή μου ως τότε. Είπα λοιπόν να μην αγοράσω τσιγάρα, να δω πού θα πάει. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα μεγάλη επιθυμία, κι από την άλλη  μου άρεσε η ασυνήθιστη κατάσταση, να μην έχω τσιγάρο στο χέρι ή πακέτο στην τσέπη.

Όταν πια συμπλήρωσα εικοστετράωρο ατσιγαρίας, για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή μου, λυπόμουν να χαλάσω αυτό το ρεκόρ που είχα πετύχει, κι έτσι συνέχιζα άκαπνος. Την τρίτη και την τέταρτη μέρα είχα κάτι μικροσπασμούς στο στομάχι, αλλά ανεπαίσθητους. Κανένα άλλο σύμπτωμα στέρησης. Κι όταν πια έφτασα να έχω πέντε μέρες άκαπνος κατάλαβα ότι θα το κόψω διά παντός, διότι ήξερα ότι δεν έχω την εγκράτεια να το ξανακόψω αν τυχόν ενέδιδα και ξανάρχιζα. Στις οχτώ μέρες πάνω πήγα σε ένα φιλικό σπίτι, σε πάρτι, όπου κάπνιζαν αρειμανίως οι περισσότεροι, και δεν αισθάνθηκα καμιά επιθυμία να ανάψω κι εγώ.

– Το’κοψες, ρε; με ρωτούσανε βλέποντάς με να μην κρατάω στο χέρι πακέτο και αναπτήρα.

– Έχω σταματήσει να καπνίζω, απαντούσα.

Λίγο μετά ξανάφυγα για έξω -η περιπτερού που ψώνιζα καθημερινά τσιγάρα και εφημερίδα, βλέποντάς με να μην ζητάω τσιγάρα, απόρησε. Όταν της είπα ότι δεν καπνίζω πια, αναστατώθηκε -τη συγκεκριμένη μάρκα την έφερνε μόνο για μένα και είχε κάμποσα αποθέματα.

Καθώς περνούσε ο  καιρός, δεν αισθανόμουν την επιθυμία να καπνίσω, όταν όμως τύχαινε να περάσω από μέρη όπου μου άρεσε να ανάβω τσιγάρο με κυρίευε μια βαθιά λύπη, μια και ήξερα πως την απόλαυση αυτή δεν θα τη δοκίμαζα ξανά. Απόλαυση βέβαια είναι το ένα τσιγάρο στα εκατό -τα άλλα 99 είναι εξάρτηση και σακατιλίκι. Καμιά φορά στον ύπνο μου έβλεπα όνειρο πως καπνίζω -την πρώτη φορά ξύπνησα σοκαρισμένος. Είχα, και ίσως έχω ακόμα, την πεποίθηση πως αν ξαναδοκίμαζα, έστω και μια φορά, μπορεί να το ξανάρχιζα για τα καλά, γι’ αυτό αρνιόμουν κατηγορηματικά όποτε μου πρόσφεραν.

Είχα στο νου μου και μιαν ιστορία που είχα ακούσει απ’ τον θείο μου τον Μιχάλη, για έναν συνάδελφό του που το είχε κόψει χρόνια δώδεκα, και μια μέρα στο τραμ (αυτά γίνονται γύρω στο 1960), ενώ καθόταν στον εξώστη, ένας φίλος από τα παλιά τού πρόσφερε φορτικά τσιγάρο, εκείνος άναψε, και, λέει, τόσο πολύ αναζωπυρώθηκε η κοιμισμένη επιθυμία με τις τρεις πρώτες ρουφηξιές, που κατέβηκε στην επόμενη στάση και αγόρασε πακέτο και ξανάρχισε.

Κι έτσι, όταν πήγαμε εκδρομή στη Δαμασκό το 2007, όλη η παρέα κάπνισε ναργιλέ, ακόμα και κάποιοι έφηβοι -εγώ αντιστάθηκα. Ωστόσο, δεν μ’ ενοχλεί αν θ’ανάψει τσιγάρο κάποιος στην παρέα μου -και μάλιστα μου αρέσει η μυρωδιά του καπνού. Με ενοχλεί, βέβαια, καμιά φορά, ότι καπνίζουν -αλλά όχι ο καπνός.

Από την άλλη, δεν είμαι σίγουρος αν η βασική απόλαυση βρίσκεται στο κάπνισμα ή σε όσα συνδέουμε με το κάπνισμα, στο τελετουργικό του ανοίγματος του πακέτου και του ανάμματος, στον καφέ ή στο ποτό που συνοδεύει, στην παρέα μας ή στη μουσική που ακούμε.

Είχα βέβαια και παρενέργειες από το σταμάτημα του τσιγάρου -άλλαξε ο μεταβολισμός μου και για αρκετόν καιρό έπαιρνα ένα κιλό το μήνα, αλλά χαλάλι αφού απαλλάχτηκα από τον δυνάστη.

Από μιαν άποψη, στάθηκα και τυχερός. Θέλω να πω, έτυχε να σταματήσω λίγο πριν αρχίσουν να ψηφίζονται διαδοχικές και ολοένα και πιο αυστηρές απαγορεύσεις του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, οπότε γλίτωσα το κυνηγητό. Με τον καιρό, αλλάζουν και οι συνειδήσεις -ας πούμε, σήμερα είναι σχεδόν αδιανόητο να καπνίσει κανείς στο αεροπλάνο -κι όμως, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, μπορεί και αργότερα, το κάπνισμα επιτρεπόταν σε ορισμένες θέσεις, συνήθως τις πίσω θέσεις, και επικρατούσε ένα ανυπόφορο ντουμάνι. Όταν άρχισαν οι απαγορεύσεις, το Εκόνομιστ, που το διάβαζα τότε, είχε θυμάμαι γράψει ότι είναι αδύνατον οι καπνιστές να αντέξουν τη στέρηση στις υπερατλαντικές πτήσεις -όπως αποδείχτηκε, ήταν πανεύκολο.

Δεν πρόλαβα να καπνίζουν στα αστικά λεωφορεία, μόνο στα υπεραστικά ΚΤΕΛ -θυμάμαι όμως ότι στην Ισπανία το 1980 είδα λεωφορεία που είχαν θέσεις καθημένων μπροστά και πίσω, ενώ στο μέσον ήταν μόνο όρθιοι και μπορούσες να καπνίσεις. Επίσης, μια φορά που είχα πάει επίσκεψη σε φίλους στο Λονδίνο (θα ήταν το 1984 ή το 1986)  έπεσα πάνω στην απαγόρευση του καπνίσματος στα βαγόνια του μετρό -ως τότε, υπήρχε ένα βαγόνι καπνιζόντων και μάλιστα το τελευταίο βράδυ πριν από την απαγόρευση έτυχε να είμαστε μέσα στο καπνιστικό βαγόνι και να μας πάρει η τηλεόραση που έκανε ρεπορτάζ -αλλά δεν ξέρω αν μας έδειξε.

Είμαι υπέρ της ολοσχερούς απαγόρευσης του καπνίσματος -ήμουν και τότε που κάπνιζα, ενώ για τα ναρκωτικά είμαι υπέρ της άρσης της απαγόρευσης (μονολεκτικά, το θέμα είναι πολύ περίπλοκο). Ισχυρίζομαι ότι δεν θα προκαλέσει έξαρση του λαθραίου καπνίσματος (όπως έγινε στις ΗΠΑ με την ποτοαπαγόρευση), ούτε εκτίναξη των τιμών όπως με τα ναρκωτικά. Και εξηγούμαι. Το κάπνισμα είναι εξάρτηση όπως το ναρκωτικό ή το ποτό, αλλά διαφέρει στον χαρακτήρα. Ο τοξικομανής παίρνει τη δόση του και είναι ικανοποιημένος για αρκετές ώρες. Ο πότης, εκτός από βαριά αλκοολικούς, τα πίνει για 2-3 ώρες. Ο καπνιστής καπνίζει με τακτικό ρυθμό, ας πούμε ένα τσιγάρο κάθε 30-40 λεπτά κατά μέσον όρο τις ώρες που είναι ξύπνιος. Μπορεί το πρωί να καπνίζει πιο λίγο και το βράδυ πιο πολύ, αλλά δεν μπορεί να κλειστεί κάπου και να καπνίσει μέσα σε μία ώρα τα 30 τσιγάρα της καθημερινής του κατανάλωσης’ επίσης, το κάπνισμα είναι κοινωνική συνήθεια, δεν γίνεται κρυφά αλλά δημόσια. Γι’ αυτό η ολοσχερής απαγόρευση πιστεύω πως θα είναι λυσιτελής. Νομίζω ότι ο Καναδάς κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.

Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι αφενός ότι είμαστε καπνοπαραγωγική χώρα και αφετέρου ότι του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει (λέμε). Από ολόκληρη την Ευρώπη, μόνο στην Ελλάδα έχει αποτύχει πανηγυρικά και σχεδόν ολοκληρωτικά κάθε προσπάθεια περιορισμού του καπνίσματος στον δημόσιο χώρο. Οι αδελφοί Κύπριοι εφαρμόζουν αρκετά περισσότερο τις απαγορεύσεις, ενώ οι αδελφοί Σέρβοι, όπως μαθαίνω, είναι κι αυτοί αρκούντως ανυπότακτοι.

Επίσης, το κάπνισμα, πέρα από τις άλλες θανατηφόρες και μη επιπτώσεις που έχει στην υγεία, φαίνεται ότι προκαλεί και απόπτωση των εγκεφαλικών κυττάρων -διότι δεν εξηγείται αλλιώς το μεγάλο ποσοστό γιατρών που καπνίζουν, ούτε το γεγονός ότι ο καπνιστής είναι αδύνατον να συζητήσει σοβαρά για το κάπνισμα. Νομίζω ότι στους πίνακες της κατά κεφαλήν κατανάλωσης προϊόντων καπνού η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στην Ευρώπη, και αυτό αποτελεί την ισχυρότερη ένδειξη, πολύ περισσότερο από τα αμφιλεγόμενα τεστ Pisa, ότι δεν είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου, κάθε άλλο μάλιστα.

Σε ένα αμερικάνικο μυθιστόρημα που είχα διαβάσει στα νιάτα μου (να είναι του Στάινμπεκ; ) ένας ήρωας, που είναι παλιός κομμουνιστής, ρωτάει τον νεαρό σύντροφό του αν καπνίζει και, όταν ο νεαρός απαντάει αρνητικά, εκείνος του συνιστά να αρχίσει το κάπνισμα επειδή είναι μια χρήσιμη κοινωνική συνήθεια. Δεν ξέρω βέβαια αν υπήρχε όντως στα χρόνια του 1930 μια τέτοια γραμμή ή αν είναι εφεύρημα του συγγραφέα -ασφαλώς το τσιγάρο είναι συνήθεια κοινωνική, και εδώ βρίσκεται μεγάλο μέρος της έλξης του, και ασφαλώς υπάρχει μια συνενοχή μεταξύ καπνιστών, αλλά νομίζω ότι σήμερα μπορεί κανείς να προσεγγίσει τους ανθρώπους και με άλλον τρόπο. Θυμάμαι με φρίκη τα ντουμανιασμένα δωμάτια των συνεδριάσεών μας (τα ζωντανεύει καλούτσικα ο Μπουλμέτης στον Νοτιά) και ελπίζω να έχει σταματήσει πια αυτή η ηλίθια συνήθεια.

Τέλος πάντων, το θέμα είναι μεγάλο και δεν το κάλυψα -θα έχουμε άλλωστε και τα σχόλια. Την επέτειο του χωρισμού μου ήθελα να τιμήσω, και να ελπίσω να είναι παντοτινός.

Πηγή






Αναρτήθηκε από: