Τόσο έπρεπε. Του Αντώνη Χελιδώνη - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Ο Τζιμ έπινε από το πρωί. Πρωί των κανονικών ανθρώπων, μα εκείνος ξύπνιος μέσα στη νύχτα, επτά η ώρα είχε μεσημέρι. Σκληρή η δουλειά στην Λαχαναγορά, βάρβαρος ήχος ξυπνητηριού στις τρεις, χαλούσε πάντα τον ύπνο των συγκατοίκων του. Μετανάστης, είχε βρει απάγκιο στη μικρή επαρχιακή πόλη, ένα δωμάτιο μαζί με πατριώτες του, δουλειά σε έναν φωνακλά έμπορο στη δημοτική αγορά. Πρώτος πήγαινε, να φτιάξει το μαγαζί, να μοστράρει τα φρέσκα, να καλύψει τα δεύτερα, να σκουπίσει, να πουλήσει. Είχε τρόπους καλούς, οι πελάτες -διστακτικοί στην αρχή- τον αποδέχθηκαν σιγά σιγά, έμαθε λίγο τη γλώσσα τους, κουβέντες της δουλειάς, αλλά του το κτυπούσαν κάθε πρωί, κάθε νύχτα δηλαδή, μέσα στο σκοτάδι, «Άναψε τα φώτα, Τζίμη! Να σε δούμε… καημένε, Μαύρε μας!»

Η Κρίστη δεν έπινε ποτέ πριν τη μια το μεσημέρι. Δεν μπορούσε, ήθελε αλλά κοιμόταν ακόμη και δεν ξυπνούσε ποτέ πριν πάρει το μπάνιο της. Η δύναμη της συνήθειας, η ανάγκη του ζεστού νερού και μια φιλαρέσκεια να αντικρίζει το γυμνό της κορμί. Είχε τα χρονάκια, τις ρυτίδες της, μα το σώμα άφηνε το λευκό του να τυλίγει τα μάτια, το δέρμα να δέχεται τα χάδια, τα φιλιά του κόσμου όλου. Κοντά στα εξήντα ήταν μια γυναίκα ποθητή. Άρχιζε πάντα μ’ ένα δροσερό και ελαφρύ τζιν τόνικ. Περνούσε το χείλος του ποτηριού με φλούδα λεμονιού, έκοβε μισή φέτα πάνω στα παγάκια, μια δόση αλκοόλ και αρκετό πικρόγλυκο ανθρακούχο. Ήταν το πρωινό της. Κάπνιζε δυο τσιγάρα και θυμόταν τη νύχτα, ήταν πάντα διπλή και γεμάτη. Κάποιες φορές ο εραστής της κοιμόταν ακόμα ξέπνοος… και αναγκαζόταν να τον διώξει. Ένα μικρό διάλειμμα. Είχε μπροστά της όλο τον καιρό να σκεφτεί το βράδυ που ερχόταν. Όσο ανακάλυπτε καινούργια μέρη, ένιωθε ακμαία, ικανοποιημένη, ζωντανή…

Ο Τζιμ ήταν κατάκοπος, αλλά θα έκανε μια τελευταία στάση στο καφενείο της αγοράς. Να πληρώσει τις πρωινές μπίρες, να πιει μια ακόμα, να δεχθεί το κέρασμα του καφετζή. Γεμάτος, μισομεθυσμένος, έπαιρνε το δρόμο για το δωμάτιο του κοντά στις τρεις το απόγευμα. Οι συγκάτοικοί του έλειπαν συνήθως -τίποτα χαρτιά και παιχνίδια στην πλατεία- είχε το μπάνιο ελεύθερο και μια ησυχία για δυο ώρες ύπνο. Κάτω από το ζεστό νερό, μέσα στην κούραση, σκεφτόταν το «ταξίδι» του. Ένα μαρτύριο σε παγωμένα νερά, ένας γολγοθάς στα μονοπάτια των συνόρων, πολλά δολάρια για την εύνοια του «έμπορα». Ήρθε από τη θάλασσα, έμενε τώρα σε μια παραθαλάσσια πόλη, ονειρευόταν το χωριό του, την οικογένεια που άφησε και τα κορίτσια, που δεν πρόλαβε να γνωρίσει στον τόπο που γεννήθηκε. Δεκαεπτά χρονών ξεκίνησε, στα είκοσι κοντεύει, τώρα που πλένει το κορμί του, που ζωηρεύει…

Η ζωή της κυλούσε, ξοδεύονταν, χανόταν στην αναζήτηση. Ανακάλυπτε στέκια, νέους άντρες, νέα θύματα για μια βραδιά και ήξερε, ήθελε και μπορούσε να τα διώξει από το κρεβάτι της το επόμενο απόγευμα. Λογαριασμό δεν έδινε σε κανέναν. Ο μακαρίτης την αγάπησε πολύ και της άφησε μια σεβαστή περιουσία. Όχι όλα του τα υπάρχοντα αλλά ακριβώς τα μισά, τα χώρισε ο τζαναμπέτης με την εκκλησία. Ήθελε να σώσει την ψυχή του, ο έρμος, να καλύψει τις αμαρτίες του, να βρεθεί αν όχι κοντά στον θεό, δίπλα στους αγγέλους. Μα και με τα μισά καλά είναι. Έφυγε όταν έπρεπε και έφτιαξε χωρίς να το ξέρει έναν διάβολο στη γη. Με το πρώτο ουίσκι το αποφάσισε. Απόψε θα πήγαινε στα όρια της πόλης, εκεί κοντά στο παλιό λιμάνι. Είχε μιαν άλλη μυρωδιά. Χαμηλά φώτα, αλάτι, εργάτες, γερούς και ξένους. Στα γρουσουζάδικα συναντιόντουσαν, έπιναν ξεροσφύρι, έβριζαν ο ένας τον άλλον, έβριζαν όλοι μαζί τους άλλους. Την ήξερε καλά τη γειτονιά. Η πόλη ήτανε μικρή. Νέα και συνήθειες γινόταν αμέσως γνωστά. Και η πόλη την ήξερε αλλά δεν μιλούσε. Η Κρίστη ήταν πάντα η σύζυγος του ευεργέτη. Στο όνομά του είχε ανεγερθεί το ορφανοτροφείο, για όλα τα παιδιά που δε γνώρισαν ή έχασαν τους δικούς τους. Της έδειχναν μεγάλο σεβασμό, αν και γνώριζαν τον βίο της. Άντρες και γυναίκες δεν κρατιόνταν και πολύ στις ιδιαίτερες στιγμές τους, αλλά δημόσια ποτέ. Εκείνη δεν έδινε σημασία, δεν έδινε λογαριασμό σε κανένα. Άπλωσε ένα φίνο απαλό λάδι σε όλο της το σώμα, τα στήθια της ήταν στητά και βαριά, η μέση της λεπτή, οι γοφοί σφικτοί, τα πόδια της ατελείωτα. Ντύθηκε, βάφτηκε, αρωματίστηκε προσεκτικά. Στα μαύρα ολόκληρη, πέρασε ένα μοβ φουλάρι στο λαιμό και ένα δερμάτινο σακάκι για το τέλος. Όταν κοιτάχτηκε στον καθρέπτη, χαμογέλασε ικανοποιημένη. «Απόψε είμαι όσο πρέπει», μονολόγησε, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου κι έκλεισε την πόρτα.

Άνοιξε την πόρτα και μαύρισε το μάτι του. Το καφενείο ήταν γεμάτο, λιγοστοί οι ντόπιοι, θύμισε τόπο της πατρίδας του. Μόνο το αλκοόλ δεν υπήρχε εκεί. Φασαρία, ντουμάνι, δυνατή μουσική. Όλα ίδια. Πήρε μια μπίρα και στάθηκε στο μπαρ. Κάθε βράδυ η ίδια κίνηση. Λίγα τα λόγια, ο καθένας ήτανε μόνος, ψευδαίσθηση λύσης η παρέα, η βαβούρα, οι διπλανοί, ο καφετζής, οι κοπέλες του λιμανιού. Έπινε γρήγορα όπως πάντα, άφηνε το άδειο, το επόμενο τον περίμενε, έπινε μόνος… το απόγευμα γινόταν βράδυ, έπαιρνε το δρόμο για το δωμάτιο του. Ελαφρά μεθυσμένος, όπως ήταν άλλωστε όλη τη μέρα, την κάθε μέρα… Πήρε και σήκωσε έναν σκοπό της πατρίδας του. Έξω σουρούπωνε, μέσα κατεβήκαν τα φώτα, όλο το μαγαζί στεκόταν στο τραγούδι του Τζιμ.
Μόνο ο μπάρμαν την είδε κι έδειξε έκπληξη, όταν κάθισε απέναντι του η Κρίστη. Σκούπισε και καθάρισε τον πάγκο και άνοιξε μπροστά της, όπως του παρήγγειλε, ένα μπουκάλι ουίσκι. Δεν άγγιξε τίποτα από τα συνοδευτικά, κατέβασε γρήγορα τα δύο πρώτα και στο τρίτο άρχισε το παιχνίδι της. Είχε όλο το μαγαζί δικό της.

Δεν ήθελε να προκαλεί, ειδικά απόψε, σ’ αυτήν τη γειτονιά και το τραγούδι του νεαρού ήταν ένα θαυμάσιο φόντο για την είσοδό της. Ένιωθε περίφημα, τον άκουγε και ηρεμούσε, ταξίδευε στην άγνωστη γλώσσα. Μα τώρα που τον έβλεπε, με τρία ποτά μέσα της, τον ήθελε πολύ. Τώρα, που όλο το μαγαζί κοιτούσε εκείνη, η Κρίστη δεν είχε μάτια για κανέναν άλλον. Είχε πάντα ένα σχέδιο και ο πρώτος κομπάρσος δεν άργησε να φανεί. Άγαρμπος και χοντροκομμένος τη διπλάρωσε και ζήτησε δυο ποτά από τον μπάρμαν. Δεν τον κοίταξε καν, έβγαλε το χέρι του από πάνω της, χαμογέλασε και του έδειξε το μπουκάλι της: «Μοιράζω και κόβω μόνη μου», του έφτυσε στα μούτρα. Με την ουρά στα σκέλια γύρισε στη θέση του κι έμεινε εκεί χωμένος. Δυνατή και σίγουρη κέρασε τον εαυτό της το τέταρτο ποτήρι.

«Ας τελειώνει! Να τον πάρω να φύγουμε!», σκέφτηκε, πίνοντας ένα ακόμα ποτό πάνω στη στενή μπάρα. «Μα πώς να ξέπεσε, αυτή εδώ μέσα στους μαύρους», έμπλεξε τη σκέψη του με τα λόγια του τραγουδιού και την κοίταξε επίμονα για πρώτη φορά από την άκρη του μπαρ. Το μαγαζί γέμισε με χειροκροτήματα και επευφημίες. Ο Τζιμ είχε μόλις τελειώσει και η Κρίστη είχε κάμει αυτό που από ώρα ήθελε. Στάθηκε μπροστά του και τον άγγιξε στα χαμηλά. «Τ’ αξίζεις, μωρό μου, μα πάμε να φύγουμε»… Εκείνος δεν τα ‘χασε και την τσίμπησε από πίσω. «Πέτρα είναι», φώναξε να ακουστεί σε όλους. Τώρα το μικρό μαγαζί σείστηκε ξανά. Μέχρι κι ο μπάρμαν χειροκροτούσε, τώρα που τελευταίος, κατάλαβε ότι η Κρίστη δεν ήρθε γι’ αυτόν. Ικανοποιημένος ήταν, πληρώθηκε καλά και αύριο όλη η πόλη θα μιλάει για το μπαρ του.

«Έλα μωρό μου!», φώναξε η Κρίστη και τον χάιδεψε λαίμαργα μέσα στο δρόμο. Παντού όπου έφταναν τα χέρια της. Μαζεμένος ο μικρός απολάμβανε χάδια, που δεν είχε γνωρίσει μέχρι τότε. Στο αυτοκίνητο σχεδόν τον έγδυσε και έμεινε πολλή ώρα πάνω στο πέος του. Όσο μεγάλωνε, η Κρίστη ένιωθε να γεμίζει και ο Τζίμης να μπαίνει στον κόσμο των ανθρώπων. Εκείνη έκλεινε πολλούς λογαριασμούς κι άνοιγε μιαν αλλόκοτη νύχτα. Εκείνος άνοιγε τον δρόμο της ηδονής και έκλεινε το πρώτο κεφάλαιο της ζωής του. Την πήρε στα όρθια στο στενό ασανσέρ της πολυκατοικίας. Πόνεσε πολύ! Είχε καιρό να νιώσει έτσι. Ο μικρός ήταν σκληρός και λίγο άγαρμπος, μπήκε με δύναμη και ορμή μα και γρήγορα κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει τα χέρια του για να μην σηκωθούν από τώρα όλοι οι γείτονες. Της έκλεισε το στόμα, τον έπνιξε στα χάδια και τέλειωσε μέσα της. Το παιχνίδι τώρα άρχιζε. Στο διπλό κρεβάτι έπεσαν γυμνοί και καυλωμένοι. Η πρωτοβουλία ήταν δική της -να τον μάθει, να την πάρει ήθελε ξανά και ξανά- μα κι εκείνος να γευτεί, να χαρεί, ήταν πάντα στο ύψος του. Χάθηκαν και αντάμωσαν σε κάθε στάση. Αχόρταγοι έπαιξαν το παιχνίδι των κορμιών, αντάλλασαν φιλιά, χάδια και υγρά για ώρα. Όταν την πήρε από πίσω πόνεσε πολύ, αυτή τη φορά ούρλιαξε και έγειρε το κεφάλι στη μεριά της. Δύο σώματα γεμάτα και κουρασμένα. Η Κρίστη κοιμήθηκε .Ο Τζιμ μετρούσε τις δαγκωματιές στο μπάνιο κάτω από το καυτό νερό και, χωρίς να σκουπιστεί, βγήκε, άρχισε να μαζεύει τα ρούχα του και να ντύνεται.

Το ξυπνητήρι θα χτυπούσε τώρα, κανείς από τους συγκατοίκους του δε θα σκέφτηκε να το κλείσει, αλλά ο ίδιος θα έπρεπε να τρέξει ν’ ανοίξει το μαγαζί. Έφυγε αθόρυβα μέσα στη νύχτα. Πήρε μαζί του την εικόνα του κορμιού της, την έκλεψε με μια ματιά από τη γωνιά του δωματίου, το μυαλό και την απόφασή του. Τον είδαν μεθυσμένο, πάντα μεθυσμένος ήταν, μα και γαλήνιο. Είχε μια τρυφερότητα στα μάτια. Οι πρωινοί του πελάτες είχαν κοιμηθεί όταν εκείνος έφευγε από το μπαρ και δεν ήξεραν τίποτα. Το καλό ήταν ότι αργούσε ακόμα να ξημερώσει. Δούλευαν τώρα τα χέρια και το μυαλό του. Είχε σχεδόν έτοιμο το σχέδιο.
«Αφεντικό! Να φύγω σήμερα… Δεν είμαι και πολύ καλά»… «Πώς να ‘σαι, δόλιε μου… Σε ξεζούμισε η Κυρία…», απάντησε ο χονδρέμπορας και κοίταξε την είσπραξη της νύχτας. Ευχαριστημένος, άφησε το μεροκάματο και ένα καλό χαρτζιλίκι πάνω στο γραφείο του. «Πάρε κι αυτά! Τώρα που ‘χεις πέραση στον καλό κόσμο θα σου χρειαστούν. Άντε να κοιμηθείς, καημένε μου». Νύχτα πήγε στην αγορά, λίγο πριν ξημερώσει έφυγε. Απέφυγε την καζούρα, τις φωνές, τη ζήλια. Με γεμάτη την τσέπη γύρισε γρήγορα στο δωμάτιό του. Όλοι οι υπόλοιποι κοιμόνταν ακόμη. Μέτρησε τις οικονομίες του κι έβαλε το μερίδιο του στον κοινό κορβανά. Ήταν πτώμα αλλά έδιωξε κάθε σκέψη για το κρεβάτι του. Άλλη ήταν τώρα η πρώτη του δουλειά…

Τεντώθηκε στο κρεβάτι και ένιωσε την απουσία. Πήρε μια βαθιά ανάσα, «θα είναι κάπου στο σπίτι», σκέφτηκε και τον φώναξε: «Τζιμ! Μωρό μου! Έλα!». Όταν κατάλαβε ότι ήταν άδικος κόπος, πόνεσε πολύ, για τρίτη φορά με τον ίδιο άντρα. Τόσο έπρεπε. Η Κρίστη σηκώθηκε να ετοιμάσει το μπάνιο και το ποτό της. Ένα ελαφρύ τζιν τόνικ βοηθάει πάντα. Την ίδια ώρα ο Τζιμ ετοίμαζε τα λιγοστά του πράγματα. Τόσο έπρεπε. Το βράδυ θα ήταν στο καράβι για την πρωτεύουσα. Τώρα το ταξίδι θα τον βοηθούσε σε όλα. Τώρα, που ήταν δική του επιλογή.

Φεβρουάριος 2016

* O Αντώνης Χελιδώνης έφυγε από τη ζωή στις 9 Ιουνίου.

Πηγή






Αναρτήθηκε από: