Μαρίνα Τσβετάγιεβα - Η κραυγή στην ποίηση (1892-1941) - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Έζησε τη σύντομη ζωή της περνώντας μέσα από τη φωτιά επαναστάσεων και πολέμων,ανάμεσα στα αντιμαχόμενα στρατεύματα του κόκκινου στρατού των επαναστατών και του λευκού των υποστηρικτών του τσαρικού καθεστώτος, μέσα από την απώλεια αγαπημένων προσώπων, μέσα από τη πείνα και την ανέχεια στη πατρίδα της και στη ξενιτιά όπου αυτοεξορίστηκε.

Η Μαρίνα ήταν το πρώτο παιδί της Μαρίας Μέιν μιας εξαιρετικά καλλιεργημένης γυναίκας, η όποια μιλούσε πολλές γλώσσες, αγαπούσε με πάθος τη λογοτεχνία και ήταν εξαίρετη πιανίστρια. Μεγάλωσε τα παιδιά της, τη Μαρίνα και την Αναστασία, αλλά και τα παιδιά του άντρα της από τον πρώτο του γάμο, μέσα σε ένα κατακλυσμό από μουσική, ποίηση και λογοτεχνία. Σε πολύ νεαρή ηλικία η Μαρία Μέιν αρρώστησε από φυματίωση και πολύ σύντομα πέθανε. Οι αναστεναγμοι και ο βήχας της μητέρας και το παγερό άγγιγμα του ανέκκλητου θανάτου ήταν το πρώτο δυνατό χαστούκι της μοίρας για την δεκατετράχρονη Μαρίνα. 

Ο Ιβάν Τσβετάγιεβ, ο πατέρας της, ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας και επιμελητής στο μουσείο Ρουμιάντσεβ. Ήταν επιστήμονας παθιασμένος με την τέχνη και πλήρως απορροφημένος από τις ασχολίες του· άνθρωπος πολυάσχολος καθώς ήταν δεν αφιέρωνε πολύ χρόνο στα παιδιά του.

"Η μαμά και ο μπαμπάς ήταν πολύ ανόμοιοι. Ο καθένας τους είχε μια πληγή στην καρδιά. Η μαμά τη μουσική, την ποίηση, τον πόνο· ο μπαμπάς την επιστήμη. Η μητέρα μου μας διαπότισε με όλη την πίκρα που της προκάλεσαν τα εμπόδια που συνάντησε ενάντια στην κλίση της, μας διαπότισε με μουσική σαν να ήταν αίμα, το αίμα της δεύτερης γέννησης "

(Απόσπασμα από το βιβλίο  του Ανρί Τρουαγιά" Μαρίνα Τσβετάγιεβα"). 

Η ζωή της ποιήτριας άρχισε μέσα από το διάβασμα και το γράψιμο. Από τα έξι της χρόνια προσπαθεί να γράψει ποίηση, να περιγράψει εικόνες συνδιάζοντας ομοιοκαταληξίες. 

"Αγαπημένη μου ενασχόληση από τα τέσσερα μου χρόνια ήταν το διάβασμα, κι από τα πέντε - το γράψιμο. Ό,τι αγάπησα στη ζωή μου, ήταν αυτά που αγάπησα μέχρι τα εφτά μου χρόνια. Τώρα στα σαράντα εφτά μου, λέω πως, ό,τι ήταν της μοίρας μου γραφτό  να μάθω, το έμαθα μέχρι τα εφτά μου χρόνια, τα υπόλοιπα σαράντα το συνειδητοποιούσα"

(Μαρίνα Τσβετάγιεβα Αυτοβιογραφία, Ιανουάριος 1940, Γκολίτσινο) 

Όταν πέθανε η μητέρα της η Μαρίνα ήταν μόλις 14 χρονών. Η Μαρίνα, που ήταν κορίτσι ατίθασο και ανυπάκουο με πνεύμα ανυπότακτο και περήφανο και χαρακτήρα εκρηκτικό και ευέξαπτο, χωρίς τη μητέρα και την πατρική επιτήρηση σύντομα εγκαταλείπει το σχολείο. 

Δημοσίευσε τους πρώτους της στίχους το 1910 σε πολύ νεαρή ηλικία όταν ήταν ακόμη μαθήτρια. Ήταν οι αρχές του γεμάτου ταραχές εικοστού αιώνα, και η τέχνη στη Ρωσία κατέλυε  τις στιχουργικές συμβάσεις περνώντας από τον ρεαλισμό στον μοντερνισμό με εκπληκτική  πολυμορφία. Οι καινοτομίες και οι πειραματισμοί αυξάνονταν συνεχώς δημιουργώντας ένα τεράστιο αριθμό από καλλιτεχνικά ρεύματα και κινήματα: συμβολιστές, ρεαλιστές, φουτουριστές και ακμεϊστές. Εν μέσω καλλιτεχνικών ζυμώσεων η Μαρίνα, δεκαεφτάχρονη μαθήτρια ακόμα, κυκλοφόρησε με δικά της έξοδα την πρώτη της ποιητική συλλογή "Εσπερινό λεύκωμα". Μέσα σε αυτό τον χείμαρρο από κινήματα η Μαρίνα ψάχνει το δικό της προσωπικό ποιητικό ύφος. Παρόλο που οι καλλιτέχνες στη Ρωσία ήταν πολλοί και σημαντικοί εντούτοις ορισμένοι κριτικοί πρόσεξαν και ξεχώρισαν τη μικρή συλλογή μιας άγνωστης νεαρής. Οι στίχοι της απέσπασαν εγκωμιαστικά σχόλια από τον ποιητή και κριτικό Μαξιμιλιάν Βολόσιν.

Στο γλωσσικά και υφολογικά καινοτόμο ποιητικό της έργο, αντιπαραθέτει λέξεις που δημιουργούν συνήχηση αλλά έχουν διαφορετική σημασία, δημιουργώντας με το τρόπο αυτό πρωτότυπες μεταφορές και μοναδική μουσική των λέξεων. Η συχνή απουσία των ρημάτων αποδιοργανώνει τη σύνταξη, έτσι που οι στίχοι της ηχούν σαν κραυγές. Η λεκτική ακροβασία, η παραδοξότητα, οι νεολογισμοί σε συνδυασμό με το φιλοσοφικό και ψυχολογικό βάθος δημιουργούν το δικό της μοναδικό, απόλυτα αναγνωρίσιμο ποιητικό ύφος.

 "'Μ' αρέσει που δεν είν' για μένα που πονάς 

Ούτε κι εγώ πονώ για σένα και μ' άρέσει (... ) 

Μ'αρέσει ακόμα που στα μάτια μου μπροστά 

Μία άλλη τόσο φυσικά αγκαλιάζεις, 

(...) 

Και με το χέρι στην καρδιά σ' ευχαριστώ,

Γιατί κι εσύ, δίχως ο ίδιος να το ξέρεις, 

Τόσο πολύ με αγαπάς. Για τη νυκτερινή γαλήνη μου εδώ, 

Τις σπάνιες μες το δειλινό δικές μας συναντήσεις, 

Τους περιπάτους που δεν κάναμε στου φεγγαριού το φως, 

Τον ήλιο πάνω απ' τα δικά μας τα κεφάλια που δεν λάμπει. (...) 

(μετάφραση :Τάνια Ραχματούλινα) 

Η γνωριμία της με τον Μαξιμιλιάν Βολόσιν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή της καθώς συνδέθηκαν με βαθιά φιλία και αργότερα, στα δύσκολα  χρόνια του εμφυλίου πολέμου, την βοήθησε πολλές φορές. Στο σπίτι του Μ. Βολόσιν στην Κριμαία γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Σεργκέι Εφρόν, τον μελλοντικό σύζυγό της. Το πάθος με το οποίο ερωτευόταν ήταν το ίδιο εκείνο πάθος που την ενέπνεε να γράφει ποίηση. Στη μετέπειτα ζωή της γνώρισε κι άλλους έρωτες, εντούτοις η ζωή του Σεργκέι Εφρόν ήταν αυτή που καθόρισε και τη δική της ζωή. Η δική του πορεία σαν κόκκινη κλωστή διακρίνεται σε όλη τη ζωή της μέχρι και τον πρόωρο θάνατό της. Κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε την επανάσταση του 1917, ο  Σεργκέι Εφρόν πολέμησε στις γραμμές του στρατού των Λευκών εναντίον της επανάστασης. Όταν ο λευκός στρατός ηττήθηκε και υποχώρησε, τα ίχνη του Σεργκέι Εφρόν χάθηκαν και οι δικοί του θεώρησαν ότι σκοτώθηκε στις μάχες. Η Μαρίνα μαζί με τις δύο κόρες τους διέμενε στη Μόσχα μέχρι το 1922 όταν με τη βοήθεια του Ιλιά Έρενμπουργκ έμαθε ότι ο σύζυγός της ζει στην Πράγα. 

"Από ψηλά ένας κορυδαλλός 

Έριξε την είδηση :

Πέρα από τις θάλασσες, είσαι ζωντανός, 

Πέρα από τα σύννεφα, είσαι απών." 

Πήρε το δρόμο της αυτοεξορίας μαζί με την μεγαλύτερη κόρη της Αριάδνη, ενώ πενθούσε το χαμό της μικρότερης κόρης της που πέθανε από  το λιμό που ακολούθησε τα πρώτα χρόνια της επανάστασης. Στην ξενιτιά έζησε στην Πράγα, στο Παρίσι και στο Βερολίνο όπου συνέχισε να γράφει σε συνθήκες ανέχειας. Οι Ρώσοι εμιγκρέδες, αυτοί που εγκατέλειψαν τη Ρωσία μετά την επανάσταση, στο εξωτερικό όπου ζούσαν αυτοεξόριστοι, είχαν πολιτιστική δραστηριότητα και δικούς τους εκδοτικούς οίκους. Στο εξωτερικό η Μαρίνα Τσβετάγιεβα έγραψε και πεζά κείμενα, όπως εξομολογείται η ίδια για βιοποριστικούς λόγους· με τα λεφτά που έπαιρνε από τις παρουσιάσεις - αναγνώσεις  μπορούσε να ζήσει την οικογένειά της. 

Ο πεζός της λόγος είναι πολλές φορές το ίδιο εξομολογητικός  όσο και ο ποιητικός. Η ενθουσιώδης, παθιασμένη ψυχή του Πούσκιν τη σαγήνευσε από τα παιδικά της χρόνια. Η μητέρα της ήταν εκείνη που τη μύησε στην ποίηση και ειδικότερα στη ποίηση του Πούσκιν. Στο σύντομο πεζό της κείμενο "Ο δικός μου Πούσκιν" οι δικές της αναμνήσεις, τα δικά της βιώματα, μπλέκονται με τη  μελαγχολία με τη θλίψη του Πούσκιν. Το πορτρέτο του Πούσκιν προβάλλει όπως τον γνώρισε στα πρώτα παιδικά της χρόνια όταν αυτός της έδειξε πώς πετά η ψυχή των μυημένων στο μαγικό κόσμο της ποίησης.

Ο σύζυγός της μαζί με την κόρη τους επέστρεψαν στη Σοβιετική  Ρωσία  το 1937. Η Μαρίνα ζούσε στο Παρίσι με τον γιο της που γεννήθηκε στην εξορία, όμως πολύ σύντομα επιστρέφει κι αυτή μαζί με τον γιο της, στη Σοβιετική Ένωση, ακολουθώντας τον σύζυγο και την κόρη της. Μετά από λίγα χρόνια ο σύζυγός της συνελήφθη και λίγο μετά ακολούθησε η σύλληψη της κόρης της. 

Το 1941 μαζί με τον δεκαεννιάχρονο γιο της μετακόμισε στα μετόπισθεν καθώς η Μόσχα εκκενωνόταν λόγω του πολέμου. 

Ο κόσμος γύρω της κατέρρεε . Στη δίνη του πολύνεκρου πολέμου η αυτοκτονία της πέρασε απαρατήρητη. Η σπαρακτική κραυγή της άλλοτε εκκωφαντική και άλλοτε σιωπηλή και η παγερή μοναξιά της χάθηκαν στη λαίλαπα του πολέμου.

Η ποίησή της όπως και η ζωή της θυμίζει χείμαρρο γεμάτο δίνες και ορμητικούς στρόβιλους. Η ποίησή της παρέμεινε άγνωστη στο ευρύ κοινό μέχρι που η κόρη της και η αδερφή της αποφυλακίστηκαν και ασχολήθηκαν με την αρχειοθέτηση των γραπτών της. 

Η ίδια ήξερε ότι οι αρμονίες και οι συνηχήσεις των στίχων της κάποτε θα ακουστούν, ότι τα ποιήματα της με τους φόβους, τον πόνο και την μοναξιά της, κάποτε θα αγαπηθούν.

"Στους στίχους μου που έγραψα τόσο νωρίς 

Όταν δεν γνώριζα ποιήτρια πως ήμουν,(...)

Που σαν μικροί διάβολοι έπεσαν 

Στα άγια των αγίων, εκεί που ζει το όνειρο, το θυμιατό 

Στους στίχους μου για νιάτα και για θάνατο, 

Στους στίχους που δεν  διαβάστηκαν! 

Παρατημένοι εδώ κι εκεί στη σκόνη των ραφιών, 

Όπου κανείς δεν τους έπαιρνε και δεν τους παίρνει,

Στους στίχους μου, που σαν πολύτιμο κρασί, παλιό 

Θα έρθει ο καιρός τους. 

(μετάφραση :Τάνια Ραχματούλινα)

Ελένη Τσολιά






Αναρτήθηκε από:

Ελένη Τσολιά

Η Ελένη Τσολιά είναι απόφοιτος του κρατικού πανεπιστημίου της Μόσχας Λομονόσοβ. Έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα master of arts στη Ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία καθώς και PhD στη θεωρητική και ιστορικό - συγκριτική γλωσσολογία. Από το 1993 διδάσκει τη ρωσική γλώσσα ως ξένη σε ιδιωτική σχολή ενώ παράλληλα ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της ρωσικής γλώσσας, λογοτεχνίας και κουλτούρας.