Παιδική προστασία στην εποχή των μνημονίων; - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε 22/02/2016

Είναι δεδομένο ότι το σύστημα υπηρεσιών παιδικής προστασίας στην χώρα μας πάσχει σε πολλά σημεία που απαιτούν επιτακτικά αναμόρφωση. Όπως επίσης και το ότι οι αδυναμίες αυτές του συστήματος έχουν τις ρίζες τους στις ελλειμματικές μεταπολεμικές πολιτικές κοινωνικής προστασίας από τις παλαιότερες ως τις πλέον πρόσφατες. Σήμερα, η κατάσταση έχει εμφανώς επιδεινωθεί λόγω της κρίσης.

Ευάλωτα παιδιά στη δίνη της κρίσης

Σύμφωνα με μια έκθεση της UNICEF βασισμένη σε στοιχεία της Eurostat για το έτος 2014 το 35,4% των παιδιών στην Ελλάδα βιώνουν συνθήκες φτώχιας ή κοινωνικού αποκλεισμού με διαρκώς αυξητικές τάσεις στα χρόνια της κρίσης. Περίπου το ένα τρίτο των παιδιών μεγαλώνουν στην Ελλάδα των μνημονίων με καταγεγραμμένη αποστέρηση βασικών υλικών αγαθών ενώ ένα στα 8 παιδιά μεγαλώνουν και με τους δυο γονείς τους άνεργους. Η εξασφάλιση της δαπάνης ακόμα και αυτής της στέγασης αποδεικνύεται πρόβλημα για σημαντικό πρόβλημα για ένα στα 6 νοικοκυριά που έχουν παιδιά. Ταυτόχρονα άλλοι παράγοντες που συνδέονται με αυξημένα ποσοστά θυματοποίησης των παιδιών βαίνουν ανοδικά όπως η χρήση αλκοόλ και ουσιών, η παραβατικότητα ενηλίκων και ανηλίκων, κοινωνική περιθωριοποίηση.

Υπηρεσίες παιδικής προστασίας στη δίνη των μνημονίων

Σε ένα τέτοιο τοπίο, η εφαρμογή έξι συνεχόμενων χρόνων μνημονιακών πολιτικών κάνει την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη. Για παράδειγμα, στα χρόνια αυτά, όλοι οι δημόσιοι φορείς κοινωνικής προστασίας που προσφέρουν υπηρεσίες σε παιδιά είδαν τους προϋπολογισμούς τους να κατακρημνίζονται σε ποσοστά που υπερβαίνουν το 50% σε σχέση με το 2010. Το προσωπικό των φορέων αυτών δεν έχει ανανεωθεί από την συνεχιζόμενη πολιτική μη διορισμών και το μοντέλο λειτουργίας τους αρκετές φορές απαρχαιωμένο, ιδρυματικό και με έλλειψη του απαραίτητου φάσματος εργαλείων για να υποστηριχτεί μια οικογένεια σε κρίση. Οι δαπάνες για την παιδική προστασία στην Ελλάδα ήταν ήδη και προ των μνημονίων από τις χαμηλότερες στις χώρες του ΟΟΣΑ και της ΕΕ – πόσο μάλλον τώρα πια. Αλλά και αυτές ακόμα οι λιγοστές δαπάνες ήταν πολύ περισσότερο κατανεμημένες σε χρηματικές παροχές ή σε αναποτελεσματικές κατευθύνσεις και τελικά ακόμα μικρότερο μέρος τους κατέληγε σε υπηρεσίες προς τα παιδιά και τις οικογένειες. Ακόμα και τα κληροδοτήματα, οι ΜΚΟ και οι άλλοι φορείς παιδικής προστασίας εκτός δημοσίου είδαν στα χρόνια αυτά τους πόρους τους να μειώνονται λόγω μειωμένων εσόδων, χορηγιών και προσφορών. Όλα, λοιπόν, βαίνουν μειούμενα εκτός από την ελπιδοφόρα επέκταση των αυθόρμητων δομών κοινωνικής αλληλεγγύης που πραγματικά έδωσε μια νότα αισιοδοξίας σε ένα κατά τα άλλα καταθλιπτικό σκηνικό.

Αναντιστοιχία αναγκών και υπηρεσιών

Με δυο λόγια: στα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων οι ανάγκες για υπηρεσίες παιδικής προστασίας (και εν γένει κοινωνικής πρόνοιας) μεγάλωσαν δραματικά ενώ ταυτόχρονα μειώθηκαν οι ανθρώπινοι και υλικοί πόροι για την κάλυψή τους. Το ερώτημα που ανακύπτει αναπόδραστα είναι: μπορεί να υπάρξει μια πολιτική που να αντιμετωπίζει τα αυξημένα προβλήματα με δεδομένη την σημερινή κατάσταση. Και για να είμαστε ειλικρινείς οι μειωμένοι διαθέσιμοι πόροι - λίγο λιγότεροι ή λίγο περισσότεροι - μάλλον θα χαρακτηρίζουν τις δυνατότητες της Ελληνικής κοινωνίας στην χάραξη και υλοποίησης κοινωνικής πολιτικής στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, όποια «κεντρική» πολιτική επιλογή και αν ακολουθηθεί (παρότι το ποια θα είναι αυτή, είναι φυσικά πολύ σημαντικό για κάθε επιμέρους πολιτική που αποσκοπεί στην ανακούφιση των πλέον αδυνάτων της κοινωνίας).

Σε ένα τοπίο προϋπάρχουσας απουσίας κοινωνικής πρόνοιας

Αυτή η συζήτηση είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρη καθώς τα σωρευμένα χρόνια του μνημονιακού χειμώνα κάνουν την επίπτωση της κρίσης ολοένα και πιο δραματική καθώς εξαντλούνται τα πιο χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα αλλά και κάθε είδους «κοινωνικό αμορτισέρ» λειτούργησε το προηγούμενο διάστημα. Και μάλιστα, με δεδομένο το ότι η παιδική προστασία στην Ελλάδα (όπως άλλωστε ολόκληρη σχεδόν η κοινωνική πρόνοια) δεν είναι απλώς πως αποσαρθρώθηκε στα χρόνια της μνημονιακής λιτότητας, δεν προϋπήρχε συγκροτημένα καν! Με αποτέλεσμα τώρα να γίνεται πιο αισθητή από ποτέ η απουσία της. Και αν σήμερα μια συγκροτημένη πολιτική για την παιδική προστασία είναι όντως κοινωνικά αναγκαία, πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά με τι στόχους, με ποιους και πως θα υλοποιηθεί.

Με τι στόχους;

Μια τέτοια πολιτική για μια σύγχρονη παιδική προστασία δεν μπορεί παρά να δίνει βάρος στην πρόληψη και στην πρωτοβάθμια παροχή υποστήριξης στους πιο ευάλωτους, στις οικογένειες που βρίσκονται σε κρίση. Μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί παρά να φεύγει από το διωκτικό και το ιδρυματικό μοντέλο και να προσεγγίζει τις οικογένειες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να κρατήσουν τα παιδιά τους ως σύμμαχους που χρειάζονται φροντίδα. Μια τέτοια πολιτική οφείλει να είναι καθολική και να παρέχεται σε όλους όσους ζουν σε αυτή την χώρα χωρίς διακρίσεις. Μια τέτοια πολιτική οφείλει να αξιοποιεί την εμπειρία δεκαετιών από κοινωνίες στις οποίες λειτουργούν μακρόχρονοι προνοιακοί θεσμοί. Μια τέτοια πολιτική πρέπει να σέβεται τα δικαιώματα των παιδιών και εγκαταλείποντας τον αυταρχισμό και την αυθεντία των φορέων να τους δίνει την δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά στις αποφάσεις που τα αφορούν. Μια τέτοια πολιτική οφείλει να αποσείσει από επάνω της την γραφειοκρατία και τις αγκυλώσεις και να αντιλαμβάνεται πρώτα από όλα πως αντικείμενό της είναι άνθρωποι που δυσκολεύονται. Και άρα οφείλει να δίνει έμφαση στις υπηρεσίες και στην πολυεπίπεδη φροντίδα τους για να ξεπεράσουν τις όποιες δυσκολίες. Μια τέτοια πολιτική οφείλει να μην αποκλείει τους πλέον δυσκολεμένους, τους πιο αποκλεισμένους, τους πιο περιθωριοποιημένους.

Με ποιους; Η κοινωνία

Για να υλοποιηθεί όμως μια τέτοια πολιτική χρειάζονται ρήξεις με το παρελθόν και το παρόν των υπηρεσιών παιδικής προστασίας «σε όλη την γραμμή του μετώπου». Απαιτείται πρώτα από όλα μια κίνηση «από τα κάτω», μια αλλαγή στις αντιλήψεις φορέων και επαγγελματιών του χώρου στην κατεύθυνση μιας δυναμικής διεκδίκησης της συγκρότησης και στην χώρα μας ενός ολοκληρωμένου και καθολικού συστήματος υπηρεσιών παιδικής προστασίας. Και σε μια τέτοια κατεύθυνση πρέπει ο καθένας από όσους βρισκόμαστε στο χώρο αυτό να αναμετρηθεί και με συνήθειες, παγιωμένες πρακτικές, κατεστημένες αντιλήψεις – και πρώτα από όλα ο καθένας με τον εαυτό του! Έτσι, στον κάθε φορέα, στην κάθε υπηρεσία πρέπει να σκεφτούμε ξανά το πώς λειτουργούμε και αν αυτό αποβαίνει προς όφελος των παιδιών και των οικογενειών ή αν απλά εκτελούμε τυφλά την μια ή την άλλη τυπική διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση παιδιού σε δυσλειτουργική οικογένεια οφείλουμε να ξανασκεφτούμε αν κάνουμε όσα ήταν δυνατόν ή αν απλώς συμβάλλουμε στο να τοποθετηθεί ένα ακόμα παιδί σε ένα ίδρυμα. Αλλά και στους φορείς φιλοξενίας παιδιών θα πρέπει να ανοίξει μια συζήτηση για το αν γίνονται όλα όσα είναι δυνατά για να επιστρέψει με ασφάλεια το παιδί στους βιολογικούς του γονείς αλλά και για να έχει προσωπικές, ανθρώπινες σχέσεις με τους φροντιστές τους για όσο καιρό θα πρέπει να μείνει μακριά τους.

Με ποιους; Η πολιτεία

Οφείλει όμως και η πολιτεία να συνδράμει «από τα πάνω» μια τέτοια προσπάθεια – και όχι με απλά ευχολόγια και διακηρύξεις. Οφείλει να πάρει άμεσα μέτρα συγκρότησης υπηρεσιών που σήμερα δεν υπάρχουν (π.χ. κοινωνικές υπηρεσίες γειτονιάς, υπηρεσίες υποστήριξης κατ οίκον, θεραπευτικά και διαγνωστικά κέντρα, μικρές μονάδες βραχείας παραμονής παιδιών, υπηρεσίες εποπτείας κ.ο.κ.), καθιέρωσης θεσμών και νομοθετικής αναθεώρησης του υφιστάμενου πλαισίου (απλοποίηση αναδοχής και υιοθεσίας με κατάργηση των ιδιωτικών υιοθεσιών, θεσμοθέτηση πλαισίου προτυποποιημένων διαδικασιών για την εκτίμηση του κινδύνου και την απομάκρυνση των παιδιών, κριτηρίων ποιότητας για τις δομές παιδικής φιλοξενίας με βάση το σύγχρονο αντι-ιδρυματικό μοντέλο, απαγόρευση εμπορευματοποίησης των παιδιών σε κίνδυνο κ.α.), θέσπιση συγκεκριμένων στόχων για την παιδική προστασία στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα (όπως π.χ. το να μην υπάρχει κανένα βρέφος ή νεογνό σε ίδρυμα σε λίγα χρόνια δεδομένων της μη αναστρέψιμης βλάβης που υφίστανται στην ανάπτυξη σε τέτοια περιβάλλοντα). Και σε μια τέτοια διαδρομή, οφείλει να μην διστάσει να έρθει σε ρήξη με κατεστημένα συμφέροντα, πρακτικές, παγιωμένες καταστάσεις και υποσυστήματα εξουσίας που ως σήμερα «βολεύονται» στην παρούσα κατάσταση αποσπασματικής, άναρχης και ιδρυματικής φροντίδας για τα θυματοποιημένα αυτά παιδιά.

Και πως;

Για γίνουν πράξη όλα αυτά ωστόσο πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι πως απαιτούνται ριζικές τομές και πόροι. Και αν οι τομές απαιτούν παρρησία οι πόροι δεν μπορεί παρά να ανευρεθούν πρώτα από όλα από την ίδια την κοινωνία μας. Και γι αυτό η αναδιάταξη των διατιθέμενων κοινωνικών πόρων προς όφελος των παραπάνω προτεραιοτήτων ενάντια στα κατεστημένα και τις γραφειοκρατίες είναι προαπαιτούμενο μιας τέτοιας πορείας. Και η επαύξησή τους, βέβαια. Αλλά στην εποχή της κρίσης ούτε το «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά» ούτε το να χρηματοδοτούνται όλα για να είναι όλοι ευχαριστημένοι μπορεί να έχουν πλέον θέση. Φυσικά, η αξιοποίηση και άλλων πόρων, από όπου και αν προέρχεται, και στο βαθμό που συμβάλλουν σε μια κατεύθυνση συγκρότησης επιτέλους και στην χώρα μας κοινωνικής πρόνοιας και παιδικής προστασίας είναι οπωσδήποτε ευπρόσδεκτη. Όμως, κακά τα ψέματα, συγκρότηση ολοκληρωμένων υπηρεσιών δεν γίνεται με πενταμηνίτες συμβασιούχους του ΕΣΠΑ. Και οι εσχάτως επονομαζόμενοι «Ευρωπαϊκοί θεσμοί» οφείλουν να αντιληφθούν ότι δεν μπορεί από τη μια να διακηρύσσουν την ανάγκη προστασίας των παιδιών πανευρωπαϊκά με σύγχρονες, ποιοτικές υπηρεσίες στην κοινότητα και από την άλλη να απαγορεύουν κάθε πολιτική ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού στον χώρο της κοινωνικής προστασίας. Όπως ακριβώς δεν μπορούν να υιοθετούν μεγαλόστομες διακηρύξεις για την καταπολέμηση της φτώχιας και του κοινωνικού αποκλεισμού από τη μια και να βυθίζουν καθημερινά την χώρα στην ανεργία, στην αποσάθρωση του παραγωγικού της ιστού και στην φτωχοποίηση του πληθυσμού της.

Ο αγώνας, λοιπόν, θα είναι μακρύς και δύσκολος. Αλλά αξίζει τον κόπο να δοθεί με όλες τις δυνάμεις και σε όλα του τα μέτωπα.

Γιώργος Νικολαΐδης

Πηγή






Αναρτήθηκε από: