Η Κοκκινοκουκλίτσα και ο λύκος που ξέρεις. Από την Ιωάννα Μαραγκουδάκη - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε 24/01/2016

Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν κόσμο μουντό και όχι ιδιαίτερα συναισθηματικό, ζούσε ένας λύκος μαύρος μηχανόβιος, πρώτος στα κορίτσια και με περίεργα βίτσια.

Του άρεσαν οι εργένικες αγέλες, οι σέξι δαντέλες και οι γυναίκες που ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμες για τρέλες. Είχε φήμη ξακουστή και όχι μόνο στη συγκεκριμένη  περιοχή. Έλεγαν για εκείνον οι όμορφες και οι ωραίες, ότι αφού τους τα’ λεγε καλά και τις καμάκωνε για μέρες, τις χαίδευε σε όλα τα σωστά σημεία και σχεδόν τις υπνώτιζε με μια μη προσδιορίσιμη γοητεία. Ήταν λίγο τα λόγια, ήταν λίγο τα χάδια και στο τέλος οι κοπέλες έπεφταν, χωρίς εκείνος καν να τάζει παλάτια. Θα΄ταν τα μάτια του τα σκούρα, θα΄ταν ότι δεν φαινόταν ότι είχε και λιγούρα και εκείνες στο τέλος του χάριζαν φιλιά και τον άφηναν να τις φάει χωρίς να βγάλουν ούτε μιλιά. Μια μπουκιά τις έκανε, με τέτοια ηδονή, που εκείνες αφήνονταν. Σχεδόν τον παρακάλαγαν ψιθυριστά στ΄αυτί. Και αφού εκείνος έτρωγε και έτρωγε ξανά, μετά τις εγκατέλειπε μες τα ροχαλητά. Και αυτές γυμνές και δύστυχες αφού είχαν φαγωθεί, με κλάματα τον άφηναν μόνος να κοιμηθεί. Κάθε φορά που ξύπναγε ήταν και πιο χοντρός, ο λύκαρος, ο γκόμενος, ο πρόστυχος αυτός. Τόσες που τις έτρωγε σε μια καθισιά, στο τέλος δεν τις μέτραγε, ήταν και σκράπα στα μαθηματικά. Και πέρναγαν οι μήνες και ο λύκος δίχως μνήμες,  περνούσε στην επόμενη αρκεί να’χε βυζιά. Και άπλωναν τα ξίγκια του διπλά και τρίδιπλα. Μια νύχτα όμως δίχως άστρα, αυτός ο λύκος βασιλιάς με τα χάρτινα του κάστρα, ενώ έπινε ποτά και κουνούσε τη σέξι του ουρά, μπήκε μέσα στο μαγαζί, μια γκόμενα που ποτέ δεν είχε ξαναδεί. Με το που την είδε του πεσε το ποτό, και όλες τις παραμέρισε γιατί το κατάλαβε το καλό κοκό. Η τύπισσα τον κοίταξε και πήγε από την άλλη, μα αυτός με το που τη μύρισε του ήρθε μόνο  ζάλη. Δεν ήταν μόνο η μυρωδιά, ούτε τα πόδια της τα μακριά. Ήταν αυτά τα κόκκινα μαλλιά που με το που τ’ αντίκρυσε,  έπαθε ζημιά.

Την κάρφωνε, την κέρασε, της είπε τα γνωστά, μα αυτή φευγατη ήτανε να πάει στη γιαγιά. Και έτσι του ξεγλίστρησε η κόκκινη μικρά και έμεινε ο λύκαρος στην πείνα.  Συμφορά!  

Και δώστου την περίμενε στο ίδιο μαγαζί και εκείνη κάθε φορά τον γείωνε χωρίς να του δοθεί. Τις έκοψε τις μάσες του ο λύκος ο πασάς και έμεινε σαν τον Άγιο Ονούφριο νηστικός και φουκαράς. Εκείνη μόνο ήθελε να φάει και να γλεντήσει, μα η άλλη δεν τον άφηνε ούτε να τη φιλήσει. Κάθε φορά που έπιανε έστω λίγο μπουτάκι, εκείνη στη γιαγιά της έτρεχε και τον άφηνε με το μεράκι. Στον ύπνο του χανότανε σε κόκκινα μαλλιά και το όνομα της φώναζε μέσα στη σιγαλιά. Και πέρναγαν οι μέρες και πέρναγαν οι μέρες και ο λύκος είχε γίνει πια σαν όπλο χωρίς σφαίρες. Μια μέρα αφού ψαχνότανε να βρει μια κάποια λύση, σαν κάτι και να σκέφτηκε μήπως και την πηδήξει. Σαν τη γιαγιά της θα φερθώ, και σαν γιαγιά θα κάνω και αφού της τάξω ψέματα και λίγο τη γλυκάνω, και αφού ξαπλώσει δίπλα μου και τα μαλλιά της λύσει, εκεί μες τη χαλάρωση θα τη δεχτεί τη στύση.

Και όπως είπε έγινε, της το’ παιξε αγαπούλης, χωρίς τύψεις και ενοχές  ο λύκος ο μαυρούλης. Και αφού τα κόκκινα μαλλιά τα έλυσε η κυρία, εκείνος την καβάλησε και την χλαπάκιασε με βια. Τούφες μαλλιών εδώ και εκεί και ο λύκος μες τη μέση, να σκέφτεται πως τίποτα δεν του πολυαρέσει. Γιατί μια γυναίκα γνώρισε που είχε σημασία μα εκείνος στο πουλάκι του είχε αδυναμία. Και τώρα εκείνη έγινε μια σαν όλες τις άλλες. Τα κόκκινα μαλλιά ξεφτίσανε, κοπήκαν οι συγκινήσεις οι μεγάλες. Το κόκκινο είναι δύσκολο, σα χρώμα δεν κρατάει και ο λύκος που βαρέθηκε, άρχισε ξανά να γυρνοβολάει. Εκείνη όταν το έμαθε, τον χώρισε με τη μια και ο λύκος που πολύ θίχτηκε ξαναγύρισε στην αλητεία.

Τώρα τις τρώει πιο πολλές μα στα μάτια δεν τις κοιτάει, γιατί βλέπει πάντα αυτήν,  και το στομάχι του χαλάει. Και έζησαν αυτοί καλά και ο λύκος πάντα μόνος, και αν καμία φορά πάει να θυμηθεί, τον πιάνει μέγας  πόνος.

Τα παραμύθια είναι καλά, μα δεν είναι η αλήθεια.

Ομως ο λύκος ζει πραγματικά και κυνηγάει ακόμα, τα πιο καλά κορίτσια.

Πηγή






Αναρτήθηκε από: