ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΘΑ ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ; - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

  [1760s shoes made in Brussels, Belgium]

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια μικρή, χρεωμένη χώρα ένας έμπορος. Η γυναίκα του, τον παράτησε γιατί ερωτεύτηκε κάποιον στο φέισμπουκ και η κόρη του ονειροβατούσε. Ο άντρας ήλπιζε να βρει μια χείρα βοήθειας. Και τη βρήκε. Ξαναπαντρεύτηκε μια χήρα με δυο κόρες για να πληρώνει λιγότερη εφορία. Πάσχιζε καθημερινά να τα καταφέρει με κάποιον τρόπο ώστε να μη βάλει λουκέτο στο μαγαζάκι του. Ένα πρωί λέει στην κόρη του, μικρή μου θα φύγω ταξίδι στις Βρυξέλλες, να μαζέψω δανεικά να πληρώσουμε τον έφκα, διαφορετικά θα μείνουμε δίχως δουλειά. Να ακούς τη θετή σου μητέρα και να παίζεις φρόνιμα με τις αδερφούλες σου.
Μόλις ο έμπορος έφυγε η νέα του συμβία φανέρωσε τον πραγματικό της εαυτό. Βασάνιζε το κορίτσι και το έστελνε να καθαρίζει επί πληρωμή τα μπαλκόνια της γειτονιάς από την αφρικανική σκόνη. Με τα χρήματα ψώνιζε φορέματα από το Ζάρα. Οι αδερφές της γελούσαν και την κορόιδευαν. Την έντυσαν με ρούχα από τους κινέζους και τη φώναζαν Σταχτοπούτα της συμφοράς.
Μια μέρα ανακηρύχτηκε διαγωνισμός για την πιο τέλεια σέλφι στο Ίνσταγκραμ. Η νικήτρια θα κέρδιζε ένα ζευγάρι μαγικά γοβάκια και ένα ταξίδι όσο πιο μακριά από τη χώρα γινόταν. Η μητριά με τις κόρες άνοιξαν το σεντούκι του μαγαζιού, πήραν τα λεφτά για το ΦΠΑ, αγόρασαν κινητά που διέθεταν τα πιο εξελιγμένα φίλτρα που υπήρχαν κι άρχισαν ολημερίς να φωτογραφίζονται. Τη Σταχτοπούτα από την πολλή σκόνη την έπιασε αλλεργία και φτιαρνιζόταν συνέχεια με αποτέλεσμα οι σέλφι των γυναικών να βγαίνουν κουνημένες. Για να γλυτώσουν από δαύτην την έκλεισαν στην αποθήκη. Πεινούσε και διψούσε. Έκλαιγε και έβριζε την τύχη της ώσπου την πήρε ο ύπνος. Τότε ήρθε στο όνειρό της η άσωτη μητέρα, της σκούπισε τα δάκρυα και της έβαλε ένα πράσινο, δροσερό αγγούρι στο χέρι. Ξύπνησε χαρούμενη να το καταβροχθίσει μα το αγγούρι ως δια μαγείας μεταμορφώθηκε σε κινητό τηλέφωνο. Ήταν όμως παλιάς τεχνολογίας και η κοπέλα είχε τα χάλια της. Ήταν βρώμικη, ταλαιπωρημένη, με μπλεγμένα μαλλιά και συναισθήματα, ρούχα και καρδιά κουρέλια. Έπρεπε ωστόσο να βιαστεί γιατί μόλις σήμαιναν μεσάνυχτα θα έληγε ο διαγωνισμός. Άνοιξε λοιπόν το τηλέφωνο και είδε στο ίνσταγκραμ τα παραμορφωμένα πρόσωπα της μητριάς και των αδερφών της. Της φάνηκαν τόσο αστείες έτσι που σούφρωναν τα χείλια σαν αψεγάδιαστοι ροφοί και ανεβοκατέβαζαν με ηδυπάθεια τα βλέφαρα που ξέσπασε σε ασυγκράτητα γέλια. Έβγαλε λοιπόν μια γελαστή φωτογραφία την ώρα που το ρολόι έδειχνε δώδεκα ακριβώς. Και κέρδισε. Φόρεσε τα μαγικά γοβάκια κι έφυγε για πάντα μακριά από όλους και από όλα.

Γράφει: Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη






Αναρτήθηκε από: