Θρύλοι της Κρήτης: Οι Δράκοι της Οξάς και οι 101 στέρνες - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Ο παππούς (όπως τον φώναζα και του άρεσε) ο γείτονας ο Πατερομανώλης ο μυλωνάς, (είχε ανεμόμυλο στους βορινούς μύλους και άλεθε στάρια και κριθάρια και έφτιαχνε αλεύρι) όταν πήγαινα σπίτι του πάντα είχε μια ιστορία να μου διηγηθεί. Καμιά φορά στον Πατερομανώλη με έστελνε και η θεία μου η Μαρία όταν είχε δουλειά και εγώ την πιλάτευα να μου πει ένα παραμύθι. Όταν άρχιζε να μου λέει. Μια φορά κι αν καιρό ήταν μια γρα με μια βουρλένια βράκα…Μετά από λίγα δευτερόλεπτα συνέχιζε. Μα κάτσε καλά να σου το πω από την άκρα. Ήξερα ότι δεν είχε όρεξη για παραμύθια γιατί είχε δουλειά. Έτσι η επόμενη κουβέντα της θειάς μου ήταν «άντε πήγαινε να δεις αν είναι στο σπίτι ο παππούς ο Πατερομανώλης να σου πει καμιά ιστορία. Αυτή λοιπόν η ιστορία που θα σας γράψω σήμερα αρχίζει κάπως έτσι.
Κάποτε πριν τον κατακλυσμό του Νώε, στην κορυφή της Οξάς κατοικούσαν σε ένα μεγάλο κάστρο γίγαντες. Ψηλοί ήσαμε 40 πήχες, οι σαραντάπηχοι. Το λιβάδι του καλολάκου όπως και όλα τα γύρω βουνά και χωράφια ήταν δικά τους. Κατοικούσαν ψιλά στην κορυφή για να μπορούν να βλέπουν τη θάλασσα όταν θα ερχόταν τα πειρατικά καράβια ή γειτονικοί εχθροί από την ξηρά και να ετοιμάσουν την άμυνα του κάστρου. Ο βασιλιάς των σαραντάπηχων κάποτε σε ένα κυνήγι είχε πιάσει μερικά νεογέννητα δρακάκια και τα πήρε μαζί του στο κάστρο. Τα μεγάλωσε και τα εκπαίδευσε να προστατεύουν το κάστρο και τους ανθρώπους που κατοικούσαν γύρω από αυτό. Το κάστρο ήταν φτιαγμένο έτσι που να μπορούσε να αντέξει σε πολιορκία πολλών ημερών. Τα τείχη του κάστρου ήταν πολύ ψηλά. Και από τις πολεμίστρες έριχναν στους επιτιθέμενους καυτό λάδι και πέτρες ώστε να μην μπορούν να πλησιάσουν. Όσο για τρόφιμα, είχαν εκτός από τις αποθήκες, φτιάξει και 100 στέρνες που γέμιζαν με αγαθά (στάρια ,καρπούς και νερό). Είχαν και μια κρυφή στέρνα που ήταν πολύ καλά κρυμμένη που ήταν η 101η στέρνα. Εκεί μέσα φύλαγαν τα χρυσά και ασημένια κοσμήματα και νομίσματα διαμάντια και ρουμπίνια. Έτσι αν ποτέ το κάστρο έπεφτε στα χέρια εχθρών ή πειρατών να μη μπορούσαν να την βρουν. Όμως ήρθε ο κατακλυσμός και οι σαραντάπηχοι πνίγηκαν παρά τις προσπάθειες που έκαναν για να γλιτώσουν. Έμειναν μόνο τα αποτυπώματα από τα δάκτυλά τους στους βράχους του κάστρου που σώζονται μέχρι σήμερα ( τα έχω δει και ήταν εκεί όταν ανέβηκα για τελευταία φορά πριν 40 χρόνια.). Πνίγηκαν και οι δράκοι. Μόνο μια δράκαινα είχε μείνει τελευταία με το μικρό της. Πετούσε πάνω από το κάστρο που άρχισαν να το σκεπάζουν τα νερά της βροχής που δεν έλεγε να σταματήσει. Αποκαμωμένη από την πρόσπαθειά της να μείνει ζωντανή και στο αέρα και βλέποντας ότι την εγκατέλειπαν οι δυνάμεις της παρακάλεσε το θεό να την κάνει θαλάσσιο δράκο αυτή και το μικρό της για να μπορέσει να ζήσει στη θάλασσα και να μεγαλώσει το παιδί της. Ο θεός την λυπήθηκε και την άφησε ζωντανή στη θάλασσα αυτή και το μικρό της, χάνοντας όμως τα φτερά της και δεν θα μπορούσε να πετάξει ποτέ ξανά. Είχε γίνει ένα θαλάσσιο τέρας όπως το τέρας του Λοχ-νες. Από τότε η δράκαινα γυρίζει στο κάστρο μια φορά το χρόνο και ανεβαίνει στο κάστρο νύχτα για να μη την δουν. Ψάχνει την 101η στέρνα και την άλλη νύχτα , όταν βεβαιωθεί ότι δεν την έχει βρει ακόμα άνθρωπος ξαναγυρίζει στη θάλασσα.

Αυτή είναι η ιστορία του Πατερομανώλη. Τα χρόνια πέρασαν και κάποιο καλοκαίρι όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, πήγαμε με την θεία μου την Καδιανή στα Ατζιμπραγά να μαζέψουμε τα αμύγδαλα. Επειδή δεν προλάβαμε να τα μαζέψουμε σε μια μέρα, μείναμε τα βράδυ στο σπίτι στα Ατζιμπραγά. Κοιμηθήκαμε στο αλώνι που ήταν έξω από το σπίτι. Τότε θυμήθηκα την ιστορία του Πατερομανώλη και την διηγήθηκα στη θεία μου και στη Μάνα μου που ήταν κι αυτή εκεί. Η θεία μου τότε θυμήθηκε ένα περιστατικό που το έζησε όταν ήταν κοπελιά στην ηλικία μου ή λίγο παραπάνω και μας το διηγήθηκε. Ήταν και τότε καλοκαίρι και είχαν έρθει να μαζέψουν τα αμύγδαλα, με τον πατέρα της και τα αλλά μεγαλύτερα αδέρφια της. Η μάνα μου δεν είχε πάει γιατί ήταν πιο μικρή.Τη νύχτα ξύπνησαν από ένα θόρυβο σαν να κατρακυλούσαν πέτρες και ένα παράξενο βουητό σαν κάποιο τεράστιο ερπετό να κατέβαινε από την Οξά. Το βουητό πέρασε από το φαράγγι των σπήλιων και κατευθύνθηκε προς τα Λενικά και χάθηκε στη θάλασσα. Όλοι είχαν κατατρομάξει και μαζεύτηκαν να μάθουν τι ήταν. Τότε ένας παππούς ,ο γέρο Πυθαρούλης, παππούς του Πυθαρουλογιώργη που ειχε ξυπνήσει κι αυτός από τη φασαρία, τους είπε: «Μη φοβάστε ήταν η δράκαινα που ανεβαίνει στην Οξά κάθε καλοκαίρι και απόψε γύρισε στη θάλασσα. Δεν πειράζει τσ’ ανθρώπους, αρκεί κι αυτοί να μη την πειράζουν.» Η διήγηση της θείας μου με έβαλε σε σκέψεις. Λες να ήταν αλήθεια η ιστορία του Πατερομανώλη; Μετά ήταν και τα αποτυπώματα των σαραντάπηχων στις πλακούρες της Οξάς που τα είχα δει!! Οπως και να χει τώρα τελευταία δεν έχω ακούσει να ξανανέβηκε η δράκαινα στη Οξά. Μάλλον με τα κάπιταλ κοντρόλ θα έχει κι αυτή πρόβλημα να κάνει αναλήψεις !!!! Άσε που θα φορολογήσουν και τις καταθέσεις και δεν το έχει σκοπό να αποκαλύψει την τραπεζοθυρίδα της. Την 101η στέρνα της Οξάς. Φύλαγε τα ρούχα σου που λένε. Καληνύχτα σας Λιμνιώτες και Λιμνιώτησες.

Πηγή: http://oldstoriesforvillages.blogspot.gr/

Το διαβάσαμε εδώ






Αναρτήθηκε από: