Δημοσιεύτηκε 19/05/2012
Αφορμή για αυτό το άρθρο αποτέλεσε μια κουβέντα που άκουσα και ακούω συχνά: «καλά τα λέει ο Στέφανος Μάνος, πάντα έβλεπε πολύ μπροστά, κανείς δεν τον άκουγε, είναι και πολύ τίμιος, αλλά… δεν ξέρω αν θα τον ψηφίσω». Πάντα μου έκανε εντύπωση η κουβέντα αυτή γιατί την άκουγα από το σύνολο του πολιτικού φάσματος, ενώ κανείς δε μου έλεγε πως κάποιος άλλος πολιτικός αρχηγός τα έλεγε πάντα σωστά, ή πως είχε τη διορατικότητα να προειδοποιήσει για τη χρεωκοπία πολλά χρόνια νωρίτερα, ή πως δεν του βρήκε ποτέ κανείς να έχει βγάλει λεφτά από την πολιτική, ή πως – τέλος πάντων – έκανε τεράστιο έργο στην κυβέρνηση. Και αναρωτιόμουν από μέσα μου: μα ποια είναι τελικά τα κριτήρια με τα οποία ψηφίζουν οι Έλληνες;
Έκανα, βλέπετε, το λάθος να θεωρήσω πώς όλοι ψηφίζουν σαν και μένα: βάζεις κάτω όλα τα θέματα που σε ενδιαφέρουν, αποφασίζεις ποια είναι τα σημαντικότερα, βλέπεις ποιοι πολιτικοί σχηματισμοί συμπλέουν περισσότερο με αυτά, θέτεις παράμερα τις διαφωνίες σου με εκείνα που θεωρείς λιγότερο σημαντικά, και αποφασίζεις πού περίπου βρίσκεσαι. Μπορείτε να κάνετε και εσείς μια τέτοια προσπάθεια με το www.helpmevote.gr και το www.politicalcompass.org (χωρίς να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένα, δίνουν μία γενική ιδέα του εύρους πεδίου). Βεβαίως, πέραν της θεωρητικής τοποθέτησης, πρέπει να ζυγίζω και τα πολιτικά πεπραγμένα όσων αποζητούν την ψήφο μου: το έργο τους, τις παρεμβάσεις τους, τη διαχρονική τους αξιοπιστία, και το εάν έβγαλαν λεφτά από την πολιτική στις πλάτες εμού και των συμπολιτών μου. Ασχολούμενος όμως για πρώτη φορά στη ζωή μου με την πολιτική ανακάλυψα ότι τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά με τους περισσότερους ψηφοφόρους.
Ένα από τα πράγματα που ανακάλυψα είναι ότι συνήθως οι άνθρωποι έχουν ένα και μόνον σημαντικότερο κριτήριο βάσει του οποίου ψηφίζουν, είτε αυτό είναι οικονομικού είτε κοινωνικού είτε καθαρά προσωπικού περιεχομένου. Παραδείγματος χάριν, εκείνοι που απεχθάνονται τους μετανάστες είναι ικανοί να ψηφίσουν Χρυσή Αυγή αδιαφορώντας για τη λατρεία της στο Χίτλερ, και ενστερνιζόμενοι έτσι την απροκάλυπτη βία. Εκείνοι που θέλουν να διοριστούν στο δημόσιο πάνε να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ αδιαφορώντας για το πώς θα πληρωθεί ο μισθός τους, δηλαδή με περισσότερους φόρους σε όλους τους άλλους συμπολίτες τους. Εκείνοι που απεχθάνονται την Ελλάδα εξαρτημένη από τους Ευρωπαίους εταίρους ρίχνουν την ψήφο τους στον κ.Καμμένο, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν και άρα, μετά την «ανεξαρτησία», θα σκλαβωθούμε αμέσως ξανά στο μεγάλο κεφάλαιο που θ’ αγοράσει τα πάντα κοψοχρονιά, ενώ η ΠΓΔΜ θα μπει στην ΕΕ ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» αμέσως μόλις φύγουμε εμείς.
Οι ψηφοφόροι που έμειναν στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ είναι ως επί το πλείστον συναισθηματικά δεμένοι στο άρμα δύο φαντασμάτων του παρελθόντος και, μετά από τόσα χρόνια πόλωσης, το συναισθηματικό κριτήριο είναι ισχυρότερο οποιασδήποτε λογικής θεώρησης των πραγμάτων. Πράγματι, ένα μεγάλο ποσοστό συμπολιτών μας βλέπει την πολιτική σαν οπαδοί ομάδας: δεν μπορούν να την αφήσουν ακόμη κι όταν όλοι οι παίκτες έχουν συλληφθεί ντοπαρισμένοι. Ο οπαδός λέει «δε φταίει η ομάδα, φταίνε οι παίκτες». Πράγματι, δε φταίει η θεωρία, φταίει η πράξη, αλλά όταν συζητάμε για το μέλλον της πατρίδας είμαστε υποχρεωμένοι να τιμωρούμε τις πράξεις και όχι την ιδρυτική διακήρυξη. Το ίδιο συναισθηματικό κριτήριο είναι αντίστοιχα ισχυρό και για άλλους πολιτικούς χώρους, όπως για το ΚΚΕ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Πολλοί συμπολίτες μας, επειδή δεν ασχολούνται με την πολιτική και δεν έχουν άποψη για τα διαμειβόμενα, εμπιστεύονται απλά το πρόσωπο του υποψηφίου. Αυτό το εισέπραξα κατά κόρον στις εκλογές, που ο κόσμος μού έλεγε «εσένα ξέρουμε, εσένα εμπιστευόμαστε». Άλλοι, χωρίς καμία ιδιοτέλεια, μου λένε «εσύ και η οικογένειά σου δίνετε πολύ ψωμί στον τόπο» και τους απαντώ «ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια, αλλά, θα ήθελα να συμφωνείτε και με τις θέσεις μου». Αποφάσισα ότι αυτή η στάση των ψηφοφόρων είναι μάλλον πιο υγιής από εκείνη του ενός και μοναδικού κριτηρίου, γιατί αντιλαμβάνονται πως η πολιτική είναι ένα πολύ σύνθετο πράγμα στο οποίο κατάλληλοι αντιπρόσωποι είναι εκείνοι με την καλύτερη δυνατή αντίληψη των πραγμάτων, και ο λαός ψηφίζει εμπιστευόμενος το ήθος και τη νοημοσύνη τους. Φυσικά, για να πείσεις πως αξίζεις την ψήφο αυτή όντας νέος στην πολιτική, πρέπει να επιδείξεις κατά πρόσωπο τις ικανότητές σου, πράγμα που απαιτεί πολύ χρόνο σε κουβέντες στα σπίτια και τα καφενεία, σε μικρές και μεγάλες ομάδες. Οι επαγγελματίες της πολιτικής, σε αντίθεση με τους πραγματικούς επαγγελματίες, είχαν πάντοτε πολύ περισσότερο χρόνο να μιλούν, και συνήθως σε ξύλινη γλώσσα: λένε πολλά χωρίς να λένε τίποτα.
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μαΐου, όπου αναδείχτηκαν 180 νέοι βουλευτές, ήταν ενθαρρυντικά για την αλλαγή στο πολιτικό προσωπικό της χώρας, εκτός – όμως – από το Λασίθι, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους ίδιους ακριβώς βουλευτές. Δεν έχω ιδιαίτερες ψευδαισθήσεις πως στις επόμενες εκλογές θα είμαι ένας από αυτούς που θα τους αντικαταστήσει, αλλά είναι σίγουρο πως ο ένας τουλάχιστον θα αλλάξει στις 17 Ιουνίου. Το γιατί θα γίνει αυτό δε συνδέεται με κάποια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο που θα ρίξουν οι Λασιθιώτες την ψήφο τους. Υπάρχει έντονη συναισθηματική φόρτιση, θυμός και απογοήτευση, πόλωση και λαϊκισμός. Μετριοπαθείς υποψήφιοι του κεντρώου χώρου συνθλίβονται ανάμεσα στα δύο ισχυρά ρεύματα των άκρων. Στις προεκλογικές κουβέντες δε γίνεται σοβαρή συζήτηση για τα δομικά προβλήματα της χώρας, μόνο κυριαρχούν τσιτάτα και ατάκες. Πολλοί απορρίπτουν τις επιλογές μου με διάφορες προφάσεις εν αμαρτίαις, συνήθως συκοφαντικά ψέματα του τύπου «Ο τάδε έριξε έξω την Αλλατίνη» προσπαθώντας να δικαιολογήσουν στον εαυτό τους ότι πάλι θα ψηφίσουν αυτούς που καταστρέφουν τη χώρα. Παρ’ όλ’ αυτά, διατηρώ την ελπίδα πως στις επόμενες εκλογές θα πείσω περισσότερο από το 2% του Λασιθίου με το λόγο και το ήθος μου.