Ο περιηγητισμός στην Κρήτη πριν την ανεξαρτησία - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Είναι γνωστό ότι ο τουρισμός στην Ελλάδα, δεν εμφανίστηκε ξαφνικά «ως δια μαγείας». Συντελέσθηκαν πολλά γεγονότα, από το 19ο κιόλας αιώνα, για να φθάσουμε στη σημερινή κατάσταση. Υπάρχουν σύγχρονες πρακτικές, όπως πχ η φιλοξενία και η υποδοχή των τουριστών, που έχουν βαθιές ρίζες στο παρελθόν. Ο τουρισμός, που ξεκίνησε ως περιηγητισμός, αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και όχι μεταπολεμικά όπως πολλοί πιστεύουν. Στο κείμενο που ακολουθεί εστιάζουμε στην Κρήτη και στον 19ο αιώνα.

Η μελέτη των πρώτων σταδίων εξέλιξης του τουρισμού στην Κρήτη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα χρόνια πριν την ανεξαρτησία και ενώ το νησί βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή οι γενικότερες συνθήκες διαβίωσης δεν ήταν καλές. Επιπλέον η πολιτική αστάθεια (λόγω των συχνών εξεγέρσεων και των συχνών αλλαγών των διοικητών-πασάδων) δημιουργούσε σε όποιον επισκεπτόταν το νησί αγωνία και δυσκολίες στην προσπάθειά του να μετακινηθεί. Διαβάζοντας κανείς ταξιδιωτικές εντυπώσεις από ξένους επισκέπτες βρίσκει εξαιρετικές περιγραφές και σχεδόν μυθιστορηματικές αφηγήσεις. 

Οι δυσκολίες αυτές δεν διευκόλυναν την επισκεψιμότητα, σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα. Οι αριστοκρατικοί αγγλικοί και γαλλικοί κύκλοι θεωρούσαν πολύ τολμηρό ένα τέτοιο ταξίδι, ενώ χαρακτήριζαν εκείνους που τελικά το επιχειρούσαν «ανόητους» (Ας σημειωθεί ότι πριν την ανεξαρτησία της Κρήτης για να επισκεφθεί κανείς την ενδοχώρα, έπρεπε συχνά να περάσει από ακρόαση με τον Πασά που κυβερνούσε). Στην ορεινή Κρήτη υπήρχαν αντάρτες που συγκρούονταν με τις τουρκικές αρχές ενώ συχνά σημειώνονταν περιστατικά μικροκλοπών σε βάρος ταξιδιωτών. Ο Άγγλος Charles Robert Cockerell[1] με συμπατριώτες του επισκέφτηκε την Κρήτη το 1813 και βγήκαν στην στεριά ντυμένοι με τουρκική φορεσιά.

Οι ταξιδιώτες που τελικά τολμούσαν, είχαν ως σύνδεσμο τους πρόξενους της χώρας τους οι οποίοι φρόντιζαν να τους φέρουν σε επαφή με ένα ολόκληρο επιτελείο απαραίτητο για το ταξίδι. Ζώα (μουλάρια) και συνοδό ζώων (muleteer), μεταφραστή-δραγουμάνο ή «καβάζη» όπως λεγόταν τότε, ο οποίος συνήθως εκτελούσε και χρέη μάγειρα. Αυτά ήταν απαραίτητα στην περίπτωση που κάποιος ήθελε να διασχίσει την ορεινή Κρήτη. Σε κάθε χωριό που επισκέπτονταν, ο πρόεδρος της κοινότητας ήταν αυτός που αναλάμβανε να τους υποδεχθεί, να τους καθοδηγήσει και να τους παράσχει έναν επιφανή χωρικό για οδηγό, καθώς και ένα σπίτι για να γευματίσουν ή/και να κοιμηθούν. Ο ρόλος αυτός των προέδρων συνεχίστηκε για πολλά χρόνια ακόμη και μεταπολεμικά, ως status quo αφού όταν άρχισαν να τυπώνονται ταξιδιωτικοί οδηγοί, σύστηναν την εύρεσή τους ως απαραίτητη ενέργεια.

Συνήθως σε αυτές τις δύσκολες περιηγήσεις ακολουθούσαν ντόπιοι κτηνοτρόφοι ειδικά σε περιπτώσεις που οι επισκέπτες ήθελαν να επισκεφθούν απόκρημνα μέρη όπως π.χ. το φαράγγι της Σαμαριάς. Αξίζει να σημειωθεί ότι, πέρα από την αίσθηση καθήκοντος που επέβαλλε η κρητική φιλοξενία, οι ντόπιοι έβλεπαν με ξεχωριστό ενδιαφέρον αυτούς τους ξένους που τους θεωρούσαν αντιπροσώπους των «μεγάλων δυνάμεων», αφού συνήθως επρόκειτο για αριστοκράτες. Δεν δίσταζαν δε να εκφράσουν τα πολιτικά πιστεύω τους περί ανεξαρτησίας καθώς και να επιχειρήσουν να αντλήσουν πληροφορίες για τις απόψεις και τις πιθανές επιδιώξεις των κυβερνήσεών τους.

Συνήθως οι πρώτοι περιηγητές ήταν πατέρας με γιο ή άλλον συγγενή ή φίλο και σπανιότερα ζευγάρι. Επρόκειτο για φυσιολάτρες, ιστοριοδίφες, αρχαιολόγους, βοτανολόγους και άλλους, δηλαδή ανθρώπους μορφωμένους που ενδιαφέρονταν να γνωρίσουν εκτός από τις πόλεις την ενδοχώρα και να εξερευνήσουν όχι μόνο τα άγρια τοπία αλλά και τον κρητικό πολιτισμό. Μολονότι οι σκοποί επίσκεψής τους ήταν διαφορετικοί από εκείνους των μεταγενέστερων τουριστών συντέλεσαν όπως όλοι οι πρώιμοι περιηγητές στην προβολή της Κρήτης μέσω των περιγραφών και των αναλυτικών δοκιμίων με τις εντυπώσεις τους, τα οποία αρκετοί από αυτούς έσπευδαν να δημοσιεύσουν[2].

Στην Κρήτη την περίοδο πριν την ανεξαρτησία η επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο ήταν υποτυπώδης, καθώς η κρατική ταχυδρομική αλληλογραφία διεξαγόταν μέσω πολεμικών πλοίων, η δε ιδιωτική μέσω ιστιοφόρων πλοιαρίων, τα λεγόμενα «Πακέτα». Στις τελευταίες περιπτώσεις οι επιστολές παραδίδονταν χέρι με χέρι στον καπετάνιο και από αυτόν στους παραλήπτες. Αργότερα συστήθηκε τουρκική αλλά και αυστριακή ταχυδρομική υπηρεσία κυρίως για να συγκεντρώνεται η αλληλογραφία σε κάποιο γραφείο και να παραλαμβάνεται από εκεί αντί για το λιμάνι. Η τηλεφωνική επικοινωνία έγινε εφικτή μόλις το 1913 με την ένωση δηλαδή της Κρήτης με την Ελλάδα. Τότε ήταν που άρχισε να κατασκευάζεται και οδικό δίκτυο, το οποίο σταδιακά αντικατέστησε τους απαρχαιωμένους πλακόστρωτους τουρκικούς δρόμους[3]. Επίσης στην αλλαγή του αιώνα έγιναν σχέδια για σιδηρόδρομο που όμως δεν υλοποιήθηκαν ποτέ[4].

Το 1861 υπήρχε μόλις ένα ξενοδοχείο στην πόλη των Χανίων γεγονός που δείχνει ότι η πλειοψηφία των επισκεπτών τύγχαναν φιλοξενίας σε σπίτια. Προς το τέλος του αιώνα (αύξηση επισκεπτών με την Κρήτη ενδιάμεσο σταθμό μεσογειακών κρουαζιέρων, ενδεχόμενη μετάδοση επιχειρηματικού πνεύματος από την πρωτεύουσα) φαίνεται ότι οι Κρητικοί όλο και πιο συχνά νοίκιαζαν τα σπίτια τους καθώς και τα καΐκια τους για εκδρομές σε κοντινούς κόλπους και ψαροχώρια[5].

Η άφιξη των περιηγητών εκείνη την εποχή όπου δεν υπήρχαν κατάλληλες υποδομές υποδοχής παρουσιάζεται στα κείμενά τους ως μια μεγάλη περιπέτεια. Τα λιμάνια του νησιού ήταν πολύ μικρά για να υποδεχθούν τα σύγχρονα ατμόπλοια στο τέλος του 19ου αιώνα αλλά και στις αρχές του επομένου. Τα ατμόπλοια αυτά όδευαν προς Ιταλία, Αμερική και αλλού και είχαν ως ενδιάμεσο σταθμό την Κρήτη και κυρίως τα Χανιά που ήταν το πιο δυτικό λιμάνι και το πιο ασφαλές από άποψη καιρικών συνθηκών. Η αποβίβαση των επισκεπτών στην ξηρά, που άλλοτε ήταν για μακρά διαμονή και άλλοτε για μερικές ώρες γινόταν με τις μαούνες (βάρκες). Το πλοίο αγκυροβολούσε στα ανοιχτά και μετά γινόταν η αποβίβαση η οποία μπορεί να ήταν δύσκολη και ενίοτε ανέφικτη λόγω των καιρικών συνθηκών και της ταραγμένης θάλασσας. Μετά από ένα «molto cattivo» ταξίδι μέχρι τη στεριά, όταν έφταναν εκεί η υποδοχή ήταν συχνά δυσάρεστη, αφού στο λιμάνι στοιβαζόταν ένα τσούρμο ζητιάνων που ζητούσαν «μπαξίσι» (φιλοδώρημα). Στις προκυμαίες βέβαια μπορούσε κανείς να βρει άτομα για ξενάγηση. Κατά τα τελευταία χρόνια του αιώνα υπήρχε φήμη στους Αμερικανικούς κύκλους για έναν ικανό Τουρκοκρητικό, ονόματι Mustapha, τον οποίο αναζητούσαν οι τουρίστες με την άφιξη τους στο νησί. Συχνά όμως δεν τον έβρισκαν μια που ήταν ένα συνηθισμένο όνομα και δημιουργούνταν παρεξηγήσεις. Υπήρχε λοιπόν η αντίληψη, βάσει της παραπάνω εικόνας ότι επρόκειτο για ένα μικρό και πρωτόγονο τόπο όπου αρκούσε, αφού φτάσει κανείς, να αναζητήσει (αν δεν είχε επαφές με τα προξενεία) ένα άτομο με το μικρό του όνομα για να οργανώσει την περιήγησή του. Το ενδιαφέρον από αυτούς που σταματούσαν για λίγο στο νησί ήταν έντονο και συχνά περιοριζόταν σε μικρούς περιπάτους για να γνωρίσουν αυτό το μέρος για το οποίο είχαν διαβάσει ή είχαν ακούσει από συμπατριώτες τους. Διότι πέρα από τις κακές συνθήκες ήταν ένα μέρος με πανέμορφα φυσικά τοπία, ένα μείγμα πολιτισμού σμιλευμένο από ντόπια στοιχεία και ίχνη από τους πολλούς κατακτητές και με εξαιρετικό κατά πολλούς συγγραφείς κλίμα. Με τα χρόνια εκτιμήθηκε και ο αρχαίος πολιτισμός του τόπου, όταν άρχισαν να βγαίνουν στο φως ευρήματα από τις πρώτες ανασκαφές.

Εκείνοι που είχαν σκοπό να περιηγηθούν για αρκετό καιρό στην ενδοχώρα ήταν αναγκαστικά οργανωμένοι μέσω προξενείων. Με το που έφθαναν στο νησί, έπρεπε να βρουν τον Πρόξενό τους, ο οποίος θα τους φιλοξενούσε αν χρειαζόταν, και θα τους καθοδηγούσε στην αναζήτηση των απαραίτητων εφοδίων. Μετά από μία-δύο ημέρες έπαιρναν το δρόμο για την εξερεύνηση, κρατώντας πάντα τα ημερολόγια-σημειωματάριά τους για να καταγράψουν τις εμπειρίες τους.

Το 1861 ο Γάλλος F. Bourquelot ταξίδεψε προς την Κρήτη με τη μοναδική τότε εταιρία[6] που εκτελούσε δρομολόγια προς το νησί, την Αυστριακή Λόϋδ. Όταν συζήτησε με το Γάλλο πρόξενο τη διάθεσή του να ταξιδέψει στο εσωτερικό του νησιού εκείνος δεν φάνηκε ενθουσιασμένος[7]. Για να κάνει κανείς μία τέτοια απόπειρα, έπρεπε να συνοδεύεται από «καβάζηδες» οι οποίοι ήταν συνήθως Οθωμανοί οδηγοί-συνοδοί. Οι οδηγοί στην περίπτωση της Κρήτης είχαν διαφορετικό ρόλο σε σχέση με την Αθήνα αφού θεωρούνταν απαραίτητοι για λόγους ασφαλείας πρώτα και ύστερα για λόγους καθοδήγησης.

Το 1887 η εφημερίδα Μίνως του Ηρακλείου[8] αναφέρει: «Από της παρ. Τρίτης αφικόμενοι δια του Αυστριακού φιλοξενούνται εν τη ημετ. Πόλει οι εν Χανίοις πρόξενοι της Ιταλίας και Αγγλίας, περιηγούμενοι, ως λέγεται, τη Νήσον. Την δε παρ. Πέμπτην αφίκοντο ωσαύτως δια ξηράς και οι πρόξενοι της Ελλάδος και Γαλλίας αφ’ου επισκέφθησαν τη Μονήν του Αρκαδίου, το Αμάριον και Μεσσαράν....». Η επίσκεψη ξένων επισκεπτών, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο και για πολιτικά πρόσωπα ήταν ανακοινώσιμη είδηση και προκαλούσε ενδιαφέρον.

Οι Κρητικοί όταν μιλούσαν για ατμόπλοια χρησιμοποιούσαν τρεις όρους: Το αυστριακό (Λόϋδ), το ελληνικό (Κουρτζή) και το οθωμανικό[9] (Μαχσουσέ). Οι εταιρίες αυτές εκτελούσαν δρομολόγια εντός Κρήτης και προς Ανατολή και σε κάθε λιμάνι διέθεταν πρακτορεία, η κάθε μία το δικό της, καθώς υπήρχε ο εθνικός παράγοντας που καθόριζε τις προτιμήσεις των ταξιδιωτών και άρα το πελατολόγιό τους.   

Προς το τέλος του αιώνα εμφανίστηκαν στην Κρήτη και άλλες ατμοπλοϊκές εταιρίες με ντόπιους πράκτορες. Το 1894[10] η ατμοπλοΐα Κουρτζή εκτελούσε δρομολόγια κάθε 15 μέρες μεταξύ των πόλεων της Κρήτης ενώ μετά το 1896 η G.O. Joly Victora & Gy Lim ένωνε την Κρήτη με άλλα νησιά του Αιγαίου αλλά και την Ανατολή, με πιο συχνά δρομολόγια. Την τελευταία αντιπροσώπευε στο Ηράκλειο της Κρήτης ο Μίνως Καλοκαιρινός (ο οποίος ξεκίνησε το 1878 με ιδιωτική πρωτοβουλία τις πρώτες εκσκαφές στα ανάκτορα της Κνωσού) ενώ ο αδελφός του, Λυσίμαχος, αντιπροσώπευε την Prince Line.

Την παραπάνω ανάπτυξη ήρθε να ανακόψει για λίγο η επανάσταση των Κρητικών, το 1897. Μετά από ένα διάλειμμα δύο περίπου ετών, όσο χρειάστηκε δηλαδή για την επανάσταση, την ομαλοποίηση της έκρυθμης κατάστασης και τελικά την κήρυξη της ανεξαρτησίας, οι επισκέπτες συνέχισαν να φθάνουν στο νησί με ένα σταδιακά αυξανόμενο ρυθμό. Καθώς οι συνθήκες βελτιώνονταν, και το νησί διαφημιζόταν στο εξωτερικό όλο και πιο πολύ, σε μεγάλο βαθμό και από τις ανασκαφές και δημοσιεύσεις του Έβανς[11], άρχισε να δημιουργείται σταδιακά τουριστική συνείδηση κατά το πρότυπο της Αθήνας.  

 

Κατερίνα Παπαδουλάκη

Πηγές

[1] Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, Τόμος Γ2, Αθήνα 1989, σ. 144

[2] Όπως πχ ο T. Bayard, Travels in Greece and Russia with an excursion to Crete, G.P. Putnam, New York 1859, ο B. E. North, Short Stalks, Second series: Comprising trips in Somaliland, Crete, the Carpathian Mountains and Daghestan, Edward Stanford, London 1898, ο M. P. Sanford, Greece and the aegean islands, Archibald Constable - Houghton, Mifflin, London - Boston, New York 1907 κλπ

[3] Η πόλη του Ηρακλείου ηλεκτροφωτίστηκε μόλις το 1925. Το 1918 η αγγλική εταιρία «Sir Robert MacAlpine & Sons», που είχε αναλάβει το έργο του νέου μεγάλου λιμανιού του Ηρακλείου, κατασκεύασε εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για την εξυπηρέτηση των εργασιών της. Το 1924 ο δήμαρχος Ηρακλείου Ιωάννης Βογιατζάκης διαπραγματεύτηκε την παραχώρηση του εργοστασίου στο δήμο, προκειμένου να τροφοδοτεί με ηλεκτρική ενέργεια την πόλη. Τον επόμενο χρόνο οι δρόμοι της πόλης ηλεκτροφωτίστηκαν

[4] M. Arkolakis, Cretan Railways; A study of an unfinished project of modernity, εργασία που παρουσιάσθηκε στο Διεθνές Συμπόσιο Οικονομική Ανάπτυξη και Επιχειρηματικότητα: Εθνικά Παραδείγματα και Ευρωπαϊκή Όσμωση, 19ος και 20ος αιώνας, Αθήνα, 28-29 Νοεμβρίου 2003, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο-Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος

[5] Σύμφωνα με τους μεταγενέστερους οδηγούς η έλλειψη ξενοδοχείων υπήρξε πρόβλημα για αρκετές δεκαετίες. Σε κάποιες περιπτώσεις προτείνονταν τα μοναστήρια ως καταλύματα που αναπλήρωναν αυτό το κενό

[6] Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ε. Τόζερ, στο βιβλίο του Εκδρομή στην Κρήτη το 1874, τμήμα του οποίου δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του Μ. Γρηγοράκη, Τα Χανιά όπως τα είδαν οι ξένοι, Εκδόσεις «Χανιώτικα Νέα», 2003

[7] Για λόγους ασφαλείας, σύμφωνα με την αφήγησή του στο βιβλίο F. Bourquelot, Τα Χανιά το 1861, Φιλολογικός Σύλλογος «ο Χρυσόστομος», Χανιά 1973

[8] Εφημερίδα «Μίνως» 18.4.1887

[9] Στην εφημερίδα «Μίνως» της 23.5.1887 αναφέρονται παράπονα κατά των ελληνικών ατμόπλοιων που εκτελούν τη γραμμή Σύρου-Κρήτης, διότι τα δρομολόγια τους ήταν άτακτα. Η εφημερίδα συνιστά στην ελληνική εταιρία να μιμηθεί όσον αφορά τη συνέπεια τα αυστριακά ατμόπλοια

[10] Εφημερίδα «Ηράκλειο» 26.5.1894

[11] Ο Έβανς μεταξύ των ετών 1921-1935 δημοσίευσε τέσσερις τόμους σχετικά με την Κνωσό






Αναρτήθηκε από: