«Το τραγούδι πάντα ενοχλούσε»… - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

  Εικόνα από το τελευταίο του ταξίδι

Για τα 35 χρόνια από τον χαμό του Μάνου Λοΐζου 

Αν ο Μάνος Λοΐζος ζούσε, θα συμπλήρωνε στις 22 Οκτωβρίου τα 80 του. Ωστόσο «έφυγε» 25 ημέρες πριν από τα γενέθλιά του, 17 Σεπτεμβρίου 1982, σαν αύριο, πριν από 35 χρόνια, στα 45 του.

«Ο πρόωρος χαμός του αποτελεί τραγωδία σε εθνική διάσταση», δήλωσε ο Μίκης Θεοδωράκης μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατό του. Και: «Για μένα προσωπικά ήταν πιο πολύ από αδελφός, φίλος, συνάδελφος. Ηταν η περηφάνια μου… Γιατί μπόρεσε, μ’ ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο κι ένα τραγούδι, να πάει μια πήχη πιο πέρα τον ορίζοντα». 

Και η Χαρούλα Αλεξίου (η και πρόεδρος, τότε, της Ενωσης Τραγουδιστών Ελλάδας), στην εξόδιο ακολουθία: «Να πας στο καλό, Μάνο, και σ’ ευχαριστούμε».

Και καθώς ο Μάνος δεν ήταν μόνο καλλιτέχνης, αλλά και συνδικαλιστής – πρόεδρος της Ενωσης Μουσικών Συνθετών Ελλάδας: «Σ’ ευχαριστούμε γιατί ήσουνα ο πρώτος που μας πήρες από το χέρι και μας έμαθες ν’ αγωνιζόμαστε για τα δίκαιά μας. Σ’ ευχαριστούμε γιατί μας άφησες τα τραγούδια σου».

Και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, που ο Λοΐζος έντυσε με μουσικές στίχους του, σε μια από τις επετείους του θανάτου του: «Εχω την πεποίθηση ότι αν ζούσε ο Μάνος, το ελληνικό τραγούδι δεν θα είχε πάρει τον σημερινό κατήφορο. Υπερβολή; Κι όμως, ένας προικισμένος και γενικότερα αποδεκτός καλλιτέχνης είναι ικανός να αλλάξει την πορεία του ποταμιού, πιστεύω». 

Ελαχε να γνωρίσω τον Λοΐζο πριν γίνει γνωστός ως συνθέτης, σε μια παρέα. Και ως δημοσιογράφος τού είχα πάρει τις περισσότερες από τις λίγες συνεντεύξεις που είχε δώσει, συν το ρεπορτάζ σ’ ένα δίωρο αφιέρωμα στην τηλεοπτική εκπομπή «Παρασκήνιο».

Δεν καταφρονούσε τη δημοσιότητα, αλλά και δεν της ήταν εύκολος. Προφανώς εκτιμούσε ότι είχε κάτι καλύτερο να κάνει – για να μην πω ότι βαριόταν τις συνεντεύξεις.

Στην πρώτη μεγάλη συνέντευξη για το περιοδικό «Τετράδιο» (Δεκέμβριος 1974 – Ιανουάριος 1975), είχε εξομολογηθεί

Ο δρόμος 

«Πρωτόγραψα τραγούδια απ’ τα εφηβικά μου χρόνια κι εξακολουθώ να γράφω, κατά κύριο λόγο γιατί αγαπώ τα τραγούδια σαν μορφή έκφρασης, σαν μορφή επικοινωνίας και πολιτικής πράξης πολλές φορές.

Στην προ της δικτατορίας περίοδο το τραγούδι μας βρισκόταν σε προοδευτική εξέλιξη.

Εξηγούμαι: έχουμε τόσο πλούσια μουσική και ποιητική παράδοση, ώστε, πιστεύω, οι νεότερες γενιές βρίσκονται σε πολύ προνομιακή θέση, γιατί έχουν όλη τη δυνατότητα να βασιστούνε πάνω της και να προχωράνε.

Ο δρόμος (ή, αν θέλεις, ένας δρόμος) είχε χαραχτεί πολύ πετυχημένα από τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι [...] 

»Αυτή λοιπόν η διάθεση, αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του τραγουδιού μας, που το έκανε να ’ναι τόσο αγαπημένο απ’ τον κόσμο, κόπηκε απότομα από τη δικτατορία.

Ανέκαθεν το τραγούδι ενοχλούσε την Πολιτεία, γι’ αυτό και η λογοκρισία υπήρχε κι εξακολουθεί ακόμα να υπάρχει [καταργήθηκε λίγο αργότερα].

Ομως η δικτατορία το φοβήθηκε ακόμα περισσότερο και το απαγόρευσε – δεν ανεχόταν ούτε καν τον πιο αθώο συμβολισμό (π.χ. την ενοχλούσε το “Οταν λευτερωθεί η Κρήτη”).

Ομως η οργή, ο πόνος, η απόφαση να σταθούμε όρθιοι πολλές φορές έφεραν το αποτέλεσμά τους και στο τραγούδι.

Πολλοί –ο καθένας με το μπόι του– κράτησαν γερά». 

Μια «μακαριά» 

Το βράδυ της ταφής του Λοΐζου, ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του Ασπα είχαν την καλή ιδέα να παραθέσουν στο σπίτι τους μια «μακαριά» στη μνήμη του Μάνου για λίγους φίλους (την κόρη του Μάνου, Μυρσίνη, και τη μητέρα της, Μάρω, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιώργο και την Αννα Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου και τον τότε σύζυγό της Αχιλλέα Θεοφίλου, τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Νίκο Καρούζο, τον Χρήστο Λεοντή, τον Φώντα Λάδη, τον Μανώλη Ρασούλη κ.ά.).

Κι ήταν εκεί, μεταξύ εδεσμάτων, οίνου και λογής μνήμες για τον Μάνο, που ο Καρούζος, εκφράζοντας την πικρία, αλλά και την αγανάκτηση για τη «βιασύνη» του Λοΐζου να μας αφήσει, αναφέρθηκε σε μια φυλή της Αφρικής. Οπου, λέει, μόλις πεθαίνει κάποιος, ιδιαίτερα νέος, οι δικοί του τον κρεμάνε σ’ ένα δέντρο και τον δέρνουν που τους εγκατέλειψε!

Στο πλαίσιο

Βλέποντας την περασμένη εβδομάδα τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας να μιλάει, με φόντο την Ακρόπολη, σκεφτόμουν σε τι μακάριο, για όποιον δεν μας ξέρει, τόπο ζούμε. Ηταν βέβαια η συγκεκριμένη εικόνα και τα φώτα που, καθώς έπεφτε το σκοτάδι, εξωράιζαν τις πίσω ασχήμιες. Ειδικότερα την άναρχη δόμηση (εκατό χιλιάδες τα αυθαίρετα μόνο στην Αττική, διάβασα πρόσφατα), αλλά πώς να τα ’βλεπαν οι επισκέπτες μας. Εκτός αν παρατηρούσαν από ψηλά τα σύγχρονα κατασκευάσματα, που φαίνεται σαν να ’πεσαν με αλεξίπτωτο – και όπου κάθισαν.

Ενθουσιασμένο, απ’ ό,τι είδα και διάβασα, από τη φιλοξενία το προεδρικό ζεύγος της Γαλλίας. Ενθουσιασμένοι και όσοι το συνάντησαν, συμπεριλαμβανομένου κι ενός μέρους νέων και απλών πολιτών. Κι ας προσθέσω τον καλό μου λόγο για τις κυρίες της ομήγυρης: την άνετη και με πολλά ενδιαφέροντα σύζυγο του Γάλλου προέδρου, τη διακριτική σύζυγο του Προέδρου της Δημοκρατίας και ειδικότερα τη σύντροφο του πρωθυπουργού: κομψή, ευχάριστη, απρόκλητη – αρνούμενη, καθώς διάβασα, όταν της ζητήθηκε, να κάνει μια κάποια δήλωση. Κι έκανε πολύ καλά. Τόσα και τόσα έχει ακούσει η γυναίκα.

Ωραίο, κατά τα άλλα, το διάλειμμα στη μιζέρια μας και μακάρι να πραγματοποιηθούν κάποια απ’ όσα ακούστηκαν – και στην Πνύκα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη. Ως τότε θα βράζουμε στο ζουμί μας με ζοφερό το ορατό μέλλον κάποιων κατακτήσεων (και τι χειρότερο από την ανασφάλεια), συμπεριλαμβανομένων και ημών των δημοσιογράφων – τάξη προνομιούχα άλλοτε. Υπάρχουν βέβαια αλλού -και μάλιστα σε παραμυθένιους τόπους- τα χειρότερα: τυφώνες, κυκλώνες, σεισμοί – τα πιο πρόσφατα, αλλά απάνθρωπη η παρηγοριά από τα δεινά των άλλων. 

ΚΑΙ… Η πετρελαιομαυρίλα μάς έλειπε...

Δημήτρης Γκιώνης

πηγή






Αναρτήθηκε από: