Αλλος για τη βάρκα μας... - Ειδήσεις Pancreta

Θέλετε ελλείψει επαρκούς προϋπολογισμού, θέλετε χάριν εθνικής περηφάνιας, το ελληνικό σινεμά πέρασε τις περισσότερες διακοπές του αξιοποιώντας τις άφθονες παραλίες του λεκανοπεδίου και των κοντινών νησιών για μια σειρά από κλασικές ταινίες.

Με εξαίρεση κάποιες σποραδικές βουτιές στο παρελθόν (με πιο διάσημη εκείνη του «Δάφνις και Χλόη» του 1931 σε ακρογιάλι της Μυτιλήνης, εκεί όπου οι Εντισον Βήχος και Λουκία Ματζή συστήνουν πρώτη φορά τον γυμνισμό στην εγχώρια μεγάλη οθόνη), το ελληνικό κινηματογραφικό καλοκαίρι ξεκίνησε δειλά -μετά το δεύτερο μισό του '50 για να ανεβάσει τουριστικό πυρετό στις μέρες του '60.

ΣΕ ΜΑΓΙΚΑ ΝΗΣΙΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ

* Το 1960 ολόκληρο το συνεργείο της Φίνος Φιλμ μετακομίζει στην Αντίπαρο και περνάει εκεί ένα περίπου δίμηνο, προκειμένου να γυρίσει τη «Μανταλένα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Δύο χρόνια πριν, η ηθοποιός λανσάριζε το μοντέλο της παιχνιδιάρας μουσίτσας κάνοντας «Διακοπές στην Αίγινα» (1958) και γνωρίζοντας τον έρωτα στο πρόσωπο απόγονου αριστοκρατικής οικογένειας (ο Ανδρέας Μπάρκουλης), ο οποίος όμως έχει φροντίσει να της αποκρύψει την πραγματική του ταυτότητα.

* Αντιστρέφοντας το παραπάνω σεναριακό εύρημα, η Τζένη Καρέζη υποδύεται κόρη εκατομμυριούχου και δίνει κατακαλόκαιρο «Ραντεβού στην Κέρκυρα» (1960), όπου και επωμίζεται τον ρόλο φτωχής ρεσεψιονίστ σε ξενοδοχείο, προκειμένου να κερδίσει, με την αξία της, την καρδιά του Αλέκου Αλεξανδράκη.

* Στο ξεκαρδιστικό «Τύφλα να 'χει ο Μάρλον Μπράντο» (1963), ο Θανάσης Βέγγος, ένας άσημος υπάλληλος ληξιαρχείου, ετοιμάζεται να περάσει ολομόναχος στον Πόρο τις μέρες της άδειάς του, αγνοώντας όμως ότι εκεί θα υιοθετήσει άθελά του την ταυτότητα ενός συνονόματου ποιητή και δεινού καρδιοκατακτητή που αναμένεται στο ίδιο νησί.

* Στην Υδρα αποβιβάζεται ο ελκυστικός νεαρόκοσμος του «Γοργόνες και μάγκες» (1968), προσπαθώντας να αγοράσει φτηνά οικόπεδα από τους ντόπιους του νησιού. Ανάμεσα σε τραγούδια και χορούς, οι Μαίρη Χρονοπούλου, Χρόνης Εξαρχάκος, Φαίδων Γεωργίτσης, Βαγγέλης Σειληνός, Νόρα Βαλσάμη και Λάκης Κομνηνός προλαβαίνουν να συστήσουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο όχι μόνο τη φαντασμαγορική αισθητική των δαλιανίδειων μιούζικαλ, αλλά και τη διαχρονική ελληνική γραφικότητα του ασπροβαμμένου πλακόστρωτου σοκακιού, της ταβέρνας και του μπουζουκιού.

Αρκετά χιλιόμετρα μακριά, από την άλλη, στη στεριά των κοσμοπολίτικων Καμένων Βούρλων, ο Βασίλης Αυλωνίτης και ο Νίκος Ρίζος του «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός» (1961) γίνονται οι πρώτοι διδάξαντες του (αποτυχημένου) κινηματογραφικού «καμακιού».

ΤΑ ΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

* Πλησιέστερα στο κλεινόν άστυ, σύσσωμη σχεδόν η μεγάλη οθόνη κολύμπησε στα, πεντακάθαρα, τότε νερά της Βουλιαγμένης (όπως ο Κώστας Κακκαβάς, που κατάβρεχε ανέμελα την Τζένη Καρέζη στο «Τρελοκόριτσο», το 1958, ή η Γεωργία Βασιλειάδου, που ψώνιζε υποψήφιους γαμπρούς για τις ανιψιές της δίπλα στο κύμα στη «Θεία από το Σικάγο» του 1957), της Λούτσας (όπου ο αυστηρός οικογενειάρχης Ορέστης Μακρής οδηγεί, μετά από ατέλειωτο σπρωξίδι στο λεωφορείο, τη σύζυγο και τις νεαρές κόρες του για ένα μπάνιο), ή της Βάρκιζας (που αναστατώνουν με τα καμώματά τους ο Κώστας Βουτσάς, η Μάρθα Καραγιάννη και η παρέα τους στο «Κάτι να καίει» του 1963).

* Σε ερημική ακτή των Αθηνών φυγαδεύει τον έρωτά του για την Ιβόν Σανσόν ο Δημήτρης Χορν, πρώην ταμίας τραπέζης και νυν καταχραστής ενός εκατομμυρίου, εκατόν μιας χιλιάδων, εκατόν μιας δραχμών και δέκα λεπτών στο «Μια ζωή την έχουμε» (1958). Σε κοντινή πλαζ, η Ελλη Λαμπέτη πέφτει θύμα ληστών, οι οποίοι της κλέβουν τα ρούχα και τα χρήματα, ενώ εκείνη κολυμπά αμέριμνη στο «Κυριακάτικο ξύπνημα» (1954).

* Εναν χρόνο μετά, σε παραλία της ανατολικής Αττικής, ο Γιώργος Φούντας φωνάζει «Καίγε, ρε ήλιε, ώσπου να μας κάψεις», απαντώντας στη Μελίνα Μερκούρη που απολάμβανε την ηλιοθεραπεία με κάποια επιφύλαξη σε ένα από τα ελάχιστα διαλείμματα ξενοιασιάς της «Στέλλας».

ΛΙΓΟ ΚΡΑΣΙ, ΛΙΓΟ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ Τ' ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ

* Στις μέρες της δεκαετίας του '70 και της κατακόρυφης αύξησης του τουρισμού στη χώρα μας, αδιαφιλονίκητη ιέρεια του ελληνικού κινηματογραφικού καλοκαιριού στέφεται επάξια η Ελενα Ναθαναήλ. Εκτός από «Εκείνο το καλοκαίρι» του 1971, στο οποίο η ηθοποιός σφράγισε με τη μελαγχολική μελαχρινή φιγούρα της το πνιγμένο στα χρώματα του δειλινού μελό του Βασίλη Γεωργιάδη, υπάρχει η «Αναζήτηση», που γύρισε έναν χρόνο μετά ο Ερρίκος Ανδρέου.

Εκεί, ανάμεσα σε αμέτρητα ζουμ σε ηλιοβασιλέματα και ανεκδιήγητα διαλογικά μέρη («Εμείς οι πλούσιοι είμαστε τόσο δυστυχισμένοι!»), η πλούσια Ελενα περνάει τις ανέμελες μέρες του θέρους σε πολυτελή καμπάνα του Αστέρα Βουλιαγμένης, στήνοντας περίεργα ερωτικά παιχνίδια στον ακόμη πιο πλούσιο γείτονά της, Αγγελο Αντωνόπουλο, υπό τους ήχους ενός αξέχαστου lounge σάουντρακ που υπέγραψε ο Γιάννης Σπανός.

* Προτιμάμε, παρ' όλα αυτά, να θυμόμαστε τη Ναθαναήλ στο «Επιχείρηση Απόλλων» (1968) και τον τρόπο με τον οποίο σαγηνεύει έναν αυστριακό πρίγκιπα που βρίσκεται σε ινκόγκνιτο διακοπές στην Ελλάδα.

* Παράλληλα με την επίσημη κινηματογραφία της εποχής και εξίσου βοηθητική για τον τουρισμό, η ανερχόμενη βιομηχανία του πορνό φρόντισε σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας να αξιοποιήσει κάθε βραχάκι, από το Καβούρι μέχρι τη Σαρωνίδα, για να διδάξει τις χαρές του σεξ κάτω από τον καυτό ήλιο. Οταν ο προϋπολογισμός το επέτρεπε, το ολιγομελές συνεργείο της εκάστοτε τσόντας πεταγόταν μέχρι το πλησιέστερο νησί, όπου περίμενε συνήθως ο Κώστας Γκουσγκούνης σε ρόλο αδιάκοπα ερεθισμένου ψαρά (όπως στο μυθικό «Σεξ 13 Μποφόρ» του 1971).

ΣΑΜΕΡ ΙΝ ΔΕ ΣΙΤΙ

* Μετά το πέρας του '70, το ελληνικό σινεμά αποφάσισε να ξεχάσει για μερικά χρόνια τις θάλασσες και τις ακρογιαλιές και να εξερευνήσει τις υπόλοιπες, λιγότερο ηλιόλουστες, εποχές του χρόνου. Οι φωτογενείς πρωταγωνιστές του Γιάννη Δαλιανίδη και οι αθώες ερωτοτροπίες τους έδωσαν σταδιακά τη θέση τους στον Στάθη Ψάλτη και τον Σταμάτη Γαρδέλη, που προσπαθούν να ψωνίσουν ξένες τουρίστριες και να κάνουν μάτι στις κυκλαδίτικες παραλίες γυμνιστών του «Ελα να γυμνωθούμε, ντάρλινγκ» (1984).

* Περισσότερο επαγγελματίες, ο Κώστας Καρράς, ο Χρήστος Βλαβανίδης και άλλα επίδοξα «Καμάκια» (1981) των Αθηνών μετακομίζουν στο καλοκαιρινό Ναύπλιο για να επιδοθούν ανενόχλητοι στο προσφιλές τους «άθλημα». Κολυμπώντας σε πιο καλλιτεχνικά νερά, τα τρία ζευγάρια που πρωταγωνιστούν στο «Οστρια- Το τέλος του παιχνιδιού» (1984) επιδίδονται σε κάμπινγκ μετά φόνου σε ερημική παραλία της Κρήτης.

* Με εξαίρεση την ταινία του Ανδρέα Θωμόπουλου, εντούτοις, οι διακοπές στο ελληνικό σινεμά έγιναν προοδευτικά συνώνυμο της παραμονής στη μεγαλούπολη και της μελέτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε περιόδους καύσωνα. Την αρχή κάνουν οι θρυλικοί «Απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου, το 1981. Ο κατ' εξοχήν σκηνοθέτης του ελληνικού καλοκαιριού ταξίδεψε στη λουτρόπολη του Καϊάφα με το «Ταξίδι του μέλιτος» (1978), βρήκε μια απομονωμένη ακτή στη μέση του πουθενά για να φιλοξενήσει γυμνούς τον (νεότατο) Θοδωρή Αθερίδη με τη φιλενάδα του στο «Μ' αγαπάς;» (1989), τοποθέτησε στα Χανιά της Κρήτης το σέξι ερωτικό τρίγωνο της «Ελεύθερης κατάδυσης» (1994) και παρακολούθησε Αθηναίους που προσπαθούν αυγουστιάτικα να διασκεδάσουν «Μια μέρα τη νύχτα» (2001), προτού δώσει το σύνθημα της επιστροφής στην πόλη, γυρίζοντας τη θαυμάσια ταινία του τον πρώτο Ιούλιο της δεκαετίας του '80.

* Πόλη της μοναξιάς και της αποξένωσης, η Αθήνα των «Απέναντι» είναι μια ατέλειωτη έκταση μπετόν την οποία καίει αλύπητα ο πρωινός ήλιος, προτού μεταμορφωθεί κάθε νύχτα σε ένα ντεκόρ που αποπνέει σαγήνη και κίνδυνο. Από το παράθυρο ενός ζεστού διαμερίσματος, ο Αρης Ρέτσος παρακολουθεί μ' ένα τηλεσκόπιο την Μπέτυ Λιβανού. Η πολύβουη λεωφόρος που παρεμβάλλεται ανάμεσά τους δεν καταφέρνει να τους χωρίσει.

* Στη διάρκεια ενός εξίσου θερμού «Δεκαπενταύγουστου» (2001), ένας νεαρός διαρρήκτης επωφελείται της απουσίας των ενοίκων μιας πολυκατοικίας προκειμένου να κάνει ανενόχλητος μικροκλοπές. Την ίδια χρονική περίοδο με το φιλμ του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, το «Τσίου» (2006) του Μάκη Παπαδημητράτου απεικονίζει άκρως χιουμοριστικά τον τρόπο με τον οποίο μια χούφτα ναρκομανών αναζητούν τη δόση τους σε μια άδεια πρωτεύουσα.

* Τις πιο ήρεμα συγκινητικές φέτες ζωής σε καιρό καλοκαιριού, ωστόσο, τις χαρίζει απλόχερα ο Παντελής Βούλγαρης στις σπονδυλωτές «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» (1991).

Από αυτές, ξεχωρίζουν οπωσδήποτε η συνάντηση του Θανάση Βέγγου με μια τσακισμένη συναισθηματικά Χρυσούλα Διαβάτη σε ένα βαγόνι του ηλεκτρικού ή εκείνη όπου η Θέμις Μπαζάκα και η ηλικιωμένη γειτόνισσά της, Αλέκα Παΐζη, ενώνουν τις μοναξιές τους υπό τις ευγενείς μουσικές παρτιτούρες του Μάνου Χατζιδάκι. Γύρω τους, η πόλη απλώνεται σαν μια αχανής θάλασσα από μελαγχολικές ανθρώπινες ιστορίες.

ΠΩΣ ΒΑΡΙΕΜΑΙ ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΑΚΤΗ...

* Ταυτόχρονα με την πρόσφατη επανάκαμψη του ελληνικού εμπορικού σινεμά, η πάντα δελεαστική για το κοινό ατμόσφαιρα του καλοκαιριού και η εισπρακτικά εγγυημένη σεναριακή συνταγή των κωμικών καταστάσεων σε περίοδο διακοπών επέστρεψαν στις αίθουσες, μέσα από μια παρέλαση ταινιών αμφιβόλου ποιότητος αλλά γενναιόδωρων σε πλάνα από καταγάλανα πελάγη (όπως το «Εφάπαξ», το 2001, του Νίκου Ζαπατίνα), γυμνόστηθες νεαρές (όπως η Κατερίνα Παπουτσάκη σε παραλία κυκλαδίτικου νησιού στο προπέρσινο «Φιλί της ζωής»), καλογυμνασμένα αρσενικά κορμιά (Κώστας Σόμερ και Αλέκος Συσσοβίτης στο «Deep end» του 2008) και ανώφελες ξεναγήσεις (όπως της Βίκυς Καγιά, που βολτάρει ολομόναχη στην Κω, ενώ το αγόρι της φυλάει σκοπιά σε κοντινή βραχονησίδα στις κατά τα άλλα απολαυστικές «Σειρήνες στο Αιγαίο», 2005).

Από τις λίγες εξαιρέσεις, το χαριτωμένο «Μια μέλισσα τον Αύγουστο» (2007), όπου οι Θοδωρής Αθερίδης, Σαμαράγδα Καρύδη, Βίκυ Βολιώτη, Αλίνα Κοτσοβούλου και Αντώνης Λουδάρος βρίσκονται παγιδευμένοι για ένα εικοσιτετράωρο σε απόμερη ακτή και το «Beautiful people» (2001), στο οποίο ο Νίκος Παναγιωτόπουλος συλλαμβάνει εικόνες παρακμής με φόντο τους κοσμικούς κύκλους της Μυκόνου, προσφέροντας συνάμα το τέλειο αντίδοτο στην αφόρητα γραφική αισθητική με την οποία εικονογραφείται τα τελευταία χρόνια το ελληνικό καλοκαίρι στη μεγάλη οθόνη.


Πηγή: efsyn.gr