Τα ΜΜΕ, το «τελειωμένο» MEGA και οι σωτήρες του - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε 07/05/2016

Τα τελευταία χρόνια τα ΜΜΕ περνούν κρίση. Κοινός τόπος –σχεδόν βίωμα- για τους περισσότερους εργαζόμενους του χώρου, που ακούν τα αφεντικά να πιπιλάνε την καραμέλα περί μείωσης της διαφημιστικής δαπάνης, πτώσης των πωλήσεων, αύξησης της τιμής του χαρτιού, αβέβαιου μέλλοντος λόγω του επάρατου διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, κοκ. Τα επιχειρήματα σε τέτοιες περιπτώσεις περισσεύουν, ειδικά όταν πρέπει να δικαιολογηθούν μαζικές απολύσεις, ανύπαρκτες αποζημιώσεις, μειώσεις μισθών, καθυστερημένες καταβολές δεδουλευμένων, ανοιγμένα τεφτέρια με «έναντι» και η πάντα βολική απεύθυνση στο ελληνικό φιλότιμο «βάλε πλάτη». Όλα τα παραπάνω, βέβαια, μπορούν πολύ περιεκτικά να συνοψιστούν σε μια απλή, όσο και αληθινή διαπίστωση: λέγεται μετακύλιση κόστους –του όποιου οικονομικού και κοινωνικού κόστους- απ’ το παραπάνω αφεντικό στους εργαζόμενους ή απ’ τη μεγάλη τσέπη στις πολλές μικρότερες που, επιπλέον, καλούνται να βάλουν και πλάτη. Win-win situation, που λένε στη γλώσσα των επιχειρήσεων.

Η ιστορία γνωστή κι επαναλαμβανόμενη, με πλείστα παραδείγματα βγαλμένα λες απ’ το μεγάλο βιβλίο των ταξικών ανισοτήτων και μετουσιωμένα σε χειρίστου είδους κουτοπόνηρη λαμογιά. Αργά ή γρήγορα, κι αφού φυσικά έχουν σκύψει πολλές πλάτες, έχουν αδειάσει πολλές τσέπες φορτωμένες με το επιπλέον βάρος της επιβίωσης, αλλά αντίθετα δεν έχει θυσιαστεί ούτε μισό τεύχος, αφού αν το περιοδικό ή η εφημερίδα δεν βγει μια μέρα στο ράφι χάνει αυτομάτως την όποια εμπορική του/της αξία, το κανόνι σκάει και το πλοίο βυθίζεται, μαζί με όσους συνεχίζουν να κάνουν κουπί στο αμπάρι. Ο καπετάνιος, όμως, ανεβασμένος ψηλά στο κατάρτι του επιπλέει, βγαίνει αλώβητος και στεγνός –άντε με πιτσιλισμένο ελαφρώς το πέτο- κι αφού περάσει λίγο καιρό στην αφάνεια, όσο το ελληνικό κράτος εμφανίζεται ως άλλος τιμωρός να τον ψάχνει και οι τράπεζες βγάζουν σε πλειστηριασμό πολυτελείς βίλες-φαντάσματα στα κοσμικά νησιά του Αιγαίου, ξαναβγαίνει στην επιφάνεια και στρέφει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες αλλού, αποδεικνύοντας πως το «ταλέντο» δεν χάνεται…

Παρόλα αυτά, η διαπίστωση παραμένει: τα ΜΜΕ περνούν κρίση. Κι ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται, χωρίς όμως κανείς να εξετάζει το προφανές: για ποιού είδους κρίση μιλάμε; Γιατί, όπως είπαμε, την οικονομική κρίση την απορροφούν κατά κύριο λόγο οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, αφήνοντας στο αφεντικό τον «πόνο» να μετρά απλώς τις πενταροδεκάρες που έχασε όταν τα χιλιάρικα βγήκαν απ’ τη μία τσέπη και μπήκαν στην άλλη. Για τις άλλες πλευρές της κρίσης, όμως, αξίζει να γίνει λίγη κουβέντα.

Πρώτα απ’ όλες για την ηθική, την πλευρά δηλαδή που οι περισσότεροι θεατές, αναγνώστες ή ακροατές των Μέσων αποδέχονται με τον τρόπο τους όταν πατούν το κουμπί της τηλεόρασης, αγοράζουν την εφημερίδα ή κάνουν «κλικ» στη σελίδα, εμπιστευόμενοι σ’ αυτά την ενημέρωσή τους. Μόνο που αυτός, ο πρώτος και διαχρονικός ρόλος των ΜΜΕ έχει εκφυλιστεί προ πολλού, ειδικά όταν μιλάμε για τα καθεστωτικά Μέσα, τα οποία πλέον χάνουν και φανερά το όποιο έρεισμα είχαν στη λεγόμενη κοινή γνώμη. Κανάλια κι εφημερίδες που για δεκαετίες πουλούσαν εξουσιαστική προπαγάνδα, διαμορφώνοντας εθνικιστικές, ρατσιστικές και σεξιστικές αντιλήψεις, τρέφοντας με τον τρόπο τους μικροαστικές και βαθιά φασιστικές συμπεριφορές, παραπαίουν όχι γιατί η αριστερή εξουσία δεν έχει πια την ανάγκη τους, αλλά γιατί μεταχειρίζεται τα δικά της Μέσα, αυτά που τόσο καιρό ανδρώνονταν στον αντίλογο, πουλώντας γενικώς το «αντί» τους.

Από κοινωνικής πλευράς, κρίνοντας δηλαδή το κατά πόσο τα ΜΜΕ εκφράζουν το σύνολο της κοινωνίας, καλύπτοντας ειδησεογραφικά τα όσα γίνονται όχι μόνο στην επιφάνεια της λεγόμενης καθημερινότητας, αλλά και στο περιθώριό της, το συμπέρασμα είναι για γέλια. Δεν είναι, άλλωστε, συμπτωματική ούτε η τελείως διαφορετική εικόνα που αναμεταδίδουν καθεστωτικά και ΜΜΕ αντιπληροφόρησης, ούτε φυσικά και η ραγδαία αύξηση του αριθμού των τελευταίων, κυρίως στο διαδίκτυο, που αποτελεί πλέον και το πιο ζωντανό ενημερωτικό Μέσο.

Τέλος, από πολιτικής πλευράς, τα πράγματα είναι λίγο-πολύ αυταπόδεικτα και δεν σηκώνουν πολλές ερμηνείες. Τα καθεστωτικά ΜΜΕ ανέκαθεν λειτουργούσαν σαν παρακλάδι της εκάστοτε εξουσίας, αφού τα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών ιδιοκτητών ήταν πάντα άρρηκτα δεμένα μ’ αυτά των κυβερνώντων ή των αντιπολιτευτών τους –μικρή σημασία έχει το ποιος με ποιον και τι. Η εικόνα ήταν έτσι κι αλλιώς στρεβλή και τα λεγόμενα διαπλεκόμενα αποκαλύπτουν ακόμη βαλίτσες με τούβλα εκατομμυρίων, εκβιαστές κι εκβιαζόμενους. Αλλά και πάλι, όλα αυτά είναι νερό στο αυλάκι, ειδικά απ’ τη στιγμή που η νέα –αριστερή είπαμε- κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στους μεγαλοκαρχαρίες, κουνώντας το δάχτυλο και λέγοντας ότι οι τηλεοπτικές συχνότητες είναι δημόσιο αγαθό και, σαν τέτοιο, θα πρέπει να πληρώνονται και μάλιστα αδρά.

Κάπου εδώ, λοιπόν, η μία πλευρά του θέματος, η πολιτική, έρχεται να κουμπώσει πάνω στην πρώτη, την οικονομική, και να δημιουργήσουν μαζί μια νέα διαπλοκή, φανερή και δημόσια, με πλείστες άλλες προεκτάσεις που δεν απέχουν καθόλου απ’ όσα γράφαμε πιο πάνω. Απ’ τους πρώτους που τσίμπησαν στις προδιαγεγραμμένες εξελίξεις, οι οποίες, άλλωστε, κατείχαν εξέχουσα θέση στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (μαζί με το σκίσιμο των μνημονίων και την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ), ήταν οι μεγαλομέτοχοι του MEGA, του κατ’ εξοχήν μέσου κυβερνητικής προπαγάνδας επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, το οποίο πολέμησε λυσσαλέα την άνοδο Τσίπρα-Καμμένου στην εξουσία. Η ειρωνεία, βέβαια, είναι ότι η Τηλέτυπος, η εταιρία πίσω απ’ το κανάλι της Μεσογείων, συστάθηκε το 1989, αποτελούμενη από εκδότες που χαρακτηρίζονταν εκείνα τα «βρώμικα» χρόνια ως κεντροαριστεροί. Λαμπράκης, Μπόμπολας, Τεγόπουλος, Βαρδινογιάννης και Αλαφούζος εξασφάλισαν τότε μία από τις μόλις δύο προσωρινές άδειες εκπομπής που δόθηκαν σε ιδιωτικούς σταθμούς από τη βραχύβια κυβέρνηση Τζαννή Τζαννετάκη. Πολύ σύντομα, ο Αλαφούζος αποχώρησε, με στόχο να ιδρύσει τον τηλεοπτικό ΣΚΑΪ, ενώ ακολούθησε αργότερα ο Τεγόπουλος. Οι πρώτες διαφωνίες και τα αντικρουόμενα –πολιτικά κυρίως, αλλά όχι μόνο- συμφέροντα των υπόλοιπων δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Ο Μπόμπολας ήθελε ΠΑΣΟΚ, ο Βαρδινογιάννης ΝΔ, οπότε προτίμησε να μειώσει σταδιακά το ποσοστό του στο κανάλι, ιδρύοντας παράλληλα το STAR για να εξυπηρετεί όσους και όσα ήθελε χωρίς να έχει άλλους στο κεφάλι του. Οι λεπτές ισορροπίες διαταράχθηκαν ακόμη περισσότερο με το ξέσπασμα της κρίσης, όταν το πολιτικό παιχνίδι χόντρυνε πολύ και τα κέρδη συνδέθηκαν άμεσα με τις εξελίξεις στη διακυβέρνηση της χώρας. Ξαφνικά, η προπαγάνδα έβγαλε το γάντι κι έπιασε το σφυρί, χτυπώντας βίαια στο κεφάλι όσους δεν ήθελαν να αποδεχθούν τα «καλά και συμφέροντα» για τη χώρα. Κι αν η επική μάχη που έδωσε το κανάλι σε καιρούς δημοψηφίσματος έχει περάσει στην ιστορία, ενσαρκωμένη σε εκείνο το «αφού όλες οι κοινωνικές ομάδες ψηφίζουν ναι, τι να κάνουμε;» της Μαρίας Σαράφογλου, η μάχη του πνιγμένου να πιαστεί απ’ τα μαλλιά του είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα.

Βλέποντας μπροστά, στις μαύρες οικονομικά μέρες που έρχονταν, οι του MEGA έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μείνουν Ευρώπη. Και, παράλληλα, βέβαια, σύμφωνα και με την πάγια τακτική που λέγαμε, μετακύλησαν το κόστος των πεσμένων διαφημιστικών εσόδων στα δημόσια ταμεία, ανοίγοντας και μεγαλώνοντας κάθε χρόνο τρύπες εκατομμυρίων, που δεν έμελλαν να κλείσουν ποτέ. Όταν πια ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε τελικά στην εξουσία, το παιχνίδι ήταν χαμένο. Οι δύο πλευρές είχαν ανοίξει από πριν πόλεμο, ο οποίος μετουσιώθηκε στην ποινική δίωξη του Σταύρου Ψυχάρη του ΔΟΛ, για τραπεζικά δάνεια που πάρθηκαν χωρίς επαρκείς εγγυήσεις. Ο ΔΟΛ είχε έτσι κι αλλιώς τεράστια οικονομικά προβλήματα, τα οποία οι εργαζόμενοι έχουν ζήσει στο πετσί τους τα τελευταία χρόνια, που οι κάνουλες «από πάνω» στέρεψαν. Καθυστερήσεις μισθών και απειλές για απολύσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη, σε ένα «μαγαζί» γνωστό στην πιάτσα επειδή υποχρεώνει τους μόνιμους συντάκτες να δουλεύουν με μπλοκάκι, καταδικάζοντάς τους έτσι σε χρόνια ανασφάλεια, οικονομική κι εργασιακή, με όλες τους τις προεκτάσεις. Τα απόνερα έφτασαν φυσικά και στο MEGA, με τους άλλους δύο μετόχους να αρνούνται να πληρώσουν τα σπασμένα και να βάζουν όρους για να μετέχουν σε μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, που θα έφερνε στα ταμεία την απαραίτητη ρευστότητα για να πληρωθούν μισθοί και χρωστούμενα.

Όσο, δε, τα παιχνίδια δύναμης συνεχίζονται, εκατοντάδες τεχνικοί και ηθοποιοί έχουν βαρεθεί να διαμαρτύρονται για τελειωμένες, επιτυχημένες και πουλημένες στο εξωτερικό δουλειές που δεν πληρώθηκαν ποτέ. Μόνο στην Άνωση, την εταιρία παραγωγής που ανήκει στην οικογένεια Μπόμπολα κι ήταν υπεύθυνη για πολλές από τις εκπομπές του καναλιού, οφείλονται 12 εκατομμύρια ευρώ, με το συνολικό χρέος για την παραγωγή πρωτότυπου υλικού να ανέρχεται στα 30 εκατομμύρια –τα περισσότερα εκ των οποίων μισθοί κι αμοιβές για παροχή υπηρεσιών. Ποσά που δεν μπορούν να καλυφθούν απ’ την υπάρχουσα μετοχική σύνθεση, όχι γιατί Μπόμπολας και Βαρδινογιάννης δεν έχουν, αλλά γιατί βλέπουν πια το κανάλι αποκλειστικά ως μέσο πίεσης κι όχι κέρδους.

Το σκοινί, όμως, μπορεί να τραβηχτεί κι απ’ τις δύο πλευρές και οι τράπεζες, που μέχρι τώρα υπέγραφαν λευκές επιταγές με εντολή άνωθεν, πήραν ψαλίδι για να το κόψουν, αν δεν λάβουν τα χρωστούμενα. Πριν απ’ τις τράπεζες, βέβαια, υπάρχουν και μερικές εκατοντάδες εργαζόμενοι, που ζουν τους τελευταίους μήνες με την αγωνία των «έναντι» και περιμένουν την επόμενη συνέλευση των μετόχων για να δουν αν θα συνεχίσουν να έχουν δουλειά και την επόμενη ή αν θα πέσει στην οθόνη μαύρο. Ναι, όπως τότε στην ΕΡΤ, που οι μελλοντικοί υπουργοί της τωρινής κυβέρνησης ανέβαιναν στα κάγκελα βρίζοντας τον Σαμαρά για τις οικογένειες που πέταγε στο δρόμο. Τώρα, βέβαια, το κανάλι είναι ιδιωτικό και η κυβέρνηση δεν μπορεί να επέμβει στις τσέπες ενός, δύο ή τριών πολυεκατομμυριούχων, που δεν μπορούν να συντηρήσουν μια επιχείρηση με σαφώς μειωμένα έσοδα. Κοινώς, δεν βγαίνουν οι άνθρωποι και δεν μπορούν να πληρώσουν ούτε για υπηρεσίες που έχουν ήδη καταβληθεί, χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Ο ορισμός της εργοδοτικής βίας και τρομοκρατίας, στα χρόνια του καπιταλισμού βαφτίζεται νόμος της αγοράς…

mega moy

Μετά από μια σειρά αποτυχημένων μετοχικών συνελεύσεων και με τις τράπεζες να πιέζουν πια ασφυκτικά, στον ορίζοντα άρχισε να προβάλλει ως μόνη λύση ο ερχομός ενός Μεσσία, ο οποίος θα σώσει το κανάλι συμμετέχοντας στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και παίρνοντας, συνεπώς, ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι απ’ την πίτα. Γιατί, όμως, να θέλει ένας επιχειρηματίας σε καιρούς χαλεπούς, να μπλέξει με μια εταιρία προβληματική, πνιγμένη στα χρέη, χωρίς έσοδα, κοινωνικά και ηθικά ξοφλημένη –κοινώς, στη γλώσσα των μπίζνες, με μια εταιρία σε κρίση; Προφανώς, απ’ την καλή του την καρδιά και με μόνο στόχο να σώσει οικογένειες απ’ την ανεργία. Όπως, βέβαια, προέκυψε απ’ τις πρώτες «διαρροές» του ενδιαφερόμενου Θεοχάρη Φιλιππόπουλου στους εργαζόμενους του MEGA, το πρότζεκτ «σωτηρία» περιλαμβάνει ανυπερθέτως μειώσεις μισθών και προσωπικού –aka μαζικές απολύσεις-, αλλά σημασία έχει πάντα να σωθεί το «μαγαζί» κι «όσοι μπορέσουμε». Τακτική που μόνο άγνωστη δεν είναι στο συγκεκριμένο χώρο, αλλά και σε όλους τους χώρους όπου τα αφεντικά κάνουν κουμάντο, με μόνο νόμο την τσέπη τους και νταβατζή το ίδιο το κράτος, που απλώς τραβάει την κουρτίνα για να μη βλέπει και σφυρίζει αδιάφορα. Τακτική που ο ίδιος ο Φιλιππόπουλος έχει ακολουθήσει και στο παρελθόν με μεγάλη επιτυχία στο χώρο που κατ’ εξοχήν δραστηριοποιείται, τα περιοδικά. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που θεωρείται απ’ τους πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες του περιοδικού Τύπου, τη στιγμή που αλλοτινά μεγαθήρια, όπως η ΙΜΑΚΟ του Κωστόπουλου και οι Εκδόσεις Λυμπέρη, έχουν καταρρεύσει προ πολλού.

Με το που ακούστηκαν τώρα απ’ τους εργαζόμενους του MEGA –και δεν μιλάμε, φυσικά, για τα μετρημένα στα δάχτυλα των χεριών «κεφάλια» που πληρώνονταν αδρά για να κάνουν προπαγάνδα μπροστά ή πίσω απ’ τις κάμερες, αλλά για όλους τους υπόλοιπους, τεχνικούς, υπαλλήλους γραφείων και πάει λέγοντας-, τα πρώτα «όχι» στην πρόταση σωτηρίας ήρθε κι ο εκβιασμός. Τα νούμερα δεν βγαίνουν, ο επενδυτής δείχνει να κάνει πίσω, οι τράπεζες έδωσαν τελεσίγραφο, το δώρο Πάσχα μπήκε με «προσωπική επέμβαση» μετόχου, ο οποίος έβαλε λεφτά από την τσέπη του για να κάνουν οι άνθρωποι γιορτές. Φιλανθρωπία δηλαδή… Χάρη, σε όλους αυτούς που δούλεψαν και συνεχίζουν να δουλεύουν απλήρωτοι, λες και το αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς δεν καταλήγει στην ίδια τσέπη απ’ την οποία βγήκε ένα μικρό μόνο μέρος της για να δοθεί πίσω σ’ αυτούς που το δικαιούνται.

Η στρεβλή αντίληψη της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας θα υποβαθμίσει το θέμα σε απότοκο της οικονομικής κρίσης, θα το αποδώσει στους νόμους της ελεύθερης αγοράς και θα το μηδενίσει, βάζοντας μπροστά το τόσο δημοφιλές –και δικαίως- στα social media #mega_xeftiles. Στην ουσία, όμως, πρόκειται για ένα ζήτημα βαθιά ταξικό, στην πιο ξεκάθαρη κι ωμή μορφή του: το μεγάλο ψάρι θα φάει το μικρό γιατί το ανάποδο συμβαίνει μόνο στις ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλους, άντε και σε κάνα-δυο άλλων ακόμη. Το MEGA ως φορέας προπαγάνδας για την ώρα μας τελειώνει –ούτε καν δελτία ειδήσεων δεν έβγαζε για κάποιες μέρες-, όμως οι προπαγανδιστές του είναι σίγουρο πως θα επιβιώσουν μέχρι να τους ξεράσει οριστικά οι κοινωνία και οι αλλοτινοί τους θεατές. Τα μικρά ψάρια, αντίθετα, θα φαγωθούν, ειδικά απ’ τη στιγμή που δεν κρατούν μια ενιαία συνεργατική, συνδικαλιστική και, εν τέλει, ταξική στάση. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η πρόταση της αυτοδιαχείρισης μοιάζει ως η μόνη εφικτή διέξοδος αξιοπρέπειας, όπως έχει γίνει στο παρελθόν και σε άλλα Μέσα (βλ. Ελευθεροτυπία ιδιοκτησίας Τεγόπουλου και Εφημερίδα των Συντακτών). Αλλιώς, τα πάντα θα γίνουν όπως ακριβώς έχουν σχεδιαστεί «από πάνω»: το σκηνικό έχει στηθεί, τα πιόνια έχουν τοποθετηθεί στρατηγικά στη σκακιέρα και το παιχνίδι μεταδίδεται σε ζωντανή σύνδεση. Και μαύρο να πέσει, κάποιος κερδίζει και σίγουρα όχι εμείς.

Πηγή






Αναρτήθηκε από: