Ο ποιητής - τραγουδοποιός ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ "ΕΦ΄ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ" - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Έχετε όλα αυτά τα χρόνια μια έντονη και πολύπλευρη καλλιτεχνική δραστηριότητα, κάνοντας επιλογές που υπαγορεύονταν κυρίως απ’ τις προσωπικές σας ανάγκες. Σας ενδιαφέρει σαν δημιουργό η εμπορική τύχη του έργου σας ή δεν μπαίνετε καθόλου σ’ αυτή τη διαδικασία;

«Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα σημαντικό πράγμα, το οποίο η αλήθεια είναι ότι δεν αρέσει. Η δημιουργία - σ’ όλα τα επίπεδα - έχει πρωτίστως μια πρακτική αξία. Είναι η ανάγκη που παρουσιάζεται στον ίδιο τον άνθρωπο να αναπτύξει αυτή τη συνομιλία με τον εαυτό του. Κι αυτό δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Μπορεί να απομυθοποιεί, κατά κάποιο τρόπο, πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς. Ό,τι γίνεται γίνεται γιατί το ’χουμε ανάγκη εμείς οι ίδιοι. Απ’ το πιο μεγάλο έργο μέχρι το τελευταίο τραγουδάκι που θα γράψω εγώ ή κάποιος άλλος συνάδελφος. Από ’κει και πέρα ξεκινάει μια άλλη, εντελώς διαφορετική, ιστορία, που, λογικά, δεν θα ’πρεπε να απασχολεί τους δημιουργούς. Κι εδώ ακριβώς αρχίζει το τρεχαλητό. Αρχίζει όλη αυτή η πονεμένη ιστορία με το κοινό, τις εταιρείες δίσκων, τους μάνατζερ κι ένα σωρό άλλους διεστραμμένους και μη, οι οποίοι σχεδιάζουν πολλές φορές ερήμην σου - ή και με τη συγκατάθεσή σου - το καλλιτεχνικό σου μέλλον. Λογιστές, οικονομολόγοι, δημοσιοσχετίστες, υπάλληλοι εταιρειών και ιδιοκτήτες ραδιοφώνων που παρασιτούν καβάλα στο ελληνικό τραγούδι. Και κάνουν και καμπάνιες για την πειρατεία που υφίσταται. Την πειρατεία που σκοτώνει την ελληνική μουσική και που γι’ αυτό φταίνε οι Αφρικανοί μετανάστες. Κι αυτοί τι έκαναν τόσα χρόνια; Έφτιαχναν έναν ακροατή - καταναλωτή μέσα απ’ τα πιο ευτελή ακούσματα, χωρίς κρίση, χωρίς αισθητική. Κι αυτός ο ακροατής του χαβαλέ, πώς τους προέκυψε στο φινάλε, ένας άνθρωπος ο οποίος δεν είχε ενδοιασμούς ν’ αγοράσει το οτιδήποτε απ’ τον οποιονδήποτε. Ποιος θα διανοείτο πριν από είκοσι-τριάντα χρόνια ν’ αγοράσει τον Μεγάλο Ερωτικό του Χατζιδάκι μέσα σε μια πλαστική σακούλα και χωρίς το εικαστικό του; Αυτόν τον πελάτη θέλανε; Ας τον λουστούν τώρα - κι ας αφήσουν τα κροκοδείλια δάκρυα περί πειρατείας που σκοτώνει τη μουσική. Εντάξει, δεν θα μπορούσαν όλοι αυτοί να είναι μαικήνες του πολιτισμού, αλλά τόση αρρώστια πια; Αρκετά. Βεβαίως και θέλω να συνομιλήσω και με άλλους ανθρώπους μέσα από τη μουσική μου. Βεβαίως και μ’ ενδιαφέρει να πάει η δουλειά μου όσο το δυνατόν σε περισσότερους ανθρώπους, αλλά με τρόπο που θα επιλέγω εγώ. Κι αν αυτό δεν μπορεί να συμβεί, δεν έγινε και τίποτα. Άλλωστε, σας είπα και πριν, όλα αυτά έχουν πρωτίστως μια πρακτική αξία, η οποία αφορά εμάς τους ίδιους».

Πιστεύετε ότι το κοινό μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί ώστε να ωριμάσει όσον αφορά τον τομέα της μουσικής παιδείας, από τι στιγμή που υπάρχει ένας καταιγισμός αποπροσανατολιστικών εκφυλιστικών μουσικών θεμάτων (ανατολίτικης υποκουλτούρας ή ραπισματικής κλαμπολογίας) από τα μέσα που εμπορευματοποιούν ό,τι έχει σχέση με την παρουσία του «καλλιτέχνη» (εντός εισαγωγικών γατί υπάρχουν ενστάσεις για το κατά πόσο παραμένει ουσιαστικά άφθαρτος ο καλλιτέχνης όταν περνάει το διαμεσολαβητικό στάδιο παραλαβής και προώθησης από τα εμπορικά κυκλώματα).

Έχω βαρεθεί ν’ ακούω για τον πάτο του βαρελιού, για υποκουλτούρα, για εκφυλισμό, για κυκλώματα. Ανέκαθεν υπήρχε και φυσικά υπάρχει μια αόρατη κρεατομηχανή στη λειτουργία της οποίας συνυπογράφουμε. Σ’ αυτή τη φάση που περνάει ο κόσμος, δεν συμβαίνει τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από αυτό που συνέβαινε πάντα. Ξέρετε, το διαφορετικό ή το καλό αν θέλετε, πηγαίνει πάντα χέρι – χέρι με τη μοναξιά. Τα σημαντικά πράγματα περνάνε από την αρένα αυτής της ζωής. Και πιστέψτε με, είναι πιο βάρβαρη απ’ αυτήν της αρχαίας Ρώμης. Δεν κερδίζεις τίποτα σ’ αυτή τη ζωή αν δεν πεθάνεις χίλιες φορές. Στην πραγματικότητα είσαι ένας μονομάχος που πριν φτάσει η στιγμή του τέλους ή της αποθέωσης είσαι σε απόλυτη απομόνωση, σε απόλυτη μοναξιά, σε απόλυτη γνώση για το τι σε περιμένει. Παίζεις ή δεν παίζεις. Ετσι μόνο μπορείς να κερδίσεις αυτό το παιχνίδι και σε κοινωνικό και σε προσωπικό επίπεδο. Όλα τα άλλα είναι το καθημερινό μας άλλοθι γι’ αυτά που θα έπρεπε να κάνουμε ως άνθρωποι, αλλά που τελικά φαίνεται να τα προσπερνάμε.

Αν και είστε γεννημένος στην Κρήτη ελάχιστες επιρροές από την μουσική παράδοση του νησιού αποτυπώνονται στις μέχρι σήμερα δισκογραφικές σας δουλειές που προσεγγίζουν περισσότερο δυτικές φόρμες. Ποιες είναι οι επιρροές που καθόρισαν την έκφρασή σας μέσα από τη μουσική;

Αυτό είναι αλήθεια. Κοιτάξτε, ο κάθε άνθρωπος επιλέγει τον τρόπο της έκφρασής του. Αυτό συμβαίνει βέβαια και στους δημιουργούς. Όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Leonard Cohen να τραγουδά, στην ουσία την ποίησή του, συγκινήθηκα. Αργότερα ανακάλυψα την ιταλική σχολή των τραγουδοποιών και ενθουσιάστηκα. Είπα μέσα μου, αυτό είναι. Κάπως έτσι θα ‘θελα κι εγώ να εκφραστώ. Αυτό μου πάει, άλλωστε έχει να κάνει με τον τρόπο που ζω και πορεύομαι. Δεν τα είχα ποτέ καλά με τα μουσικά ρεύματα και τις ενορχηστρωτικές τάσεις που εμφανίζονται κατά καιρούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις από πίσω κρύβεται η βιομηχανία των εταιρειών. Δέστε τι γίνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα με τα ούτια, τα σάζια, τα νέια… Ένα ψευτο-έθνικ που ήθελε η ευρωπαϊκή μουσική βιομηχανία, μόνο που στην Ελλάδα έγινε κατά τη γνώμη μου με τον χειρότερο τρόπο. Πολλοί πήραν παραμάσχαλα μια λύρα κι ένα λαούτο κι όποιον πάρει ο χάρος. Αυτό δεν είναι παράδοση. Είναι η παραδοχή των πολλών ότι όποιος παίζει μ’ αυτόν τον ήχο είναι και σύγχρονος. Τι να πω! Η απόλυτη ξεφτίλα και επιμένω ότι πίσω απ’ αυτό είναι οι δισκογραφικές και οι παραγωγοί τους -Θεός να τους κάνει παραγωγούς. Κοιτάξτε, η Ελλάδα πατάει με το ένα πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στη Δύση κι αυτή η πατημασιά είναι που κάνει το πολιτισμικό μας τοπίο ενδιαφέρον. Είναι ένα μπογάζι ήχων και ρευμάτων που μπορεί κάτω από κανονικές συνθήκες να δώσει πολύ ενδιαφέρουσες και όμορφες δημιουργίες. Άλλωστε αυτό έχει συμβεί στο παρελθόν. Το χειρότερο μ’ όλη αυτή την ιστορία είναι ότι πολλοί αξιόλογοι δημιουργοί συνυπογράφουν με τον τρόπο τους τα σχέδια και τις ορέξεις εκείνων που παρασιτούν καβάλα στο ελληνικό τραγούδι. Θυμάμαι εκείνα τα καταπληκτικά τραγούδια του Μάλαμα στις «Ασπρόμαυρες ιστορίες» που για πολλά χρόνια έμεναν στα αζήτητα. Έπρεπε να περάσει ως δημιουργός απ’ τα «τσιγάρα» και τις «πριγκιπέσσες» για να υπάρχει με τον τρόπο που υπάρχει μέχρι το «Πέρασμα». Το καλό βέβαια είναι ότι υπάρχει, αλλά ένα από τα συστατικά της δημιουργίας αλλά και της στάσης ζωής των δημιουργών είναι και η συνέπεια, που πρέπει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες να διατηρούν και να υπερασπίζονται. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αληθινή και αυθεντική Τέχνη.

Μια άλλη έκφραση της καλλιτεχνικής σας προσωπικότητας -συναφής αλλά και αυτόνομη σε σχέση με την ενασχόλησή σας με τη μουσική- είναι η έκδοση ποιητικών συλλογών. Πώς συνδυάζονται στην περίπτωσή σας η ποίηση με τη μουσική ως τρόπος έκφρασης και ποια η σημασία τους για εσάς;

Θα έλεγα δύο διαφορετικές διαδρομές με την ίδια αφετηρία. Ξεκινάω από εκεί που ο λόγος γίνεται το απαραίτητο εργαλείο για να επικοινωνήσεις τη σκέψη σου. Καταλαβαίνεις όμως στην πορεία ότι η προσέγγιση είναι και πρέπει να είναι διαφορετική στο κάθε δημιούργημα. Στα ποιήματα ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι βρίσκεται μέσα σ’ ένα γοητευτικό τοπίο το οποίο καλείται συνεχώς να ψαχουλεύει ούτως ώστε αυτό που φαίνεται στην αρχή ακατανόητο να γίνεται στην πορεία, όσο παραμένει σ’ αυτό το τοπίο, απόλυτα κατανοητό γιατί έχει δει και ερμηνεύσει τον συγκεκριμένο κόσμο με την δική του Τέχνη, την Τέχνη που κρύβει μέσα του. Και αυτό είναι ένα περιβάλλον, μια αλάνα θα έλεγα που οφείλει να δημιουργεί ο ποιητής γράφοντας για να μπορούν να παίξουν οι αναγνώστες όπως τα μικρά παιδιά, χωρίς κανόνες και όρια. Το τραγούδι όμως είναι μια άλλη υπόθεση. Εκεί πρέπει να γράφεις με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Να μπορείς να γίνεσαι άμεσα αντιληπτός και αυτό προϋποθέτει ορισμένες υποχρεώσεις. Να δέχεσαι για παράδειγμα μια αόρατη μεσολάβηση στη δική σου γλωσσική έκφραση. Σαν να το είχες γράψει από κοινού με τον ακροατή. Κι αυτό για μένα είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι αν τα έχω καταφέρει. Αλλά όπως και να ‘χει, τελικά νομίζω ότι αξία έχουν αυτές οι διαδρομές που είπα και στην αρχή και που έχουν πρωτίστως μια πρακτική αξία. Μια αξία που συνίσταται στο ότι υπάρχω και χαίρομαι τη στιγμή που δημιουργώ και όχι όταν έχω ήδη δημιουργήσει.

Σπάνια συναντά κανείς Έλληνα καλλιτέχνη που να αναζητεί στο εξωτερικό ευκαιρίες και δυνατότητες να βελτιώσει τον ήχο και την παραγωγή των δισκογραφικών του εργασιών. Εσείς αντίθετα ηχογραφήσατε την τελευταία σας δισκογραφική δουλειά στην Ελβετία υπό την επιμέλεια του Marco Zappa. Πέρα από τη συχνή συνεργασία και την καλλιτεχνική σας σχέση με τον συνθέτη, είναι αυτή μια προσπάθεια να εξελίξετε το αποτέλεσμα της δουλειάς σας;

Δεν ξέρω αν αυτό ήταν μια ευκαιρία, αυτό που γνωρίζω σίγουρα είναι ότι στην Ελλάδα οι άνθρωποι που ασχολούνται με το τεχνικό μέρος στη μουσική έχουν και τα μέσα και τη γνώση για να διεκπεραιώσουν με τον καλύτερο τρόπο μια παραγωγή. Το πρόβλημα είναι αλλού. Δεν υπάρχει η θέληση και η συνέπεια που απαιτεί αυτή η δουλειά. Και αυτό βέβαια είναι κομμάτι που αφορά την παραγωγή. Οι διάφοροι παρατρεχάμενοι υπάλληλοι των εταιρειών κοιτάζουν πώς με το χαμηλότερο κόστος θα έχουν το μεγαλύτερο κέρδος. Οι καλλιτέχνες σχεδόν αδύναμοι να αντιδράσουν αποδέχονται τις συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες υποχρεώνονται να δουλέψουν κι έτσι τις περισσότερες φορές δεν έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Εδώ κοιτάζουν πώς θα κόψουν και από το φυλλάδιο που συνοδεύει το cd και που θα πρέπει να αναγράφονται όλες εκείνες οι απαραίτητες πληροφορίες που συνοδεύουν μια κυκλοφορία. Απ’ ό,τι γνωρίζω έχουν σταματήσει παραγωγές και εκδόσεις για ένα τετρασέλιδο, που για κάποιους λογιστές και δημοσιοσχετίστες είναι περιττό έξοδο. Αλλά να σου πω και κάτι άλλο, όλα ξεκινούν και αναπαράγονται απ’ αυτούς που τάχα κόπτονται για το καλό του ελληνικού τραγουδιού και που χύνουν κροκοδείλια δάκρυα όταν κλείνει το όποιο «Δίφωνο» και η όποια δισκογραφική. Δηλαδή και όσο ήταν υπάλληλοι και υπηρέτες επί μισθώ σε αυτή την ιστορία γιατί δεν μιλούσαν; Δεν έβλεπαν ότι υπηρετούσαν σιωπηρώς τα συμφέροντα και τη χυδαιότητα των αφεντικών τους; Τώρα απολυμένοι κλαίγουν και οδύρονται που έκλεισε το «Δίφωνο». Αστεία πράγματα. Τον μισθουλάκο τους έχασαν και την «βαρύγδουπη» υπογραφή τους. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά σπεύδουμε κι εμείς οι καλλιτέχνες να συνυπογράφουμε στις διαμαρτυρίες τους, «…λυπούμαστε, είμαστε μαζί σας, κρίμα….» και άλλες αηδίες. Στο γλείψιμο δηλαδή.

Ζούμε σε μια «σκοτεινή» εποχή που έχει επηρεάσει όλη την κοινωνία. Φτώχεια, εξαθλίωση, άγνοια, φόβος, ρατσισμός, είναι έννοιες που σηματοδοτούν μια εποχή δύσκολη για όλους. Πιστεύετε ότι ο Πολιτισμός γενικά αντιστέκεται ή είναι λίγα τα πρόσωπα που το παλεύουν;

Ζούμε όλη αυτή την κατάσταση γιατί στρέψαμε το βλέμμα μας αλλού. Πολλές δεκαετίες τώρα αδιαφορούσαμε για ό,τι συνέβαινε γύρω μας. Βλέπαμε κορμιά να πέφτουν και ’μεις ανοίγαμε απλώς δρόμο για να περάσουμε. Όσοι διαμαρτύρονταν ήταν γραφικοί και αναρχικοί, ήταν αυτοί που έκλειναν δρόμους και δεν άφηναν τους ήσυχους και νομοταγείς πολίτες να πάνε στις δουλειές τους. Τώρα αυτοί οι ήσυχοι και νομοταγείς πολίτες έχουν στηθεί στη μακάβρια σειρά των απολυμένων, των ανέργων και των νεόπτωχων. Όσο για τον Πολιτισμό και τους ανθρώπους του, ναι, αντιστέκονται μ’ ένα παγωμένο μαρτίνι στο χέρι, στις πισίνες των εφοπλιστών στη Σχοινούσα. Τι κατάντια αλήθεια, να γίνεσαι διασκεδαστής σε γάμους εφοπλιστών, την ίδια στιγμή που ένας λαός συνεχώς εξαθλιώνεται και αυτοκτονεί κι εσύ ως κουλτουριάρης και αριστερός βάρδος να ενθυλακώνεις τεράστια ποσά και να γίνεσαι ταυτόχρονα σούργελο. Θα μου πεις δεν ήσουν έτσι κι αλλιώς σούργελο; Φταίει όμως κι ο κόσμος που τρέχει και γεμίζει τα γήπεδα και τις μουσικές σκηνές ακούγοντας μαλακίες. Κι εδώ θα παραφράσω λίγο τη φράση του αείμνηστου Ροΐδη: «κάθε λαός έχει τον Πολιτισμό που του πρέπει». Για να είμαστε όμως δίκαιοι, υπάρχουν άνθρωποι που παράγουν πραγματικά έργο και αυτοί συνήθως ήταν και παραμένουν αξιοπρεπείς και αθέατοι. Και για να μην παρεξηγηθώ από κακεντρεχείς και κακοήθεις, δεν θεωρώ ότι είμαι μέσα σ’ αυτούς. Εγώ τραγούδια φτιάχνω γιατί πρωτίστως το’ χω ανάγκη. Τίποτ’ άλλο.

Πολλοί δικοί μου φίλοι αλλά και ακροατές σάς έχουν χαρακτηρίσει ως «ο δικός μας Bob Dylan». Κατά πόσο είναι τιμητικό να σε χαρακτηρίζουν έτσι; Θεωρείτε ότι έχετε επηρεαστεί από κάποιους δημιουργούς όσον αφορά το ύφος και τον τρόπο που συνθέτετε;

Όταν είχα φτιάξει το πρώτο μου demo με τα τραγούδια απ’ το «Ρεσάλτο», είχα επισκεφτεί την Αρλέτα για να τ’ ακούσει και να μου πει τη γνώμη της. Θυμάμαι αυτή η συνάντηση είχε γίνει στο σπίτι της στα Εξάρχεια ένα απόγευμα καλοκαιριού. Ήταν φιλόξενη και ολιγόλογη όπως πάντα. Με κέρασε τσάι και έβαλε το κασετόφωνο να παίζει. Όση ώρα έπαιζαν τα τραγούδια δεν μιλήσαμε καθόλου. Όταν τελείωσε η κασέτα, σχεδόν ψιθυριστά, είπε: «… μάλιστα. Ο Έλληνας Leonard Cohen». Τίποτ’ άλλο. Μου ευχήθηκε καλή επιτυχία και χωρίσαμε. Εκείνη βέβαια δεν γνώριζε ότι ακριβώς αυτό το είδος και αυτή η προσέγγιση στο τραγούδι ήταν το δικό μου ζητούμενο. Και ενδεχομένως να το είδε στο πρόσωπο αυτού του μεγάλου δημιουργού. Δεν λέω, με κολάκεψε η παρατήρησή της, αλλά πίστευα και πιστεύω στην προσωπικότητα και στη μοναδικότητα του κάθε δημιουργού. Δεν ξέρω λοιπόν τι λέγεται για ’μένα, αλλά όπως και αν με βλέπουν οι απέξω, εγώ ξέρω ότι εκφράζομαι μέσα από τη μοναδικότητα της δικής μου ματιάς.

Συνηθίζετε να έχετε την πλήρη δισκογραφική εποπτεία των δίσκων σας, γράφοντας ο ίδιος τη μουσική, τον στίχο και ερμηνεύοντας, αν και κάποιες φορές «ντύνονται» τραγούδια σας με φωνές άλλων ερμηνευτών. Έχετε σκεφτεί να γράψετε χωριστά τη μουσική, τον στίχο ή και τα δύο για κάποιον άλλο καλλιτέχνη;

Έχω μάθει να λειτουργώ έτσι και μου είναι δύσκολο να γράψω αλλιώς. Όποτε το προσπάθησα δεν μου βγήκε. Δεν ξέρω βέβαια τι μπορεί να προκύψει στο μέλλον. Νομίζω ότι όλοι οι τραγουδοποιοί, σαν και μένα λειτουργούν. Άλλωστε αυτό είναι το «πακέτο» που τους χαρακτηρίζει: στίχοι, μουσική, ερμηνεία, πολλές φορές και η ενορχήστρωση, όλα περνάνε από τα χέρια τους. Τα τελευταία χρόνια χρεώθηκαν και τις παραγωγές. Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς. Όλα αυτά όμως πιστεύω ότι προκύπτουν απ’ την ανάγκη που παρουσιάζεται στον δημιουργό τού σήμερα να λειτουργήσει πιο εσωτερικά. Πιο μοναχικά. Πέρα απ’ τα πρακτικά ζητήματα που εμφανίζονται στο χώρο της δισκογραφίας υπάρχει και μια περίεργη εσωστρέφεια που χαρακτηρίζει τις δουλειές μας. Έτσι τουλάχιστον το βλέπω εγώ, ακούγοντας τις δουλειές και άλλων συναδέλφων. Ίσως αυτό ξεκινάει απ’ το ότι έχουμε παραδεχτεί ότι όλο το βάρος πρέπει να το σηκώσουμε εμείς. Μαθαίνουμε να δουλεύουμε μόνοι μας και αποδεχόμαστε αυτή τη μοναχικότητα η οποία περνάει και στα τραγούδια μας. Ίσως αυτό να είναι το τέλος μιας εποχής που ήθελε τους τροβαδούρους διασκεδαστές, και όχι γνήσιους δημιουργούς που ακούν αδιαπραγμάτευτα αυτό που χτυπά και πάλλεται μέσα τους.

Υποστηρίζετε και.. στηρίζετε τη μπαλάντα σε κάθε δισκογραφική σας δουλειά. Νομίζετε πως είναι ένα είδος τραγουδιού που περνάει κρίση ή πάντα όλοι θα ξεχνιόμαστε, θα θυμόμαστε, θα ερωτευόμαστε, θα αγαπάμε, θα προβληματιζόμαστε με μια μπαλάντα;

Αυτή η ιστορία με την μπαλάντα είναι μια παρεξηγημένη υπόθεση. Μπαλάντα είναι το είδος της ποίησης ή του τραγουδιού που αφηγείται μια συγκεκριμένη ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Δεν έχει να κάνει με το αν είναι αργό ή με την ενορχηστρωτική του άποψη. Ο ρυθμός δεν παίζει κανένα ρόλο. Μια μπαλάντα μπορεί κάλλιστα να είναι ένα γρήγορο ροκ κομμάτι ή ένα ποπ χορευτικό τραγούδι. Εμείς οι Έλληνες τραγουδοποιοί σπάνια γράφουμε μπαλάντες. Αυτό που χαρακτηρίζει τα τραγούδια μας είναι το ρεφρέν, η επωδός όπως θα έλεγαν οι παλαιότεροι από εμάς. Όσον αφορά εμένα έκανα και κάνω ένα χαμηλόφωνο δυτικότροπο τραγούδι. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου διασκεδαστή και λέω αυτά που θέλω να πω σε χαμηλούς τόνους. Νομίζω ότι είναι ο καλύτερος τρόπος για να παρασύρεις ανθρώπους που πραγματικά θέλουν να ακούσουν.

Το ραδιοφωνικό τοπίο πώς το βλέπετε σήμερα; Αποδίδετε μερίδιο ευθύνης για την κρίση που παρατηρείται στην ελληνική δισκογραφία;

Τα ραδιόφωνα στην πλειοψηφία τους ήταν και είναι φερέφωνα των εταιριών και των μάνατζερς. Κι αυτό αφορά περισσότερο την Αθήνα, γιατί στην περιφέρεια υπάρχουν ακόμα άνθρωποι -εννοώ ιδιοκτήτες σταθμών- που παίζουν με την ψυχή και το ένστικτό τους, χωρίς να διαπλέκονται και χωρίς να εξαρτώνται από ομίλους και εταιρίες. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι χωρίς τη συνενοχή των ραδιοφώνων οι εταιρίες δεν θα μπορούσαν να προωθήσουν όλο αυτό το σκουπιδαριό που παράγουν. Πρέπει τελικά να ομολογήσουμε ότι με την ελεύθερη ραδιοφωνία και τηλεόραση, που εγκαινιάστηκε στην Ελλάδα πριν τρεις δεκαετίες, στην ουσία κανείς δεν ενδιαφέρονταν για τις ελεύθερες φωνές, αλλά για το πώς θα ελέγξουν κάποιοι τα ερτζιανά, να επενδύσουν σ’ αυτά προκειμένου με τα φτηνότερα προϊόντα να έχουν το μεγαλύτερο κέρδος, εκβιάζοντας παράλληλα την όποια εξουσία με την δύναμη που απέκτησαν ώστε να ενδίδει συνέχεια στις ορέξεις και την απληστία των μεγαλοϊδιοκτητών. Η αίσθησή μου είναι ότι ό,τι ζημιά έγινε, έγινε. Νομίζω ότι κλείνει αυτός ο κύκλος όχι γιατί κάποιος το αποφάσισε, αλλά γιατί έτσι το θέλει η συγκυρία. Βλέπεις, τώρα η τηλεόραση τρώει απ’ τις σάρκες της για να επιβιώσει και τα ραδιόφωνα απολύουν τους παραγωγούς για να μπορέσουν υποτίθεται να επιβιώσουν και να κρατήσουν τις συχνότητες. Αλλά μεγάλη ευθύνη σ’ αυτό είχαν και έχουν και οι άνθρωποι του ραδιοφώνου που τόσα χρόνια δεν έκαναν τίποτα προκειμένου να υπερασπιστούν την ελευθερία του λόγου και τον πλουραλισμό, που είναι στοιχείο της έγκυρης και ελεύθερης ραδιοφωνίας. Έπρεπε να γνωρίζουν ότι τα ερτζιανά δεν είναι τσιφλίκι κανενός και έπρεπε να μάχονται γι’ αυτό. Πράγμα που κατά τη γνώμη μου δεν έγινε και αυτό τους γύρισε μπούμερανγκ.

Ναι, αυτές όμως οι στάσεις και οι απόψεις δεν δημιουργούν αποκλεισμούς απ’ αυτούς που, καλώς ή κακώς, ελέγχουν τα μέσα;

Έτσι είναι. Πρέπει να μπεις και να παραμείνεις μέσα στο αυγό, όπως είχε γράψει και ο Μουρσελάς. Να μη λες ποτέ όχι, να έχεις έναν καλό λόγο για όλους, να μην υπάρχει τίποτα που να σ’ ενοχλεί, να μην διαταράσσεις την τάξη και το κλίμα που έχουν δημιουργήσει ένα σωρό διεστραμμένοι. Κι αυτό συμβαίνει τελικά σ’ ένα μεγάλο βαθμό. Γι’ αυτό και όποιος φαίνεται να τα ’χει καλά με όλους, για μένα είναι τουλάχιστον ύποπτος…

Τι θα μπορούσε να είναι αυτή η κατάθεση, πέρα από την προσωπική θεώρηση για τη ζωή μας;

Σωστό αυτό που λέτε. Πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα πρέπει να υπάρξει αυτή η συνομιλία με τον εαυτό μας για να μάθουμε να ζούμε. Να πορευόμαστε απαλλαγμένοι από βαρίδια τύπου ποιος είμαι, πού πάω, τι θέλω. Αν σ’ αυτά έχουμε απαντήσει νωρίς στη ζωή μας θα ’χουμε βρει ταυτόχρονα και τον τρόπο να τη χαιρόμαστε. Μέσα σ’ αυτή τη χαρά υπάρχει και η δημιουργία. Το προσωπικό χνάρι που ο καθένας μας κουβαλάει και που είναι σίγουρο ότι θα αποτυπωθεί για να το ψηλαφίσουν οι επόμενοι. Για να υπάρχει πάντα ένα σημείο αναφοράς να ξεκινήσει ο επόμενος κύκλος. Βλέπετε, έτσι είναι η ζωή. Υπάρχει μια συνέχεια, γιατί οι άνθρωποι έχουν φροντίσει γι’ αυτό. Αν δεν υπήρχε αυτό το αποτύπωμα του καθένα μας χωριστά, αλλά και όλων μαζί ως παράδοση, η ζωή θα ήταν μια θλιβερή και ατέλειωτη πομπή από νεκροζώντανους οργανισμούς.

Δεν παίζετε πολύ στα μέσα ενημέρωσης, δεν βγάζετε τακτικά δίσκο, πώς βλέπετε σήμερα την μουσική αγορά;

Κοιτάξτε, δεν θεωρώ τον εαυτό μου διασκεδαστή. Φτιάχνω και ηχογραφώ τραγούδια όταν έχω κάτι να πω και δεν συνυπογράφω στις ανάγκες τις όποιας βιομηχανίας. Άλλωστε πιστεύω ότι ο δημιουργός πρέπει ή θα πρέπει να έχει ως αφετηρία την δική του ανάγκη προκειμένου να καταθέσει πράγματα. Μόνο μέσα απ’ αυτή τη διαδρομή μπορούμε να μιλάμε για αληθινό έργο όσο κι αν αυτή η αλήθεια έρχεται να απομυθοποιήσει πρόσωπα και καταστάσεις. Τα μέσα ενημέρωσης έχουν τις δικές τους ταχύτητες, τις δικές τους σκοπιμότητες και φυσικά αγκαλιάζουν και περιθάλπουν μονάχα εκείνους που δέχονται να μπουν στο παιχνίδι τους. Ραδιόφωνα, εταιρείες, μάνατζερ, λογιστές και δημοσιοσχετίστες παρασιτούν καβάλα στο ελληνικό τραγούδι, τρέφονται απ’ αυτό και έτσι πορευόμαστε. Αυτή η αθλιότητα πρέπει κάποτε να σταματήσει. Αυτή η οδύσσεια που περνάει το ελληνικό ραδιόφωνο με τους αποκλεισμούς, τα γνωστά παρεάκια και τις σκόπιμες και εκνευριστικές επαναλήψεις, δημιουργεί μια διαστροφή που έρχεται να συμπληρώσει τον καμβά ενός θλιβερού τοπίου. Δεν έχουν καταλάβει ότι τα ερτζιανά δεν είναι τσιφλίκι κανενός. Ο κόσμος όμως θα τους τιμωρήσει. Κι αυτό θα γίνει πολύ σύντομα.

Αλήθεια, πώς λειτουργεί και με ποια αποθέματα δύναμης και έμπνευσης μπορεί ένας καλλιτέχνης να δημιουργήσει μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Εννοώ αυτή την πολυδιάστατη κρίση όπως επισημάνατε.

Η αλήθεια είναι ότι οι καλλιτέχνες είναι μοναχικοί άνθρωποι. Φυσικά δεν είναι ξεκομμένοι από την κοινωνία αλλά παράλληλα έχουν δημιουργήσει έναν δικό τους κόσμο - καταφύγιο, για να μπορούν απερίσπαστοι από όσα συμβαίνουν γύρω τους να αρθρώνουν λόγο και να καταθέτουν έργο. Αυτός ο κόσμος θα πρέπει να περιφρουρείται συνεχώς από τους ίδιους έτσι ώστε να μπορούν μ’ ένα ψύχραιμο βλέμμα να βγαίνουν ως δημιουργοί αλώβητοι από αυτό που συμβαίνει γύρω τους, εννοώ στο δημιουργικό κομμάτι, γιατί ως άνθρωποι υφίστανται και εκείνοι όλες τις συνέπειες που πληρώνει η κοινωνία και μάλιστα αν θέλεις σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άλλους ανθρώπους γιατί ο βιοπορισμός τους εξαρτάται από τα πνευματικά τους προϊόντα. Όταν αυτά λοιπόν λόγω των συνθηκών μπαίνουν σε χαμηλή προτεραιότητα, καταλαβαίνεις ότι η καθημερινότητά τους γίνεται ακόμη πιο δύσκολη.

Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη ελληνική μουσική σκηνή και γενικά είστε από αυτούς που πιστεύουν ότι το ελληνικό τραγούδι περνάει κρίση;

Πιστεύω ότι καλά τραγούδια γράφονταν και πάντα θα γράφονται. Οι Έλληνες δημιουργοί διαθέτουν πολύ ταλέντο που είναι η βασική προϋπόθεση για να έχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα. Παρακολουθώ τα νέα παιδιά που λειτουργούν αρκετά διαφορετικά από τη δική μου γενιά αλλά και από τους πιο παλιούς από μένα. Εννοώ ότι διακρίνω μία ευκολία, όχι πάντα βέβαια, στην παραγωγή της δουλειάς τους. Για παράδειγμα, φαίνεται να μη δίνουν τόση μεγάλη σημασία στους στίχους ή στην ερμηνεία των τραγουδιών. Δεν ξέρω πού οφείλεται αυτό ή μάλλον υποψιάζομαι, αλλά αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα. Από την άλλη δεν φαίνεται να υπάρχει ένα ρεύμα, έχω την αίσθηση ότι κανείς δεν ακούει τον άλλον, δεν συζητάνε οι δημιουργοί μεταξύ τους, δεν υπάρχει μια αγωνία για το πού πάει το πράγμα, καμιά παρεμβατικότητα. Όλα αυτά τα παιδιά είναι έρμαια στα χέρια μάνατζερς και δισκογραφικών εταιρειών. Ο καθένας κοιτάζει την πάρτη του και φαίνεται να μην είναι διατεθειμένοι να προσπαθήσουν λίγο παραπάνω για να βελτιωθούν οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες δημιουργούν και δημοσιοποιούν τις δουλειές τους. Γι’ αυτό το φαινόμενο βέβαια εμείς οι παλιότεροι δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών.

Στο βιογραφικό σας έχετε συνεργασίες με άτομα που έφυγαν νωρίς, Μ. Λοϊζο, Μ. Ρασούλη και Μ. Ξυδούς, τι κρατάτε στη μνήμη σας από αυτά τα πρόσωπα;

Με πάτε πολλά χρόνια πίσω, στην εφηβεία μου. Τότε που με δειλά βήματα ξεκινούσα την πορεία μου στο τραγούδι. Θυμάμαι με νοσταλγία εκείνη την εποχή. Όλα ήτα διαφορετικά. Ήταν μια διαφορετική Ελλάδα που προσπαθούσε να βρει τον βηματισμό της στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Τότε γνώρισα και τον Μάνο Ξυδούς, που έμελε μετά από είκοσι χρόνια να είναι και ο παραγωγός του πρώτου μου δίσκου. Θυμάμαι, το 1980, συναντήθηκα για πρώτη φορά με τον Μάνο Λοΐζο και τον Μανόλη Ρασούλη. Είναι μια μεγάλη ιστορία, αλλά βρεθήκαμε κάποια στιγμή μαζί με άλλα παιδιά από το Ηράκλειο, στο ίδιο πατάρι, να τραγουδάμε και μάλιστα ανέκδοτα τραγούδια των δύο αυτών μεγάλων του ελληνικού τραγουδιού. Εκεί τραγούδησα για πρώτη φορά τη «Ρωγμή του χρόνου» του Μανόλη Ρασούλη, που αργότερα δισκογράφησε ο Παπάζογλου, όπως και την «Μπαλάντα της νοικοκυράς» που είπε τρία χρόνια μετά η Γαλάνη. Επίσης θυμάμαι τον Μάνο τον Λοΐζο με την κιθάρα του, για πρώτη φορά μπροστά σε κοινό, να τραγουδάει το «Τίποτα δεν πάει χαμένο». Ένα χρόνο μετά κυκλοφόρησε στα «Τραγούδια της Χαρούλας». Κι όλα αυτά σ’ ένα υπόγειο στην οδό Βύρωνος, δίπλα στην πλατεία του Αγ. Δημητρίου, με τον αγγλόφωνο κύριο του επάνω διαμερίσματος να ωρύεται για την φασαρία, χτυπώντας με σκουπόξυλα το πάτωμά του ή ειδοποιώντας την αστυνομία γιατί δεν τον αφήναμε να κοιμηθεί. Αργότερα, το καλοκαίρι του ’81 μετακομίσαμε σε κήπο, στην περιοχή του Μουσείου, όπου εκεί κάποιοι κύριοι με πιτζάμες απ’ τα γύρω μπαλκόνια, ξενυχτούσαν μαζί μας και μας πετούσαν οργισμένοι λεμόνια. Κάποτε πέταξαν κι έναν τενεκέ με ασβέστη, με τους θαμώνες έντρομους να ψάχνουν την έξοδο. Αλλά εμείς επιμέναμε. Το αντέξαμε κι αυτό, ρισκάροντας τη σωματική μας ακεραιότητα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί το τραγούδι και η μουσική έπρεπε να μετατρέπεται σ’ αυτόν τον ιδιότυπο πόλεμο. Αλλά για να ξαναγυρίσω στο σήμερα, σκέφτομαι ότι όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι που έφυγαν νωρίς από τη ζωή, ήταν και παραμένουν με το έργο τους, ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο για το ελληνικό τραγούδι. Είμαι πολύ ευτυχισμένος που συναντήθηκα μαζί τους και μάλιστα διπλά, αφού βρεθήκαμε στο ίδιο μουσικό πατάρι.

Τραγούδια σας ακούγονται στο εξωτερικό εδώ και αρκετό καιρό, ενώ πολλοί καλλιτέχνες προσπαθούν εναγωνίως να πετύχουν κάτι τέτοιο. Για σας τι σημαίνει ότι τα τραγούδια σας ακούγονται σε ραδιόφωνα της Ευρώπης;

Χα, Χα! Εδώ γελάμε. Πρέπει να μιλήσω με την καλή συνάδελφο κα Άννα Βίσση για μια ενδεχόμενη κοινή εμφάνιση στο Λονδίνο. Να φροντίσουμε και τα κοστούμια και όλα αυτά, ξέρετε… σπόνσορες, χορηγούς, μάνατζερ. Μ’ έχει φάει η αγωνία για την πρώτη παγκόσμια με τη συμφωνική του Λονδίνου. Εντάξει όλ’ αυτά. Ας σοβαρευτούμε. Κάποια ραδιόφωνα στο εξωτερικό, που κάνουν απλώς τη δουλειά τους και γνωρίζουν ότι τα ραδιοκύματα δεν είναι τσιφλίκι τους, παίζουν κάπου κάπου και δικά μου τραγούδια που διασκεύασε ο Marco Zappa. Αυτό είναι όλο. Να σας πω κι ένα ανέκδοτο που κυκλοφορεί στην Αθήνα; «Υπάρχει ραδιοφωνικός σταθμός στην Ελλάδα όπου τα τραγούδια που παίζουν οι παραγωγοί τα γράφουν μόνοι τους». Δεν είναι ωραίο; Μη με ρωτήσετε πώς τα καταφέρνουν.

Θα εγκαταλείπατε λοιπόν την τέχνη σας για κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό;

Κοιτάξτε, ό,τι είχα να πω ως άνθρωπος και δημιουργός το έχω πει εδώ και πολύ καιρό. Κι αυτό συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους θέλω να πιστεύω. Όταν μεγαλώσεις, η πρώτη σου κατάθεση για το ποιος είσαι, τι θέλεις, τι πιστεύεις, είναι και η σημαντική. Από κει και πέρα αρχίζει ένα παιχνίδι με τη ζωή. Βρίσκεις τρόπους να ζεις χωρίς να βαρυγγωμάς γι’ αυτό που κάνεις ή στην καλύτερη περίπτωση να ζεις και να πεθαίνεις παρέα μ’ αυτό που αγαπάς. Κι αν κάποια πράγματα επαναλαμβάνονται, είναι γιατί αυτή η γνώριμη επανάληψη επιβεβαιώνει την παρουσία σου ανάμεσα σε τόσους άλλους. Το γεγονός δηλαδή ότι ζεις ακόμα, ότι δεν είσαι πεθαμένος. Μεγάλη υπόθεση να μπορείς να επαναλαμβάνεσαι αρκεί να ’χεις κάτι καταθέσει.

Τι είναι για σας ο έρωτας;

Η κατάσταση κατά την οποία δεν γράφεις τραγούδια, δεν γράφεις ποιήματα, δεν επιλέγεις λέξεις, δεν δοκιμάζεις νότες, δεν έχεις οκτάωρο εργασίας, δεν παίζεις κιθάρα, δεν τραγουδάς, αλλά αντιθέτως μένεις ξερός, ακίνητος, και τη χαζεύεις στα μάτια κι έπειτα ξυπνάς δίπλα της και φτου κι απ’ την αρχή…

ΠΗΓΕΣ

Αλέξης Βούκαλης «avopolisgreek», Περιοδικό «ΟΣΤΡΙΑ», Γιώργος Τζαγάκης Μουσικό Περιοδικό «Ορφέας», Παναγιώτης Πούλιος «Ράδιο Θήβα - Ηχόραμα», Εφημερίδα «Παρατηρητής Θράκης», Παπαδάκη Μαρία «Μουσικόραμα», Σοφία Τσεντελιέρου Περιοδικό «Πολιτισμός», Ηλίας Βολιότης - Καπετανάκης «Μετρονόμος», Θανάσης Συλιβός «Μετρονόμος», Κατερίνα Μυλωνά «ΠΑΤΡΙΣ», Περιοδικό «ΤΟ ΝΟΗΜΑ»






Αναρτήθηκε από:

Χαράλαμπος Τσαγκατάκης

«Όποιος ελέγχει τα Μέσα Ενημέρωσης και την εικόνα, ελέγχει τον πολιτισμό»
 Allen Ginsberg