Απαλλοτρίωσαν ένα κανόνι για την Κρητική Επανάσταση - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Αυγουστος 1896. Δύο υπαξιωματικοί του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού έκλεψαν οπλισμό από το πλοίο όπου υπηρετούσαν, εντάχθηκαν στο εθελοντικό σώμα των Μανιατών στην Κρήτη και πήραν μέρος σε νικηφόρες μάχες, στις οποίες σημαντικό ρόλο έπαιξε το κανόνι που διέθεταν, όπως στη μάχη του Κοξαρέ. Κι έμειναν εκεί μέχρι που οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το κάστρο. Οι δύο υπαξιωματικοί του Ναυτικού φεύγοντας πήραν το πολυβόλο για να το επιστρέψουν στη θέση του.

Η σύγκρουση συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και η ενδοτικότητα του Παλατιού και των κυβερνήσεων άνοιξαν τον δρόμο για την ανάπτυξη της δράσης εθνικιστικών, μυστικιστικών οργανώσεων, που «έσπρωξαν» την Ελλάδα στον λεγόμενο «ατυχή πόλεμο» με την Τουρκία του 1897.

Στο επίκεντρο βρισκόταν το Κρητικό Ζήτημα, που από τα μέσα του 19ου αιώνα απασχολούσε, τακτικά, τα διεθνή νέα, καθώς οι Κρητικοί εξεγείρονταν, με κάθε ευκαιρία, για ν' αποτινάξουν την κυριαρχία των Οθωμανών.

Μια τέτοια εξέγερση ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1895. Ομως, γρήγορα η ένταση κλιμακώθηκε, με διαδοχικά αιματηρά επεισόδια τους πρώτους μήνες του 1896 και κορυφώθηκε, στις 12 Μαΐου, με μια μεγάλη σφαγή στα Χανιά.

Σε αυτό το διάστημα, η Αθήνα συγκέντρωνε το ενδιαφέρον των διεθνών μέσων για την τέλεση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ το Παλάτι και η κυβέρνηση του Θεόδ. Δηλιγιάννη… ξόρκιζαν την επανάσταση των Κρητικών.

Οπως αποδείχτηκε, λίγους μήνες αργότερα, στη Βουλή ο βασιλιάς Γεώργιος διαβεβαίωνε τους πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων ότι «η Ελλάς καμμίαν δεν είχε διάθεσιν να υποστηρίξη τας αξιώσεις της Κρήτης», ενώ η κυβέρνηση προσπαθούσε, με δωροδοκίες και υποσχέσεις, να διασπάσει την κρητική επαναστατική επιτροπή.

Στο παρασκήνιο είχε αρχίσει να δρα μια μυστικιστική, εθνικιστική οργάνωση με το όνομα «Εθνική Εταιρεία», της οποίας τα ηγετικά στελέχη, κατά τον Γιάνη Κορδάτο, «ήταν πράκτορες της Γερμανίας», που επεδίωκε να καταστεί κυρίαρχη δύναμη στη Μεσόγειο, εκμεταλλευόμενη την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. (Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία της Νεότερης Ελλάδος, τόμος 4ος, σελ. 561)

Αντίθετα, εκείνη την περίοδο, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία δεν ήθελαν «να διασαλευτεί το καθεστώς της Ανατολής», όπως έλεγε και στη Βουλή ο υπουργός Εξωτερικών Αλέξανδρος Σκουζές.

Μακριά από τις «υπόγειες» συγκρούσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, με επίκεντρο τη μικρή Ελλάδα, βρισκόταν ο λαός, που μάθαινε, με αποτροπιασμό, τα δραματικά γεγονότα στην Κρήτη.

«Σφαγαί εν Χανίοις», έγραφε σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα, στις 14 Μαΐου 1896, η εφημερίδα «Ακρόπολις», αλλά τα γεγονότα ήταν δύσκολο να αποτυπωθούν.

«Οι Χριστιανοί εκλείσθησαν εις τας οικίας των και ησφάλισαν τα καταστήματά των, η πόλις δε προσέλαβεν εμπόλεμον όψιν. Συγχρόνως εις το προάστειον Χαλέπα, όπου διέμεναν αι εκλεκτότεραι της πόλεως οικογένειαι και ξένοι, σφαγαί ήρχισαν και πας Χριστιανός διερχόμενος τας οδούς εφονεύετο άνευ λόγου και αιτίας».(1)

Στα τέλη Ιουλίου, ύστερα από ακόμα μία μεγάλη αιματοχυσία στο Ηράκλειο, η άφιξη προσφύγων από την Κρήτη στον Πειραιά προκαλούσε νέα μεγάλη αναστάτωση.

Οταν, μάλιστα, κατέπλευσε το ατμόπλοιο «Θέτις», με τους πρώτους περίπου 500 πρόσφυγες και η κυβέρνηση απαγόρευσε την αποβίβασή τους, έγινε πανδαιμόνιο.

«Τότε η δικαία στενοχωρία των εξέσπασεν εις ζωηροτάτας διαμαρτυρίας και αποδοκιμασίας κατά της κυβερνήσεως. Και εν τέλει συριγμοί δαιμονιώδεις αντήχησαν εν απεριγράπτω συγχίσει και θορύβω. Με τας φωνάς δε των κατηγανακτησμένων ανεμιγνύοντο και οι θρήνοι των γυναικόπαιδων», περιέγραφε, στις 31 Ιουλίου 1896, η «Ακρόπολις».

Τελικά, τη λύση έδωσαν οι βαρκάρηδες, που περίμεναν πάνω από 4,5 ώρες, κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, για την αποβίβαση. Αγανακτισμένοι κι αυτοί, αγνόησαν την παρουσία των αρχών, έκαναν ρεσάλτο στο ατμόπλοιο, κατέβασαν τις σκάλες και παρέλαβαν τους επιβάτες.

Αυτές οι εικόνες φαίνεται ότι προκάλεσαν σοκ στην κοινωνία και έτσι ενώ έφευγαν, κρυφά, με διάφορα ατμόπλοια, λίγοι εθελοντές για να πολεμήσουν στην Κρήτη, ο αριθμός τους αυξήθηκε και μάλιστα εντάχθηκαν και εν ενεργεία αξιωματικοί του στρατού.

Ξεχωριστή, όμως, ήταν η ενέργεια δύο υπαξιωματικών τού τότε Βασιλικού Ναυτικού, που εγκατέλειψαν, αυθόρμητα, τις θέσεις τους, στον ατμομυοδρόμωνα «Ελλάς» (το πλοίο είχε κατασκευαστεί το 1860 στην Αγγλία και αρχικά ονομάστηκε «Αμαλία». Με αυτό είχαν φύγει από τον Πειραιά ο Οθωνας και η Αμαλία) παίρνοντας μαζί τους οπλισμό, μεταξύ άλλων και ένα κανόνι του πλοίου, για να πολεμήσουν στην Κρήτη!

Ηταν ο υποκελευστής α’ τάξεως Νίκος Ματάκιας, περίπου 35 χρόνων, με καταγωγή από τη Σάμο, και ο δίοπος Ηλίας Πάτερος, 26 χρόνων, από τα Αντικύθηρα, με ρίζες από την Κρήτη, οι οποίοι είδαν, αργότερα, σύσσωμο τον Τύπο της εποχής και πλήθος κόσμου, ιδιαίτερα Κρητικούς, ν' απαιτούν από το Ναυτοδικείο την αθώωσή τους.

Ο Νίκος Ματάκιας είχε έρθει, το 1881, στην Αθήνα από την κατεχόμενη Σάμο και κατετάγη στο Πολεμικό Ναυτικό. Η 15ετής υπηρεσία του χαρακτηριζόταν καλή και είχε προαχθεί στον βαθμό του υποκελευστή α' τάξεως, με ειδικότητα οπλίτη. Τον Οκτώβριο του 1895 είχε μετατεθεί από τον ατμοδρόμωνα «Αλφειό» στο «Ελλάς», όπου εκτελούσε υπηρεσία οπλονόμου.

Στο «Ελλάς» γνωρίστηκε με τον Ηλία Πάτερο, έναν 26χρονο δίοπο με ειδικότητα πυροβολητή Α', που παρέμεινε στο Ναυτικό μετά την ολοκλήρωση της περίπου τριετούς θητείας του. Ο Πάτερος εκτελούσε υπηρεσία διαχειριστή και υπεύθυνου πυρομαχικών.

Οι δύο συνάδελφοι μοιράζονταν, όπως και άλλοι, τις ίδιες ανησυχίες για τη γενικότερη κατάσταση και τους ένωνε το πάθος τους κατά των Τούρκων.

Ο Ματάκιας διηγούνταν όσα είχε ακούσει από τον πατέρα του για τη σφαγή των Τούρκων στη Χίο (1822) και τον ξεριζωμό που βίωσαν τότε οι Χιώτες, με οικογένειες να χωρίζονται και άλλοι να πηγαίνουν σε νησιά και άλλοι στη μικρή Ελλάδα.

Ο πατέρας του Ματάκια είχε φτάσει, μικρό παιδί, στη Σάμο, όπου έζησε τα επόμενα χρόνια και δημιούργησε την οικογένειά του. Οταν ο γιος του, Νίκος, έφυγε για την Αθήνα, όπου πήρε την ελληνική ιθαγένεια και του έγραψε πως θα καταταγεί στο Ναυτικό, του έγραψε μόνο τέσσερις λέξεις: «Με την ευχή μου!».

Ο Πάτερος, πάλι, είχε μεγαλώσει στα ελεύθερα Αντικύθηρα, με γονείς που είχαν διαφύγει από την Κρήτη, αλλά στα 19 χρόνια του είχε επιστρέψει, κρυφά, στη μεγαλόνησο για να πάρει μέρος σε μια από τις εξεγέρσεις των Κρητικών, η οποία κατεστάλη πολύ γρήγορα. Θεωρούσε, όπως έλεγε, θέμα τιμής ν' αγωνιστεί εναντίον των κατακτητών της πατρίδας του.

Οι δυο τους παρακολούθησαν τις δραματικές σκηνές που εκτυλίχτηκαν στις 30 Ιουλίου 1896 στον Πειραιά, με τους απελπισμένους πρόσφυγες, από το πολεμικό πλοίο τους, το οποίο χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες της Σχολής Δοκίμων.

Περίμεναν με ανυπομονησία τη διαταγή από την κυβέρνηση ν' αποπλεύσουν πολεμικά πλοία σε βοήθεια των Κρητικών επαναστατών, που είχαν κυριαρχήσει στην ύπαιθρο, αναγκάζοντας τους Τούρκους να περιοριστούν στις πόλεις.

Μάταια, όμως, περίμεναν. Αυτή η διαταγή δόθηκε αρκετούς μήνες αργότερα…

Ετσι, πήραν τις αποφάσεις τους και την 1η Αυγούστου έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους.

Ο Ματάκιας δέχτηκε στο πλοίο την επίσκεψη της συζύγου του και του παιδιού τους προφανώς για να τους αποχαιρετήσει, και ο Πάτερος έλειψε, για λίγες ώρες, πηγαίνοντας όπως είπε στο Μαρούσι.

Το απόγευμα εκείνης της ημέρας είχαν γίνει άφαντοι. Από μαρτυρίες που ακούστηκαν αργότερα στο δικαστήριο προέκυψε ότι οι δυο τους είχαν πάρει ένα πυροβόλο, από τον οπλισμό του πλοίου, με τον εξοπλισμό του και τα αναγκαία πυρομαχικά, τέσσερα όπλα «Γκρα» με τις ξιφολόγχες τους και περίπου 200 φυσίγγια καθώς και τέσσερα περίστροφα με περίπου 500 φυσίγγια. Αυτά φορτώθηκαν, με τη βοήθεια κάποιων πολιτών, σε μια βάρκα του πλοίου και μεταφέρθηκαν στην Ακτή Ξαβερίου (εκεί που προσεγγίζουν σήμερα τα κρουαζιερόπλοια).

Από εκεί μεταφέρθηκαν σε άγνωστο σημείο, ίσως προς το Λαύριο, για να φορτωθούν στο ατμόπλοιο «Μίνα» της εταιρείας Γουδή, που είχε επιστρέψει εκείνη την ημέρα από ένα περιπετειώδες ταξίδι στην Κρήτη, όπου αποβίβασε εθελοντές στο Λουτρό Σφακίων.

Κατά γενική ομολογία όταν έφτασε στην Κρήτη το πυροβόλο υπήρξε ενθουσιασμός στους επαναστάτες και ταυτόχρονα «εντύπωσιν και τρόμον επροξένησεν εις τους Τούρκους, ώστε πολλά φρούρια και κουλέδες [πύργοι] εκενώθησαν αμέσως αποσυρθέντες του στρατού», είχε ειπωθεί στη δίκη.

Παρά τις όποιες υπερβολές είναι γεγονός ότι οι δύο υπαξιωματικοί εντάχθηκαν στο εθελοντικό σώμα των Μανιατών υπό την ηγεσία του Γεώργιου Πετροπουλάκη και πήραν μέρος σε ορισμένες νικηφόρες μάχες, στις οποίες σημαντικό ρόλο έπαιξε το κανόνι που διέθεταν, όπως στη μάχη του Κοξαρέ, όπου οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το κάστρο.

Οι δύο υπαξιωματικοί του Ναυτικού παρέμειναν εκεί μέχρι τον Οκτώβριο και παρά τις αντιρρήσεις των Κρητικών, ο Ματάκιας απαίτησε και πήρε το πολυβόλο για να το επιστρέψει στη θέση του.

Μάλιστα, λέγεται ότι απείλησε να ανατιναχτεί μαζί του εάν προσπαθούσαν να του το πάρουν.

Ετσι, μαζί με τους δύο υπαξιωματικούς επέστρεψε και το κανόνι, το οποίο παρέδωσε στις αρχές ο Πετροπουλάκης.

Οι δύο άνδρες προφυλακίστηκαν και αυτό στοίχισε τη ζωή της γυναίκας του Ματάκια.

Στη δίκη, όμως, που έγινε στις 21 Δεκεμβρίου 1896 στο Ναυτοδικείο, το κύμα συμπαράστασης ήταν πρωτοφανές. Ολες οι εφημερίδες της εποχής ζητούσαν την αθώωσή τους, ενώ πολύς κόσμος είχε συγκεντρωθεί μέσα και έξω από την αίθουσα, κυρίως Κρητικοί, που ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και επευφημίες μόλις ακούστηκε η ομόφωνη αθωωτική απόφαση.

Η δράση της «Εθνικής Εταιρείας»

Η «Εθνική Εταιρεία» ήταν μια μυστική οργάνωση, που συστάθηκε στην Αθήνα τον Μάιο του 1894 -κατ’ άλλους στις 12 Νοεμβρίου 1894- από 15 χαμηλόβαθμους αξιωματικούς του στρατού.

Στην ιδρυτική ομάδα πρωτοστατούσαν ο Λ. Φωτιάδης και οι Γ. Σουλιώτης, Κ. Πάλλης, Παύλος Μελάς, ενώ ο μετέπειτα στρατηγός-απομνημονευματογράφος Αλέξ. Μαζαράκης-Αινιάν μπήκε στην Εταιρεία μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Ευελπίδων το 1895.

Αφορμή για τη δημιουργία της ήταν η αποδυνάμωση του στρατού λόγω της οικονομικής κρίσης του προηγούμενου διαστήματος, αλλά ανέπτυξε ανεύθυνη δράση και έπαιξε τελικά πολύ αρνητικό ρόλο την περίοδο πριν από τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

Μέσα σε δύο χρόνια η οργάνωση είχε αποκτήσει μεγάλη ισχύ και επιρροή καθώς υπολογίζεται ότι αριθμούσε περίπου 2.000 μέλη, ανάμεσά τους διανοούμενοι, όπως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ζωγράφοι, όπως ο Ν. Λύτρας, πανεπιστημιακοί, πολιτευτές και ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί.

Η οργάνωση λειτουργούσε με πυρήνες (τμήματα) και είχε «ορισμένους τύπους, σύμβολα και λοιπά τελετουργικά που θύμιζαν άλλοτε τα ανάλογα της Φιλικής Εταιρείας και άλλοτε συνήθειες τεκτονικής Στοάς».(2)

Με την κλιμάκωση της Κρητικής Επανάστασης, το καλοκαίρι του 1896, η «Εθνική Εταιρεία» προκάλεσε, για αντιπερισπασμό, ένοπλα επεισόδια στη Μακεδονία και στις 31 Οκτωβρίου ήρθε στο προσκήνιο με διακήρυξη που δημοσιεύτηκε στην «Ακρόπολη» με το σχόλιο: «Τέλος πάντων, απεκαλύφθη!».

Το… έδαφος για τη δράση της Εταιρείας έστρωσε και η άνευ ορίων πολιτική αντιπαράθεση για τα εθνικά θέματα, κυρίως για το Κρητικό Ζήτημα.

Μάλιστα, ο Δημήτριος Ράλλης έφτασε στο σημείο ν' απειλεί με επανάσταση, ακόμη και με κίνδυνο εμφυλίου, δηλώνοντας κατά τη συνεδρίαση της Βουλής στις 21 Ιανουαρίου 1897:

«Εάν η μοίρα κατεδίκασε την Ελλάδα να υποστή εκ νέου την πολιτική της κυβερνήσεως του Θεοδώρου Δηλιγιάννη, οίαν υπέστη κατά το παρελθόν, ήθελον τεθή επικεφαλής όπως υψώσω την σημαίαν της επαναστάσεως κατά του καθεστώτος το οποίον εις ουδέν έτερο συντελεί ή να ζημιοί τα εθνικά συμφέροντα».

Τρεις ημέρες μετά την εκρηκτική δήλωση του Δημητρίου Ράλλη και μέσα σε κλίμα λαϊκής έξαψης, μόλις έφτασαν νέες ειδήσεις περί σφαγών και εμπρησμών στην Κρήτη, αμέσως συνήλθε συμβούλιο και αποφασίστηκε η αποστολή μοίρας ελληνικών πολεμικών πλοίων στη μεγαλόνησο, υπό την αρχηγία του δευτερότοκου γιου του βασιλιά, πρίγκιπα Γεωργίου, με την εντολή της παρεμπόδισης κάθε περαιτέρω αποβίβασης τουρκικών δυνάμεων.

Και ενώ το Κρητικό Ζήτημα έμπαινε σε τροχιά επίλυσης με τη συνδρομή και των Μεγάλων Δυνάμεων, η Ελλάδα εμπλεκόταν, τον Μάρτιο του 1897, σε έναν σύντομο πόλεμο με την Τουρκία, από τον οποίο εξήλθε με εδαφικές απώλειες αλλά κυρίως με τεράστια οικονομικά βάρη.

Πηγές:
(1) Γ.Β. Τσοκόπουλου «Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης (1820- 1889)», σελ. 87.
(2) Συλλογικό έργο, «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τόμος ΙΔ', εκδοτική Αθηνών, σελ. 98.
● Γενικά Αρχεία του Κράτους/Υπουργείο Ναυτικών/φ. 46.2.13 Β και φ. 2.2 (1895)/Ναύσταθμος/ Υπηρεσιακές μεταβολές δ’.
● Τάσος Βουρνάς, «Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας», τόμος Α’, εκδόσεις Πατάκη.
● Εφημερίδες «Ακρόπολις», «Πρόνοια», «Εμπρός», «Σφαίρα».

Σταύρος Μαλαγκονιάρης

Πηγή: efsyn.gr






Αναρτήθηκε από: