Ενα ιμπεριαλιστικό σφαγείο... δι’ ασήμαντον αφορμήν - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

  Οι τελευταίες στιγμές του Στρατιώτη, πίνακας του Adolf G. Doring

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θεωρείται ότι ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου του 1914, όταν η Αυστροουγγαρία επιτέθηκε κατά της Σερβίας. Σε όλη όμως τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (στο διάστημα δηλαδή ανάμεσα στον Α΄ και τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) ως ημερομηνία έναρξης θεωρούνταν η 1η Αυγούστου του 1914, όπου η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία.

Οντως, από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο πόλεμος αποκτά πανευρωπαϊκό χαρακτήρα. Στις 3 Αυγούστου η Γερμανία κήρυξε, επίσης, τον πόλεμο στη Γαλλία και την επομένη η Αγγλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία.

Εκείνος ο πόλεμος ονομάστηκε ιμπεριαλιστικός. Οχι άδικα. Ο,τι προηγήθηκε αλλά και το αποτέλεσμά του επιβεβαιώνουν ότι επρόκειτο για έναν πόλεμο που έγινε με σκοπό το μοίρασμα των αγορών μεταξύ των ισχυρότερων τότε κρατών του κόσμου.

Τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, εκείνη η εποχή μοιάζει πολύ με τη σημερινή. Υπό αυτή την έννοια, η γνώση του παρελθόντος αποκτά ιδιαίτερη αξία.

Οι αιτίες του πολέμου

Πίνακες που αναπαριστούν τα πεδία των μαχών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου Πίνακες που αναπαριστούν τα πεδία των μαχών |
 

Αν θέλουμε να κατανοήσουμε έναν πόλεμο, πρέπει να κατανοήσουμε και το οικονομικο-κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτός διεξάγεται.

Επομένως το ίδιο ακριβώς πρέπει να κάνουμε για να βρούμε τις αιτίες του: να κοιτάξουμε τις οικονομικο-κοινωνικές εξελίξεις που προηγήθηκαν.

Είναι αλήθεια ότι προς τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ο παλιός καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού μετασχηματίζεται σε μονοπωλιακό καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό.

Εδώ δεν είναι δυνατόν να περιγράψουμε ολόκληρη αυτή την πορεία. Θα δώσουμε μόνο ορισμένα στοιχεία ενδεικτικά για κάθε μία από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής.

Στη Γερμανία, π.χ., το 1905 υπήρχαν το λιγότερο 285 καρτέλ που συνένωναν στους κόλπους τους 12 χιλιάδες επιχειρήσεις, παρήγαν τα 3/5 σχεδόν από τον συνολικό όγκο των προϊόντων και κυριαρχούσαν στους σπουδαιότερους κλάδους της βιομηχανίας.

Το 1911 τα καρτέλ έφτασαν τα 550 με 600. Γιγάντια μονοπωλιακά συγκροτήματα συνδεδεμένα στενά με τις μεγαλύτερες τράπεζες συγκέντρωναν στα χέρια τους ολόκληρους κλάδους της βιομηχανίας και η οικονομική δύναμη είχε συγκεντρωθεί στα χέρια μιας μικρής ομάδας μονοπωλητών.

Στις ΗΠΑ, το 1901 είχαν ιδρυθεί 75 τραστ που συνένωναν περισσότερες από 1.600 επιχειρήσεις με συνολικό μετοχικό κεφάλαιο περίπου 3 δισ. δολάρια.

Οι μονοπωλιακές αυτές επιχειρήσεις στο διάστημα 1903-1905 έδιναν το 75% της παραγωγής γαιάνθρακα, το 84% της παραγωγής πετρελαίου κ.ο.κ.

Από κοντά, αλλά με διαφορετικούς ρυθμούς και ιδιαιτερότητες, αναπτύχθηκαν τα μονοπώλια και στις υπόλοιπες ισχυρές χώρες εκείνης της εποχής, στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιαπωνία, τη Ρωσία, την Αυστροουγγαρία κ.λπ.

Τα αγγλικά, για παράδειγμα, μονοπώλια οργανώνονταν κυρίως στους βιομηχανικούς κλάδους, που συνδέονταν άμεσα με την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου στις αποικίες και στις εξαρτημένες χώρες, γεγονός που ερμηνεύεται εύκολα αν ληφθεί υπόψη η αποικιοκρατική μορφή του αγγλικού καπιταλισμού.

Εντυπωσιακή ήταν επίσης και η ανάπτυξη του τραπεζιτικού κεφαλαίου, το οποίο ραγδαία συμφύονταν με το βιομηχανικό, δημιουργώντας έτσι το χρηματιστικό κεφάλαιο.

Στις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία κυριαρχούσαν εννέα μεγάλες τράπεζες του Βερολίνου, με πιο ισχυρές τη «Γερμανική Τράπεζα» και την «Εταιρεία Προεξοφλήσεων».

Στη Γαλλία κυριαρχούσαν τρεις τράπεζες και στις ΗΠΑ δύο που συνδέονταν άμεσα με τα χρηματιστικά συγκροτήματα Ροκφέλερ και Μόργκαν.

Στην Αγγλία οι τράπεζες στην ανάπτυξή τους ακολουθούν τον αποικιακό χαρακτήρα του βρετανικού κεφαλαίου.

Στα 1904 υπήρχαν 50 αποικιακές τράπεζες με 2.279 αποικιακά παραρτήματα, όταν οι γαλλικές τράπεζες, για την ίδια χρονική περίοδο είχαν 136 αποικιακά παραρτήματα και οι γερμανικές 70.

Στα 1910 τα αποικιακά παραρτήματα των αγγλικών τραπεζών έφτασαν τα 5.449 (Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, «Παγκόσμια Ιστορία», εκδόσεις Μέλισσα, τόμος Ζ2, σσ. 563-624).

Με το ξημέρωμα του 20ού αιώνα εμφανίζεται σε γιγαντιαίες διαστάσεις η εξαγωγή κεφαλαίου και ο ανταγωνισμός των πολυεθνικών μονοπωλίων για το μοίρασμα των αγορών και σφαιρών επιρροής ανάμεσά τους.

Ενας ανταγωνισμός που προκαλούσε συνεχείς τριβές ανάμεσα στα ισχυρά κράτη της εποχής, μεγάλες κρίσεις, όπως η μαροκινή κρίση στα 1905-1906 και 1911 και η βοσνιακή στα 1908-1909, αλλά και περιφερειακούς πολέμους όπως ο ισπανοαμερικανικός στα 1898, ο πόλεμος των Αγγλων εναντίον των Μπόερς στα 1899-1902, ο Ρώσο-ιαπωνικός πόλεμος στα 1903-1904, ο Ιταλοτουρκικός στα 1911-1912 και οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913.

Υστερα απ’ όλα αυτά δεν χωράει αμφιβολία πως ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν μοιάζει καθόλου με κεραυνό εν αιθρία αλλά με τη φυσική συνέπεια όσων προηγήθηκαν της έκρηξής του.

Πρόσχημα ένας φόνος

Ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφία Χότεκ, Γκαβρίλο Πρίντσιπ

Για να γίνει ένας πόλεμος χρειάζεται κι ένα πρόσχημα, το οποίο συχνά αποδεικνύεται δυσανάλογα μικρό έως και ασήμαντο σε σχέση με το μέγεθος του πολέμου και την καταστροφή που αυτός προκαλεί. Τέτοιο ήταν και το πρόσχημα που χρησιμοποιήθηκε για να ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Στις 28 Ιουνίου του 1914, ο διάδοχος του θρόνου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος και η σύζυγός του Σοφία Χότεκ, πριγκίπισσα του Χόενμπεργκ, δολοφονήθηκαν στο Σαράγεβο από Σέρβους εθνικιστές με φυσικό αυτουργό τον Γκαβρίλο Πρίντσιπ.

Η δολοφονία ήταν μια πράξη που έμοιαζε περισσότερο με προβοκάτσια, δεδομένου ότι δεν υπήρχε σοβαρή δικαιολογία για την τέλεσή της και φυσικά τίποτα το θετικό δεν είχε να προσφέρει στη Σερβία και στους ομοεθνείς της στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη που βρισκόταν κάτω από αυστροουγγρική κατοχή.

Οι ιθύνοντες, όμως, της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας αξιοποίησαν το γεγονός ως την αφορμή για μια πολεμική εξόρμηση εναντίον της εξαντλημένης από τους Βαλκανικούς πολέμους Σερβίας, ούτως ώστε να ισχυροποιήσουν τη θέση της χώρας τους στη Βαλκανική χερσόνησο.

Για την ακρίβεια, ό,τι έκαναν ήταν αποτέλεσμα κοινής συνεννόησης με τη Γερμανία. «Τόσο στο Βερολίνο όσο και στη Βιέννη», γράφει ο Marc Ferro, «η σύγκρουση με τη Σερβία ήταν γεγονός. Παρ’ όλα αυτά υπήρχε ένας αστάθμητος παράγοντας: οι πιθανές αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων» (Marc Ferro, «Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος 1914- 1918», εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», σ. 91).

Οι μεγάλες δυνάμεις

Τις αντιδράσεις αυτές ανέλαβε να διερευνήσει η Γερμανία, η διπλωματία της οποίας άρχισε να βολιδοσκοπεί την αγγλική πλευρά με σκοπό να διαπιστώσει πώς θα ενεργούσε η τελευταία στο ενδεχόμενο αυστροουγγρικής πολεμικής δράσης κατά της Σερβίας. Η αγγλική κυβέρνηση επιδόθηκε στον συνήθη ρόλο της, του «διαίρει και βασίλευε».

Από τη μία ενθάρρυνε τη Γερμανία ώστε να προωθηθούν τα αυστρογερμανικά σχέδια στα Βαλκάνια κι από την άλλη σε συζητήσεις με τη ρωσική διπλωματία άφηνε να εννοηθεί πως η Γερμανία θεωρεί κυριότερο αντίπαλό της τη Ρωσία, αλλά σε περίπτωση πολέμου η τελευταία μπορούσε να ελπίζει στην αγγλική υποστήριξη (Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, στο ίδιο, σ. 728).

Ηταν οφθαλμοφανές πως η Βρετανική Αυτοκρατορία επιδίωκε έναν ευρωπαϊκό πόλεμο που δεν θα την άγγιζε αλλά θα της εξασφάλιζε την παγκόσμια κυριαρχία μέσα από τον εκμηδενισμό ή την εξασθένιση όλων των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της.

Το τραγικό βεβαίως ήταν πως αυτός ο πόλεμος, που κάθε άλλο παρά άφησε ανέπαφη την Αγγλία ήταν πολύ κοντά. Περισσότερο κοντά απ’ όσο αυτή τον υπολόγιζε.

Στις 23 Ιουλίου η κυβέρνηση της Αυστροουγγαρίας επέδωσε στην κυβέρνηση του Βελιγραδίου ένα τελεσίγραφο με δέκα όρους που αν το σερβικό κράτος τους αποδεχόταν στο σύνολό τους, θα έπρεπε να παραιτηθεί από τα κυριαρχικά του δικαιώματα.

Δεν το έπραξε, με αποτέλεσμα στις 28 Ιουλίου στα σερβοαυστριακά σύνορα να αρχίσουν πολεμικές επιχειρήσεις που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα αγκάλιασαν ολόκληρη την Ευρώπη.

Στις 31 Ιουλίου δημοσιεύτηκε διάταγμα του τσάρου Νικολάου Β΄ που καλούσε τους Ρώσους σε γενική επιστράτευση, ενώ τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας η γερμανική κυβέρνηση με τελεσίγραφό της ζητούσε από την τσαρική κυβέρνηση να πάρει πίσω την εν λόγω απόφασή της.

Η άρνηση της ρωσικής πλευράς είχε ως αποτέλεσμα, το βράδυ της 1ης Αυγούστου του 1914, η Γερμανία να κηρύξει τον πόλεμο στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Στις 3 Αυγούστου η Γερμανία κήρυξε, επίσης, τον πόλεμο στη Γαλλία και την επομένη η Αγγλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει και τίποτα δεν ήταν σε θέση να τον σταματήσει.

Τα αντίπαλα στρατόπεδα

Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος και η σύζυγος του Σοφία Χότεκ Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος και η σύζυγος του Σοφία Χότεκ |
 

Οι δύο αντιμαχόμενοι στρατιωτικοπολιτικοί συνασπισμοί που συγκρούστηκαν στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν η «Τριπλή Συνεννόηση» (Τριπλή Αντάντ) και η «Τριπλή Συμμαχία» (Κεντρικές Δυνάμεις).

Στην Τριπλή Συνεννόηση, που συγκροτήθηκε στα 1907 όταν η Ρωσία και η Αγγλία ήρθαν σε συμφωνία που συμπλήρωνε την αγγλογαλλική συμφωνία του 1904, κυριαρχούσαν η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία.

Στην «Τριπλή Συμμαχία» δέσποζαν η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία. Η συγκρότησή της ξεκίνησε με τη γερμανοαυστριακή στρατιωτική συμμαχία του 1878 που ολοκληρώθηκε με την προσχώρηση σ’ αυτήν της Ιταλίας το 1883.

Οι συνασπισμοί αυτοί στην πορεία του πολέμου άλλαξαν αισθητά. Η Ιταλία, για παράδειγμα, στην αρχή της αναμέτρησης δήλωσε ουδετερότητα και στη συνέχεια επιχείρησε να συμπαραταχτεί με κάποιον από τους δύο συνασπισμούς, που θα της έδινε τα ανταλλάγματα που ζητούσε.

Τελικά τον Μάη του 1915 πέρασε με το μέρος της Αντάντ αλλά το κενό της στην Τριπλή Συμμαχία κάλυψε η Βουλγαρία, που επίσης στην αρχή του πολέμου δήλωσε αυστηρή ουδετερότητα, αλλά το φθινόπωρο του 1915 πέρασε στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων.

Το ίδιο έκανε και η Τουρκία, με αποτέλεσμα η Τριπλή Συμμαχία να γίνει τετραπλή (Γερμανο-αυστρο-βουλγαρο-τουρκική).

Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το παζλ των εμπολέμων συμπληρώνουν και μια σειρά μικρότερες χώρες, που πήραν τα όπλα τασσόμενες στο πλευρό του ενός ή του άλλου στρατιωτικοπολιτκού συνασπισμού, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες που από σκοπιμότητα ενεπλάκησαν καθυστερημένα, στις 6/4/1917, για να πάρουν μέρος στη μοιρασιά της λείας των νικητών.

Το κόστος του πολέμου

Ο πόλεμος κράτησε τέσσερα χρόνια, έως τις 11 Νοεμβρίου του 1918 που υπογράφηκε στην Κομπιένη ανακωχή ανάμεσα στις δυνάμεις της Αντάντ και στη Γερμανία.

Το κόστος του είναι τεράστιο και οι αριθμοί που θα ακολουθήσουν ενδεικτικοί της καταστροφής που συντελέστηκε. Στη δίνη του συμπαρέσυρε 38 χώρες με συνολικό πληθυσμό, περίπου, 1,5 δισεκατομμύριο κατοίκους.

Οι άνθρωποι που επιστρατεύτηκαν έφτασαν τα 74 εκατομμύρια. Από αυτούς 10 εκατομμύρια ήταν οι νεκροί και 20 εκατομμύρια οι τραυματίες.

Αναλυτικότερα η Ρωσία είχε 2 εκατομμύρια 300 χιλιάδες νεκρούς στρατιώτες στα πεδία των μαχών, η Γερμανία 2 εκατομμύρια νεκρούς, η Αυστροουγγαρία 1 εκατομμύριο 440 χιλιάδες, η Γαλλία 1 εκατομμύριο 383 χιλιάδες, η Αγγλία 747 χιλιάδες, η Ιταλία 7.000, περίπου, και οι ΗΠΑ 53 χιλιάδες.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις έγιναν σε έδαφος που η έκτασή του ξεπερνούσε τα 4 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα και οι καθαρά στρατιωτικές δαπάνες των εμπόλεμων κρατών έφτασαν τα 208 δισεκατομμύρια δολάρια.

Συντάκτης: Γιώργος Πετρόπουλος

πηγή






Αναρτήθηκε από: