Μεταξύ αξίας και απαξίας - Ειδήσεις Pancreta

Από τα αρχαία χρόνια οι άνθρωποι θαύμαζαν ιδιαιτέρως τους αθλητές, ως ανθρώπους υπερέχοντες σε σωματική αρετή και ανδρεία. Εφόσον βέβαια συμφωνούσαν πως ο αθλητισμός είναι προσομοίωση πολέμου. Έτσι πίστευαν πάντως οι αρχαίοι και γι' αυτό γκρέμιζαν συμβολικά ένα μέρος του τείχους της πόλης τους προς τιμήν του συμπολίτη τους ολυμπιονίκη. "Με τέτοιους άνδρες, τί τα χρειαζόμαστε τα τείχη;" σου λέει...

Σήμερα η ακραία εμπορευματοποίηση ,η μαφιοποίηση και η τζογοποίηση του αθλητισμού προφανώς και έχει μειώσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την αυθόρμητη και βαθιά εκτίμηση προς τους σπουδαίους αθλητές, αφού είναι κοινό μυστικό πως οι μεγάλες επιδόσεις (ιδίως στο στίβο) οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε χρήση φαρμακευτικών ουσιών-αναβολικών.
Και γι' αυτό ίσως η "εκτίμηση" προς τους αθλητές διαρκεί συχνά όσο διαρκεί και η προώθησή τους απ' τους χορηγούς και τις παραγοντικές μαφίες.
Το ότι συμβαίνει αυτό, όμως, δεν πρέπει να μας κάνει μηδενιστές και να μη θαυμάζουμε τους σπουδαίους αθλητές- κρίνοντας βέβαια με βάση την αθλητική αλλά και την εν γένει παρουσία τους.
Δεν υπάρχουν μόνο τα χορηγούμενα ρομπότ που κάνουν τα πάντα απλώς για ένα μηδενικό παραπάνω στο συμβόλαιο και για διαφημιστική προβολή.
Ακόμη και σ' αυτό το ζοφερό κλίμα, πολλοί απ' τους σπουδαίους πρωταθλητές, παραμένουν και αθλητές και πρότυπα άξια μίμησης.
 
 
Αυτές τις ημέρες διεξάγεται στη Γαλλία το -άλλοτε κραταιό- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου (Euro), το οποίο κάποτε θα συγκέντρωνε πάνω του όλα τα φώτα της προσοχής των Ευρωπαίων πολιτών.
Αντ' αυτού όμως βλέπουμε μια πλήρη απαξίωση.
Και δικαίως τη βλέπουμε.
Η απόλυτη κυριαρχία των χορηγών σε συνδυασμό με τα στημένα παιχνίδια, το στοίχημα και τον ακραίο χουλιγκανισμό απαξιώνουν στα μάτια του κόσμου αυτό το πολύ όμορφο και υγιές συναίσθημα της συγκίνησης, του σεβασμού και του θαυμασμού για το άθλημα, τις μάχες και τα ανδραγαθήματα των (πρωτ-)αθλητών.
Στη Γαλλία αυτή τη στιγμή, αντί να ζουν μια πανευρωπαϊκή γιορτή του αθλητισμού, αντιθέτως ζουν μια τεράστια κοινωνική αναταραχή, αφενός λόγω του φόβου από τις τρομοκρατικές επιθέσεις και αφετέρου λόγω των απεργιών και διαδηλώσεων που έχουν παραλύσει τη χώρα. Σε άλλες εποχές, οι εργάτες θα σταματούσαν τη διαδήλωση για να δουν μπάλα και θα συνέχιζαν... αργότερα, αλλά τώρα, εξαιτίας της εν γένει απαξίωσης του αθλητισμού (και ο πρωταθλητισμός αναπόσπαστο μέρος του αθλητισμού είναι άλλωστε, αφού οι πρωταθλητές λειτουργούν και ως πρότυπα για τα παιδιά), η πανευρωπαϊκή γιορτή έχει καταστεί εφιάλτης- όπως και καθετί άλλο πανευρωπαϊκό άλλωστε.
 
 
Στον αντίποδα, οι Έλληνες, βάζοντας για λίγο στην άκρη τα μύρια όσα προβλήματά μας, παρακολουθήσαμε οι περισσότεροι φίλαθλοι με θαυμασμό, συγκίνηση και δέος πριν καμιά 20αριά μέρες την αποθέωση του αθλητισμού, στο -κακά τα ψέματα- εθνικό μας σπορ, το μπάσκετ.
Ζήσαμε τον πλούτο των συγκινήσεων που προκαλούν οι τιτάνιες μάχες που παράγει ο αθλητισμός.
Ζήσαμε τη μάχη μεταξύ των τιτάνων Δημήτρη Διαμαντίδη και Βασίλη Σπανούλη, του ενός με το τριφύλλι στο στήθος και του άλλου με το δαφνοστεφανωμένο έφηβο.
Η κορυφαία ίσως μάχη στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.
Η έκβαση της οποίας άλλαζε πλευρά κάθε λίγα δευτερόλεπτα- ακόμη και σε κλάσματά του.
Χρειάστηκαν δύο παρατάσεις, αφού και οι δύο ομάδες αρνούνταν να χάσουν.
Ώσπου, στο τελευταίο δευτερόλεπτο γράφτηκε η τελευταία σελίδα της αθλητικής ιστορίας ενός σπουδαίου προτύπου (και όχι ειδώλου) για κάθε νέο, για κάθε Έλληνα: του Δημήτρη Διαμαντίδη.
Ο Βασίλης νίκησε το Δημήτρη και τον γκρέμισε στιγμιαία απ' το θρόνο, σε μια μάχη που είχαν διαγραφεί απ' το μυαλό όλων και οι χορηγοί και τα συμβόλαια και όλα τα σχετικά και αντ' αυτών είχαν μείνει να αναμετρώνται στο νήμα μόνο το πάθος για τη νίκη, το μυαλό, η ψυχή, το ταλέντο, το πείσμα, η προσπάθεια.
Και τελικά, όποιος κι αν νίκησε σ' αυτή τη μάχη, ο κερδισμένος ήταν ο κάθε Έλληνας φίλαθλος που έγινε κοινωνός αυτού του μυστηρίου.
 
 
Ζώντας αυτήν την μέχρις εσχάτων τιτανομαχία, γίναμε καλύτεροι φίλαθλοι. Άρα ίσως και να γίναμε καλύτεροι πολίτες, καλύτεροι άνθρωποι.
Για πρώτη ίσως φορά, θαυμάσαμε τον αντίπαλο σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και οι χουλιγκάνοι... ντράπηκαν να χαλάσουν τη γιορτή!
Σε εκατοντάδες άλλες περιπτώσεις, οι φανατισμένοι ανεγκέφαλοι θα έσπαγαν τα πάντα, θα εισέβαλαν στον αγωνιστικό χώρο και δε θα άφηναν να τελειώσει ο τελικός, αφού το αποτέλεσμα έδινε τον τίτλο στον αντίπαλο. Θα του έστηναν και καρτέρι για να του σπάσουν και τα μούτρα μετά...
Ήταν τέτοια όμως η συγκίνηση και η αναγνώριση της αξίας του αντιπάλου (και απ' τις δύο πλευρές) ώστε ουδείς τόλμησε να ανοίξει ούτε τη μύτη κανενός.
Κάθε "πράσινος" φίλαθλος βλέποντας τον Σπανούλη να 'χει τη μπάλα ψιθύρισε από μέσα του "χάσε κι ένα ρε Βασίλη! επιτέλους!"  και κάθε "κόκκινος" φίλαθλος βλέποντας τον... εφιάλτη του, το Διαμαντίδη, μονολογούσε "ωχ, όχι πάλι αυτός! όχι πάλι..!"
Είναι σπουδαίο μάθημα να αναγνωρίζεις την αξία του αντιπάλου.
Σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, σίγουρα...
 
 
Στη Γαλλία όμως δε νιώθουν τέτοιες συγκινήσεις αυτές τις μέρες.
Τουναντίον, σκοτώνονται οι χουλιγκάνοι.
Άγγλοι, Ρώσοι, Γερμανοί, Βέλγοι και πάει λέγοντας.
Είναι μάλλον γιατί δεν έχουν Διαμαντίδη και Σπανούλη να τους αφοπλίσουν τα χέρια απ' τους σουγιάδες και να τα εξαναγκάσουν σε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα.
Χειροκρότημα σ' αυτούς που ξεχωρίζουν σε σωματική αρετή και πνευματική ισορροπία.
Σ' αυτούς που είναι "καλοί καγαθοί" σύμφωνα με το αρχαιοελληνικό ιδεώδες.
Σ' αυτούς στους οποίους αξίζει να μοιάσουν τα παιδιά μας.
Αξίζει... για την αφοσίωσή τους σ' αυτό που επέλεξαν να κάνουν, για την εργατικότητά τους για να γίνουν πρώτοι και άριστοι, για την επιμονή τους να παραμείνουν για πάντα στην κορυφή, για το πείσμα τους για τη νίκη, για το θάρρος τους να αναλαμβάνουν την ευθύνη αψηφώντας τον κίνδυνο, για το σεβασμό τους στον αντίπαλο, για την αναμέτρησή τους με τα όρια της φύσης τους.
Στη χώρα (ή και στην ήπειρο) που βασιλεύουν οι κατ' επάγγελμα και ιδεολογία μέτριοι, αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη αξία οι άριστοι, όπως ο Δημήτρης και ο Βασίλης.
Εδώ η αξία, στο Euro η απαξία.
 

Πηγή: toixo-toixo.blogspot.gr/