Απορρίπτει το Βερολίνο συζήτηση για χρέος πριν το 2018 - Ειδήσεις Pancreta

Μετά το 2018 παρέπεμψαν τη συζήτηση για το ελληνικό χρέος η αναπληρώτρια εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης και η εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών, αφού πρώτα η χώρα μας εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις, που της έχουν επιβάλει οι δανειστές.

Κατά την ενημέρωση δημοσιογράφων οι δύο κυρίες Ουλρίκε Ντέμερ και Φριντερίκε φον Τίζενχαουζεν δεν θέλησαν να απαντήσουν στην ερώτηση της Deutsche Welle για το κατά πόσο ευσταθεί δημοσίευμα της Handelsblatt ότι Μέρκελ και Λαγκάρντ κατέληξαν την Τετάρτη σε συνεννόηση σε ό,τι αφορά το χρέος και συζήτησαν ήδη πιθανά μέτρα γι αυτό.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της γερμανικής εφημερίδας, η καγκελάριος δείχνει πρόθυμη να συζητήσει σύντομα συγκεκριμένα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, ακόμη και αν δεν πρόκειται να εφαρμοστούν πριν από το τέλος του τρέχοντος προγράμματος το 2018 και την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων από την Ελλάδα.

Αποφεύγοντας να απαντήσει, η αναπληρώτρια εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης δήλωσε πως εξακολουθεί να ισχύει αυτό που έχει συμφωνηθεί στο Eurogroup τον Μάιο του 2016. Δηλαδή ότι, σε περίπτωση που κριθούν αναγκαία, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το ελληνικό χρέος θα εξεταστούν το 2018

Προϋπόθεση για αυτό είναι «η πλήρης εφαρμογή του προγράμματος» από την Ελλάδα. Παράλληλα εξέφρασε την άποψη ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ήδη υλοποιούνται από τον ΕΜΣ «και συμβάλλουν ουσιαστικά στη βιωσιμότητα του χρέους».

Η εκπρόσωπος του Σόιμπλε, Τιζενχάουζεν, ανέφερε ότι «η υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων θα έχει σημαντική επίδραση στη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους».

Παραπέμποντας στο Eurogroup δήλωσε ότι για τη διαχείριση του χρέους θα «ληφθούν αποφάσεις το 2018. Και αυτό εξακολουθεί να ισχύει για εμάς».

«Τίποτα δεν έχει αλλάξει»

Αναφερόμενη στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις, η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος τόνισε πως «βασικά δεν έχει αλλάξει τίποτα». Εξακολουθεί να ισχύει ο στόχος ότι θεσμοί και Ελλάδα θα πρέπει να συμφωνήσουν σε "κοινές προϋποθέσεις"». 

Σε ό,τι αφορά την επιστροφή των τεχνικών κλιμακίων των θεσμών στην Αθήνα την ερχόμενη εβδομάδα, η κ. Ντέμερ τόνισε ότι «βάση για την επιστροφή είναι η κοινή αντίληψη για τους βασικούς όρους των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, για τους οποίους έχουν συμφωνήσει θεσμοί και Ελλάδα τη Δευτέρα στο Eurogroup».

Πάντως, σύμφωνα με την Handelsblatt, η τρόικα θα επιστρέψει στην Αθήνα και να διαπραγματευτεί τις λεπτομέρειες του εύρους των μεταρρυθμίσεων -για παράδειγμα σε ό,τι αφορά τους φόρους και τις συντάξεις- παραμένει ακόμη επίμαχο μεταξύ των δανειστών και της Ελλάδας. 

«Τώρα θα πρέπει να ενταθεί η πίεση στον Αλέξη Τσίπρα ώστε να εκπληρώσει όλους τους όρους. Σε αυτό συμφώνησαν η Μέρκελ και η Λαγκάρντ». Μόνο όταν η Αθήνα έχει τελειώσει με τις μεταρρυθμίσεις και έχει ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος θα συγκεκριμενοποιηθούν οι χειρισμοί που αφορούν το χρέος, έγραψε η εφημερίδα του Ντίσελντορφ.

«Δεν αρκούν οι υπεραισιόδοξες προβλέψεις»

Πάντως, στην ελάφρυνση χρέους επιμένουν τα κορυφαία στελέχη του ΔΝΤ, ο διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος, Πόλ Τόμσεν, και ο οικονομικός σύμβουλος, Μορίς Όμπστφελντ

Σε άρθρο τους στο blog του Ταμείου, μεταξύ άλλων, τονίζεται «η δέσμευση για παροχή της αναγκαίας ελάφρυνσης του χρέους θα πρέπει να γίνεται στην αρχή του προγράμματος και θα πρέπει να είναι αρκετά αξιόπιστη».

Στο κείμενο υπάρχουν άμεσες και έμμεσες αναφορές στην περίπτωση του ελληνικού χρέους, καθώς και σαφή μηνύματα προς τους αξιωματούχους της ευρωζώνης για την πολιτική που ακολουθούν στην περίπτωση της Αθήνας. 

«Το να υποκρινόμαστε πως μπορεί να αποπληρωθεί ένα χρέος που δεν είναι δυνατόν να εξοφληθεί, αυτό το μόνο που μπορεί να έχει ως συνέπεια, είναι να υποσκάψει την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών προσαρμογής της χώρας-οφειλέτη, κάνοντας τελικά όλες τις πλευρές να χάσουν περισσότερα από ό,τι αν είχαν αντιμετωπίσει έγκαιρα τα γεγονότα», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Σε άλλο σημείο του άρθρου και φωτογραφίζοντας την Ελλάδα, επισημαίνουν πως «μπορεί να υπάρξουν περιστάσεις, όπου οι επίσημοι διμερείς πιστωτές προτιμούν να θέσουν την πλήρη εφαρμογή του προγράμματος ως προϋπόθεση για την πραγματική παροχή της ελάφρυνσης του χρέους. Μία τέτοια προσέγγιση μπορεί να είναι δικαιολογημένη, για παράδειγμα, όταν υπάρχουν ανησυχίες αναφορικά με το ιστορικό επιδόσεων οικονομικής προσαρμογής ενός μέλους».

Με πληροφορίες από Deutsche Welle και ΑΠΕ-ΜΠΕ

πηγή


Πηγή: pancreta