Πώς ο Μίκης έγινε υπουργός του Μητσοτάκη - Ειδήσεις Pancreta

Τι γράφει ο Μίμης Ανδουλάκης στο βιβλίο του «Σαλός Θεού- Ο Μυστικός Μίκης» (Εκδόσεις ΠΑΤΤΑΚΗ).

Το θερμό καλοκαίρι του ‘89 βαδίζει στο τέλος του. Ο Μίκης, στα 64, ετοιμάζει ακόμα μια φορά τις βαλίτσες του για το Παρίσι, προκειμένου να ολοκληρώσει τις όπερές του. Τον προφταίνει ο Κώστας Μητσοτάκης την τελευταία στιγμή και ασμένως τον διαβεβαιώνει ότι συμφωνεί με τις πολιτικές και τις άλλες προϋποθέσεις για μια δημοκρατική διέξοδο, που είχε εκείνος εισηγηθεί δημόσια και με γραπτό σημείωμά του. Του ζητά να συμμετέχει. «Ανταποκρίθηκες, Πρόεδρε, σ’ αυτές τις προϋποθέσεις;» θα τον ρωτήσω δέκα χρόνια αργότερα. «Είχα υποτιμήσει τις εσωκομματικές αντιδράσεις στον ρόλο του από παλαιο-δεξιούς τομείς του κόμματος».

ΜΙΜΗΣ ΣΑΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη Σαλός Θεού - Ο μυστικός Μίκης (εκδ. Πατάκη)

Οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Ο Μίκης μαζί με τους Μάνο Χατζηδάκι και Σταύρο Ξαρχάκο συμμετέχουν στη μεγάλη συναυλία που υποκαθιστά τη μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση της Νέας Δημοκρατίας. Ο συνθέτης του «Φτωχολογιά», Σ. Ξαρχάκος, ενώ ο στιχουργός του γράφει το «Βρώμικο 89». Ο Μίκης υποψήφιος στο Επικρατείας της ΝΔ ως ανεξάρτητος, εκλέγεται βουλευτής (5.11.1989). Στη συνέχεια την πιο εμβληματική συνεργάτιδά του, τη Μαρία Φαραντούρη, αλλά και τον Αντώνη Καλογιάννη να στρέφονται στον Ανδρέα Παπανδρέου.

Έχουν μεσολαβήσει η κυβέρνηση Τζαννετάκη ΝΔ-ΣΥΝ. Το ατόπημα της παραπομπής Α. Παπανδρέου. Η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από τη 17 Νοέμβρη, που συγκλόνισε τον Μίκη και, βέβαια, η ιστορική Πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Την περίοδο αυτή θα δεχτεί και ο ίδιος τρομοκρατικές απειλές.

Τα δικά μου ερωτήματα, όπως και άλλων, για τις εξελίξεις το καλοκαίρι του 89 τού φαίνονται μεσοβέζικα, δειλά προσχήματα μπροστά στην ανάγκη της «τελικής λύσης», η οποία δεν ήρθε ούτε στις εκλογές του Νοέμβρη. Σχηματίστηκε τότε η κυβέρνηση Ζολώτα με τη στήριξη των τριών κομμάτων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ.

Πολλά ερωτήματα: Γιατί ο Ανδρέας δέχτηκε τον Νοέμβριο την οικουμενική λύση που απέρριπτε τον Ιούνιο εμμένοντας σε μια στενή αντιμητσοτακική συσπείρωση, υποτίθεται για μακρόπνοη προοδευτική κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ, όταν η ΝΔ ήταν πρώτο κόμμα με 44,3% και υπήρχε χαοτικό κλίμα στις σχέσεις Αριστεράς-ΠΑΣΟΚ; Ο Χαρίλαος, που επισκέφθηκε τον Ανδρέα στην Εντατική του Γενικού Κρατικού, του είπε: «Άσε, βρε Ανδρέα, να βγάλουμε από τη μέση αυτή την ψαροκασέλα της κάθαρσης και μετά να κάτσουν τα δύο κόμματα να χαράξουν μια κοινή μακρόπνοη προγραμματική προοπτική. Τώρα ας καταλήξουμε καταρχάς οι δυο μας σ’ έναν πρωθυπουργό κοινής εμπιστοσύνης και σε μια μεταβατική κυβέρνηση ευρείας βάσης, ανοιχτή στη στήριξη και των άλλων δυνάμεων. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε καμία εκ των προτέρων. Αν αρνηθεί ο Μητσοτάκης, κακό δικό του».

Πολλά λέγονται εκ των υστέρων από όλες τις πλευρές, αλλά δεν έχουν θέση εδώ.

Το άλλο ερώτημα, στο οποίο δεν απάντησαν οι δυο ηγέτες του ΣΥΝ, είναι γιατί αποδέχθηκαν τον ευπατρίδη αλλά άνθρωπο του Μητσοτάκη, Τζαννή Τζαννετάκη, και δεν επέμεναν σ’ ένα πρόσωπο ευρείας αποδοχής και σε μια σύνθεση κυβέρνησης που δεν θα παραπέμπει σε «συγκυβέρνηση» αλλά θα έμενε ειλικρινά ανοιχτή σε μια ενδεχόμενη στην πορεία συμμετοχή και του ΠΑΣΟΚ; Ο Μητσοτάκης με σαρδόνιο χαμόγελο θα μου πει δεκαπέντε χρόνια χρόνια μετά: «Ο Λεωνίδας τον επέβαλε γιατί το ‘56 είχε συνεργαστεί στο αντικαραμανλικό μέτωπο με τον συντηρητικό αδελφό του Τζαννή, τον Παναγιώτη, και διατηρούσε συναισθηματικό δεσμό με την οικογένεια Τζαννετάκη». Στην πραγματικότητα ο Μητσοτάκης με μια ευφυή τρίπλα πρόβαλε ως υποψήφιο πρωθυπουργό τον κεντρογενή της ΝΔ Θανάση Κανελλόπουλο για να...τον κάψει και εκμαίευσε από τον συναισθηματικό Λεωνίδα τη λύση Τζαννετάκη. Η απόρριψη του Θ. Κανελλόπουλου από τους ηγέτες της Αριστεράς δεν έγινε με τα εύλογα επιχειρήματα ότι ο παντογνώστης Θανάσης θα ήταν δύσκολος στη συνεργασία ή γιατί συνδεόταν στενά με το Συγκρότημα Λαμπράκη, αλλά με την υποσυνείδητη σκέψη πως υπήρξε Μακρονησιώτης, άρα δικός «μας», εξωμότης!

Ο Μίκης δεν είχε καμιά ανάμιξη σ’ αυτά τα συμβάντα, εκτός του ότι είχε αρθρογραφήσει πριν από τις εκλογές του ‘89 υπέρ της συνεργασίας ΝΔ-ΣΥΝ και μάλιστα είχε αφήσει και έναν υπαινιγμό ίσως εναντίον μου. «Κάποιος είπε ότι μια πιθανή συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ μπορεί να γίνει μόνο πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο κοινό πρόγραμμα. Σωστά. Γιατί όμως δεν μπορεί να γίνει το ίδιο και με τη ΝΔ;»

Θεωρήθηκε γενικότερα ότι αυτή η μεταβατική συνεργασία θα διέλυε τα φαντάσματα του παρελθόντος και θα κουρέλιαζε τον «μπαμπούλα» της Δεξιάς και το εκβιαστικό δίλημμα: «ΠΑΣΟΚ ή Δεξιά». Η πρόβλεψη αυτή, τουλάχιστον στο αμέσως επόμενο διάστημα, δεν επιβεβαιώθηκε. Ο ΣΥΝ έχασε 180.000 ψήφους ανάμεσα στις εκλογές Ιουνίου και Νοεμβρίου του ‘89.

Άλλωστε ο Κ. Μητσοτάκης θα επαναλάβει απερίφραστα ότι ακόμα και η οικουμενική κυβέρνηση Ξ. Ζολώτα ήταν γι’ αυτόν απλώς ένα «αναγκαίο κακό».

Η υπερπολιτικοποίηση της «κάθαρσης», η μετάθεσή της στο πρόσωπο του Ανδρέα, είχε το εντελώς αντίστροφο αποτέλεσμα. Οδήγησε στο να θεωρήσουν τα πραγματικά υβρίδια της διαφθοράς στα δυο μεγάλα κόμματα ότι όλα επιτρέπονται και το ακαταδίωκτο είναι σταθερά του πολιτικού βίου. Άλλωστε ήταν εκ των προτέρων γνωστό πως το κίνητρο του Μητσοτάκη δεν ήταν ποτέ η καταδίκη του Ανδρέα αλλά η κατάκτηση της εξουσίας. Η αθώωση του Ανδρέα σε τελική ανάλυση υπήρξε απόφαση πολιτικής ευθύνης του Μητσοτάκη και μερικών επιτελών του, όπως ενθυμείται ο Μίκης τη σχετική συζήτηση. Αυτοί που έκαναν καριέρα επισείοντας διαρκώς με κραυγές το σκιάχτρο «Βρώμικο ‘89», θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι τα «υβρίδια» της διαφθοράς θα τα ξαναβρούμε σε πλήρη ανάπτυξη σε επόμενες περιόδους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτικής ατυχίας του Ανδρέα όταν αντελήφθη οριστικά πως ο αντιπρόεδρός του πρόδωσε την εμπιστοσύνη του: Αντί να ακολουθήσει την επαναδρυτική στρατηγική που του είχαν υποδείξει ο Μίκης και μια πλειάδα κορυφαίων του ΠΑΣΟΚ (Αλευράς, Λαλιώτης, Γεννηματάς κ. ά.),υιοθέτησε τη γνωστή του τακτική της βίαιης αντεπίθεσης με «νέα» πρόσωπα, μεταξύ άλλων τον Άκη Τσοχατζόπουλο, υπουργό , Εσωτερικών, και τον Γιάννο Παπαντωνίου, υπουργό Εμπορίου.

Η Εθνική Συμφιλίωση και η αναμφισβήτητη ιστορικότητα της στιγμιαίας έστω ανάδειξης της Αριστεράς σε κυβερνητικό εταίρο -ύψιστη νομιμοποίηση- αλλοιώθηκαν, αφού ταυτόχρονα άνοιγε βαθύ χάσμα μ’ έναν πολιτικό χώρο που στα χειρότερά του πήρε 40,67% (Νοέμβρης ‘89). Η Εθνική Συμφιλίωση ήταν το πρόσχημα, η εξουσία ήταν το αληθινό κίνητρο του Μητσοτάκη, θα μπορούσαμε να πούμε λογοτεχνικά παραφράζοντας ένα γνωστό επίγραμμα του Ναπολέοντα για την ελευθερία.

Τελικά, ο Μίκης Θεοδωράκης τον Απρίλιο του ‘90 θα γίνει υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου παρά τω πρωθυπουργώ στην κυβέρνηση του Κώστα Μητσοτάκη. Και ο αδελφός Γιάννης Γενικός Γραμματέας. Ο Κ. Μητσοτάκης αθέτησε την τελευταία στιγμή τη σαφή δέσμευσή του να είναι ο Θεοδωράκης υπουργός Επικρατείας, πρώτος τη τάξει, συντονιστής των υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού. Επικαλέστηκε αλλαγή του κανονισμού λειτουργίας της κυβέρνησης από τον Παπανδρέου, την οποία αγνοούσε. Μόνο ευτελή πνεύματα μπορεί να υποθέσουν ότι οι αδελφοί Θεοδωράκη κολακεύτηκαν απ’ αυτές τις επίσημες ιδιότητες ή ενέδωσαν στο αμάρτημα της ματαιοδοξίας.

Ο Γιάννης, μάλιστα, έφτασε σε ακραία εκδήλωση αυτοσαρκασμού. Φόρεσε το φράκο και το ημίψηλο καπέλο του μακαρίτη πατέρα- γραμματέα υπουργείου!- και μ’ αυτή την αστεία ρετρό εμφάνιση πήγε στον οικογενειακό τάφο στον Γαλατά και του φώναξε: «Μπαμπά, τα ‘μαθες τα νέα; Ο Μίκης έγινε υπουργός!» Αχ, αυτός ο Γιάννης. Αξιαγάπητος κι όταν έπινε καμιά ρακή παραπάνω μεταμόρφωνε-με το απωθημένο του σκηνοθέτη που δεν έγινε- έναν ψυχροπολεμικό κόσμο, διχασμένο από τα εμφύλια πάθη σε σουρεαλιστικό αστυνομικό φιλμ νουάρ.

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη «Σαλός Θεού- Ο Μυστικός Μίκης»)


Πηγή: ieidiseis.gr