Τσάρλι Τσάπλιν: Εδωσε χρώμα στο ασπρόμαυρο - Ειδήσεις Pancreta

Τσάρλι Τσάπλιν (16 Απριλίου 1889 - 25 Δεκεμβρίου 1977)

Ο άνθρωπος που έβγαλε τη γλώσσα στον κόσμο. Ο “αλητάκος” που έδωσε νόημα στην κινούμενη εικόνα

Ο Τσάρλι Τσάπλιν πέθανε, στα 88, ήσυχα στην Ελβετία. Αυτός που όταν εμφανίστηκε στον κινηματογράφο σάρωσε. Αυτός που δημιούργησε τον αξέχαστο “Σαρλό”. Αυτός που συνέβαλε τα μέγιστα στην αναβάθμιση της κινηματογραφικής εικόνας σε τέχνη. Ο Τσάπλιν κατάλαβε αμέσως ότι η κάμερα μπορεί να συλλάβει τον κόσμο όλο κι αν βρεθεί το κατάλληλο άτομο πίσω και μπροστά απ’ αυτήν, τότε τίποτε δεν θα μείνει κρυφό και ασφαλές. Κι αυτό ήθελε. Όλα να είναι σε κοινή θέα και να τα παρωδεί. Να παίρνει φόρα και να πέφτει πάνω στον τοίχο. Να σηκώνεται κρατώντας το κεφάλι του και στη συνέχεια να φτιάχνει το τριμμένο σακάκι, να σηκώνει το μπαστουνάκι του και με το σκονισμένο καπέλο να προχωρά. Ο πόνος και η θλίψη για ακόμη μια ατυχία, ο εκνευρισμός και το γέλιο, όλα στο πρόσωπο του “αλητάκου”. Συναισθήματα και σκέψεις δίχως δισταγμό αφήνονται στο ασπρόμαυρο τοπίο και η ζωή βρίσκει τα χαμένα της χρώματα.


Κλόουν-φιλόσοφος


Κανένας ηθοποιός δεν κατάλαβε και γοήτευσε καλύτερα τον κόσμο όπως ο Τσάπλιν. Οι κωμικοτραγικές συγκρούσεις του ανθρώπου με τη μοίρα εξανθρωπίστηκαν επιτήδεια και αποτελεσματικά απ’ αυτόν, χαρίζοντας του καλλιτεχνική αθανασία. Σε περισσότερες από 80 ταινίες, από το 1914 μέχρι το 1967, απεικόνισε τον ανθρωπάκο που έχει στραπατσάρει η ζωή. Όχι εντελώς όμως, ώστε η επόμενη αναμέτρηση να έχει καλύτερη κατάληξη.

Ο “αλητάκος” του ήταν βασανισμένος αλλά γενναίος. Σε αυτόν υπήρχαν ο κλόουν, ο περιθωριοποιημένος, ο φιλόσοφος. Ο Τσάπλιν είχε πει γι’ αυτόν πως “αναζητούσε πάντα το ειδύλλιο, αλλά τα πόδια του δεν τον άφηναν”, εξηγώντας ότι δεν ήταν θέμα ερωτοτροπίας, αλλά ικανοποίησης της φαντασίας. Ο χαρακτήρας του Τσάπλιν μπορεί να παραπατούσε, αλλά κατάφερνε να κρατά την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό του. Επιπλέον, μερικές φορές ένιωθε να υπερτερεί όλων λόγω ευστροφίας, τύχης και τόλμης. Σίγουρα υπήρχε συγκίνηση στον “αλητάκο”, αλλά δεν ήθελε να τον λυπούνται.

Ο Τσάπλιν στην ουσία έκανε σάτιρα. Ευφυή, καυστική. Θεωρούσε την ανθρώπινη φυλή ως τον υπόκοσμο των θεών και πως όταν επισκέπτονταν τις παραγκουπόλεις, επισκέπτονταν τη γη κι αυτό που έβλεπαν, κυρίως, ήταν τρέλα. Η γελοιοποίηση αυτής της τρέλας στην ουσία ήταν ο τρόπος του Τσάπλιν να δείξει την τρυφερότητα για την ανθρώπινη φυλή. Ήταν σοβαρός και αστείος την ίδια στιγμή και ήταν αυτό το κράμα συμπεριφορών που έκανε την κωμωδία του να ξεφεύγει από το χονδροειδές αστείο και να γίνεται καλλιτεχνία.

97717025e69a24e90857e4261cd667be


Η κωμωδία ξεκινά από τις αντιξοότητες


Ο πυρήνας της κωμωδίας του Τσάπλιν φαίνεται ξεκάθαρα στον “Χρυσοθήρα” και στη σκηνή που τρώει τα παπούτσια του! Στην εν λόγω ταινία ένα από τα βασικά της θέματα είναι η απανθρωπιά του ανθρώπου απέναντι σε άλλον άνθρωπο. Η κωμωδία ξεκινά από τις αντιξοότητες του ήρωα και η αντίθεση που απεικονίζεται στην κατανάλωση των υποδημάτων του είναι η ρίζα της κωμωδίας Τσάπλιν. Αυτή η αίσθηση της κωμωδίας πείραξε ευχάριστα τη φαντασία εκατομμυρίων ανθρώπων στις ΗΠΑ για μισό αιώνα, παρά την κακή φήμη που τον ακολούθησε λόγω οικογενειακών και πολιτικών περιπετειών.

Ο “αλητάκος” ήταν ντυμένος με μεγάλο παντελόνι, φορούσε υπερμεγέθη παπούτσια και μικρότερου μεγέθους ημίψηλο καπέλο, μικρή, ξεφτισμένη, ζακέτα ενώ κρατούσε μπαστούνι από μπαμπού. Ένα κατάμαυρο μουστάκι συμπλήρωνε το σύνολο. Το παράδοξο είναι ότι ταίριαζε με το μικρό ανάστημα και τη λυγεράδα του Τσάπλιν. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, φόρεσε το κοστούμι του “αλητάκου” για σχεδόν 25 χρόνια κι έγινε σύμβολο ζωής.


“Κοιτώ τους ανθρώπους για να δω πότε γελούν”


Ο Τσάπλιν είχε αποκαλύψει τον τρόπο λειτουργίας της δουλειάς του και τις σκέψεις του γύρω απ’ αυτήν:

“Το να βρίσκομαι μπλεγμένος είναι η βάση των ταινιών μου, μια και μου δίνεται η ευκαιρία να είμαι απεγνωσμένα σοβαρός στην προσπάθεια μου να εμφανίζομαι σαν σοβαρός κύριος. Γι’ αυτό, όσο δύσκολη κι αν είναι η θέση μου, πάντα πιάνω με σοβαρότητα το μπαστούνι μου, ισιώνω το ημίψηλο και φτιάχνω τη γραβάτα μου ακόμη κι αν έχω προσγειωθεί με το κεφάλι. […] Πιο αστείο από τον άνθρωπο που μόλις έχει γελοιοποιηθεί, είναι ο άνθρωπος που ενώ του έχει συμβεί κάτι ξεκαρδιστικό, αρνείται να παραδεχτεί ότι έγινε κάτι και πασχίζει να κρατήσει την αξιοπρέπεια του. Είμαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό, που όχι μόνο επιδιώκω να βάζω τον εαυτό μου σε δύσκολες καταστάσεις, αλλά ενοχοποιώ και τους υπόλοιπους χαρακτήρες στην ταινία. Όταν το κάνω αυτό στοχεύω σε οικονομία μέσων. Με αυτό εννοώ ότι αν ένα επεισόδιο μπορεί να βγάλει δύο μεγάλες κωμικές στιγμές, είναι καλύτερα από δύο ξεχωριστά επεισόδια”.

Η παρατήρηση της ζωής γύρω του έπαιζε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των κωμικών καταστάσεων. Όπως έλεγε, “Κοιτώ τους ανθρώπους στο θέατρο για να δω πότε γελούν. Τους κοιτώ παντού για να αντλήσω υλικό με το οποίο θα γελάσουν μετά”.

Ο Τσάπλιν μπήκε στη βιομηχανία του κινηματογράφου όταν αυτός ήταν ακόμη σε νηπιακό επίπεδο τεχνικά. Δεν μπορούσαν να γίνουν μεγάλης διάρκειας φιλμ και δεν υπήρχε ήχος. Έτσι, ήταν υποχρεωμένος να στηριχτεί στην κωμωδία καταστάσεων και στην παντομίμα, στις χειρονομίες και στις εκφράσεις του προσώπου για να μεταδώσει το μήνυμα του. Υπερβαίνοντας τους γλωσσικούς φραγμούς, αυτή η γλώσσα του σώματος επέτρεψε στον ηθοποιό να γίνεται εύκολα κατανοητός από τους ανθρώπους όπου κι αν βρίσκονταν.

Η δημοτικότητα του Τσάπλιν ήταν αδιανόητη. Μετά από μόλις δύο χρόνια στην οθόνη το κοινό δεν σταματούσε να ζητά να βλέπει τις ταινίες του. Για παράδειγμα, στη Νέα Υόρκη κινηματογράφος έπαιζε τα έργα του συνέχεια από το 1914 ως το 1923! Σταμάτησαν μόνο όταν το κτίριο κάηκε. Το 1917, ήταν τόσο μεγάλη η εμπορική επιτυχία των ταινιών του που του απέφερε συμβόλαιο ενός εκατομμυρίου δολαρίων! Η φήμη του είχε φτάσει και στην Ευρώπη. Μάλιστα, στο Παρίσι κηρύχθηκε επίσημη αργία η μέρα που θα παιζόταν το “Χαμίνι”.

6a00d83451f25369e200e54f79293b8834-800wi


Τελειομανής, ριζοσπάστης, αυτοεξόριστος


Μετά το 1917 ο Τσάπλιν είχε απόλυτο έλεγχο στις ταινίες του. Ήταν ο πρωταγωνιστής, ο σεναριογράφος, ο σκηνοθέτης, ο παραγωγός, ο μοντέρ. Λέγεται ότι έπαιζε κάθε χαρακτήρα στα έργα του για να δείχνει στους άλλους ηθοποιούς πώς ήθελε ακριβώς να παίζουν. Η τελειομανία του κόστιζε σε χρόνο και φιλμ και του προκαλούσε έντονες στιγμές άγχους και αμφιβολιών. Παρ’ όλα αυτά, ο εγωισμός του ήταν τόσο μεγάλος που δεν παραδεχόταν την ήττα. Γι’ αυτό και είχε συμβουλέψει τον γιο του να “πιστεύεις στον εαυτό σου. Αυτό είναι το μυστικό”.

Ο Τσάπλιν, ακόμη και στα πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, πάντα πίστευε ότι ήταν ο καλύτερος ηθοποιός στον κόσμο.  Αν και αναγκάστηκε να κάνει πολλές δουλειές, εφημεριδοπώλης, τυπογράφος, κατασκευαστής παιχνιδιών, κ.α., δεν σταμάτησε ποτέ να ψάχνει δουλειά ως ηθοποιός. Η ευκαιρία του δόθηκε στα 12, ενώ όταν δούλεψε για τον Μακ Σένετ, παραγωγός κωμωδιών μικρού μήκους, εμπνεύστηκε τον χαρακτήρα του “αλητάκου” ώστε να τον ξεχωρίζει το κοινό.

Όταν παρουσίασε τους “Μοντέρνους Καιρούς” ήθελε να εκφράσει την ανησυχία του για το πώς άρχιζε να τυποποιείται η ζωή του ανθρώπου κι αυτός να γίνεται μηχανή. Ο “αλητάκος” εξαφανίστηκε και με τον “Μεγάλο Δικτάτορα” ο Τσάπλιν μπήκε στον κόσμο του κινηματογράφου όπου η εικόνα συνοδευόταν πλέον από τον ήχο. Οι δύο αυτές ταινίες έδωσαν στον Τσάπλιν τον χαρακτηρισμό του ριζοσπάστη, ενώ στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου θεωρήθηκε κομμουνιστής, επειδή υποστήριξε τον Χένρι Ουάλας, υποψήφιος του προοδευτικού κόμματος των ΗΠΑ, και εναντιώθηκε στην απέλαση του Χανς Άισλερ, μουσικοσυνθέτη και κομμουνιστή. Το πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο κυνήγησε τον Τσάπλιν και προσπάθησε να επιβάλλει τον καλλιτεχνικό του αποκλεισμό από τις ΗΠΑ. Τελικά, το 1952 αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί και να πάει στη Μεγάλη Βρετανία. Μάλιστα, στη διάρκεια του ταξιδιού του, ο γενικός εισαγγελέας ανακοίνωσε ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει στις ΗΠΑ αν δεν αποδείκνυε ότι είναι “ηθικά άξιος”.

Η ταινία “Χρυσοθήρας/The Gold Rush” του 1925


Πηγή: toperiodiko.gr