Όταν οι ιστορίες γίνονται ιστορία - Ειδήσεις Pancreta

Ομιλία του Δημήτρη Μυράτ για το ελληνικό θέατρο και τους πρωταγωνιστές του 30 χρόνια πριν

Ποιος θα μπορούσε να γνωρίζει καλύτερα την ιστορία και τα παρασκήνια του ελληνικού θεάτρου από τον Δημήτρη Μυράτ; Γεννημένος μέσα στο θέατρο, έκανε τα πρώτα του βήματα στη σκηνή μόλις 8 χρόνων. Η μητέρα του Χρυσούλα Κοτοπούλη ήταν η αδερφή της γνωστής πρωταγωνίστριας Μαρίκας Κοτοπούλη. Ο πατέρας του Μήτσος Μυράτ ήδη είχε στο ενεργητικό του έναν γάμο με την άλλη μεγάλη πρωταγωνίστρια του ελληνικού θεάτρου, την Κυβέλη, από τον οποίο προέκυψε, ακόμα μια εξαιρετική ηθοποιός, η Μιράντα Μυράτ.

Ο ίδιος υπήρξε εκτός από λαμπρός ηθοποιός, εξαιρετικός φιλόλογος και συγγραφέας, με διεθνή αναγνώριση. Ο λόγος του γλαφυρός, καθήλωνε τους ακροατές του, με τις «ιστορίες» και «αναμνήσεις» που συνήθως διηγούνται οι ηθοποιοί, όταν κάνουν διάλειμμα στις πρόβες μεταξύ τους, οι οποίες σπάνια διασώζονται και βγαίνουν παραέξω. Τον Απρίλιο του ’87 το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών αποφάσισε να κάνει την Α΄ Συνάντηση Ηθοποιών στο Θέατρο Αθήναιον και εκεί οι «υποκριτές» πήραν τον λόγο και μίλησαν για το θέατρο. Πρώτος απ’ όλους ο Δημήτρης Μυράτ και ευτυχώς χάρη στην οξυδέρκεια του ΣΕΗ που κράτησε πρακτικά και του ηθοποιού Φώτη Αρμένη, ο οποίος τα επιμελήθηκε, εκείνη η ομιλία, μια από τις τελευταίες του Μυράτ, διασώθηκε.

 

Ο θιασάρχης έπρεπε να είναι νταής και να δέρνει!

«Κατά την ταπεινή μου γνώμη το νεοελληνικό θέατρο πέρασε τρία στάδια…» είχε πει. «Το πρώτο το έχω ονομάσει φεουδαρχικό. Το δεύτερο μοναρχικό και το τρίτο δημοκρατικό. Το φεουδαρχικό θέατρο του παππού μου, του Δημητρίου Κοτοπούλη, ο οποίος έλεγε: “Η ζώνη των ηθοποιών στην Ελλάδα πρέπει να έχει πολλές τρύπες”. Του Ταβουλάρη, αργότερα του μεγάλου Παντόπουλου. Επρεπε να είναι νταήδες. Να μπορούν να δέρνουν. Ηταν τόσο δυσήνιο το θεατρικό περιβάλλον, ώστε για να μπορεί να επιβάλλεται ο θιασάρχης και να κάνει παράσταση, έπρεπε απαραιτήτως να δέρνει. Η Παρασκευοπούλου η Ευαγγελία είχε ανάγκη το βράδυ να τρώει από τον Δημητρό τον Κοτοπούλη λίγο ξύλο, αλλιώτικα δεν έβγαινε στην παράσταση. Πολλές φορές χάλαγε την παράσταση στη διάρκειά της. Στη Σμύρνη σταμάτησε την παράσταση η Παρασκευόπουλου διότι πέρναγαν οι καμήλες και είπε: “Νανίν, σταμάτησε να φύγουν οι καμήλες, δεν μπορώ να πεθάνω με καμήλες”. Το ίδιο έκανε και ο Ταβουλάρης με τη Ζαμπού και το ίδιο έκαναν και όλοι οι θιασάρχες. Επρεπε να τους φοβούνται. Και σημειώστε ότι οι θίασοι εκείνη την εποχή δεν ήτανε μισθωτοί. Δεν είχαν μισθούς, δεν είχαν ΙΚΑ, βοηθήματα, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, κινηματογράφο, παιδικές παραστάσεις, συντάξεις. Είχανε μόνο το μερίδιο, δηλαδή οι θίασοι ήταν μεριδιούχοι και το βράδυ καθόντουσαν: “Μία σου, μία μου, μία σου, μία μου”. Βέβαια δεν γινόταν σαν τον καραγκιόζη, γινότανε τίμια και ωραία. Αλλά ήταν όλοι συνέταιροι. Συνεπώς ο φόβος έπρεπε να προέρχεται μόνο από το νταηλίκι του θιασάρχη».

Η «μοναρχία» της Κυβέλης και της Μαρίκας

«Και πέρασε αυτή η φοβερή εποχή και ήρθε η εποχή της μοναρχίας, όπως την έχω ονομάσει, των ιερών τεράτων, της Κυβέλης και της Μαρίκας. Εκεί οι ηθοποιοί έτρεμαν τη δυσμένεια. Και η μεν Μαρίκα, όπως ήταν αμετροεπής, έβριζε σε σημείο που εξευτέλιζε την προσωπικότητά σου: “το κτήνος, το γουρούνι, τον χασάπη” ήταν τα ελαφρότερα που μπορούσαμε να ακούσουμε και αυτά όχι εξ’ αντικειμένου, όχι ότι κάναμε στην πρόβα λάθος ή δεν τα λέγαμε καλά. Ηταν διότι είχε σηκωθεί με το αριστερό πόδι και όλοι οι ηθοποιοί κάναμε το σταυρό μας όλοι μαζί την ώρα που την ακούγαμε και έμπαινε στο θέατρο η θιασαρχίνα. “Παιδιά, να έχει κατέβει με το δεξί πόδι” λέγαμε. Η Κυβέλη, αντίθετα με τη Μαρίκα, ήταν ευγενής. Αλλά είχε τις κακίες της. Και έλεγε ορισμένα πράγματα που σε πλήγωναν το ίδιο. Ηρθε, π.χ., μια μέρα στην πρόβα της “Μαρίας Στιούαρτ” μπήκε λίγο καθυστερημένη και λέει στη Μαρίκα: “Μαρίκα –εμείς όλοι όρθιοι–, πώς θα κάνουμε παράσταση με τέτοιους ηθοποιούς; Χθες το βράδυ πήγα στο Εθνικό και είδα μια παράσταση, τον “Εμπορο της Βενετιάς”, και παίζει ο Νίκος ο Ροζάν και είδα ηθοποιούς, είδα τον Δενδραμή, τον έξοχο, τον θαυμάσιο Δενδραμή και άλλους και άλλους και άλλους. Αυτοί εδώ έπρεπε να έχουν αλλάξει επάγγελμα. Τέλος πάντων ας αρχίσουμε την πρόβα”. Καταλαβαίνετε τι πρόβα αρχίσαμε. Δεν έβγαιναν τα λόγια. Κι αν ήμασταν κακοί, γίναμε δέκα φορές χειρότεροι».

Το μεθύσι πριν από την πρόβα και οι φωνές της Κοτοπούλη

«Κάποτε είπε η Κυβέλη: “Εγώ με αυτούς τους ηθοποιούς δεν μπορώ να παίξω, βρέστε άλλους ηθοποιούς, γιατί «Μαρία Στιούαρτ» δεν γίνεται”. Μπαίνει η Μαρίκα και λέει “να κάτσουμε να κάνουμε πρόβα, να της δείξουμε ότι αξίζετε”. Αλλά είχε περάσει η ώρα, κάποιοι είπανε να φάμε κάτι. “Πηγαίνετε γρήγορα να φάτε σε μια ταβέρνα, όπου θέλετε και σας περιμένω εγώ εδώ” λέει η Μαρίκα. Καφέ και τσιγάρο εκείνη, έπινε 400 τσιγάρα και 500 καφέδες, από αυτά και πήγε. Και κάθισε και μας περίμενε και ο υποβολεύς εκεί. Του παρήγγειλε του υποβολέα από δίπλα τυρί, ψωμί που είχε ο Μαραγκουδάκης, που είχε ένα καφενείο, και εμείς πήγαμε στα Μελαγχολικά στην Καραγιώργη Σερβίας, όπου γίναμε φέσι στο μεθύσι και αντί να γυρίσουμε σε δέκα, είκοσι λεπτά, μισή ώρα για την πρόβα, γυρίσαμε στις τέσσερις και μισή το απόγευμα. Εκεί δικαίως τα “γουρούνια” και “παλιάνθρωποι”. Πήγε να μας αρχίσει πρόβα, αλλά βεβαίως δεν έβγαιναν λόγια, γιατί είχαμε στενoχωρηθεί που μας βρίσανε, μας είπαν να αλλάξουμε επάγγελμα και το ρίξαμε στη ρετσίνα και γίναμε φέσι».

 

Oταν η ευγένεια πήγε στο θέατρο

«Kαι τελείωσε αυτή η εποχή και ήρθε αυτή που λέω δημοκρατική εποχή. Που σέβεται ο θιασάρχης την αξιοπρέπεια του συναδέλφου του. Τον θεωρεί συνάδελφο, θεωρεί ότι είναι κατά σύμπτωση, λόγω ηλικίας, λόγω άλλου παράγοντος, επικεφαλής. Φυσικά πρέπει να είναι ο θιασάρχης αυστηρός, αλλά αυστηρός με τη μεγαλύτερη ευγένεια. Βέβαια αυτά όλα προϋποθέτουν και εξαιρέσεις. Δεν θα πει ότι τον καιρό της φεουδαρχικής δικτατορίας δεν υπήρχαν και άνθρωποι που φέρονταν κάπως ανθρώπινα. Δεν θα πει ότι τον καιρό της μοναρχικής περιόδου δεν υπήρχαν γλυκείς άνθρωποι, οι οποίοι μιλούσαν ευγενικά στους ηθοποιούς. Αναφέρω συμπτωματικά ένα όνομα, τον Εδμώνδο Φιρστ, τον μεγάλο ηθοποιό. Και δεν θα πει ότι και σήμερα, στη δημοκρατική περίοδο που ζούμε δεν υπάρχουν άνθρωποι που φέρονται πρόστυχα στους συναδέλφους τους. Αλλά αυτό επιβεβαιώνει τον κανόνα».

Το χαμένο μεράκι και οι δυσκολίες στην Αλεξάνδρεια

«Ποια είναι η διαφορά μας; Ποιο είναι το minus, το πλην, μεταξύ ημών και εκείνων; Μας έφυγε το μεράκι. Ο Ζολά είπε ότι “το μοντέρνο θέατρο πεθαίνει από εντιμότητα”. Γίναμε αυτό που λένε οι Γερμανοί “ικανοί να μας δεχτούν στα σαλόνια”. Αποκτήσαμε διαμερίσματα, αυτοκίνητα, κουζίνες, ένα δεύτερο σπίτι ίσως, αποκτήσαμε τηλεόραση, κινηματογράφο, ραδιόφωνο, ανεργία, σύνταξη και πόσα άλλα… Πού να ξέρανε οι άνθρωποι εκείνοι τι θα πει σύνταξη. Και όμως αν τους λέγατε “ελάτε, σας έχω μια δουλειά που θα σας δώσει πολλά λεφτά και θα φύγετε από το καθημερινό άγχος, αυτήν τη φοβερή ταλαιπωρία, αυτό το συνεχές ναυάγιο”. Ετσι το λέγαμε τότε. Εχω υποστεί ένα φρικτό πράγμα στη ζωή μου, στη φοβερότερη μεριά που θα μπορούσα να το υποστώ, στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια. Τρεις μέρες σε ένα βρομερό ξενοδοχείο. Τα ποντίκια περνούσαν μπροστά μας. Η μάνα μου, ο πατέρας μου και εγώ, με ένα κουλούρι και κείνη τη σκιά του τυριού. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι συνάδελφοι και συνάδελφοι εκλεκτοί. Ο Ροζάν, ο Λούης, ώσπου βρήκε ο πατέρας μου έναν συγγενή και γυρίσαμε. […]

Πλέον δεν έχουμε τον πόνο της δουλειάς και δεν πιστεύουμε πόσο υψηλή είναι η τέχνη μας. Πράγμα που πίστευαν οι αρχαίοι Ελληνες, σε τέτοιο σημείο ώστε “τα κοινά των περί των Διόνυσον τεχνιτών”, όπως λέγονταν τα σωματεία ηθοποιών εκείνη την εποχή […] είχαν τέτοια φοβερά προνόμια. Απαγορευόταν να στρατευτεί ο ηθοποιός και είχε δικαίωμα να μεταβαίνει από τη μία πόλη στην άλλη, όταν γινόταν πόλεμος. Σταματούσαν τη μάχη να περάσει. Αυτήν τη δύναμη είχαν αποκτήσει οι αρχαίοι Ελληνες ηθοποιοί από την πίστη τους στο επάγγελμα. Εμείς πιστεύουμε πιο πολύ στην προβολή μας παρά στο μεράκι της δουλειάς».

Το βραχιόλι που δώρισε η Κοτοπούλη στην Κυβέλη!

Στην εξιστόρηση του Δημήτρη Μυράτ για τη θεία του Μαρίκα και την πρώην σύζυγο του πατέρα του Κυβέλη είχε παρέμβει η Αλίκη Πωλ Νορ: «Με την ευκαιρία που ο Δημήτρης μίλησε για τη μητέρα μου την Κυβέλη θα σας πω κάτι διασκεδαστικό για τη συνεργασία τους. Τυχαία σήμερα έβαλα αυτό το βραχιόλι, γιατί ταιριάζει με το φουστάνι μου, το έχω πάρα πολλά χρόνια. Εφυγα από την Ελλάδα, σταμάτησα να παίζω το 1937. Λοιπόν αυτό το βραχιόλι μου το έδωσε η μητέρα μου προτού φύγω. Εφευγα τουρνέ, γιατί τότε παίζαμε το καλοκαίρι και τον χειμώνα γυρίζαμε τουρνέ. Λοιπόν είχα πάει να της πω αντίο και κάτι σκάλιζε εκεί πέρα στις βαλίτσες της και ξαφνικά βρίσκει αυτό και μου λέει: «Αχ, πάρ’ το αυτό σε παρακαλώ, παιδί μου, μπορεί να σου χρειαστεί, δεν μπορώ να το βλέπω, μου θυμίζει αυτή την παλιογυναίκα». «Ποια, μαμά;». «Την Κοτοπούλη, παιδί μου» μου λέει «να, παίζαμε μαζί το επάγγελμα της “Κυρίας Γουόρεν” και φορούσα εγώ ένα ταγέρ γκρίζο, είχε έρθει από το Παρίσι και μου λέει: “Κυβέλη, πώς πάει αυτό το βραχιόλι με το φουστάνι σου» και μου το περνά στο χέρι μου. «Πάρ’ το να μην το βλέπω». Εγώ το πήρα και σκέφτηκα «τι ωραίο βραχιόλι! Το φόρεσε η Κοτοπούλη, το φόρεσε η μητέρα μου». Και το πήρα μαζί μου στην Αμερική και το είχα πολλά χρόνια. Κάποτε η μητέρα μου ήρθε στην Αμερική, το 1947-1948, και το φορούσα. Λέω: «Μαμά, θυμάστε αυτό το βραχιόλι; Μου το χαρίσατε εσείς; Σας το είχε χαρίσει η Κοτοπούλη». «Αχ παιδάκι μου» μου λέει «τι έκτακτος άνθρωπος!». Πάντα τη θαύμαζε ως ηθοποιό. Αυτό το είχα ακούσει και παλιότερα. «Κάναμε ένα ταξίδι μαζί από το Παρίσι στον Πειραιά. Τι ωραία που περάσαμε, τι γλέντι κάναμε οι δυο μας, τι χαρτιά παίζαμε μαζί, σπουδαίος άνθρωπος»! 

Πηγή


Πηγή: pancreta