Στις 2 Φεβρουαρίου 1914 κάνει την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση ο Τσάρλι Τσάπλιν - Ειδήσεις Pancreta
Δημιούργησε τον χαρακτήρα του Σαρλό ενώ οι ταινίες του όπως οι «Μοντέρνοι καιροί», «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ» «Τα φώτα της πόλης», «Ο κύριος Βερντού» τον κατέταξαν ανάμεσα στους σημαντικότερους δημιουργούς της έβδομης τέχνης.

Ο Σερ Τσαρλς Σπένσερ «Τσάρλι» Τσάπλιν γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1889  και  υπήρξε Άγγλος ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, που μεγαλούργησε στις πρώτες δεκαετίες του Χόλιγουντ. Από το 1912 έως το 1918 αξιοποίησε το ταλέντο του σε πολλές κωμωδίες του βωβού κινηματογράφου, δημιουργώντας τον χαρακτήρα του Σαρλό.  Η παγκόσμια καταξίωση ήρθε μέσα από τις μεγάλου μήκους ταινίες του, όπως οι «Μοντέρνοι καιροί», «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ», «Τα φώτα της πόλης», «Ο κύριος Βερντού» που τον κατέταξαν ανάμεσα στους σημαντικότερους δημιουργούς της έβδομης τέχνης.

Καθώς οι γονείς του, Τσαρλς Τσάπλιν και Χάνα Χάριετ Πέντλιγκχαμ Χιλ, ήταν καλλιτέχνες, ο Τσάρλι βγήκε για πρώτη φορά στη σκηνή σε ηλικία των πέντε ετών, όταν ακόμα η μητέρα του δεν είχε εγκαταλείψει για να την αντικαταστήσει ένα βράδυ που ήταν άρρωστη, εκτελώντας με κωμικό τρόπο ένα τραγούδι-σουξέ μέσα σε καταιγισμό χειροκροτημάτων. Αργότερα, με μεσολάβηση του πατέρα του, έγινε μέλος ενός παιδικού θιάσου με μισθό μισή κορώνα την εβδομάδα.

Charlie-Chaplin-1-747x1030

Λίγα χρόνια μετά την άφιξή του στην Αμερική το 1910 ο Τσάπλιν υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία «Κιστόουν» του Μακ Σένετ, που εκείνη την εποχή είχε διάσημους κωμικούς (τον Φορντ Στέρλινγκ, τον Φατι-Ρόσκο Άρμπακλ, τη Μέιμπελ Νόρμαντ κ.ά.), με αμοιβή 150 δολάρια την εβδομάδα και τον Ιανουάριο του 1914 έπαιξε στην ταινία «Για να κερδίσει το ψωμί του» στην οποία υποδύθηκε έναν απατεώνα με κοστούμι λόρδου. Στην Κιστόουν γύρισε συνολικά 35 ταινίες μικρού μήκους στις οποίες ήταν κυρίως ο παραβάτης των κανόνων, έτοιμος πάντα για καυγά και υπέρ του δέοντος ερωτύλος. Στις ταινίες αυτές ο Τσάπλιν άρχισε να διαμορφώνει τη φιγούρα του Σαρλό με το στενό σακάκι, το μικρό καπέλο, το χαρακτηριστικό μουστάκι, το βάδισμα του πιγκουίνου.

Στις αρχές του 1915 ο Τσάπλιν υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία «Εσανέι» με μισθό 1.250 δολάρια την εβδομάδα, πριμ 10.000 δολάρια και κατοχύρωση της πλήρους καλλιτεχνικής του ελευθερίας. Στην εταιρία αυτή γύρισε 15 ταινίες μεταξύ των οποίων «Ο αλήτης», με την οποία καθιέρωσε τη φιγούρα του περιπλανώμενου ανέργου. Εκεί εμφανίζεται για πρώτη φορά και ένα ακόμη στοιχείο που θα επαναληφθεί και σε άλλες ταινίες του Τσάπλιν: ο ήρωας παρεξηγεί τη φιλία της “αγαπημένης” του, πιστεύοντας πως είναι ερωτευμένη μαζί του, για να εξαφανιστεί διακριτικά στο τέλος, όταν εμφανίζεται αυτός που εκείνη πραγματικά αγαπά. Στις ταινίες  αυτές παρτενέρ του ήταν η Έντνα Περβάιανς, πρώτη μούσα και ερωμένη του Τσάπλιν.

charliechaplin_1829393b

Το Φεβρουάριο του 1916 υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία «Μιούτσουαλ» για 12 ταινίες με αμοιβή 10.000 την εβδομάδα και πριμ 150.000 δολάρια. Στις ταινίες εκείνης της περιόδου, που τις χαρακτηρίζουν οι τρελές καταδιώξεις μέσα σε περιορισμένο χώρο, τελειοποιεί την τεχνική της παντομίμας και τις χορευτικές του ικανότητες. Κυρίως όμως οι ταινίες του δεν περιορίζονται πλέον στο κωμικό στοιχείο, αλλά  σχολιάζουν διάφορα κοινωνικά προβλήματα.

charlie1

Τον Αύγουστο του 1920 ο Τσάπλιν ολοκλήρωσε το «Χαμίνι», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, που στοίχισε 300.000 δολάρια και μολονότι δεν προσέλκυσε αρχικά το ενδιαφέρον των διανομέων στην Αμερική, είχε μεγάλη επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην ταινία, που συνδυάζει τη σάτιρα με το τραγικό στοιχείο, είναι έντονες οι μνήμες από τη δύσκολη παιδική ηλικία του Τσάπλιν. Το 1925 γύρισε τον «Χρυσοθήρα», ταινία  που κόστισε 650.000 και απέφερε περισσότερα από 5.000.000 δολάρια. Και εδώ συνυπάρχει το τραγικό με το κωμικό στοιχείο, αλλά και η σουρεαλιστική τρέλα και η περιπέτεια. Τρία χρόνια αργότερα ακολούθησε το «Τσίρκο», στο οποίο ο ήρωας αποτυγχάνει ως επαγγελματίας κλόουν μπροστά στους θεατές, αλλά προκαλεί το γέλιο ως Σαρλό, στην καθημερινή του ζωή. Το «Τσίρκο» συνέπεσε με την προβολή της πρώτης ταινίας με ήχο (Τραγουδιστής της τζαζ) και ο Τσάπλιν, αν και είχε δηλώσει ότι σιχαίνεται τις ομιλούσες ταινίες καθώς εξαφανίζουν την μεγάλη ομορφιά της σιωπής, επένδυσε μουσικά (συνέθεσε ο ίδιος την μουσική) και έκανε επιλεκτική χρήση των ήχων στην επόμενη ταινία του (Τα φώτα της πόλης-1931). Το 1936 γύρισε το «Μοντέρνοι καιροί, την ταινία» στην οποία εμφανίστηκε για τελευταία φορά ως Σαρλό με συμπρωταγωνίστρια την Πολέτ Γκοντάρ.

charlot-pompier-1916-01-g

lita0a

Η πρώτη μη βωβή ταινία, «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ» (1940), ήταν μια περιφρόνηση εναντίον του Ναζισμού. Γυρίστηκε και κυκλοφόρησε στην Αμερική ένα χρόνο πριν την εμπλοκή της στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Η Πολέτ Γκοντάρ συνεργάστηκε ξανά με τον Τσάπλιν, υποδυόμενη μια γυναίκα σε γκέτο. Η ταινία εκλήφθηκε ως μια πράξη θάρρους και ανδρείας στο πολιτικό περιβάλλον της τότε εποχής, κυρίως για τον εξευτελισμό του Ναζισμού και για την απεικόνιση των Εβραϊκών χαρακτήρων και της δίωξής τους. Εκτός από τον Χίνκελ, ο Τσάπλιν έπαιξε επίσης το ρόλο ενός Εβραίου κουρέα, ο οποίος διώκεται από το καθεστώς, ενώ παράλληλα έχει εκπληκτική ομοιότητα με τον Χίνκελ. Ουσιαστικά, ο ρόλος του κουρέα απεικόνιζε τον χαρακτήρα του “Αλήτη”. Στο τέλος, οι δύο χαρακτήρες που υποδύεται ο Τσάπλιν, μέσα από μια σύνθετη πλοκή ανταλλάζουν θέσεις, και ο κουρέας αποβάλλει την κωμική περσόνα για να βγάλει, απευθυνόμενος στον θεατή, έναν εξαιρετικό λόγο στον οποίο καταγγέλλει τη δικτατορία, την απληστία, το μίσος και τη μισαλλοδοξία, εξαίροντας την ελευθερία και την ανθρώπινη αδελφοσύνη. Η ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερου Σεναρίου και Καλύτερου A΄ Ανδρικού Ρόλου.

21252_the_great_dictator

Το 1947, μέσα σε ένα έντονα αρνητικό κλίμα για τον ίδιο, και ενώ διάφοροι συντηρητικοί πολιτικοί ζητούσαν την απέλασή του, γύρισε την ταινία «Ο Κύριος Βερντού». Αν και την υπόθεση την εμπνεύστηκε από τον Λαντρί, έναν Γάλλο δολοφόνο πλούσιων κυριών, ήταν φανερό ότι η ταινία στόχευε σε αρνητικές πλευρές της αμερικανικής κοινωνίας. Ιδιοκτήτες κινηματογραφικών αιθουσών δέχτηκαν πιέσεις για να μην προβάλλουν την ταινία η οποία τελικά είχε παταγώδη εμπορική αποτυχία. Αντίθετα, τα «Φώτα της ράμπας», μια ταινία πάνω στα γηρατειά και τον θάνατο, που ολοκληρώθηκε πέντε χρόνια αργότερα, είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, εκτός όμως Αμερικής. Μετά την άρση της βίζας του από το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Τσάπλιν με την τέταρτη σύζυγό του, Όνα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Ελβετία. Μέχρι το θάνατό του το 1977 γύρισε άλλες δύο ταινίες: την αντιμακαρθική σάτιρα «Ένας βασιλιάς στη Νέα Υόρκη» (1957) και δέκα χρόνια αργότερα την «Κόμισσα του Χονγκ Κονγκ» με τη Σοφία Λόρεν και τον Μάρλον Μπράντο.Το 1975 ανακηρύχτηκε ιππότης από τη βασίλισσα Ελισάβετ.

πηγή


Πηγή: pancreta