Όταν υπάρχει κάποιος κακός, είναι ανάγκη να βρούμε και κάποιον καλό για να καθαρίσει ή να εξισορροπήσει την κατάσταση. Και, καθώς λείπει ο υπερήρωας με το κολάν και τα μπράτσα, το χολιγουντιανό σινεμά βρίσκει μια παρόμοια λύση για να πλασάρει το γνωστό του παραμύθι.
Η οσκαρικού τύπου απεικόνιση μιας πραγματικής ιστορίας της δημοσιογραφικής ερευνητικής ομάδας «Spotlight» που ξεσκέπασε ένα αισχρό κύκλωμα παιδεραστίας της Καθολικής Εκκλησίας, αν και θα μπορούσε να ρίξει πραγματικά φως, τελικά έχει πολύ κοντόφθαλμο και σκιερό βλέμμα. Από τη μια οι καλοί. Δημοσιογράφοι με αμόλυντη ηθική που είναι πάντα στα χαρακώματα για να ρίξουν άπλετο φως στις κακές συνέπειες μιας διεφθαρμένης κοινωνίας ως καθαριστές, απολυμαντές, μεσσίες. Ως σημαιοφόροι της αλήθειας. Από την άλλη η εκκλησία. Που ως γνωστόν, ασελγεί για χρόνια ψυχικά στους ενηλίκους και παράλληλα σωματικά στους ανήλικους και έχει την θεϊκή εξουσία στα εγκόσμια, ώστε κανείς μα κανείς δεν δύναται να την βάλει στο στόχαστρο. Και μπρος σε αυτό το «θέατρο» των κλειστών γραφείων και των συγκρούσεων για το ποιος θα επικρατήσει, οι αμερικανοί πολίτες –και άρα το κοινό της ταινίας- περιμένουν υπομονετικά και άβουλα την έκβαση της μάχης. Το ότι η κοινωνία είναι μια μήτρα που γεννά σκάνδαλα ξανά και ξανά δεν βρίσκει χώρο στην κινηματογραφική αφήγηση. Ως εκ τούτου, το χαλί που κρύβονται από κάτω τόσα και τόσα έχει χώρο και για ακόμη περισσότερα. Κάποιος μπορεί να πει…«μα αυτό θέλει να πει η ταινία«. Αυτό ισχύει. Δεν ζητάμε να γυριστεί κάτι άλλο. Ούτως ή άλλως, στο παρελθόν ο κινηματογράφος έχει δώσει πολύ πιο σπουδαία αποτελέσματα. Κρίνουμε όμως, πως αμελείται σχεδόν συνειδητά, να υπάρξει μέσω της αφήγησης μια σύνδεση, έστω συνειρμικά, του ειδικού με το πιο γενικευμένο. Και αυτό, όχι γιατί ο σκηνοθέτης δεν τα καταφέρνει, αλλά από ό,τι φαίνεται γιατί έτσι βολεύει.
Το πρόβλημα της ταινίας, που αποτελεί και επικίνδυνο ιδεολόγημα της χολιγουντιανής παραγωγής συνειδήσεων, είναι το εξής: Κάθε σκηνή, κάθε πλάνο, η όλη εξέλιξη και το τελικό δίδαγμα περιλούζεται από μια χριστιανική ηθική. Οι δημοσιογράφοι είναι οι σωτήρες για τους πολίτες, όπως ακριβώς οι παπάδες για τους πιστούς. Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι κατέχουν τη δική τους απόλυτη αλήθεια. Σε τούτον τον αγώνα επικράτησης και ξεκαθαρίσματος του σκανδάλου, ξέρουμε -γιατί είθισται ως πολιτικά ορθό και όχι ως επιστημονικά επιβεβαιωμένο- ότι πρέπει να επικρατήσουν οι πρώτοι. Αλλά, αν και αυτό ενέχει μια πραγματικότητα και μια προοδευτική χροιά, μας οδηγεί εν τέλει στο ότι η πίστη σε κάτι ανώτερο είναι αναγκαία και άρα πρέπει να παραμείνει ανέπαφη και εκτός στόχαστρου. Είτε η πίστη στον μεταφυσικό ιδεαλισμό που είναι η θρησκεία είτε η «εγκόσμια» πίστη στην μεσσιανική σωτηρία. Και στις δυο περιπτώσεις, ο άνθρωπος πρέπει να παραμείνει ον αδύναμο, άβουλο και μη ρυθμιστής της ιστορίας του. Και έτσι, ο Donald Trump θα βγει πρόεδρος των ΗΠΑ, τα Γκουαντανάμο θα παραμείνουν γεμάτα, οι χώρες θα αιματοκυλιούνται και θα διαμελίζονται μαζί με τους λαούς τους και οι εκκλησίες θα μοιράζουν το όπιο ώστε ο λαός να το καταναλώνει.
Από την στιγμή που θα κατανοήσουμε τούτη την υπόγεια ιδεολογία της ταινίας, τότε βλέπουμε πως δεν μας αρέσει συνολικά. Συμπεραίνουμε πως όταν το περιεχόμενο είναι αμφιβόλου ποιότητας, έτσι και η μορφή πολλές φορές θα έχει την ίδια τύχη. Τότε η συμβατικότητα της αφήγησης μας θυμίζει τηλεοπτική παραγωγή που στόχο έχει να δώσει εικόνα σε μια ρεπορταζιακού τύπου πλοκή. Η σκηνοθεσία αρνείται την μεγέθυνση και την πολυεπίπεδη έρευνα. Αρνείται οτιδήποτε πέρα από κλειστούς χώρους, δίχως όμως συνειρμική δυναμική για να ερμηνευτεί αυτή η επιλογή. Υπάρχει μια έλλειψη μελέτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και εκφραστικότητας –με τους πρωταγωνιστές ενοχλητικά να επαναλαμβάνουν τις ίδιες εκφράσεις λύπησης, συμπόνοιας προς τα θύματα της παρενόχλησης. Οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες παραμένουν άδειοι, δίχως backround και διαφορετικότητα, δίχως σφάλματα, με μια ανεπηρέαστη αίσθηση ευθύνης προς τον λαό και το σωστό και το ηθικά καλό. Χαρακτήρες που παράλληλα δεν τρώγονται από καμιά εσωτερική διαπάλη ή αμφιβολία, αλλά κινούνται ανιδιοτελώς δίχως να μετράνε προσωπικές θυσίες. Μέχρι και ο Batman ώρες-ώρες αμφέβαλε για τις δυνάμεις και τους στόχους του… Σκεφτείτε το «All President’s Men», το «El Club» ή την πρώτη season του «True Detective». Είχαν όλα τους παρόμοιο πρωτόλειο υλικό, μα με μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση των θεμάτων τους. Είχαν στόχο κοινωνιολογικό, ψυχολογικό, πολιτικό και βλέμμα λεπίδα.
Η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια προσπάθεια ηθικής ικανοποίησης μας. Μια νίκη του καλού αμερικανισμού ενάντια στο κακό αμερικανισμό. Και έτσι, το κοινό μπορεί να φύγει ικανοποιημένο. Η ισορροπία επανήλθε. Οι υπερήρωες της χώρας της ελευθερίας νίκησαν και πάλι. Η ζωή συνεχίζεται…
Γράφει: Χρήστος Σκυλλάκος
Πηγή: toperiodiko.gr