Οι Γερμανοί ξανάρχονται (αναμνήσεις του Αλέκου Σακελλάριου) - Ειδήσεις Pancreta

Το σημερινό κυριακάτικο ανάγνωσμά μας δεν είναι ακριβώς λογοτεχνικό -οι αυτοβιογραφίες βρίσκονται στις παρυφές της λογοτεχνίας, αν και κάποιος κακεντρεχής έλεγε πως αυτό είναι άδικο διότι πολλές αυτοβιογραφίες περιέχουν μεγάλες δόσεις μυθοπλασίας, αν δεν είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένες.

Τέλος πάντων, προχτές συζητήσαμε την ετυμολογία της λ. αλαλούμ, και έκανα αναφορά στον Αλέκο Σακελλάριο, ο οποίος, στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Λες και ήταν χθες…» χρησιμοποιεί τη λέξη με τη σημασία του καψονιού. Όπως έγραψα, το βιβλίο αυτό έχει ένα κεφάλαιο με τίτλο «Αλαλούμ», που ξεκινάει ως εξής:

Η λέξη «αλαλούμ», στην αργκό των θεατρικών παραστάσεων, σημαίνει καψόνι. Και είναι, συνήθως, ένα καψόνι σκληρό και ανελέητο, που το υφίστανται αγογγύστως όσοι έχουν την αφέλεια να θέλουνε να επιδείξουνε το «ταλέντο» τους στους ηθοποιούς ενός θιάσου.

Διάλεξα σήμερα να σας παρουσιάσω ένα άλλο κεφάλαιο του βιβλίου, στο οποίο ο Σακελλάριος (1913-1991) διηγείται περιστατικά απο το γύρισμα της ταινίας «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948) και όπου το αλαλούμ/καψόνι παίζει ρόλο πρωταγωνιστικό.

Για τον Σακελλάριο συστάσεις δεν χρειάζονται κι ας λείπει τόσα χρόνια -αν τα θεατρικά του έργα δεν παίζονται συχνά, οι αμέτρητες ταινίες που σκηνοθέτησε ή όπου έγραψε το σενάριο επαναπροβάλλονται συνεχώς στην τηλεόραση, ενώ ακούγονται και τα τραγούδια που έχει γράψει τους στίχους τους, συχνά χωρίς να ξέρουμε πως είναι δικά του -από το Άσ’τα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα ως το Μονοπάτι ή το Έχω ένα μυστικό. Όπως όλοι οι παλιοί μάστορες της επιθεώρησης, είχε τεράστιο ταλέντο και, υποχρεωτικά, εξαιρετική παραγωγικότητα.

Το βιβλίο «Λες και ήταν χθες…» (τίτλος πασίγνωστου τραγουδιού του σε μουσική Κώστα Γιαννίδη) ξανακυκλοφόρησε πρόσφατα σε «επετειακή» έκδοση, συμπληρωμένη με κάποιο υλικό (τις τρεις τελευταίες ενότητες στα περιεχόμενα που βλέπετε εδώ). Εγώ έχω μια παλιότερη έκδοση. Όπως βλέπετε, η ύλη διαιρειται σε ολιγοσέλιδες ενότητες με αναμνήσεις του Σακελλάριου, γραμμένες στη δεκαετία του 1980 -ίσως πρωτοδημοσιεύτηκαν σε κάποια εφημερίδα, αλλά δεν υπάρχει κάποια μνεία στον πρόλογο.

Θα προσέξετε ότι, ενω σε άλλες πηγές αναφέρεται πως στα κινηματογραφικα΄»αλαλούμ» γινόταν λήψη χωρίς φιλμ στη μηχανή, εδώ ο Σακελλάριος λέει για κανονική λήψη -και μάλιστα ότι οι ταινίες αυτές κάπου φυλάγονταν.

Το βιβλίο ήταν τυπωμένο σε μονοτονικό, που μου έκανε πιο εύκολη τη ζωή στη μετατροπή του. Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλιο -υπήρχε κι άλλη μία που δεν την έβαλα.

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ακριβώς από το εργοστάσιο τσιμέντων «Άτλας» στις Τρεις Γέφυρες, υπήρχε μια μεγάλη εγκαταλελειμένη αποθήκη. Αυτή, λοιπόν, την αποθήκη την πήρε ο Φίνος και την έκανε «πλατό». Κι όταν λέμε «πλατό» μην πάει το μυαλό σας στα «πλατό» όπως είναι σήμερα.

Το πρώτο «πλατό» του Φίνου, που στην ουσία ήταν και το πρώτο «πλατό» του ελληνικού κινηματογράφου, ήταν όπως είπαμε μια αποθήκη χωρίς κανέναν από τους γνωστούς τεχνικούς εξοπλισμούς. Και μόνο η εφευρετικότητα του Φίνου, κατάφερε να κάνει στούντιο -και μάλιστα, στούντιο μέσα στο οποίο γυριστήκανε αξιόλογες ταινίες— αυτόν τον εντελώς ακατάλληλο χώρο. Και πρώτα-πρώτα δεν υπήρχαν προβολείς. Προβολείς που σήμερα έχουνε ακόμα κι οι ερασιτέχνες φωτογράφοι, τότε ήταν ένα είδος εντελώς άγνωστο.

Ο πρώτος προβολέας που μπήκε στο στούντιο του Φίνου, ήταν ένας μικρός προβολέας -πεντακόσια βατ όλα κι όλα— που δεν ξέρω πού τον βρήκε ο Φίνος και τον έφερε με όλας τας τιμάς, όταν γυρίζαμε το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», για να κάνουμε ένα εφφέ.

Τα φώτα, λοιπόν, στο πρώτο αυτό «πλατό» ήταν μεγάλες και μικρές τενεκεδένιες σκάφες, που είχανε απλά «ντουί» στα οποία βιδώναμε κοινές λάμπες των εκατό και των διακοσίων κεριών. Υπήρχαν, ακόμα και μερικοί δήθεν προβολείς, που δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά μεγάλες λάμπες απάνω σε κάποιο πόδι, χωρίς να έχουνε όμως μπροστά τους ειδικούς αυτούς φακούς που έχουνε οι προβολείς και που επιτρέπουν, με τους κατάλληλους χειρισμούς, το φως, να γίνεται συγκεντρωτικό ή διάχυτο.

Πριν, όμως, προχωρήσω στο πώς γυρίστηκε το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και στα χαριτωμένα επεισόδια που δημιουργηθήκανε στη διάρκεια του γυρίσματος, θα έπρεπε ίσως να σας πω ότι τότε δεν υπήρχανε τα κινηματογραφικά συνεργεία, που δημιουργηθήκανε λίγα χρόνια αργότερα.

 

Δύο-τρεις άνθρωποι, παθιασμένοι με τον κινηματογράφο, είμαστε όλοι κι όλοι που κάναμε πρόθυμα όλες τις δουλειές -που τώρα κάνουνε τα πολυμελή συνεργεία- χωρίς αρμοδιότητες και προπάντων, χωρίς αντιρρήσεις. Πρώτος και καλύτερος, φυσικά, ο Φίνος, που είχε και το γενικό πρόσταγμα. Μονάχος του ήτανε συνεργείο ολόκληρο.

Αυτός έκανε τους φωτισμούς, αυτός έκανε τη φωνοληψία, αυτός έκανε την εμφάνιση και την εκτύπωση τοο φιλμ, αυτός έκανε το μοντάζ, κι αυτός όποτε χρειαζότανε, έκανε και τον οπερατέρ. Και κοντά σ’ αυτόν κι όλοι εμείς, που κουβαλούσαμε τα φωπσπκά σώματα, μεταφέραμε τη μηχανή, κινούσαμε το Travelling, στήναμε το ντεκόρ.

Το «συνεργείο», λοιπόν, που γύρισε την ιστορική αυτή ταινία, ήτανε εκτός από το Φίνο, ο Μάρκος ΖέρΒας -ο αργότερα διευθυντής και σκηνογράφος της «Φίνος-Φιλμ»— ο μακιγιέρ Σταύρος Κελεσίδης, ο πιτσιρίκος τότε Θεόφιλος Ασημακόπουλος, που αργότερα έγινε ο διευθυντής του εργαστηρίου της «Φίνος», εγώ κι ο βοηθός μου, ο εκλεκτός σήμερα σκηνοθέτης Κώστας Ανδρίτσος.

* * *

ΟΤΑΝ αρχίσαμε τις προετοιμασίες για το γύρισμα της ταινίας διαπιστώσαμε με φρίκη ότι μας λείπανε οι… Γερμανοί. 0 κινηματογράφος, δεν ήταν όπως το θέατρο, που δυο βουβά πρόσωπα ντυμένα με γερμανικές στολές, ήταν αρκετά για να καλύψουν αυτή την ανάγκη. Το σενάριο, που είχαμε γράψει ο Χρ. Γιαννακόπουλος και εγώ, προέβλεπε στρατιώτες, αξιωματικούς, Ες-ΕςS, φυλακές με Γερμανούς δεσμοφύλακες, ένα σωρό κόσμο, τέλος πάντων, που εκτός των άλλων, θα έπρεπε να μιλάνε και γερμανικά. Κι όσο για τις στολές, το αποφασίσαμε το έξοδο. Θα τις ράβαμε μόνοι μας. Ποιοι θα τις φορούσανε όμως; Θα έπρεπε να ήτανε νέα παιδιά, ξανθά κατά προτίμηση, που απαραιτήτως θα έπρεπε να μπορούν να προφέρουν σωστά τις γερμανικές φράσεις, που είχαμε βάλει στο σενάριο. Κι επειδή δε βρήκαμε άλλη λύση, καταφύγαμε στις μικρές αγγελίες των εφημερίδων. «Ζητούνται νέοι έτσι κι έτσι… που να ξέρουν και λίγα γερμανικά».

Μόλις δημοσιεύτηκε η αγγελία, έπηξε η οδός Στουρνάρα. Ουρές οι γερμανομαθείς νέοι έξω από τα γραφεία της εταιρίας. Βέβαια, μερικοί απ’ αυτούς, ερχόντουσαν για το μικρό, για το ασήμαντο μεροκάματο του κομπάρσου, που αν θυμάμαι καλά ήτανε ογδόντα δραχμές. Οι πιο πολλοί, όμως, ερχόντουσαν για να γίνουν «αστέρες». Μεγάλος μαγνήτης, ο μαγνήτης του κινηματογράφου. Να δούνε τη φάτσα τους στο πανί και τι στον κόσμο…

Μέσα σ’ ένα καμαρίνι τις οδού Στουρνάρα, ήταν εγκατεστημένο πρόχειρα ένα μικρό ραφτάδικο και τους κατάλληλους τους παραπέμπαμε αμέσως εκεί, για να τους πάρουνε μέτρα και να τους φτιάξουνε τη στολή.

Μεταξύ των πρώτων, ήρθε κι ένας κύριος πολύ καλοστεκούμενος. Καμηλό παλτό απ’ τα πιο ακριβά, μεταξωτό κασκόλ γκρενά, γάντια χοιρόδερμα και πλημμυρισμένος στα γαλλικά αρώματα και τις γαλλικές κολώνιες.

– Χαίρετε…
– Χαίρετε.
– Ο κ. Σακελλάριος;
– Μάλιστα.
– Κώστας τάδε.
– Χαίρω πολύ.

Ούτε για μια στιγμή δε μου πέρασε η ιδέα, ότι ο λαμπρός αυτός κύριος, διεκδικούσε μια θέση κομπάρσου.

– Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
– Εγώ κ. Σακελλάριε, έχω σπουδάσει στο Μόναχο ηλεκτρομηχανικός.
– Μάλιστα.
– Μιλάω τη γερμανική σαν τη μητρική μου γλώσσα.
– Μάλιστα.
– Έχω δύο διπλώματα και μπορώ να σας τα δείξω.

…Έκανε μάλιστα ν’ ανοίξει μια τσάντα που είχε μαζί του.

– Δε χρειάζεται, κύριε.
– Μα πρέπει να τα δείτε!
– Για ποιο λόγο;
– Για να πεισθείτε ότι μιλάω πολύ καλά γερμανικά.
– Σας πιστεύω, αν και δεν καταλαβαίνω γιατί μου το λέτε.
– Διάβασα την αγγελία σας στην εφημερίδα. Δεν ζητάτε ανθρώ-πους που να ξέρουνε γερμανικά;

Προσπάθησα να του εξηγήσω όπ η δουλειά του κομπάρσου δεν ήτανε μια δουλειά που θα μπορούσε να τον ενδιαφέρει.

– Ογδόντα δραχμές είναι το μεροκάματο, κύριε.
– Δε μ’ ενδιαφέρει το οικονομικό… Εγώ έρχομαι δωρεάν.
– Και είναι σκληρή δουλειά… Θα ξεκινάμε στις έξι το πρωί!…
– Εμένα και στις τέσσερις αν μου πείτε…
– Πολλές φορές θα δουλεύουμε όλη τη νύχτα, ως το πρωί.
– Ως το πρωί κι ως την άλλη νύχτα… Ουδεμία αντίρρηση!!…

…Ήτανε τόση η επιμονή του. Τα μάτια του είχανε αρχίσει να δακρύζουνε.

– Θα το θεωρήσω υποχρέωση αν με προτιμήσετε…

Και τον… προτιμήσαμε! Τον έστειλα να του πάρουνε μέτρα για τη στολή. Μπήκε χοροπηδητός στα καμαρίνια. Μπήκε και, σε λίγο, βγήκε και με πλησίασε.

– Να σας ζητήσω μια χάρη;
– Παρακαλώ.
– Είναι δυνατόν να μη με κάνετε απλό στρατιώτη;
– Δηλαδή;
– Να έχω κάποιο βαθμό… Έστω υπαξιωματικός…
– Εγώ θα σας κάνω αξιωματικό… Θα σας κάνω λοχαγό. Είσαστε ευχαριστημένος;

Άρπαξε τα χέρια μου και τα φίλησε.

– Σας ευχαριστώ… Σας είμαι ευγνώμων!…

Έτσι, από την πρώτη στιγμή, ο κ. Κώστας τάδε, με το ακριβό παλτό και τα αρώματα, έθεσε σοβαρή υποψηφιότητα για αλαλούμ. Τα παιδιά του «συνεργείου» με τρώγανε.

– Τι θα γίνει με τούτον;
– Τι θέλετε να γίνει;
– Δε θα του κάνουμε κανένα αλαλούμ;
– Θα του κάνουμε.
– Πότε;
– Όταν θά ’ρθει η ώρα!…

Κι η ώρα ήρθε ένα χειμωνιάτικο πρωινό —δεν είχε ξημερώσει ακόμα- που γυρίζαμε κάτι νυχτερινές σκηνές σ’ ένα ερειπωμένο εργοστάσιο οινοποιίας, εκεί στις Τρεις Γέφυρες.

Η δουλειά είχε τελειώσει απρόβλεπτα νωρίς κι ετοιμαζόμαστε να τα μαζέψουμε. Και τότε με πλησίασε ο Θεόφιλος ο Ασημακόπουλος —πιτσιρίκος ήτανε τότε- που έπαιζε κι αυτός ένα ρόλο στην ταινία.

– Τι θα γίνει με δαύτον κυρΑλέκο;
– Τι θα γίνει, δηλαδή;
– Δε θα του κάνουμε το αλαλούμ;

Υπέρ του αλαλούμ ήτανε κι ο Ντίνος Δημόπουλος -ο σημερινός εκλεκτός σκηνοθέτης— που έπαιζε κι αυτός στους «Γερμανούς», ο Λαυρέντης Διανέλλος, ο Βαγγέλης Πρωτοπαππάς, ακόμα κι ο μακαρίτης ο Λογοθετίδης, που πέταγε τη σκούφια του για τέτοιου είδους πλάκες.

– Μα δεν είναι αργά; Δεν είσαστε κουρασμένοι;

Αλλά ποτέ δεν ήταν αργά για ένα αλαλούμ και κανείς δε λογάριαζε την κούρασή του, προκειμένου να κάνει κέφι.

Έτσι τοποθετήθηκε η μηχανή, τακτοποιηθήκανε τα φώτα κι εγώ πήγα και βρήκα τον κ. Κώστα.

– Κύριε Κώστα…
– Ορίστε!
– Επειδή διαπίστωσα ότι έχετε πολύ ταλέντο και κάνετε θαυμάσια το Γερμανό αξιωματικό, σκέφτηκα να γυρίσω μια σκηνή που να πρωταγωνιστήσετε εσείς.

Λάμψανε τα μάτια του κ. Κώστα.

– Σας ευχαριστώ πολύ.

Του εξήγησα τι έπρεπε να κάνει. Οπλισμένος σαν αστακός, με χειροβομβίδες στη ζώνη και οπλοπολυβόλο στο χέρι, θα περπατούσε ανύποπτος μέσα στη νύχτα.

Ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι, θα πεταγόντουσαν οι «πατριώτες», δηλαδή ο Δημόπουλος, ο Διανέλλος, ο Πρωτοπαππάς, ο Λογοθετίδης κι ο Ασημακόπουλος και θα προσπαθούσαν να τον συλλάβουνε.

Αυτός έπρεπε να ανπσταθεί ηρωικά και τελικά να τους εξουδετερώσει. Όσο για τους «πατριώτες» είχαμε συμφωνήσει να του χυμήξουνε, να του λύσουνε τη ζώνη και να του κατεβάσουνε το… παντελόνι κι αν ήταν δυνατόν και το σώβρακο.

Η σκηνή είχε αποφασισθεί να «γυριστεί» πραγματικά, με φιλμ και σύγχρονη φωνοληψία.

Ο Ζοζέφ Χεπ, ο πρώτος οπερατέρ του ελληνικού κινηματογράφου είχε πάρει ήδη τη θέση του στη μηχανή. Και το γύρισμα άρχισε. Μεγαλοπρεπής, με το οπλοπολυβόλο στο χέρι, έκανε την εμφάνισή του ο Γερμανός λοχαγός. Κι άξαφνα ξεπεταχτήκανε οι «πατριώτες» — σκασμένοι στα γέλια ήτανε, παναθεμά τους!…— τον πιάσανε κι αρχίσανε να τον… γδύνουνε. Ο Γερμανός φώναζε:

– Ράους… Ράους!… Λος… Λος!…

Αλλά οι «πατριώτες» τη δουλειά τους. Το παντελόνι —κυλότα γερμανική- είχε φτάσει ως τις μπότες. Δύο «πατριώτες» είχανε πέσει κάτω από τα γέλια κι οι άλλοι συνεχίζανε το γδύσιμό του.

Όταν, όμως, ήταν τελικά όλοι μπροστά του και προσπαθούσανε να τον γδύσουνε ολότελα, ο καημένος ο κ. Κώστας, τους έλεγε σε άψογα ελληνικά.

– Όχι, όλοι μπροστά μου, βρε παιδιά!… Με κρύβετε. Δεν θα φαίνομαι καθόλου εγώ.

Η σκηνή μέσα σε υστερικά γέλια ολοκληρώθηκε κι έμεινε να ποζάρει μπροστά στην κινηματογραφίκή μηχανή, ένας βλοσυρός Γερμανός αξιωματικός, με χειροβομβίδες και οπλοπολυβόλο στο χέρι, γυμνός από τη μέση και κάτω.

Η σκηνή, όπως σας είπα, γυρίστηκε πραγματικά κι υπάρχει στην ταινιοθήκη του «Φίνου», μαζί με άλλα διασκεδαστικά αλαλούμ, που πρότεινα κάποτε να τα προβάλουμε στην τηλεόραση για να γελάσει ο κόσμος, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε κανείς.

Ουρές κόσμου στην πρεμιέρα στο Ρεξ

* * *

ΟΤΑΝ άρχισα να σκηνοθετώ αυτήν την ταινία, είχα τρομερό τρακ. Πώς θα γινότανε εγώ, ένας ασήμαντος νεαρός να «σκηνοθετήσω» έναν κολοσσό σαν το Λογοθετίδη; Ήταν δυνατόν, να του πω εγώ, πώς να παίξει; Αυτό, όπως φαίνεται, το κατάλαβε ο Λογοθετίδης —τι μεγάλος ηθοποιός και .σπουδαίος άνθρωπος- που κατάφερε να μου δώσει με μια αφάνταση λεπτότητα όλο το κουράγιο που μου έλειπε.

Γυρίζαμε μια σκηνή, σε μια πλακιώτικη αυλή, μ’ ένα πηγάδι – τώρα είναι το σπίτι του Μίμη Πλέσσα— μέσα σ’ αυτό το πηγάδι είχανε βάλει οι πατριώτες ένα ραδιόφωνο, που το ανεβάζανε με το σκοινί του κουβά. Ήταν η πρώτη σκηνή που γυρίζαμε.

‘Οταν τελείωσε η σκηνή -μια ολιγόλεπτη σκηνή- και είπα «στοπ», φαίνεται η έκφρασή μου δεν ήταν και τόσο ενθουσιαστική, ίσως γιατί αλλιώς τον περίμενα τον Λογοθετίδη σ’ αυτή τη σκηνή.

Ο Λογοθετίδης, το κατάλαβε, με πήρε απ’ το χέρι και με τράβηξε παράμερα.

– Δε σου άρεσε…
– Όχι, κ. Λογοθετίδη… Μου άρεσε… Ωραία ήτανε…

Ο Λογοθετίδης, με κοίταξε έντονα στα μάτια κι επανέλαβε.

– Δεν σου άρεσε… Αυτό είναι βέβαιο. Δεν ξέρω, όμως, γιατί δεν σου άρεσε.
– Μου άρεσε, κ. Λογοθετίδη.
– Άκου να δεις… Εμείς τώρα συνεργαζόμαστε. Η ευθύνη βαρύνει και τους δυο μας το ίδιο. Ευγένειες και λεπτότητες δε χωράνε. Όταν δεν σου αρέσει κάτι θα μου το λες. Αν έχει άδικο, δε θα σ’ ακούω. Αν έχεις δίκιο, όμως, θα γίνεται όπως το θέλεις, γιατί αυτό δε θα εξυπηρετεί μόνο εσένα, αλλά και μένα. Σύμφωνοι;

Εδώ τελειώνει, κάπως απότομα, το κεφάλαιο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» του βιβλίου του Σακελλάριου. Την εποχή που γυρίστηκε η ταινία, το 1948, ο Σακελλάριος ήταν βεβαια αρκετά γνωστός, αλλά σχετικά νέος, 35 χρονών, ενώ ο Λογοθετίδης ήταν στα πενήντα.

Όσο για την ταινία, στο Γιουτούμπ υπάρχουν αμέτρητα στιγμιότυπα με διάφορες σκηνές και ατάκες, όχι όμως ολόκληρη η ταινία -υπήρχε παλιότερα αλλά την κατέβασαν φαίνεται.


Πηγή: sarantakos.wordpress.com