Τα ταξίδια του Νίκου Καζαντζάκη στη Ρωσία: Οι δυσκολίες και οι ελπίδες - Ειδήσεις Pancreta

  φωτο αρχείου

Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν από τους ανθρώπους που ταξίδεψε πολύ στη ζωή του, παρά τις δεδομένες δυσκολίες που επικρατούσαν στην εποχή του. Η Ρωσία αποτέλεσε έναν από τους πιο σημαντικούς προορισμούς του. Ταξίδεψε τέσσερις φορές στη Σοβιετική Ένωση. Το πρώτο ταξίδι έγινε στα 1919, το δεύτερο στα 1925-26, το τρίτο στα 1927, ενώ το τέταρτο το 1928-29. Ένα τελευταίο ταξίδι έγινε στα 1957 (δέκα μέρες έμεινε στη Μόσχα), τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, πηγαίνοντας για την Κίνα.

Η πρώτη του επαφή με τη Ρωσία έγινε το 1919, όταν ταξιδεύει ως γενικός διευθυντής του νεοσύστατου υπουργείου Περιθάλψεως (θέση στην οποία τον διόρισε ο Ελευθέριος Βενιζέλος) και αρχηγός της αποστολής στη Ρωσία, με σκοπό τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου. Όπως όμως προκύπτει από τις πρώτες φράσεις που γράφει μόλις πατάει το πόδι του στην Οδησσό, ο σκοπός της αποστολής ήταν γι' αυτόν απλά ένα μέσο για την εκπλήρωση ενός παλιού ονείρου: «Ας μην πω με τι συγκίνηση πάτησα το ρούσικο χώμα. Πολλές γενιές μέσα μου είχαν λαχταρίσει τούτη τη στιγμή».

Η αποκατάσταση των προσφύγων στη Μακεδονία και τη Θράκη, την οποία αναλαμβάνει, είναι γι' αυτόν μια «φρικώδης, πυρετώδης δουλειά». Ίσως αυτή ήταν και η αφορμή για να παραιτηθεί από το υπουργείο το 1920. Ακολουθούν πολλά και συνεχόμενα ταξίδια στην Ευρώπη, αλλά η Σοβιετική Ένωση δεν είχε εξαντλήσει το ενδιαφέρον του.

Το 1922 γράφει επιστολή στην πρώτη του γυναίκα, Γαλάτεια: «έχω αποφασίσει να φύγω στη Ρουσία. Δεν ξέρω πότε. Πρέπει να ετοιμαστώ. Τώρα μαθαίνω ρούσικα, να μάθω μια τέχνη-μαραγκός. Έτσι θα δουλεύω στη Ρουσία τρεις ώρες τη μέρα και θα γυρίζω τα χωριά. Εκεί θα δοκιμάσω το Λόγο που φέρνω». Το 1924 της γράφει πάλι: «από τη Ρουσία είχα χτες γράμματα· διάβασε ένας κύκλος εκεί την Ασκητική μου που τους έστειλα στα γερμανικά και είναι βαθύτατα συγκινημένοι και με καλούνε, χωρίς άλλο, να πάω να τους μιλήσω σε μια σειρά μαθήματα και αν αρχίσουμε περιοδείες. Έχω ένα προαίστημα πως στη Ρουσία θα καταλήξει όλη μου η θρησκευτική προσπάθεια». Αυτό που τραβάει τον Καζαντζάκη στη Ρωσία δεν είναι μια πολιτική θεωρία, πόσο μάλλον μια φιλοσοφία της ιστορίας, αλλά ένα ένστικτο κι ένας πνευματικός οργασμός. Πίστεψε πως ο ρώσικος λαός ήταν έτοιμος να δεχτεί το δικό του κήρυγμα.

Ο Καζαντζάκης, καθόσον μένει στο Βερολίνο το 1922-23, εμπνέεται από τη ρώσικη επανάσταση και πιστεύει πως ο «θεοφόρος λαός», όπως αποκαλεί τον ρώσικο λαό, αποτελεί την τελευταία ελπίδα για όσους διψούν για δικαιοσύνη. Αισθάνεται τη φλόγα της ρωσικής επανάστασης να του τρώει τα σωθικά. Η νικημένη και ντροπιασμένη Γερμανία, ο πεινασμένος λαός της και ο κομμουνισμός τον συγκλονίζουν. Το όνομα του Λένιν κατακτά τη σκέψη του. Αποζητά έναν ήρωα, έναν υπεράνθρωπο, μια δυνατή φυλή που θα κυριεύσει τη γη. Ο Καζαντζάκης ζητά την επιβεβαίωση από την ίδια τη Ρωσία, με την πραγματοποίηση όχι της ιδέας του Υπερανθρώπου, αλλά απλώς της Ιδέας. Τον Καζαντζάκη τον συνεπαίρνει το λαχάνιασμα της ιδέας, ο σκληρός αγώνας του ρώσικου λαού ν' αντεπεξέλθει στις νέες συνθήκες.

Παράλληλα υπογραμμίζει πως η Δύση δεν έχει αντιληφθεί το βαθύτερο νόημα του ξεσηκωμού στη Ρωσία: «Όποιος έρχεται από το δυτικό πολιτισμό με τα παμπάλαια μεταφυσικά του ερωτήματα και τις μωρόλογες διανοητικές του επιφυλάξεις, δεν μπορεί τίποτα ν' αντιληφθεί από την κοσμογονία της σημερινής-μισητής ή αγαπημένης, αδιάφορο-Ρωσίας».

Τον Οκτώβρη του 1925 φεύγει για τη Σοβιετική Ένωση ως απεσταλμένος της αθηναϊκής εφημερίδας Ελεύθερος Λόγος. Γράφει στην Ελένη Καζαντζάκη «Στη Μαύρη Θάλασσα ξέσπασε μεγάλη τρικυμία... σας συλλογούμαι έτσι μέσα στη θαμπή βροχή... πότε θα μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί στα ξένα;» Μένει λίγες μέρες στην Οδησσό. Στη συνέχεια Μόσχα και Λένινγκραντ· ξανά Μόσχα, από όπου συνεχίζει να γράφει στην Ελένη «η άκρα του κόσμου, η άκρα του χρόνου, μου φαίνεται τούτη η πολιτεία. Οι χρυσοί τρούλοι των εκκλησιών και οι κόκκινες σημαίες με τα δρεπάνια...όλα τούτα είναι ένα χάος κι εγώ που αγαπώ το χάος χαίρουμε και αγωνίζουμαι κι έχω αδυνατίσει. Εδώ ζω όλη την απόπειρα της νέας γης να δημιουργήσει, να βρει ένα ρυθμό και να ρυθμίσει όλη τη ζωή». Ο Καζαντζάκης οραματίζεται μια πραγματικότητα που θα τη φτιάξει με τα χέρια του ο αγωνιζόμενος λαός. Θα μείνει μέχρι τον Ιανουάριο του 1926, οπότε και επιστρέφει στην Ελλάδα.

Το 1927 βρίσκεται και πάλι στον αχανή χώρο της Σοβιετικής Ένωσης, προσκεκλημένος της ρωσικής κυβέρνησης, για τον εορτασμό των δέκα χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Τον απασχολούν οι πολιτικές εξελίξεις και ο λόγος του γίνεται πολιτική ανάλυση. Ταξιδεύει με τον σιδηρόδρομο από τη Μόσχα στον Καύκασο. Σταθμοί του ταξιδιού του είναι: Χάρκοβ, Ροστόβ, Μπακού, Τιφλίδα, Μπατούμ και ξανά Μόσχα.

Η γνωριμία με τον Παναΐτ Ιστράτι, τα ταξίδια και οι διώξεις

Στη Μόσχα ο Καζαντζάκης θα γνωρίσει τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, τον λεγόμενο και «Γκόργκι των Βαλκανίων» και θα ταξιδέψουν μαζί, συνδιαμορφώνοντας μιαν αντίληψη για τα όσα εξελίσσονται στη χώρα. Όταν συγκατοικούσε με τον Ιστράτι στο Μπέκοβο σε ένα δάσος σαράντα χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα έγραψε το τελευταίο κεφάλαιο της Ασκητικής του. Η πρόσκαιρη διαμονή του Καζαντζάκη στο Μπέκοβο συνδέεται με ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της πνευματικής του ζωής. Μέσα στη Ρωσία που οικοδομεί τον νέο κόσμο, ο Καζαντζάκης διατυπώνει τη φοβερή κατακλείδα της μυσταγωγίας του. Διορθώνει την Ασκητική και προσθέτει το κεφάλαιο με τίτλο Σιγή, που τη χαρακτηρίζει «μπόμπα που ανατινάζει την Ασκητική. Μα σε λίγων ανθρώπων την καρδιά θα εκραγεί»


Στη συνέχεια ο Καζαντζάκης θα προσκαλέσει τον Ιστράτι στην Αθήνα για να τον γνωρίσει στο ελληνικό κοινό. Στις 11 Ιανουαρίου 1928, ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος», ο φορέας των προοδευτικών διανοουμένων, οργανώνει στο θέατρο «Αλάμπρα» εκδήλωση για τις εμπειρίες από το σοβιετικό πείραμα, με ομιλητές τον Ιστράτι, τον Καζαντζάκη και τον παιδαγωγό Δημήτρη Γληνό. Στην εκδήλωση μιλά πρώτος ο Γληνός, μετά ο Καζαντζάκης και στο τέλος ο Ιστράτι. Στην ομιλία, που προκάλεσε τη σύλληψη και δίωξή του, ο Καζαντζάκης αναφέρθηκε στις εμπειρίες του και τα συμπεράσματά του από τη Σοβιετική Ρωσία. Δημοσιεύματα της εποχής αναφέρουν ότι πραγματοποιήθηκε μια «αντεθνική» διαδήλωση, ενώ οι λόγοι των τριών ομιλητών στρέφονταν κατά της Ελλάδας. «Υπό την σκέπην του Εκπαιδευτικού Ομίλου ο Π. Ιστράτι ύμνησε τον κομμουνισμόν και καθύβρισε τους διανoούμενους πλέξας το εγκώμιον της Τσέκας. Σύμφωνα με την κρητική εφημερίδα «Πατρίς», ο «Ριζοσπάστης», η «Πρωία» και άλλες εφημερίδες της εποχής στήριξαν τους ομιλητές ενώ αρκετοί διανοούμενοι της εποχής, αντέδρασαν στην εχθρική αντιμετώπιση του Ιστράτι, υποστηρίζοντας ότι προσβάλλει τη διανόηση και τον πολιτισμό της χώρας.

pho


Ο Καζαντζάκης υπήρξε θιασώτης των όσων εξελίσσονταν στη χώρα με την ελπίδα ότι μια νέα παγκόσμια πραγματικότητα θα ερχόταν και θα επηρέαζε το διεθνές σκηνικό. Ωστόσο, ο ίδιος επεσήμανε τους υπαρκτούς κινδύνους διαστρέβλωσης. «Δυο είναι οι μεγάλοι κίνδυνοι που απειλούν τη Σοβιετική Ρωσία» υποστήριξε στην ομιλία του. «Ο ένας είναι εσωτερικός: οι νέες αστικές τάξεις που σχηματίζονται κάτω από την προστασία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. Κουλάκοι, Νέπμαν, γραφειοκράτες. Ο άλλος κίνδυνος είναι εξωτερικός: ο παγκόσμιος πόλεμος». Κατόπιν, η φλογερή ομιλία του Ιστράτι για το σοβιετικό μοντέλο διακυβέρνησης θα ξεσηκώσει το ακροατήριο που μετά το πέρας της εκδήλωσης θα πραγματοποιήσει διαδήλωση, η οποία με τη σειρά της θα προκαλέσει την επέμβαση της αστυνομίας.

Οι Καζαντζάκης και Γληνός παραπέμπονται σε δίκη ως υπεύθυνοι για τη διαδήλωση, ενώ ο Ιστράτι απειλείται με απέλαση, αλλά τελικά περιορίζεται στο σπίτι του Γ. Νάζου στην Κηφισιά. Η δίκη Καζαντζάκη - Γληνού ορίζεται για τις 3 Απριλίου του 1928. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αθωωτική και οδήγησε το Γληνό σε μία οριστική στροφή προς την αριστερά. Επακολουθεί δικαστική ανάκριση, που αναγκάζει τους δύο συντρόφους να παραιτηθούν από την πολιτική δράση. Ο Ιστράτι αποσύρεται στην Κηφισιά, ο Καζαντζάκης στην Αίγινα. Η δίκη για τους δύο συντρόφους αναβάλλεται και τελικώς δεν γίνεται ποτέ.

Τον Απρίλιο του 1928 ο Καζαντζάκης βρίσκεται στη Ρωσία, όπου γράφει ένα κινηματογραφικό σενάριο για τον ρωσικό κινηματογράφο με θέμα από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 με τίτλο Το κόκκινο μαντήλι. Μάλιστα, είναι ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που ασχολήθηκε με τη σεναριογραφία σε μια εποχή που ο κινηματογράφος δεν είχε ακόμη γνωρίσει ευρεία διάδοση. Ο Καζαντζάκης θα ταξιδεύει στη Ρωσία, ως τα βάθη της, μέχρι τον Μάρτιο του 1929, οπότε και αφού έχει γυρίσει το 1/6 της γης, έχει μαζέψει πολύτιμες εμπειρίες και καταγράψει αρκετά άρθρα για τους τόπους που γύρισε, επιστρέφει στο Βερολίνο.


Οι στενοί δεσμοί του Καζαντζάκη με τη Ρωσία συνεχίστηκαν και τα μετέπειτα χρόνια, καθώς υπήρξε μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου, ένα ελληνικό σωματείο με πολιτιστική δράση, το οποίο ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1945 από 120 εξέχουσες προσωπικότητες της πνευματικής, οικονομικής, πολιτικής και καλλιτεχνικής ζωής της Ελλάδας.

Η Ρωσία στο έργο του Καζαντζάκη

Ο Καζαντζάκης μελέτησε την ιστορία και τον πολιτισμό της χώρας, αλλά και τη ρωσική φιλοσοφία και αγαπούσε τη Ρωσία. Τις εμπειρίες και τους στοχασμούς του γι' αυτή την «απέραντη χώρα» κατέγραψε σε σειρές άρθρων σε περιοδικά και εφημερίδες, αλλά και στα βιβλία Ταξιδεύοντας: Ρουσία, Τόντα-Ράμπα και Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας


Στη διάρκεια της Κατοχής, επεξεργάζεται το κείμενο με τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από το 1925-1927, προσθέτοντας τις εντυπώσεις του τρίτου ταξιδιού (1928-29), το οποίο εκδίδεται πλέον με τον νέο τίτλο Ταξιδεύοντας: Ρουσία. Η Ρουσία είναι ένας διεισδυτικός απολογισμός των τριών μεγάλων ταξιδιών που έκανε ο Καζαντζάκης στη Σοβιετική Ένωση στο διάστημα μεταξύ 1925 και 1930. Πρόκειται για ένα ημερολόγιο, όπου ο συγγραφέας σκιαγραφεί τη φύση της Μπολσεβίκικης Επανάστασης και τον αντίκτυπό της στην κοινωνική και πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας, φιλοτεχνώντας μια συναρπαστική εικόνα της απέραντης χώρας και των ηγετών της και καταγράφοντας λεπτομερή πορτραίτα των μεγάλων συγγραφέων της: του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι. Στο Ταξιδεύοντας: Ρουσία μας δίνει μια βιωματική αφήγηση με γλαφυρές ταξιδιωτικές περιγραφές που συνοδεύονται από προβολές από το παρελθόν και την ιστορική πραγματικότητα του παρόντος, με σημεία αναφοράς σημαντικές προσωπικότητες.


Το μυθιστόρημα Τόντα-Ράμπα γράφτηκε στα γαλλικά το 1929. Εδώ, ο  Καζαντζάκης συναρθρώνει τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του από τη Ρωσία και τους πολιτικούς προβληματισμούς του για το σοβιετικό πείραμα με τις πάγιες φιλοσοφικές και μεταφυσικές αναζητήσεις του. Η Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που εξετάζει εμπεριστατωμένα τη ρωσική γραμματολογία, δίχως να χάνει καθόλου τη γνωστή γλαφυρότητα και το θέλγητρο του καζαντζακικού λόγου.


Στα ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση ο Καζαντζάκης συμμετέχει σε πολιτικά και λογοτεχνικά συνέδρια, γνωρίζει τους πρωτοπόρους της σοβιετικής λογοτεχνίας. Έχει την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τους τόπους, να ερευνήσει σε βάθος τον ίδιο το ρώσικο λαό και να μελετήσει ποιητές και συγγραφείς, ιστορικούς και φιλοσόφους. Τα ταξίδια του Καζαντζάκη στη Ρωσία δεν έχουν μόνο αφήγηση ταξιδιωτική, όσο ιστορική και πολιτισμική ανάλυση. Προσπαθεί να γνωρίσει τον τόπο και να κατανοήσει τους ανθρώπους μέσα από την ιστορία και τα δρώμενα της εποχής. Ο Καζαντζάκης πλησιάζει την κοινωνία, την κοινωνική πραγματικότητα, ζει και συμπάσχει στην αγωνία των καθημερινών ανθρώπων, γνωρίζει τι δυσκολίες της καθημερινότητας των κομμουνιστών και γίνεται ξεκάθαρο ότι η συνύπαρξη παρελθόντος και μέλλοντος πρέπει να γίνει με μια θετική δημιουργική κρίση.

Όσο ταξιδεύει ο Καζαντζάκης, παύει να είναι ένας επισκέπτης και γίνεται μέτοχος του ονείρου ενός λαού στον οποίο συνυπάρχουν απαίδευτοι και διανοούμενοι, το παρελθόν, το παρόν και οι προσδοκίες για ένα μέλλον διαφορετικό. Υπάρχει ταυτόχρονη δράση δυο κοινωνικών υποστάσεων. Η παλιά τσαρική Ρωσία και η νέα Σοβιετική Ρωσία. Είναι η εποχή που ο Καζαντζάκης γνωρίζει από πρώτο χέρι τις ιδέες του Λένιν, αλλά και το επαναστατικό πείραμα που εφαρμόζεται στη νεόδμητη Σοβιετική Ρωσία. Αγωνίζεται να βρει την αλήθεια ανάμεσα στο όνομα Ρωσία που περικλείει όλη την πρότερη ιστορία αλλά και τη σύγχρονη των αγώνων και των εξελίξεων.


Η γραφή του βγάζει την αγωνία ενός συγγραφέα, ο οποίος προσπαθήσει να ζήσει με την ψυχή του την γρήγορη εφαρμογή του πνεύματος που εκφράζεται, που δημιουργεί και ελπίζει σε ένα μέλλον συλλογικό, σε μια νέα εποχή. Βλέπει τον «άστεγο» Θεό, την αλλαγή στις νέες θρησκευτικές αντιλήψεις, δίχως να υποτιμά τη παραδοσιακή πίστη.
 

Όσο κι αν προσπαθεί ο Καζαντζάκης να παραμείνει αντικειμενικός, δεν παύει να γράφει ένα λογοτεχνικό έργο. Περικλείοντας πλούσιο υλικό, συλλεγμένο με αγάπη για τον τόπο αλλά και το λαό της Ρωσίας, παραμένει κριτικός και ρεαλιστικός συγγραφέας. Μέσα από τον λόγο του μετατρέπει μια ολόκληρη κοινωνική πραγματικότητα σε λογοτεχνικές μορφές. Η γραφή του, με φυσικότητα και δεξιοτεχνία, αποκαλύπτει την βαθιά του γνώση για τη ρώσικη ιστορία, λογοτεχνία και πολιτισμό, σε μια προσπάθεια να χαρτογραφήσει τις διαφορές των δυο εποχών, με ρεαλισμό και σεβασμό στο πλούσιο εθνογραφικό υλικό

Θωμάς Καραγκιοζόπουλος

πηγή


Πηγή: pancreta