Στυλιανός Αλεξίου, 1921-2013 - Ειδήσεις Pancreta

…κι ο Χάρος δεν θα καυχηθεί πως μπήκες στη σκιά του∙
θα λάμπεις πάντα εσύ μέσα σ’ αιώνιους στίχους!

—William Shakespeare—
Μετάφραση: Στυλιανός Αλεξίου

Στις 12 Νοεμβρίου του 2013, πέθανε ο φιλόλογος και αρχαιολόγος Στυλιανός Αλεξίου: η Λαμπρινή Κουζέλη γράφει για τη ζωή και το έργο του, η Γιώτα Κριτσέλη για τον Αλεξίου ως αναγεννησιακού τύπου λόγιο και δάσκαλο, ο Γιώργος Ζεβελάκης για τις μεταφράσεις των σονέτων του Σαίξπηρ, ο Μανόλης Ι. Βελεγράκης για την «ελληνική πατριδογνωσία του Στυλιανού Αλεξίου». Ευχαριστούμε τον Γιώργο Ζεβελάκη για τις ανέκδοτες φωτογραφίες του Αλεξίου. 

* * *

Στυλιανός Αλεξίου

—της Λαμπρινής Κουζέλη—

Ο ηρακλειώτης αρχαιολόγος, φιλόλογος, εκδότης κειμένων και πανεπιστημιακός δάσκαλος Στυλιανός Αλεξίου πέθανε το απόγευμα της Τρίτης 12 Νοεμβρίου 2013 στο Ηράκλειο της Κρήτης, έπειτα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν 92 ετών.

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1921 σε λόγια οικογένεια. Ήταν γιος του σονετογράφου Λευτέρη Αλεξίου, εγγονός του λογίου και εκδότη Στυλιανού Αλεξίου και ανιψιός της Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη.

Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1939-1946), στο Παρίσι (1951-1952) και στη Χαϊδελβέργη (1961-1962). Διετέλεσε επιμελητής αρχαιοτήτων στη Ρόδο (1947-1950), στο Ηράκλειο (1950-1960) και στα Χανιά (1960-1962), διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου (1962-1977), γενικός έφορος αρχαιοτήτων (1973-1977) και μέλος (1973-1977) του Αρχαιολογικού Συμβουλίου του Υπουργείου Πολιτισμού.

Ο Αλεξίου με τον φίλο του ζωγράφο Θωμά Φανουράκη

Ο Αλεξίου με τον φίλο του ζωγράφο Θωμά Φανουράκη

Από τους πρωτεργάτες στην ίδρυση του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης στο Ηράκλειο στις αρχές της δεκαετίας του 1960, διετέλεσε και πρώτος επιμελητής του. Ήταν ο τελευταίος επιζών της ιστορικής ηγεσίας της Εταιρίας Κρητικών Ιστορικών Μελετών. Από το 1982 ήταν αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Σπουδαίος πανεπιστημιακός δάσκαλος με πλήθος μαθητών, δίδαξε από το 1977 ως το 1988 στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας των πανεπιστημίων της Πάντοβας, της Αθήνας και της Κύπρου και, μετά τη συνταξιοδότησή του, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Ως αρχαιολόγος, ασχολήθηκε ερευνητικά και επισταμένα με τη μινωική περίοδο. Πραγματοποίησε ανασκαφές στον Κατσαμπά, στη Λεβήνα, στην Αγία Πελαγία Κρήτης και αλλού και ήταν εκείνος που ανακάλυψε τους υστερομινωικούς τάφους του Λιμένους Κνωσού και τους πρωτομινωικούς θολωτούς τάφους της Λεβήνος. Ίδρυσε τα Μουσεία Χανίων, Αγίου Νικολάου, μία νέα πτέρυγα στο Μουσείο Ηρακλείου, καθώς και την αίθουσα της Συλλογής Γιαμαλάκη.

Ως φιλόλογος συνέδεσε το όνομά του με την έκδοση και τη συστηματική μελέτη του ακριτικού έπους, των έργων της Κρητικής Αναγέννησης και του σολωμικού corpus.

Επιλογή από το έργο του: Κρητική ανθολογία (15ος-17ος αι.) (1954), Από το ποιητικό έργο του Ν. Καζαντζάκη (1977), Ακριτικά. Το πρόβλημα της εγκυρότητας του κειμένου Ε΄. Χρονολόγηση – Αποκατάσταση χωρίων – Ερμηνευτικά (1979), Γλωσσικά μελετήματα (1981),Η κρητική λογοτεχνία και η εποχή της (1985), Σολωμικά (1994), Σολωμιστές και Σολωμός(1997), Δημώδη βυζαντινά (1997), Κρητικά φιλολογικά (1999), Μινωικά και ελληνικά (2002).

Με τη γυναίκα του, Μάρθα Αποσκίτη

Οι κριτικές εκδόσεις κειμένων της δημώδους βυζαντινής λογοτεχνίας και της Κρητικής Αναγέννησης που πραγματοποίησε αποτέλεσαν τη στέρεη βάση για την άνθηση της έρευνας και τη μεθοδική μελέτη εν πολλοίς άγνωστων περιοχών της νεοελληνικής λογοτεχνίας: Η βοσκοπούλα. Κρητικό ειδύλιο του 1600 (1953), Μπεργαδής, Απόκοπος (1965), Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος ( 1980), Βασίλειος Διγενής Ακρίτας (κατά το χειρόγραφο του Εσκοριάλ) και το άσμα του Αρμούρη (1985). Σε συνεργασία με τη σύζυγό του φιλόλογο Μάρθα Αποσκίτη, επιμελήθηκε την έκδοση των κειμένων: Γ. Χορτάτση Ερωφίλη (1988) και Ζήνων (1991), Η «Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» (Τα «Ιντερμέδια» της «Ερωφίλης») (1992), Μ. Τζάνε Μπουνιαλή Κρητικός πόλεμος (1645-1669) (1995). Εξαιρετική ήταν η προσφορά του στην έκδοση των Ποιημάτων και πεζών (1994) του Διονύσιου Σολωμού. Το 1993 τιμήθηκε με το Κρατικό Ειδικό Βραβείο λογοτεχνίας.

Τελευταίο κείμενό του ήταν η επανέκδοση, σε αυτοτελή μορφή, του Κρητικού του Σολωμού, με πλούσιες γλωσσικές και ερμηνευτικές σημειώσεις που διαφωτίζουν ασαφή και δυσερμήνευτα χωρία του κειμένου. Για την έκδοση, η οποία τυπώθηκε λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του από τις εκδόσεις Κίχλη, «εργαζόταν ως την τελευταία στιγμή, διορθώνοντας τυπογραφικά δοκίμια, με το απαράμιλλο ήθος του επιστήμονα που τον χαρακτήριζε», ανέφερε στο Βήμα η εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη.

Πηγή: Το Βήμα, 12/11/2013

Ηράκλειο, 2010 (φωτο: Γιώργος Ζεβελάκης)

Ηράκλειο, 2010 (φωτο: Γιώργος Ζεβελάκης)

* * *

Ένας αναγεννησιακού τύπου λόγιος

—της Γιώτας Κριτσέλη—

Σπουδαίος αρχαιολόγος και λαμπρός φιλόλογος, διετέλεσε Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης, διευθυντής του Μουσείου Ηρακλείου (1962-1977) και καθηγητής Νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1977-1991). Εκδότης, μεταξύ άλλων, του «Διγενή Ακρίτη», του «Ερωτοκρίτου» και του Διονυσίου Σολωμού, διαπρεπής μελετητής της κρητικής λογοτεχνίας της Αναγέννησης (υπήρξε κατ᾽ουσίαν ο θεμελιωτής της), δεινός μεταφραστής των σονέτων του Σαίξπηρ και του Ομήρου, ο Στ. Αλεξίου υπήρξε ένας αναγεννησιακού τύπου λόγιος. Κυρίως όμως ήταν ένας από τους τελευταίους ακριβούς δασκάλους μας της σειράς εκείνης που, με γεννήτορα τον Γιώργο Σεφέρη και διαδόχους τον Ι.Θ. Κακριδή, τον Λίνο Πολίτη, τον Γ.Π. Σαββίδη, τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, δημιούργησαν τον κανόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και συνάμα, χάρη στην ευρύτατη παιδεία και την κρίση τους, διαμόρφωσαν την ταυτότητα και τις ιεραρχήσεις της παιδείας μας. Για εμάς τους νεότερους, παιδιά του ιδεολογικού σχετικισμού της εποχής μας, ο ρόλος πνευματικών ανθρώπων του ύψους του ΣΤ. Αλεξίου στάθηκε θεμελιώδης. Με την απώλειά του ορφανεύουμε.

Αλεξίου και Γιώργος Ζεβελάκης (φωτο: Βασίλης Ζεβελάκης)

Αλεξίου και Γιώργος Ζεβελάκης (φωτο: Βασίλης Ζεβελάκης)

* * *

Οι μεταφράσεις των σονέτων του Σαίξπηρ από τον Στυλιανό Αλεξίου

—του Γιώργου Ζεβελάκη—

Στον Στυλιανό Αλεξίου (1921), γόνο της κρητικής οικογένειας με τις πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων, συνυπάρχουν και άλλες, πλην του φιλολόγου, ιδιότητες. Όπως εκείνη του ιστορικού και κριτικού της λογοτεχνίας, του γλωσσολόγου και του διανοούμενου με το λεπτό γούστο και την ποιητική αίσθηση.

Το 1989 (Β΄ έκδοση 1998) μετέφρασε εικοσιέξι ερωτικά Σονέτα του Σαίξπηρ (εκδ. «Στιγμή»). Οι αναλογίες που διέκρινε ανάμεσα στον «Ερωτόκριτο» και στα ερωτικά ποιήματα του μεγάλου δραματουργού-«οφειλόμενες σε κοινά ιταλικά πρότυπα» φαίνεται ότι τον παρακίνησαν να καταπιαστεί με τη μετάφρασή τους.

Το θέλγητρο των Σονέτων, γράφει ο Σ. Α., βρίσκεται στο ότι πρόκειται για μια ποίηση, «φιλοσοφική, που προαναγγέλλει νεώτερα ρεύματα».

Στις μεταφράσεις του αποφεύγει την πιστή κατά λέξη απόδοση και δεν εμμένει στη ρίμα, «το κλουβί του σονέτου». Αφήνεται στην ποιητική ροή, στη μουσικότητα του ρυθμού και των ήχων.

Πηγή: Τα Νέα, 2/6/2007

William Shakespeare, Σονέτο XVIII

Μετάφραση: Στυλιανός Αλεξίου

Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή;
Εσύ υπερέχεις σε απαλότητα και χάρη∙
λυγίζει αέρας τα τριαντάφυλλα του Μάη
και δεν κρατούν τα καλοκαίρια μας πολύ.

Άλλοτε καίει πολύ των ουρανών η φλόγα,
θαμπώνεται άλλοτε η ολόχρυσή τους όψη∙
τ’ όμορφο κάποτε χάνει την ομορφιά του
απ’ την πορεία της φύσης είτε από την τύχη.

Μα το δικό σου αιώνιο θέρος δε θα σβήσει,
της ομορφιάς την κατοχή δε θα τη χάσεις,
κι ο Χάρος δεν θα καυχηθεί πως μπήκες στη σκιά του∙
θα λάμπεις πάντα εσύ μέσα σ’ αιώνιους στίχους!

Όσο θα βλέπουν μάτια κι άνθρωποι αναπνέουν,
οι στίχοι αυτοί θα ζουν κι εσύ θα ζεις μαζί τους.

Ηράκλειο, 2010 (φωτο: Γιώργος Ζεβελάκης)

Ηράκλειο, 2010 (φωτο: Γιώργος Ζεβελάκης)

* * *

Η ελληνική πατριδογνωσία του Στυλιανού Αλεξίου

—του Μανόλη Ι. Βελεγράκη—

Είχα την αγαθή τύχη να γνωρίσω, ως παιδί στο Ηράκλειο της Κρήτης, το Στ. Αλεξίου, λόγω της συναδελφικής σχέσης του πατέρα μου, φιλολόγου δευτεροβάθμιας, με τη σύζυγο του εκλιπόντος Μάρθα Αποσκίτου. Κατά το χρόνο του θανάτου του Αλεξίου, είχα στη βιβλιοθήκη μου αλλά δεν είχα διαβάσει ένα όψιμο σπουδαίο έργο του, την «Ελληνική Λογοτεχνία – Από τον Όμηρο στον 20ο αιώνα» (Εκδόσεις Στιγμή, 2010). Αποφάσισα τότε να ενσκήψω σε αυτό ως ένδειξη τιμής στη σημαντικότερη πνευματική προσωπικότητα του γενέθλιου τόπου μου τα τελευταία πολλά χρόνια, οπωσδήποτε μετά το θάνατο του Παντελή Πρεβελάκη.

9367

Ι. Η Ελληνική Λογοτεχνία του Στ. Αλεξίου έχει ήδη παρουσιαστεί και επαινεθεί από δόκιμους Καθηγητές Φιλολογίας και λόγιους. Ενδεικτικά και μόνον αναφέρω τους Καθηγητές Π. Μαστροδημήτρη[1] και Π. Κιτρομηλίδη[2] αλλά και τους Κ. Γεωργουσόπουλο[3], Π. Γεωργουδή[4] και Λ. Καψετάκη[5]. Σε σχέση με τα κείμενα αυτά, τούτο το δοκίμιο φέρει αναγκαία το στίγμα του ερασιτεχνισμού, για το οποίο προκαταβολικά ζητώ την επιείκεια του φιλόξενου dim/art και των αναγνωστών της. Ο ερασιτεχνισμός ωστόσο έχει και ορισμένα πλεονεκτήματα πέραν του συγγνωστού των αναπόφευκτων αδεξιοτήτων. Επιτρέπει στο γράφοντα να μην συμμορφωθεί αυστηρά με τις αξιώσεις της επιστημονικής μεθόδου και να κάνει ορισμένες παρεκβάσεις.

Ο Στ. Αλεξίου έχει προσφέρει θεμελιώδη έργα για την ελληνική φιλολογία – όπως είναι γνωστό σε όλους όσους έχουν και στοιχειώδη ακόμα σχέση με τα ελληνικά γράμματα (για να περιοριστούμε στη φιλολογική διάσταση της υπερχειλούς δραστηριότητάς του και να μην επεκταθούμε στην προσφορά του στην αρχαιολογία και στις κρητικές ιστορικές σπουδές). Τεκμηρίωσε καταλυτικά την περίοπτη θέση της Κρητικής Λογοτεχνίας της Ύστερης Βενετοκρατίας και του αριστουργήματος της Κρητικής Αναγέννησης, του επικολυρικού Ερωτόκριτου, στην ελληνική λογοτεχνία γενικότερα. Ανέδειξε τη λογοτεχνική ποιότητα της παραγωγής της περιόδου και την αξιοσύνη των δημιουργών της. Θυμίζουμε ότι η ελληνική φιλολογία, κάτω από τη βαριά σκιά του κοραϊσμού, υποτίμησε επί μακρόν τα έργα αυτά και ο ίδιος ο Κοραής που χαρακτήριζε συλλήβδην τα έργα της δημώδους βυζαντινής και νεοελληνικής λογοτεχνίας «εξαμβλώματα της ταλαιπώρου Ελλάδος»[6]. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι νεανικές αλλά στιβαρές Μελέτες του Στ. Αλεξίου «Ο χαρακτήρ του Ερωτόκριτου»[7] και «Η Κρητική Λογοτεχνία και η εποχή της»[8], αλλά και η κριτική έκδοση του Ερωτόκριτου μαζί με εκτεταμένη εισαγωγή (α΄ έκδοση, 1980). Θεμελιώδη προσφορά του συνιστά επίσης η κριτική έκδοση των έργων του Σολωμού (1994), το οποίο ο Αλεξίου θαύμαζε, όπως φαίνεται και στο Έργο.

ΙΙ. Η Ελληνική Λογοτεχνία συνιστά ωστόσο το Magnum Opus του Αλεξίου και το απαύγασμα της λογιότητάς του. Ο χαρακτηρισμός αυτός δικαιώνεται από πολλές απόψεις:

Πρώτα από όλα η έκταση της πραγματευόμενης ύλης είναι τεράστια. Ο Αλεξίου εκθέτει το σύνολο της ελληνικής γραμματείας ξεκινώντας από τον Όμηρο και φτάνοντας μέχρι το Ρίτσο. Το εγχείρημα είναι ασφαλώς κολοσσιαίο, καθώς η ελληνική γλώσσα έχει να επιδείξει λογοτεχνικά μνημεία για διάστημα που ξεπερνάει τα 2.500 χρόνια. Η ελληνική λογοτεχνία περιοδολογείται ως εξής: α) Ελληνική Αρχαιότητα, β) Χριστιανικοί Χρόνοι – Βυζάντιο και γ) ο Νέος Ελληνισμός. Η παρουσίαση της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας ξεκινάει από τον Όμηρο και τελειώνει με την ύστερη ελληνιστική περίοδο και τα γραπτά ρωμαίων συγγραφέων σε ελληνική γλώσσα. Η ελληνική λογοτεχνία των μέσων χρόνων ξεκινάει με την ελληνόγλωσση χριστιανική γραμματεία (Παλαιά Διαθήκη των Εβδομήκοντα, Καινή Διαθήκη, Παύλος κλπ)  και ολοκληρώνεται με τους σπουδαίους Έλληνες διδασκάλους που διέφυγαν στη Δύση με την οθωμανική εξάπλωση στο βυζαντινό χώρο: Χρυσολωράς, Πλήθων, Χαλκοκονδύλης, Βησσαρίων, Μ. Μουσούρος. Η παρουσίαση της λογοτεχνίας του Νέου Ελληνισμού ξεκινάει με τα κυπριακά έπη και την Κρητική λογοτεχνία και ολοκληρώνεται με τους τρεις κορυφαίους ποιητές των χρόνων μας Σεφέρη – Ελύτη – Ρίτσο. Ο Αλεξίου υιοθετεί ως κριτήριο για τον καθορισμό των τριών εποχών της ελληνικής λογοτεχνίας τη γλώσσα των έργων και την εξέλιξή της σε συνάρτηση προς την ομιλούμενη την αντίστοιχη εποχή και όχι με αντιστοίχηση προς ιστορικές περιόδους. Ωστόσο αναγνωρίζει τη συνέχεια της ελληνικής λογοτεχνίας όλη την παρουσιαζόμενη περίοδο.

Η μεγάλη τομή στην ιστορία του ελληνισμού και της ελληνικής λογοτεχνίας κατ’ ακολουθία συντελείται τώρα, σημειώνει στην εισαγωγή ο Αλεξίου, που φαίνεται έτσι να συμμερίζεται την προϊούσας εμπέδωσης άποψη ότι ζούμε εποχή βαθιά και ριζικά μεταβατική. Ο Σεφέρης έγραφε κάποτε «Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας αφέθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις καθημερινές εφημερίδες. Ύστερα από τόσα χρόνια ελεύθερης ζωής, και σε καιρούς που στις πολιτισμένες χώρες οι πνευματικοί διδάσκαλοι κοιτάζουν πώς να ανυψώσουν την παράδοσή τους, αυτό μονάχα βρήκε η παιδεία μας για ν’ ανταμείψει το έθνος που έσωσε τη γλώσσα τού Σολωμού και τού Παλαμά μέσα από τα σκοτάδια αιώνων. Το αποτέλεσμα είναι το εσπεράντο»[9]. Υποψιάζομαι την απελπισία του Αλεξίου για την κατακρεούργηση και τη χυλοποίηση της γλώσσας αυτής, μέσα στα τιτιβίσματα, τα posts και τα GrEnglish, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Πρωτότυπος σε σχέση με όσα έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα είναι και ο τρόπος έκθεσης της ύλης. Η Ελληνική Λογοτεχνία του Αλεξίου δεν είναι Γραμματολογία, αντικείμενο της οποίας είναι ο κάθε λόγος, προφορικός ή γραπτός, απλός ή φροντισμένος, έντεχνος ή άτεχνος και με στενότερη έννοια η μελέτη των γραπτών μνημείων, των γραμμάτων ορισμένης εποχής. Δεν είναι ούτε Ιστορία της Λογοτεχνίας, της ελληνικής λογοτεχνίας εν προκειμένω, όπως την έχουμε γνωρίσει τουλάχιστον στα κλασικά έργα των Λ. Πολίτη, Κ.Θ. Δημαρά, Μ. Βίτι, έργα που περιέχουν σημαντικά τμήματα κριτικής θεωρίας. Αρκείται κατά βάση στην παρουσίαση των γραπτών μνημείων της ελληνικής γλώσσας, σε μια σύντομη αλλά περιεκτική και ουσιαστική γνωριμία με το περιεχόμενο των έργων αυτών, αν και σε συνέντευξή του είχε πει ότι αυτό που λείπει στην Ελλάδα δεν είναι η λογοτεχνική παραγωγή αλλά η καλή κριτική που να θέτει τον κανόνα του σπουδαίου και του ταπεινού αντίστροφα. Σε άλλη συνέντευξή του άλλωστε, ερωτώμενος για το πώς μπορεί να μελετηθεί και να διαβάζεται περισσότερο η λογοτεχνία μας, είχε απαντήσει: «Θα πρότεινα όχι τόσο τις θεωρητικές αναλύσεις όσο τη συνεχή επαφή με τα ίδια τα κείμενα, με άλλα λόγια το συχνό και επανειλημμένο διάβασμα. η ανάγνωση βιβλίων»[10].

Έτσι, ελάχιστες δοκιμιακές ή θεωρητικές παρεκβάσεις περιέχονται, κυρίως προς το σκοπό της μετάβασης στο επόμενο κεφάλαιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η γενική εισαγωγή και οι εισαγωγές των περιόδων είναι σύντομες και ο επίλογος του έργου δεν ξεπερνάει τη μισή σελίδα. Σοφές ωστόσο παρατηρήσεις μίας δύο φράσεων καταδεικνύουν το βάθος και της θεωρητικής γνώσης του Αλεξίου.

Τέλος, η απόδοση της ύλης συνέχεται στενά με το γλωσσικό ζήτημα υπό την εξής εκδοχή του. Τα λογοτεχνικά έργα καταξιώνονται στο χρόνο, εφόσον είναι αυθεντικά δημιουργήματα που καλλιεργούν αλλά και πηγάζουν από την καθομιλούμενη γλώσσα της εποχής τους. Χαρακτηριστική είναι η κρίση του για το Μακρυγιάννη (σελ. 456): «Στον Μακρυγιάννη έχομε την απροσδόκητη εμφάνιση ενός ωρίμου και συγκροτημένου πεζού λόγου, γνήσια νεοελληνικού και ζωντανού, με ενιαίο και πάγιο ύφος, χωρίς τις διακυμάνσεις και τις θεωρητικές εμμονές των Βηλαρά, Καταρτζή, Χριστόπουλου, τους οποίους ο Μακρυγιάννης μάλλον αγνοούσε. Αποδείχτηκε για άλλη μια φορά ότι η γλώσσα διαμορφώνεται όχι από θεωρητικούς άλλα από προικισμένους ανθρώπους που απλώς θέλουν και μπορούν να εκφραστούν». Λίγο παρακάτω συγκρίνοντας τους Σούτσους, εξέχοντες εκπροσώπους της φαναριώτικης – αρχαΐζουσας – ποίησης με το Μακρυγιάννη υπενθυμίζει ότι ο Αλέξανδρος Σούτσος χαρακτήριζε «πώποτε μη αναγνώσαντα». Με κομψή ειρωνεία ο Αλεξίου σημειώνει «Δεν φαντάζονταν οι Σούτσοι ότι μετά εκατό χρόνια ο αδιάβαστος Μακρυγιάννης θα θεωρείται κλασικός, ενώ αυτοί θα είναι ανύπαρκτοι».

IΙΙ. Με αυτά τα χαρακτηριστικά το Έργο είναι μια πραγματική πατριδογνωσία, η ελληνική πατριδογνωσία του Στυλιανού Αλεξίου και θα μπορούσε να τιτλοφορείται κάλλιστα Ελληνική Παιδεία (κατά το πρότυπο της μνημειώδους «Παιδείας» του κορυφαίου γερμανού ελληνιστή Werner Jaeger). Είναι το οριστικό έργο ενός ανθρώπου που αφιέρωσε όχι απλώς τη ζωή του αλλά την ύπαρξή του με τρόπο απόλυτο στη μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας. Είναι ένας πραγματικός «λόγος βίου». Εντυπωσιάζει πράγματι το εύρος και το βάθος της γνώσης που ο Αλεξίου διαθέτει επί της ελληνικής γραμματείας και η άνεση με την οποία διηγείται το περιεχόμενο των έργων που επιλέγει να παρουσιάσει.

Δεν έχω αμφιβολία ότι ο Στ. Αλεξίου θα αισθανόταν ολοένα και πιο ξένος σε σχέση με την εποχή του, καθώς περνούσαν τα χρόνια. Έτσι τον διαβάζουμε να παρατηρεί σχετικά με Σολωμό (σελ. 442) «Ο μέσος άνθρωπος σήμερα είναι μακριά από το εύρος των ενδιαφερόντων και της ευαισθησίας του Σολωμού. Το εθνικό, το φιλοσοφικό και το θρησκευτικό στοιχείο δεν έχουν πια τη σημασία που είχαν για τον Σολωμό. Η εποχή μας βλέπει μόνο οικονομικά οράματα». Νομίζω ότι η παρατήρηση αυτή δεν αφορά μόνον τον αγαπημένο του Σολωμό αλλά και τον ίδιο τον Αλεξίου.

Τέλος, δεν μπορούμε παρά να θυμίσουμε ότι ο Αλεξίου είναι τέκνο και ενός πνευματικού και ειδικότερα φιλολογικού κλίματος και ενός πνευματικού κινήματος, θα μπορούσαμε να πούμε, που κατά τη διάρκεια σχεδόν ολόκληρου του 20 αιώνα, είδε το Ηράκλειο της Κρήτης από τους Καλοκαιρινούς και το Στέφανο Ξανθουδίδη, στον Ν. Πλάτωνα, τον Αλεξίου, το φωτισμένο δάσκαλο και συγγραφέα Μενέλαο Παρλαμά (ένθερμα συστήνεται στους φίλους του dim/art να διαβάσουν την έκδοση των Επιφυλλίδων του Σαββάτου, σε έκδοση της Εταιρείας Κρητικών Μελετών), τους πρόωρα χαμένους Νίκο Γιανναδάκη (Διευθυντή της Βικελαίας Βιβλιοθήκης) και Νίκο Παναγιωτάκη (Διευθυντή του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας), Στέλλα Παπαδάκη-Όκλαντ (Καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας), τον ακόμα δραστήριο Θεοχάρη Δετοράκη (Καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας και έγκριτο ιστορικό της Κρήτης) και πολλούς άλλους. Παρέες, φιλολογικές συζητήσεις, ευγενής δημιουργική πνευματική άμιλλα, διαφωνίες και συμπτώσεις ήταν τα συστατικά μιας εστίας που έδωσε άξια στελέχη στο νεαρό Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο επίσης νεαρό επιστητό της Κρητολογίας αλλά και στην αρχιτεκτονική, την οικονομική και πολιτική ζωή. Αυτό δηλαδή που έχει σημασία είναι ότι ο πνευματικός απλός κύκλος δεν ήταν απομονωμένος από την κοινωνία και το περιβάλλον του, αλλά αποτελούσε τη σεβαστή πρωτοπορία του τόπου. Αυτό το κλίμα δεν υπάρχει ή τουλάχιστον έχει υποχωρήσει σημαντικά, κάτω από την πίεση δύο κυρίως παραγόντων, αφενός του νεοπλουτισμού, αφετέρου της καταναλωτικής πρόσληψης και χρήσης της κρητικής παράδοσης, αποτέλεσμα των σοβαρών κοινωνικών ανακατατάξεων που σημειώθηκαν στο νησί τα τελευταία 35 χρόνια.

Ο Στυλιανός Αλεξίου μέσα σε αυτό το κλίμα ανδρώθηκε πνευματικά, δημιούργησε πρόσφερε και πέρασε μια γεμάτη ζωή, ώστε δεν είναι τυχαία αλλά βαθιά προσωπική η επιλογή του εξής παραθέματος από τα κυπριακά έπη «Ελάφιν τόσα γλήγορα στην στράταν/Δεν τρέχει, ουδ’ άλλον ζον μέσα στο δάσος,/‘δε ποταμός βιασμένος ‘που ψυχάδιν,/‘δε νέφος όντα φεύγει ομπρός στ’ ανέμιν,/‘δε τόσα γλήγορα πετά ξουφάριν/γοιόν φεύγουν τούτης της ζωής οι χρόνοι»[11].

[1] Ελληνική λογοτεχνία 30 αιώνων σε 560 σελίδες, Καθημερινή 3-10-2010.

[2] Ανασκόπηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Το Βήμα / Βιβλία, 27-12-2013.

[3] Από τον Όμηρο στο Ριτσο, Τα Νέα / Βιβλιοδρόμιο, 5-2-2011.

[4] Με τη μοναδική πένα του Στυλιανού Αλεξίου, Ελευθεροτυπία / Βιβλιοθήκη, 20-11-2010.

[5] Ιστορία μιας μακρόχρονης επαφής με τα λογοτεχνικά κείμενα, Περιοδικό «Νέα Εστία», Μάιος 2011.

[6] Θα μας επιτραπεί να συστήσουμε στους φίλους της DIM/ART το εξαιρετικό το δοκίμιο του Γ. Γιαννουλόπουλου, Σεφέρης και Κοραής, στην Athens Review of Books, Ιούλιος-Αύγουστος 2014, για την θεμελιώδώς διαφορετική εθνική αυτοσυνειδησία μεταξύ κοραϊσμού και λαϊκοστραφούς λογοτεχνικής παράδοσης

[7] Κρητικά Χρονικά 1953:

[8] Κρητικά Χρονικά 195

[9] Δοκιμές Α, 322-3.

[10] Απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη στο Ρ/Σ SKY Ηρακλείου, Κατάλογος 25, Εκδόσεις Στιγμή, 2011.

[11] Ελάφι τόσο γρήγορα το δρόμο/ δεν τρέχει, ούτε άλλο ζώο μέσα στο δάσος/ ούτε ποτάμι που τρέχει δυνατά/ ούτε σύννεφο όταν το διώχνει ο άνεμος/ούτε πουλί πετά τόσο γρήγορα/ όπως περνούν τα χρόνια αυτής της ζωής.

* * *

unnamed

Ο ήχος του κουδουνιού στο σπίτι του Στυλιανού Αλεξίου

—του Γιώργου Ζεβελάκη—

Έπαιρνα αριστερά τον μικρό δρόμο μετά το Μεϊντάνι, σταματούσα λίγα μέτρα πιο πέρα, στον αριθμό 3, και πίεζα ελαφρά ένα φθαρμένο ηλεκτρικό κουδούνι, περιμένοντας ν’ ακούσω τη γνώριμη φωνή «σας ανοίγω». Είχε  συνήθως προηγηθεί τηλεφώνημα από την Αθήνα. Στην οδό Αργυράκη λοιπόν, ο ήχος του κουδουνιού και η αναμονή της φωνής του Στυλιανού Αλεξίου στο θυροτηλέφωνο. Η συζήτησή μας άρχιζε αμέσως και διαρκούσε ώρες.

Σήμερα, ένα χρόνο μετά, η επίσκεψη τελείωσε πριν αρχίσει, στο απλό πάτημα του κουδουνιού. Έληξε σε εκείνο το νικελένιο τετράγωνο κουμπί, κυρτό και γυαλιστερό σαν καθρεφτάκι.

12.11.2014

* * *

Στυλιανός Αλεξίου, εργογραφία

Πηγή: ΒιβλιοΝετ

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2012) Στίχοι επιστροφής, Στιγμή
(2011) Η κρητική λογοτεχνία και η εποχή της, Στιγμή
(2010) Ελληνική λογοτεχνία, Στιγμή
(2010) Κείμενα φιλίας και μνήμης, Δοκιμάκης
(2009) Ποικίλα ελληνικά, Στιγμή
(2002) Μινωικά και Ελληνικά, Στιγμή
(1999) Κρητικά φιλολογικά, Στιγμή
(1997) Δημώδη βυζαντινά, Στιγμή
(1997) Σολωμιστές και Σολωμός, Στιγμή
(1994) Σολωμικά, Στιγμή
  Minoan Civilization, Κουβίδης B., Μανουράς Β. ΟΕ
  Μινωικός πολιτισμός, Κουβίδης B., Μανουράς Β. ΟΕ
 
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2011) Κατάλογος 25, Στιγμή
(2010) Στυλιανός Αλεξίου, Ζήσιμος Λορεντζάτος: Αλληλογραφία 1967 – 2003, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη
(2009) Ψηφίδες, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2008) Παιδεία και πολιτισμός στην Κρήτη: Βυζάντιο – Βενετοκρατία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2007) Ευκαρπίας έπαινος, Πορεία
(2006) Νίκος Καζαντζάκης: Το έργο και η πρόσληψή του, Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας [εισήγηση]
(2005) Η πρόσληψη της αρχαιότητας στο βυζαντινό και νεοελληνικό μυθιστόρημα, Στιγμή [εισήγηση]
(2001) Δάφνη, Ergo
(1958) Η αποκατάστασις του ναού του Αγίου Μάρκου του Χάνδακος, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών
 
Μεταφράσεις
(2009) Συλλογικό έργο, Κατάλογος 24, Στιγμή
(2004) Συλλογικό έργο, Το εντευκτήριον, Στιγμή [μετάφραση, επιμέλεια]
(1999) Σολωμός, Διονύσιος, 1798-1857, Στοχασμοί, Στιγμή
(1998) Shakespeare, William, 1564-1616, Σονέτα, Στιγμή [μετάφραση, επιμέλεια]
 
Λοιποί τίτλοι
(2013) Σολωμός, Διονύσιος, 1798-1857, Ο Κρητικός, Κίχλη [επιμέλεια]
(2010) Καζαντζάκης, Νίκος, 1883-1957, Από το ποιητικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη, Εκδόσεις Καζαντζάκη [ανθολόγηση, επιμέλεια]
(2007) Σολωμός, Διονύσιος, 1798-1857, Διονυσίου Σολωμού ποιήματα και πεζά, Στιγμή [επιμέλεια]
(2001) Χορτάτσης, Γεώργιος, 1550-π.1660, Ερωφίλη, Στιγμή [επιμέλεια]
(2000) Κορνάρος, Βιτσέντζος, 1553-1613, Ερωτόκριτος, Ερμής [επιμέλεια]
(1999) Κορνάρος, Βιτσέντζος, 1553-1613, Ερωτόκριτος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας [επιμέλεια]
(1998) Μπεργαδής, Απόκοπος. Η Βοσκοπούλα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας [επιμέλεια]
(1995) Βασίλειος Διγενής Ακρίτης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας [επιμέλεια]
(1995) Μπουνιαλής, Μαρίνος Τζάνες, Ο κρητικός πόλεμος (1645-1669), Στιγμή [επιμέλεια]
(1992) Χορτάτσης, Γεώργιος, 1550-π.1660, Η ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ, Στιγμή [επιμέλεια]
(1991) Ζήνων, Στιγμή [επιμέλεια]
(1985) Βασίλειος Διγενής Ακρίτης, Ερμής [επιμέλεια]
 
Ηράκλειο, 2010 (φωτο: Γιώργος Ζεβελάκης)

Ηράκλειο, 2010 (φωτο: Γιώργος Ζεβελάκης)

* * *

Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Τσακνιάς


Πηγή: dimartblog