Πατρινό Καρναβάλι (κείμενο του Μποστ, παρουσίαση από AntonisLaw) - Ειδήσεις Pancreta

Καρναβάλι σήμερα. Στην Πάτρα και σε μερικά ακόμα μέρη το γιορτάζουν με τρόπο ξεχωριστό. Ο φίλος μας ο AntonisLaw, ο Νομικαντώνης, που είναι βέβαια Κρητικός αλλά ζει στην Πάτρα, επειδή δεν είναι μοναχοφάης, θέλησε να μας κάνει να ζήσουμε κι εμείς το Πατρινό Καρναβάλι, και μας κερνάει ένα ευθυμογράφημα του Μποστ με ακριβώς αυτόν τον τίτλο.

Το ευθυμογράφημα δημοσιεύτηκε στο τεύχος Μαρτίου 1964 του περιοδικού Δρόμοι της Ειρήνης, με το οποίο συνεργαζόταν τακτικά ο Μποστ τότε και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο Μποστ – Πεζά κείμενα 1960-1965. Εδώ ο Αντώνης έχει μονοτονίσει και έχει εκσυγχρονίσει την ορθογραφία, κάτι που θα ήταν ιεροσυλία για σκίτσο του Μποστ, όμως σε αυτά τα πεζά κείμενα ο Μποστ ακολουθούσε συμβατική ορθογραφία εποχής -η μονη διαφορά είναι ότι στην υποτακτική υπήρχε το η, που έγινε τώρα ει. Το σκίτσο του Μποστ συνόδευε το βιβλίο.

Δεν γράφω περισσότερα διότι ο Αντώνης έχει και εισαγωγή και σχολιασμό (μετά το ευθυμογράφημα), οπότε του δίνω τον λόγο αμέσως:

Το κείμενο δημοσιεύτηκε τις Απόκριες του 1964, λίγες μέρες αφότου είχε ορκιστεί Πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου (18 Φεβρουαρίου 1964), και στα γεγονότα των ημερών αναφέρεται το κείμενο. Τελικά για την ιστορία το Πατρινό Καρναβάλι του 1964 ματαιώθηκε λόγω του θανάτου του βασιλιά Παύλου (6 Μαρτίου 1964). Φυσικά ο χορός του δημοτικού θεάτρου ήταν τα ντόμινα ή Μπουρμπούλια στο θέατρο «Απόλλων» (ανέγερση περί τα 1872) του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ στην πλατεία Γεωργίου (Α’) της Πάτρας. Διαβάζουμε ότι κάποιοι μελετητές ανάγουν τα πρώτα Μπουρμπούλια ήδη στα πρώτα χρόνια της αποπεράτωσης του «Απόλλωνα».  Τα Μπουρμπούλια διεξαγόταν απογευματινή ώρα και ντύνονταν μόνο οι γυναίκες με μαύρο ντόμινο και μάσκα ενώ οι άντρες με επίσημο ένδυμα χορού, οι γυναίκες δεν πλήρωναν εισιτήριο και ο καβαλιέρος επέλεγε ντάμα χωρίς να ξέρει την ταυτότητά της, αλλά και η ίδια κατά κάποιο τρόπο αξιοποιώντας την ανωνυμία της συμμετείχε στο παιχνίδι αυτό. Τα Μπουρμπούλια διεξάγονται κανονικά κάθε χρόνο αλλά στο φυσικό τους χώρο, στο Δημοτικό Θέατρο «Απόλλων» έχουν αρκετά χρόνια να πραγματοποιηθούν. Οι καλλιτέχνες που συνήθως καλούνται είναι ο Πασχάλης, η Μπέσσυ Αργυράκη,  ο Γιώργος Πολυχρονιάδη, ο Λάκης Τζορντανέλλι , η Κατερίνα Αδαμαντίδου, η Σοφία Αρβανίτη (όσον ήταν εν ζωή και ο Ρόμπερτ Ουίλλιαμς και ο Δάκης)  και γενικά τραγουδιστές του ελληνικού ποπ της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα αλλά και του ογδόντα.   Έχει ενδιαφέρον ότι ο Μποστ βάζει και τους άντρες να φορούν ντόμινα, ίσως για να εξυπηρετήσει τη μυθοπλασία του, για να μπορέσει να γίνει η παρεξήγηση σχετικά με τον ποιον τελικά κρυφάκουγε μέσα στο χορό.

ΠΑΤΡΙΝΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

Όταν κανείς έχει λίγα χρήματα και πολλάς στενοχωρίας, το πρώτον πράγμα που επιθυμεί είναι να διασκεδάσει. Έτσι κι εγώ, μόλις εισήλθε το Τριώδιον και ευρέθην με πολλάς στενοχωρίας, ησθάνθην μίαν τάσιν διά ξεφάντωμα. Συνέπεσε δε τας ημέρας εκείνας να συναντήσω τον φίλον μου Ανδρέαν που ήτο νυμφευμένος επίσης και του εξεμυστηρεύθην τας επιθυμίας μου. Ο Ανδρέας στεναχωρίας δεν έχει, αλλά είχε ένα ωραιότατον αυτοκίνητον.

-Ανδρέα, του είπα, πολλοί φίλοι μού κάνουν προσκλήσεις διά την Πάτρα με το αυτοκίνητό τους. Αλλά διστάζω…

-Να πας. Θα διασκεδάσεις πολύ ωραία. Μη διστάζεις.

-Φοβούμαι όπως οδηγούν. Τρέχουν πολύ. Μόνο σ’εσένα Ανδρεά έχω εμπιστοσύνη. Αλλά εσύ θα μείνεις εδώ.

– Όχι δεν θα μείνω. Η Πλάκα είναι γνωστή και οι γιορτές της δεν παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρον. Θα πάω κι εγώ στην Πάτρα. Δεν έρχεσαι μαζί μας κι εσύ με τη γυναίκα σου;

– Ευχαριστώ, Ανδρέα. Δεν θέλω να σας δώσω βάρος. Άλλωστε εσύ θα έχεις την παρέα σου. Άσε, καλύτερα να μείνω στην Αθήνα. Οι γιορτές δεν είναι για μας.

– Τι θα κάνεις εδώ;

– Θα δω το γαϊτανάκι. Θα περάσει η ώρα μου…

– Το γαϊτανάκι, απαγορεύθηκε. Θα πλήξεις.

– Θα πάρω κι ένα φθηνό πλαστικό κλομπ.

– Απαγορεύθηκε κι αυτό.

– Ε, κάτι θα κάνω. Θα πάρω δυο δραχμές χαρτοπόλεμο και θα μετρώ τα μπλε και τα κόκκινα κομφετί και θα περάσει η ώρα μου. Το κομφετί δεν απαγορεύεται. Με δυο δραχμές θα διασκεδάσω… Μην με πιέζεις. Δεν έρχομαι στην Πάτρα. Ίσως δεν βρούμε και δωμάτιο.

– Μη σε νοιάζει για δωμάτιο. Θα μείνουμε στο σπίτι μιας θείας μου. Έχει ένα αρχοντικό παλιό με 10 δωμάτια άδεια…

– Όχι, Ανδρέα, μην επιμένεις…

– Καλά, άσε. Θα βάλω την γυναίκα μου να τηλεφωνήσει στη γυναίκα σου. Εσύ σ’αυτά πάντα είσαι αναποφάσιστος. Δεν έχουμε παρέα, γιατί ο Κώστας με την αρραβωνιαστικιά του έφυγε με τα πεθερικά του και την κουνιάδα του για τη Θήβα από χθες, να δουν το Βλάχικο Γάμο. Και μεις τον είδαμε τρεις φορές και τον βαρεθήκαμε…

– Ναι, βέβαια, ο Βλάχικος Γάμος, δεν συγκρίνεται με το Καρναβάλι της Πάτρας. Στην Πάτρα υπάρχει μεγαλυτέρα ποικιλία…

– Ε, είδες; Καλύτερα θα περάσουμε. Άσε το ζήτημα σε μένα. Θα καταφέρουμε τη γυναίκα σου…

Αυτά είπα με τον φίλο μου Ανδρέα και χωρίσαμε.

Όταν γύρισα το μεσημέρι στο σπίτι, η γυναίκα μου έλαμπε από χαρά.

-Αν το βρεις, ποια με πήρε τηλέφωνο προ ολίγου;

– Πού να ξέρω…

– Η γυναίκα του Ανδρέα.

– Μπα; Πώς μας θυμήθηκε; Και τι ήθελε;

– Μας έκανε πρόσκληση να πάμε στην Πάτρα με τ’ αυτοκίνητό τους.

– Δουλειά δεν έχει ο Αντρέας και στα Καρναβάλια ο νους του. Και τι απάντησες;

– Είπα να σε ρωτήσω και φαντάζομαι να μην έχεις αντίρρηση.

– Δεν έκανες καλά. Όχι, στον καθένα που μας καλεί να υποσχώμεθα.

– Γιατί; Έδωσες το λόγο σου πουθενά;

– Όχι αλλά τα παιδιά, πού θα τα αφήσουμε;

– Τα παιδιά θα δουν το γαϊτανάκι, θα περάσει η ώρα τους. Θα μείνουν στης γιαγιάς.

– Ναι, αλλά το γαϊτανάκι απαγορεύεται.

– Ωραία, ας δουν τ’ αλογάκι.

– Και τ’ αλογάκι απαγορεύτηκε.

– Ας πάρουν ένα πλαστικό κλομπ, να παίξουν. Μ’ ένα δεκάρικο θα διασκεδάσουν. Ή μήπως απαγορέψανε και τα κλομπ;

– Δυστυχώς.

– Τότε δώσ’ τους κανένα εικοσάρικο να πάρουν σερπαντίνες και κομφετί.

– Δεν έχω λεφτά για πέταμα. Να διαβάσουν τα μαθήματά τους. Κι οι δυο χωλαίνουν στα μαθηματικά. Ποιο παιδί βγαίνει τις Απόκριες έξω να παίξει;  Να μείνουν μέσα να διαβάσουν «τους κρουνούς» και ολίγο τόκο. Κι εγώ όταν ήμουν μαθητής, ημπορεί εις τα άλλα να χώλαινα, αλλά στα μαθηματικά έπαιρνα πάντα άριστα. Και το Πάσχα εδιάβαζα και όχι μόνον τις Απόκριες.

– Καλά. Τι να πω τώρα στον Αντρέα;

– Ξέρω γω; Θα είναι άραγε καλά; Ή θα πλήξουμε;

– Δεν είσαι καλά. Ο καλύτερος κόσμος εκεί πάει. Στο χορό του Δημοτικού Θεάτρου θα είναι, μου είπαν, και ο κ. Κανελλόπουλος με τον κ. Παπανδρέου. Θα σ’ ενδιαφέρει…

– Τέλος πάντων. Αφού μας παρακαλούν τόσο φορτικώς, ας πάμε. Πάρε και τα ντόμινά μας. Αφού στην Πάτρα θα υπάρχουν οι καλύτεροι μασκαράδες, ας πάμε εκεί.

Ο Ανδρέας ήρθε με την γυναίκα του Κική και το αυτοκίνητό τους έξω από το σπίτι μας, Σάββατο εις τας δύο. Κορνάρισε (το αυτοκίνητον), βγήκαμε με τα ντόμινά μας ανά χείρας και ξεκινήσαμε εις τας τρεις, διότι ο Ανδρέας με κανένα τρόπο δεν ήθελε να πάρει τα χρήματα για το μερίδιόν μου της βενζίνης. Εδήλωσα ότι δεν μπαίνω εις το αυτοκίνητον, εάν δεν πάρει τις διακόσιες δραχμές που του προσφέρω. Ύψωσα τον τόνο της φωνής μου, βγήκαν οι γείτονες εις τα παράθυρα και εγώ εφώναζα «αδύνατον Ανδρέα, κατεβαίνω αμέσως», ώσπου ο Ανδρέας τα εδέχθη και εγώ ανέπνευσα με ανακούφισιν. Εάν ο Ανδρέας δεν τα εδέχετο, θα έπρεπε εγώ να πληρώσω τα εισιτήρια εις τον Χορόν του Δημαρχείου. Εις όλην την διαδρομήν δεν πείνασα καθόλου, παρ’όλον που η Κική ήθελε να κατεβούμε εις πολλά σημεία της διαδρομής όπου υπήρχαν παραθαλάσσια κέντρα. Δυστυχώς επέμενε πολύ εις τα Μποζαΐτικα και κατεβήκαμε αναγκαστικώς.  Η Κική ήθελε να φάγει ψάρι, αλλά εγώ πήρα τον κατάλογο και είδα ότι τα ψάρια δεν ήσαν πολύ φρέσκα, αλλά διά να μην προσβάλω τον καταστηματάρχη δεν είπα τίποτα. Είπα μόνον ότι δεν πεινώ και ότι το ψάρι με βλάπτει. Είπε τότε το γκαρσόνι να μου ετοιμάσει ωραίες κοτολέττες, αλλά ρωτώντας αδιάφορα εάν είναι φρέσκες, έριξα ένα φευγαλέον βλέμμα για να διαλέξω άλλα είδη και είδα ότι και οι κοτολέττες δεν ήσαν πολύ φρέσκες και το γκαρσόνι εψεύδετο που μου έλεγε ότι είναι φρεσκότατες. Για να μην προσβάλω και το γκαρσόνι, εζήτησα εάν έχουν άγρια χόρτα, και το γκαρσόνι είπε «να κοιτάξουμε». Όταν το γκαρσόνι γύρισε και είπε ότι «δυστυχώς μόλις τελείωσαν», είπε τότε καλύτερα ας μην πάρω τίποτα, να μην βαρύνω το στομάχι μου και το βράδυ δεν μπορώ να χορέψω. Με μεγάλην δυσκολίαν έφαγα ολίγον μισό ψάρι που μου έδωσε η Κική, διά να δοκιμάσω, και δυο μεγάλες φέτες ψωμί, τις οποίες με μεγάλη όρεξη βουτούσα εις το άφθονο αυγολέμονο. Όσο αντιπαθώ το ψάρι, τόσο μου αρέσει το λαδολέμονο. Στις 6 πλήρωσε ο Ανδρέας και φθάσαμε σε λίγο στην Πάτρα, χωρίς να πεινάμε.

Μόλις φθάσαμε στο σπίτι της θείας του και μας έδειξαν τα δωμάτιά μας, ο Ανδρέας μου είπε να κοιτάξουμε να βρούμε εισιτήρια για τον Βραδινό Χορό μήπως τελειώσουν. Παρακάλεσα τον Ανδρέα αν θέλει να πεταχτεί εκείνος, γιατί αισθανόμουν ολίγας ενοχλήσεις στο στομάχι. Φαίνεται θα με πείραξε λίγο το ψάρι της Κικής, η οποία παραδόξως τραγουδούσε και ησθάνετο, όπως μου είπε, μια χαρά.

– Ναι, Κική, είπα, αλλά υπάρχουν πολλών ειδών οργανισμοί. Εγώ λίγο ψάρι να φάω, αισθάνομαι άσχημα. Αντιθέτως, μπορεί να φάω ένα σωρό λαδολέμονο χωρίς να πάθω τίποτα. Η τσιπούρα είναι για μένα θάνατος…

– Θέλεις να σου φέρει καμιά σόδα ο Αντρέας, τώρα που θα βγει;

– Όχι, ο Αντρέας ας κοιτάξει για εισιτήρια, να μην καθυστερεί. Ελπίζω να μου περάσει.

– Όπως θέλεις…

Όταν ο Αντρέας γύρισε χαρούμενος και μου ανήγγειλε ότι βρήκε 4 εισιτήρια, το στομάχι μου άρχισε σιγά σιγά να υποχωρεί. Σε δέκα λεπτά ήμουν πάλι όρθιος και δεν αισθανόμουν το παραμικρό. Φόρεσα με μεγάλη ευκολία το ντόμινό μου και σε λίγο όλοι μαζί ξεκινήσαμε με ντόμινα.

Το θέατρο ήταν φίσκα κι η ορχήστρα έπαιζε μανιωδώς. Αφού τακτοποιηθήκαμε στο τραπεζάκι που είχε κρατήσει ο Αντρέας και δοκιμάσαμε να χορέψουμε δυο φορές χωρίς να το καταφέρουμε, αποφασίσαμε να περιμένουμε ως τις δύο που θα άρχιζε να φεύγει ο κόσμος, για να κινηθούμε με άνεση. Ήταν 2 παρά τέταρτο, όταν ζήτησα από τον Αντρέα να μου πει, ποιο ντόμινο απ’ όλα ήταν ο Παπανδρέου.

– Το πιο ψηλό ντόμινο που θα δεις, αυτό θα είναι, είπε ο Αντρέας.

– Αποκλείεται δηλαδή να είναι το πιο χαμηλό για να μην αναγνωρίζεται εύκολα; ρώτησα εγώ

– Τίποτα δεν αποκλείεται, είπε ο Αντρέας, που ήτο από την Πάτρα και ήξερε τα ήθη και τα έθιμα του τόπου και τας συνηθείας των κατοίκων. Ή το ψηλότερο θα είναι ή το χαμηλότερο. Αν δεις δίπλα σου και κανένα μεσαίου μεγέθους, μπορεί να είναι ο γιος του.

Σηκώθηκα με δυσκολία και ανακατώθηκα με τους χορευτάς, για να εντοπίσω κανένα ντόμινο ψηλό. Αφού με τσαλαπάτησαν όλοι, πήρε το μάτι μου σε μια γωνιά ένα μάλλον ψηλό ντόμινο, ανάμεσα σε μια συντροφιά 10-12 άλλων μασκαράδων.

– Εδώ είμαστε, σκέφθηκα. Θα είναι με τίποτα υπουργούς.

Προχώρησα με τρόπο προς τα κει για να κρυφακούσω. Είχα διαβάσει ότι πολλοί μεγάλοι άνδρες στους χορούς καταστρώνουν σχέδια για μάχες, ρίχνουν κυβερνήσεις, διορίζουν υπουργούς και παίρνουν αποφάσεις κοσμοϊστορικές. Θα ήμουν λοιπόν ο πρώτος που θα μάθαινα ίσως άγνωστα πράγματα, που πιθανόν να μην έγραφαν ποτέ οι εφημερίδες.

– Φέρε μας κι άλλες μπύρες, άκουσα το ψηλό ντόμινο να λέει στο γκαρσόνι.

– Αμέσως κυρ Γιώργη, είπε αυτό.

Εντάξει, είπα μέσα μου, δεν είναι ο γιος του. Μπύρες ζήτησε, άρα είναι ο Παπανδρέου και θέλει να ενισχύσει τον υπουργό του, υποστηρίζοντας την Φιξ. Κι ενώ ήμουν στραμμένος προς τα κει και προσπαθούσα απ’ τις ομιλίες να καταλάβω ποιοι υπουργοί τον συνοδεύουν, το γκαρσόνι έφερε κι ακούμπησε 6 μπουκάλες ΦΙΞ.

– Δε θέλουμε ΦΙΞ. Μπύρα ΜΑΜΜΟΣ δεν έχετε;

– Πώς αμέσως, να σας τις αλλάξω…

Ήμουν ο μόνος που κατάλαβε αμέσως ότι υπάρχει μία ψυχρότης μεταξύ Παπανδρέου- Γαρουφαλιά. Για να επιστρέφει τόσο απότομα και προσβλητικά μπουκάλια της ΦΙΞ και να ζητά ΜΑΜΜΟΣ, ένα απ’τα δυο συμβαίνει, σκέφθηκα. Ή, λόγω των επιθέσεων που του κάναν για τη δεξιά σύνθεση της Κυβερνήσεώς του, αποφεύγει να ενισχύσει τον ΦΙΞ, ή, για να γίνει μια Δημοκρατική Αλλαγή προορίζει για υπουργό Εθνικής Αμύνης τον ΜΑΜΜΟ. Είμαι στο επίκεντρο Διεθνών εξελίξεων και εις το Κέντρο ζυμώσεων. Ας προχωρήσω λίγο πιο κοντά, ν’ ακούσω καλύτερα.

Τώρα άκουγα πολύ καθαρά. Σε μια στιγμή άκουσα από κάποιο ντόμινο, που το περνούσα για υπουργό αλλά ήταν φαίνεται γυναίκα, να λέει στον Παπανδρέου.

– Γιώργη, θα με χορέψεις;…

– Πού να σε χορέψω, είπε ο κ. Πρόεδρος. Εδώ είναι τραγέλαφος. Αυτό δεν είναι χορός, είναι πατητήρι, πρόσθεσε επιγραμματικά. Να σε χορέψει ο Παναγιώτης…

Έμεινα αποσβολωμένος. Έχει γούστο, είπα, στο ίδιο τραπέζι να είναι και ο Κανελλόπουλος. Αλλά γιατί να μην είναι, σκέφθηκα. Η προεκλογική παραζάλη πέρασε, παλιοί φίλοι είναι, γιατί να μην κάνουν παρέα; Θα μου πεις, έβριζε ο κ. Κανελλόπουλος τον κ. Παπανδρέου από τα μπαλκόνια. Αλλά μήπως λιγότερα είπε κι ο κυρ Γιώργης για τον κ. Παναγιώτη;  Αυτά συνηθίζονται. Με τα ντόμινα, ποιος θα τους αναγνώριζε; Έπειτα κι οι πολιτικοί, άνθρωποι είναι, θα το ρίχνουν έξω. Μάλλον αυτός με το μέτριο ύψος θα είναι. Ο Κανελλόπουλος δεν είναι πολύ ψηλός…

– Ο Παναγιώτης είναι κουρασμένος και με χόρεψε τρεις φορές. Εσύ θέλω να με χορέψεις, έλεγε το μπλε ντόμινο και τραβούσε από το μανίκι τον Γιώργη.

Βαριεστημένος ο κυρ Γιώργης σηκώθηκε. Ήθελε να την αποφύγει, αλλά τελικά δεν το κατόρθωσε. Η γυναίκα είναι πανούργον ζώον. Ξέροντας πως ο κ. Παπανδρέου ζει χωρίς σύζυγον, σου λέει, τώρα που έγινε Πρωθυπουργός και απέκτησε έναν καλόν μισθό, ας αποκατασταθώ καλά κι εγώ κι ας του ριχτώ. Με τον Παναγιώτη δεν ήθελε να χορέψει, γιατί ήταν αποτυχημένος και δεν θα είχε και μέλλον. Πάντα η γυναίκα ποντάρει στον σίγουρο. Περίεργος λοιπόν πολύ, για να δω με ποιο τρόπο οι γυναίκες καταφέρνουν τους πολιτικούς άντρες σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τους πήρα από πίσω. Η ορχήστρα έπαιζε ένα ωραίο ταγκό. Μόλις έφτασαν στο κέντρο της πίστας, ξαφνικά άκουσα τον κ. Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, που είπε:

– Κοντεύω να σκάσω. Θα βγάλω την κουκούλα μου γιατί κάνει πολλή ζέστη.

– Και δεν την βγάζεις Γιώργη, είπε εκείνη.

Και ο Γιώργης της έβγαλε. Κι ενώ έλεγα, μόλις την βγάλει όλος ο κόσμος θα τον γνωρίσει και θα χειροκροτήσει κι άρχισα να μαζεύω από κάτω τις σερπαντίνες και τα κομφετί, μην τυχόν από τις Λαμπάδες της Αναστάσεως που θα ανάψουν πιάσει καμιά φωτιά και καούμε όλοι ζωντανοί μέσα στο θέατρο, το μόνο που συνέβη ήταν να αποκαλυφθεί μια μεγάλη φαλάκρα κάτω από την κουκούλα, που ανήκε σ’ έναν ψηλό κύριο με γυαλιά.

– Ποιος είναι αυτός που χορεύει με την κυρία; ρώτησα το γκαρσόνι που είχε φέρει τις μπύρες ΜΑΜΜΟΣ.

– Βιομήχανος. Πολλά λεφτά. Από την Πάτρα.

Μα εγώ το έλεγα από ώρα. Είναι αδύνατον τόσο ψηλός να είναι ο κ. Παπανδρέου. Έπειτα ο κ. Παπανδρέου ορκίζει συνεχώς υπουργούς και έπρεπε να είναι στην Αθήνα. Τι δουλειά είχε στην Πάτρα. Και μάλιστα στο ίδιο τραπέζι με τον Κανελλόπουλο, τον εκπρόσωπο της Δεξιάς. Εφόσον η Δεξιά συνετρίβη, όπως επιθυμούσε και ο Βενιζέλος, ουδέποτε ένας Δημοκρατικός ηγέτης αυτοδύναμος, θα συζητούσε με την Δεξιάν ή εκπροσώπους των τρικύκλων. Εκτός τούτου κι αν παρευρισκόταν στο Χορό ο κ. Πρωθυπουργός, δεν θα εύρισκε με τόση ευκολία εισιτήρια ο Ανδρέας. Γιατί θα τον συνόδευαν οι 43 Υπουργοί με τις γυναίκες τους, θα ήταν όλοι οι υφυπουργοί, όλοι οι σωφέρ και όλοι οι γενικοί γραμματείς και οι διευθυνταί των Υπηρεσιών της νέας Κυβερνήσεως, για να τονισθεί στο Λαό το Πνεύμα της περισυλλογής και να δουν οι άνθρωποι ότι τέλειωσε το καθεστώς της σπατάλης και ότι ο νέος Πρωθυπουργός διασκεδάζει σαν όλους τους άλλους σε στενό οικογενειακό περιβάλλον. Λυπήθηκα βέβαια που δεν ήταν ο κ. Παπανδρέου, διότι στην περίπτωση αυτή θα μάθαινα ίσως κρατικά μυστικά ως ωτακουστής, αλλά χάρηκα απ’ την άλλη, διαπιστώνοντας ότι την ώρα που εμείς γλεντούσαμε, εκείνος ίσως κλεισμένος στο Καστρί θα υπέγραφε απολύσεις των κρατουμένων ή θα διάβαζε την έκθεση Φλώρου για να συλληφθούν σύντομα οι ηθικοί αυτουργοί της εκτελέσεως του Λαμπράκη. Πιθανόν να μελετούσε και τις αυξήσεις των εργαζομένων για 20% και ν’ αναθεωρούσε τις αποφάσεις του για το «Τέρμα οι αυξήσεις μέχρι το 1965», που είπε ασυλλόγιστα. Επίσης διόλου απίθανον να μελετούσε τα χαρτιά για να επαναπατρισθούν οι Έλληνες που ζουν έξω στις Ανατολικές χώρες και δεν μπορούσε να τους φέρει πίσω, επειδή παλιότερα δεν είχε μεγάλη αυτοδυναμία. Ίσως την στιγμή αυτή να έβαζε και την τζίφρα του για να διαλυθούν οι παρακρατικές οργανώσεις. Τίποτε δεν απεκλείετο…

Δυο παρά τέταρτο, έφτασα στο τραπεζάκι που είχα αφήσει την συντροφιά μου. Είχαν ανησυχήσει που έλειπα πολλήν ώρα. Αλλά τους διηγήθηκα πως παραλίγο να μάθω σοβαρά απόρρητα Κυβερνητικής υποθέσεως από πρώτο χέρι. Ο Ανδρέας με ρώτησε εάν ήμουν βέβαιος ότι ο άλλος τουλάχιστον δεν ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Αλλά αυτό δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου και δεν το εξήτασα. Το μόνο που με τρόπο εξήτασα, ήταν εάν ο Ανδρέας είχε πληρώσει τον λογαριασμό. Όταν εξακρίβωσα ότι το γκαρσόνι είχε πάει να τον φέρει και ανεμένετο από στιγμή σε στιγμή, εθεώρησα σκόπιμον να ρίξω ένα τελευταίον βλέμμα προς το τραπέζι όπου είχε επιστρέψει ο κυρ Γιώργης κάθιδρος με την ντάμα του, μην τυχόν και πράγματι ο άλλος ήταν ο Κανελλόπουλος. Κι έτσι όλοι φύγαμε από τον χορό ήσυχοι.

Την άλλη μέρα το πρόγραμμά μας ήταν να δούμε τον Καρνάβαλο και τα άρματα και μετά να φύγουμε. Πράγματι το απόγευμα είδαμε το άρμα του Καρναβάλου. Ήταν πολύ ωραίο. Το πιο ωραίο άρμα όμως που μου άρεσε πάρα πολύ, ήταν της Σουηδικής Ακαδημίας. Μία μεγάλη γυναίκα γύψινη, που παρίστανε την Σουηδική Ακαδημία, ήτο όρθια και έδινε ένα πουγγί με χρήματα στον Σεφέρη για τα ποιήματά του και εις τα πλευρά του άρματος έγραφε «Αυτά τα λεφτά είναι δικά σου». Επίσης ενδιαφέρον ήτο ένα άλλο που έλεγε «Δωρεάν Κουρεία», όπου όρθιος ήτο ο Βαρδουλάκης και εκούρευε έναν φοιτητή. Ωραίο ήτο και το «άρμα της Αρετής». Εις την μία άκρη ήτο καμωμένος από χαρτόνι ένας άνθρωπος του Λαού που εκράτει μίαν λαμπάδα της Αναστάσεως, επειδή έφευγε ο Αμερικανόφιλος Καραμανλής που εφαίνετο εις το βάθος, και απέναντι που εκάθητο ο άνθρωπος με την λαμπάδα ήτο ο κ. Γ. Παπανδρέου πολύ επιτυχής, που έδειχνε εις τον κ. Λάμπουϊς τον υιόν του και έλεγε, «σας ετοιμάζω έναν Πρωθυπουργό Αμερικάνο». Και ο κ. Λάμπουϊς ήτο πολύ επιτυχής και γελαστός και είχε μεγάλην φαντασίαν η εκτέλεσις. Επίσης ωραίο ήτο και το άρμα ΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ όπου παριστάνοντο πολλοί επιτήδειοι με κομμένα χέρια και από κάτω υπήρχε μια επιγραφή «Δεν θα ξαναπειράξω πια μυστικά κονδύλια». Πολλοί μανδαρίνοι, εργολάβοι και μεσάζοντες του Κράτους, όταν περνούσε το άρμα αυτό από μπροστά τους, χαμήλωναν τα μάτια και έδειχναν ολίγον ταραγμένοι, αλλά σε πολλούς άρεσε η σύνθεσις αυτή. Επίσης και το άρμα Ο ΠΑΓΟΠΩΛΗΣ ΕΡΧΕΤΑΙ άρεσε πολύ με τον Μανιαδάκη, που ετηλεφώνει στον Υπουργό Αμύνης κ. Φιξ να τον προσλάβει εις την Κυβέρνησιν Κέντρου να μοιράζει τον Πάγο. Ενδιαφέρον είχε και ένα τρυκ που εσατίριζε την «Σπατάλη» και είχε ένα αυτοκίνητο Κράισλερ που μετετρέπετο εις Σχολείον με Διεθνή Διαγωνισμόν. Εις το σημείον αυτό το πλήθος εχειροκρότει μανιωδώς. Αλλ’ όταν μετά το Σχολείον μετετρέπετο εις αεροπλάνον, όλη η ωραία εντύπωσις κατεστρέφετο και ο κόσμος έβριζε τον κατασκευαστή του. Τρομακτικής συλλήψεως ήτο και το άρμα με τον τίτλος ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, που ήτο αντάξιον ενός Χίτσκοκ. Εις εν μέγα κλουβί ήσαν μερικά πτηνά που λέγουν την τύχη. Κι ένας Φλώρος εκράτει εις το στόμα του μίαν δικογραφίαν που προέλεγε το μέλλον, ενώ ένας άνθρωπος με τρίκυκλον τον ατένιζε με αγωνίαν εις τα μάτια, αλλά ο Φλώρος ήτο σιωπηλός. Αρκετόν ενδιαφέρον είχε και το όχημα που ετιτλοφορείτο ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ. Εις εν γραφείον εκάθητο ο Γαρουφαλιάς κι έγραφε «Υπήρξα ολιγόπιστος. Δείξατε την επιείκειάν σας, δίδοντάς μου το Υπουργείον Εθνικής Αμύνης. Είμαι πρόθυμος δι’ οιανδήποτε θυσίαν διά να συντριβεί η ολιγαρχία και να επιτύχωμεν την αλλαγήν». Πολλοί που έβλεπαν το άρμα αυτό έκλαιγον, διότι εγνώριζον πόσον άσχημον είναι να υφίστασαι ψυχολογικάς πιέσεις διά να αλλάξεις ιδεολογίαν. Και το τελευταίο άρμα που είχε κάποιο ενδιαφέρον, ήτο η ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΜΑΚΑΡΙΟΥ-ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ. Παρίστανε τον Θεοδωράκη που ερωτούσε τον Μακάριον «Παπά τι συλλογάσαι;» Και απαντούσε ο Εθνάρχης «Εάν δεν πάμε στον ΟΗΕ, απελπισμένος νάσαι».

Αυτά ήσαν τα άρματα που είδαμε εις το Πατρινόν Καρναβάλι και μετά γυρίσαμε εις τας Αθήνας με ωραίας εντυπώσεις. Ήτο πολυέξοδον το ταξίδι και ο Ανδρέας επλήρωσε πολλά, αλλά διασκέδασα περίφημα.

Σχόλια (του Αντώνη):

Για την απαγόρευση του γαϊτανακιού (σικ ρε), του αλογακιού ή γαϊδουρακιού (σικ ρε) και των πλαστικών ροπάλων (κλομπ) είδα ότι το είχαμε συζητήσει σε παλιό άρθρο (2012) χωρίς να έχουμε εντοπίσει τότε κάτι. Η σχολιάστρια Bernardina αναφέρει μια παροιμία από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ηλίου που μπορεί να αποτελεί και την αιτία της απαγόρευσης των εθίμων ως άσεμνων «Αι μετέχουσαι εις το γαϊτανάκι γυναίκες δεν είναι βέβαια «νοικοκυροπούλες» σεμναί, δι’ αυτό η έκφρασις «αυτή είναι για (ή από) το γαϊτανάκι» δηλαδή σημαίνει είναι του δρόμου». Άλλωστε ο στύλος του γαϊτανακιού είναι μάλλον φαλικό σύμβολο. Βρίσκω ότι γαϊτανάκι είναι και παραδοσιακός χορός της Θεσσαλίας , όπως και η Καραγκούνα. Για τα πλαστικά ρόπαλα επίσης από το ίδιο άρθρο του ιστολογίου η σχολιάστρια Μαρία αναφέρει «στην Ελευθερία της 19/2/63 βρίσκω μόνο μια απαγόρευση για τα ρόπαλα ειδικά στο καρναβάλι της Πάτρας. Και οτι όποιοι φέρουν ρόπαλο «θα διωχθούν επί τεντυμποϊσμώ»

Για δε την απαγόρευση της μάσκας «διά λόγους δημοσίας τάξεως» την περίοδο του εμφυλίου πολέμου έχουμε ένα ενδιαφέρον δημοσίευμα στον ιστότοπο Candiadoc του Θρασύβουλου Σταυράκη στην εφημερίδα του Ηρακλείου ‘‘Η Δράσις’’, με ημερομηνία 13η Φεβρουαρίου 1947, με τον τίτλο ‘‘Το Καρναβάλι’’.

“Το απόσπασμα δημοσίευσε παλιότερα στο Candiadoc ο προϊστάμενος της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, Δ. Σάββας:

« Με την απαγόρευση της μάσκας τίθεται και εφέτος τελεία και παύλα στο καρναβάλι. Η απαγόρευση άλλως τε αυτή δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία. Χρόνια τώρα η απαγόρευση της μάσκας έγινε μόνιμη. Γι’  αυτό φταίει πάντα η μια ή η άλλη κατάσταση. Οι Έλληνες πρέπει φαίνεται να το πάρωμε απόφαση, ότι δύσκολα, πολύ δύσκολα «θα μονιάσωμε». Και χωρίς ομόνοια το καρναβάλι είναι φυσικό να ενδιαφέρη περισσότερο τους «ντέντεκτιβ» παρά τους κοσμικογράφους.

Τα πρώτα χρόνια της Κρητικής απελευθερώσεως έκαμε την εμφάνισίν του το γαϊτανάκι. Ήταν ένα φαιδρό αποκρηάτικο θέαμα που έδινε ζωή στο δρόμο. Ύστερα ήλθεν η γκαμήλα, φαιδρότερη αυτή. Τελευταία το Ηράκλειο χάρις στην πρωτοβουλία πολλών φιλοπρόοδων ωργάνωσε Κομιτάτο των Απόκρεω. Εβραβεύθηκαν τότε ωραία «άρματα» -όπως το άρμα του Διονύσου με Βάκχο γνωστό τελωνειακό και Σατύρους και Σειληνούς όλη τη νεολαία της εποχής. Λίγο θαρρώ προ του κινήματος του 1935 έγινε απόπειρα ν’  αναβιώση το καρναβάλι. Αλλ’  αντί καρναβαλιού ήλθε ο εμφύλιος πόλεμος. Τα λοιπά είναι γνωστά. Η μάσκα με τις επόμενες «μεταβατικές» καταστάσεις και ύστερα το μεγάλο δράμα του πολέμου έμεινε σχεδόν ή εξ ολοκλήρου αχρησιμοποίητη. Η αστυνομία την απηγόρευσε «δια λόγου τάξεως».

Το καρναβάλι είναι μια «συνειδητή» τρέλλα και μια απέραντη χαρά. Όταν όλες οι προύποθέσεις είναι εναντίον και της τρέλλας και της χαράς, τι θέλετε να γίνη; Η απαγόρευση έτσι της μάσκας έγινεν ένας επίλογος φυσικός. Έρχεται σαν είδος επικύρωσις του γεγονότος ότι το καρναβάλι είναι μάλλον για τις καινούργιες γενεές. Αυτές θα το χαρούν πραγματικά. Όλοι οι άλλοι θα αρκεσθούν με το καρναβάλι της ζωής. Θα το έχουν και αυτό, όσο έχουν τη ζωή!»”

Η απαγόρευση της μάσκας πρέπει να ήταν ήδη από την εποχή του Μεταξά, αλλά δεν πρέπει να έτυχε ιδιαίτερης εφαρμογής, ειδικά στα χωριά. Είχα ακούσει ότι στο χωριό Άγιο Βασίλειο Ρεθύμνου τη δεκαετία του 1950 είχε δολοφονηθεί αγροφύλακας την ώρα που κοιμόταν από μασκαράδες που είχαν μπει τις απόκριες στο σπίτι του.

—Να διαβάσουν τους «κρουνούς»: τα γνωστά αλγεβρικά προβλήματα «κρουνών» ή «βρυσών» – Γέμισμα Δεξαμενής κλπ

—Άρμα Σεφέρη «Αυτά τα λεφτά είναι δικά σου». Σατιρίζει μάλλον το ποίημα του Σεφέρη  «Ο δικός μας ήλιος». Φυσικά, ο Σεφέρης είχε μόλις τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ και είχε σχολιαστεί αρκετά το ποσό που συνόδευε το βραβείο.

«Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου: τον μοιραστήκαμε
ποιος υποφέρει πίσω από το χρυσαφί μεταξωτό ποιος πεθαίνει;
…..

–Το άρμα ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΜΑΚΑΡΙΟΥ-ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ σατιρίζει το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη «Εξομολόγηση» από τη συλλογή «Σπασμένα μάρμαρα» εκδ. Εστίας (1917), το οποίο είχε μελοποιηθεί από τον Σ. Σαμάρα και έκανε μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα εικάζω ότι πρέπει να είναι από τις τελευταίες μελοποιήσεις του Σπυρίδωνα Σαμάρα καθώς η συλλογή «Σπασμένα μάρμαρα» εκδόθηκε το 1917 και μέσα στο ίδιο έτος πέθανε και ο Σαμάρας (7 Απριλίου 1917).

«Ἐξομολόγηση

Παπᾶ, μιὰ κόρη ἀγάπησα
καὶ μ᾿ ἀγαποῦσε σὰν τρελή·
μιὰ μέρα τὴν ἀγκάλιασα,
πῆρα τὸ πρῶτο της φιλί.

Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;

-Ἂν τὴν ἀγάπησες πολύ,
συχωρεμένος νἆσαι.

-Μιὰ μέρα ἐκείνη ἐρίχτηκε
στὴν ἀγκαλιά μου ντροπαλή,
κι ἁμάρτησα κι ἁμάρτησε
ὄχι μονάχα μὲ φιλί.

Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;

-Ἂν τὴν ἀγάπησες πολύ,
συχωρεμένος νἆσαι.

-Μιὰ μέρα τὴν παράτησα
τὴν ὄμορφην ἁμαρτωλὴ
καὶ δὲν τῆς ξαναζήτησα
μήτ᾿ ἀγκαλιὰ μήτε φιλί.

Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;

-Δὲν τὴν ἀγάπησες πολύ,
καταραμένος νἆσαι.»

Εδώ τραγουδισμένη η «εξομολόγηση» από τον Γιάννη Αγγελόπουλο (1931)


Πηγή: sarantakos.wordpress.com