«Οι Σύριοι μουσουλμάνοι έσωσαν την προσφυγική οικογένεια της γιαγιάς μου» - Ειδήσεις Pancreta

«Εμείς, οι απόγονοι προσφύγων, Πόντιοι και Μικρασιάτες, δεν έχουμε δικαίωμα να συμπεριφερόμαστε ξενοφοβικά και ρατσιστικά απέναντι στους σημερινούς προσφυγές από τη Μέση Ανατολή και τη Συρία» λέει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο η καθηγήτρια-φιλόλογος και συγγραφέας-ερευνήτρια Γιώτα Ιωακειμίδου, με αφορμή την πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου της «Ματωμένος Νόστος» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Κυριακίδη».

Το πρώτο ιστορικό/κοινωνικό βιβλίο της Γιώτας Ιωκειμίδου επιχειρεί να διαλευκάνει μια σχεδόν άγνωστη ιστορία, αυτή της εξόντωσης Ελλήνων από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία με το διωγμό τους υπό την στρατιωτική φρούρηση των Τούρκων προς τη Μέση Ανατολή. «Ήταν η λεγόμενη "Λευκή γενοκτονία". Δεν χύθηκε αίμα, αλλά εξορίστηκε ολόκληρος λαός σε συνθήκες θανατηφόρους. Πέθαναν πολλοί στο δρόμο από την πείνα και τις αρρώστιες...» εξηγεί η συγγραφέας.

Ο Γολγοθάς των παππούδων τής Γιώτας Ιωακειμίδη ξεκίνησε από τα χωριά Τιφλίκ της Σεβάστιας και Κοφ-Τεπέ του Πόντου όπου είχαν φτάσει από την Αργυρούπολη ως μετανάστες, όταν στα μέσα του 19ου αιώνα έκλεισαν τα εκεί μεταλλεία.

«Το 1923 εξόρισαν τους δικούς μου προγόνους, μαζί με χιλιάδες άλλους αθώους, στη Συρία. Περπατούσαν χιλιόμετρα ατελείωτα. Επέζησαν μόνο με το όνειρο να φτάσουν μια μέρα στην Ελλάδα» λέει η συγγραφέας, σύμφωνα με την οποία περίπου 30.000 πρόσφυγες από τον Πόντο έζησαν στο Χαλέπι για ενάμιση χρόνο.

Περίπου το 75% των ανθρώπων στην ομάδα όπου βρίσκονταν οι παππούδες της πέθαναν μην αντέχοντας τις συνθήκες εξαθλίωσης. Όσοι επέζησαν, συναντήθηκαν με άλλες ομάδες και πεζοπορώντας πολλές μέρες φτάσανε στο Χαλέπι της Συρίας.

Στη Συρία για πρώτη φορά συναντούν τη συμπόνια και το ανθρώπινο πρόσωπο των ντόπιων κατοίκων.

Σύμφωνα με τη συγγραφέα, και ο Αμερικάνος Ερυθρός Σταυρός τους βοηθούσε με λίγο ψωμί και έξι γρόσια καθημερινά που έπαιρναν. «Στο Χαλέπι εγκαταστάθηκαν σε σπηλιές και η Μητρόπολη τους εφοδίασε με τρόφιμα και ρούχα», γράφει στο βιβλίο της όπου δημοσιεύει πολλές φωτογραφίες και μια Ονομαστική Κατάσταση Προσφύγων Κατοίκων Κλείτους.

 

«Στο Χαλέπι έψαχναν για δουλειές, να μαζέψουν λίγα χρήματα για εισιτήρια επιστροφής. Αχθοφόροι, εργάτες, μικροδουλειές. Η γιαγιά μου ζητιάνευε» λέει. Τους βόηθησε μια οικογένεια μουσουλμάνων Σύρων. Αν δεν υπήρχε αυτή η βοήθεια, δεν θα επιζούσαν, «ήταν σίγουρη για αυτό η γιαγιά μου"» επισημαίνει η κ. Ιωακειμίδου.

Τελευταίος σταθμός ήταν η Βηρυτός του Λιβάνου. Εκεί όλα έγιναν γρήγορα: «Σε είκοσι μέρες επιβιβάζονται στο καράβι για την Ελλάδα. Καμία οικογένεια δεν είχε πια όλα τα μέλη της. Στο τέλος του 1923 αποβιβάζονται στον Άγιο Γεώργιο στο Κερατσίνι για να περάσουν από καραντίνα» σημειώνει.

Ήταν το τέλος του ταξιδιού για την ομάδα αυτή. Με τρένο θα πάνε στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στο Αμύνταιο.

Στην ερώτηση μας, γιατί ασχολήθηκε με το θέμα "ταμπού" για πολλές δεκαετίες, με τον πόνο των προσφύγων, λέει: «Αν δεν γνωρίζεις ποιος είσαι, είναι σαν ένα δέντρο στην έρημο, χωρίς νερό, χωρίς μνήμη χωρίς μέλλον τελικά».

Η συγγραφέας ανήκει στην τρίτη γενιά προσφυγών από το Πόντο, σε αυτούς που αφού επέζησαν στις πορείες θανάτου, εγκαταστάθηκαν σε οροπέδιο της Δυτικής Μακεδονίας, σε ένα χωριό που το κατοικούσαν μουσουλμάνοι, οι οποίοι το εγκατέλειψαν την ίδια περίοδο με τη ανταλλαγή...

Η Γιώτα Ιωακειμίδου είναι φιλόλογος που ζει και εργάζεται στην Περαία Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκε στο Κλείτος Κοζάνης, αλλά μεγάλωσε στην Τούμπα Θεσσαλονίκης. Υπηρετεί στην μέση εκπαίδευση και τελευταία διδάσκει εθελοντικά την ποντιακή διάλεκτο στον Δήμο Θεσσαλονίκης.

Πηγή


Πηγή: pancreta.gr