Μάγκας από μικράκι… - Ειδήσεις Pancreta

Μιας και σήμερα δεν είναι μόνο Παρασκευή αλλά και η τελευταία μέρα του μήνα, λέω ν’ αφήσω κατά μέρος τις αναλύσεις και τις γκρίνιες και να το πάμε πιο χαλαρά. Σκέφτηκα, ας πούμε, να ξεφυλλίσω λίγο μαζί σας την ιστορία τού ρεμπέτικου τραγουδιού μας. Χρειάστηκε κάμποση ώρα για να διαλέξω θέμα, ώσπου τελικά το μάτι μου κόλλησε στην παρακάτω φωτογραφία, η οποία τραβήχτηκε το 1948 και δείχνει τον Μιχάλη Γενίτσαρη με την Σωτηρία Μπέλλου. Τί θα λέγατε αν σήμερα αφήναμε κατά μέρος την Μπέλλου κι ασχολούμασταν με τον Γενίτσαρη; Κόκκινη κλωστή δεμένη, λοιπόν και… πάμε!

Μιχάλης Γενίτσαρης, Σωτηρία Μπέλλου (1948)

 

Ο Μιχάλης γεννήθηκε στην αγια-Σοφιά του Πειραιά ως Γεννήτσαρης, στις 15 Ιουνίου 1917. Η τύχη τό ‘φερε κι απέναντι από το ουζερί τού πατέρα του είχε τον καφενέ του ο μεγάλος Γιώργος Μπάτης. Έτσι, ο Μιχάλης, αλάνι από γεννησιμιού του, γοητεύθηκε νωρίς-νωρίς από το μπουζούκι τού Μπάτη και βάλθηκε να μάθει να παίζει κι αυτός, χρησιμοποιώντας ένα σκεβρωμένο μπαγλαμαδάκι του πατέρα του, που το βρήκε σε μια παλιά κασέλα.

Πριν καλά-καλά βγάλει τα κοντά παντελονάκια, ο Μιχάλης έπιασε δουλειά ως βοηθός κουρέα, σε αλατάδικο, σε τακουνάδικο, σε πεταλωτήριο, σε μανάβικο, σε χυτήριο, σε κλειδαράδικο, σε λεβητοποιείο, στους ταρσανάδες… όπου νά ‘ναι, αφού το ουζερί δεν έφτανε για να ζήσει η οικογένεια. Δεν έπαψε, όμως, να γρατζουνάει τον μπαγλαμά και παράλληλα να μαθαίνει μπουζούκι. Γρατζούνισμα το γρατζούνισμα, ο νεαρός Γεννήτσαρης σκάρωσε ένα χοντροκομμένο λογοτεχνικά τραγούδι: «Εγώ μάγκας φαινόμουνα θα γίνω από μικράκι, κατάλαβα τα έξυπνα κι έμαθα μπουζουκάκι». Χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια ώσπου να τον πείσει ένας φίλος του να δείξει το κομμάτι στον Παναγιώτη Τούντα κι εκείνος να το πάρει για γραμμοφώνηση στην «Κολούβια» (όπως έλεγε μια ζωή την Columbia ο Μιχάλης). Το κομμάτι έγινε επιτυχία και ο Μιχάλης βρέθηκε ξαφνικά, από το πουθενά, να παίζει σε πάλκο, ανάμεσα σε θρυλικά ονόματα, όπως τον Κηρομύτη, τον Δελιά, τον Παγιουμτζή… Στο μεταξύ, μιας και η μόρφωση δεν περισσεύει σε κανέναν απ’ όλους αυτούς, το επώνυμό του απλοποιείται σε Γενίτσαρης.

Ύστερα ήρθε η δικτατορία του Μεταξά. Ο Μιχάλης, που φαίνεται πως γεννήθηκε με μια έμφυτη
αντιπάθεια προς τους μπάτσους, δεν αργεί να βρεθεί στην φυλακή:

Χειρόγραφο του Μιχάλη Γενίτσαρη

 

Μας σταματάει ξαφνικά στον δρόμο ένας αστυφύλακας και μας ρωτάει: «Για πού πάτε παιδιά; Αυτό που κρατάς εσύ τι είναι είναι;», λέει σ’ εμένα. Του λέω, «μπουζούκι». Χωρίς όμως να το προσέξω, έχει πλησιάσει κοντά και δίνει μια κλωτσιά, όπως το βαστάω και μου το σπάει. «Γιατί», του λέω, «κύριε πόλισμαν το έσπασες;». «Δεν ξέρεις», μου λέει, «ότι το όργανο αυτό είναι χασικλίδικο; Πήγαινε φύγε», λέει, «για να μην σας πάω όλους μέσα». Το αποτέλεσμα το λέω τώρα, τον έσπασα στο ξύλο μέχρι του θανατά, τον έστειλα για καιρό στο νοσοκομείο, εγώ δικάστηκα, την πλήρωσα άσχημα και άστα. (*)

Ο Γενίτσαρης κλείνεται για έξι μήνες στις φυλακές Αβέρωφ. Δεν προλαβαίνει να βγει και ξαναμπλέκει σε καβγά με κάτι σουγιάδες για τα μάτια μιας κοπέλλας, οπότε εκτοπίζεται στην Ίο, με την ταμπέλα «δημόσιος κίνδυνος». Μα ούτε εκεί ήταν γραφτό να γίνει «καλό παιδί». Ο μεγάλος ρεμπέτης στιχουργός Νίκος Μάθεσης είναι αποκαλυπτικός καθώς μιλάει για τον Γενίτσαρη:

Μανούριασε και πλάκωσε κάτι χωροφύλακες και τον βάλανε στο μάτι. Αλλά τι τους έκανε! Πήρε μετά έναν χωροφύλακα, τον έδειρε και του πήρε το πιστόλι. Ναι! Και πάει στο τμήμα της χωροφυλακής στη Νιό και τους πλακώνει στο μπινελίκι. Μπαίνει μέσα και με το πιστόλι στο χέρι απειλούσε τον διοικητή και τους άλλους χωροφύλακες, ώστε να αφήσουνε ήσυχους τους εξόριστους που τους φερνόντουσαν άσχημα. Κλαρίνο είχανε κάτσει όλοι τους. Μετά απ’ αυτό ησυχάσανε τα πράγματα και τους φερόντουσαν πιο ωραία, πιο ανθρώπινα. Γενίτσαρης ήτανε αυτός. Όχι παίζουμε! (**)

Καθώς η κατοχή πλακώνει τον τόπο, ο Γενίτσαρης αρχίζει να αλλάζει. Όχι από χαρακτήρα, δεν κόβει τον τσαμπουκά. Αλλά, βήμα-βήμα, πολιτικοποιείται και περνάει στην αριστερά και στην αντίσταση.«Πολέμησα τους γερμανούς με τους σαλταδόρους», λέει ο ίδιος με καμάρι. Τα τραγούδια που γράφει, αποτυπώνουν όχι μόνο αυτή την αλλαγή αλλά και ολόκληρη την εποχή:

Οι Μαυραγορίτες
Μικροί-μεγάλοι γίνανε μαυραγορίτες όλοι
κι αφήσαν όλο το ντουνιά με δίχως πορτοφόλι.
Ακόμα κι οι γυναίκες τους τη μαύρη κυνηγάνε,
τσάντες, τσουβάλια κουβαλούν, κανέναν δεν ψηφάνε.
Μέρα και νύχτα τριγυρνούν στους δρόμους σαν κοράκια,
πελάτες ψάχνουν για να βρουν, να γδάρουνε κορμάκια.
Πουλήσαμε τα σπίτια μας και τα υπάρχοντά μας,
για δυό ελιές κι ένα ψωμί, να φάνε τα παιδιά μας.


Οι λαδάδες
Όσοι πουλάν μαύρη αγορά, οι παλιομασκαράδες,
θα τους κρεμάσουνε κι αυτούς, όπως τους δυο λαδάδες,
που τους κρεμάσαν και τους δυο ψηλά σε μια κολώνα
κι όσοι πέρναγαν από κει τους έφτυναν το πτώμα.
Προσέχτε οι υπόλοιποι, μην το περνάτ’ αστεία,
γιατί θα σας κρεμάσουνε στην ίδια την πλατεία.

Ο σαλταδόρος
 Ζηλεύουνε δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε,
μπατίρη θέλουν να με δούν για να φχαριστηθούνε.

Θα σαλτάρω θα σαλτάρω τη ρεζέρβα να τους πάρω.

Μα εγώ πάντα βολεύομαι γιατί τήνε σαλτάρω
σε κανα αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω.

Θα σαλτάρω θα σαλτάρω τη ρεζέρβα να τους πάρω.

Μπεντζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε
γιατί έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα γλεντάμε.

Σάλτα ρίξε τη ρεζέρβα γίνε ντου και σήκω φεύγα.

Οι Γερμανοί μας κυνηγούν μα εμείς δεν τους ακούμε.
Εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε.

Θα σαλτάρω θα σαλτάρω τη ρεζέρβα να τους πάρω.

Στέλιος Κηρομύτης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), Σπύρος Καλφόπουλος

 

Ένας από τους αγωνιστές τής κατοχής, ο οποίος συγκίνησε τον Γενίτσαρη, ήταν ο Στέλιος Σπανός, γνωστός με το παρανόμι «Καρδάρας». Ο Καρδάρας ξεκίνησε από πιτσιρικάς ως σαλταδόρος και σύντομα πέρασε στον ΕΛΑΣ, όπου αξιοποίησε τις σαλταδόρικες ικανότητές του για να κλέβει όπλα από τους γερμανούς. Σύμφωνα με τον -όχι απολύτως αξιόπιστο- Ιάσονα Χανδρινό (***), ο Καρδάρας εντάχθηκε στην ΟΠΛΑ αλλά το σίγουρο είναι ότι εξελίχθηκε σε ικανώτατο σαμποτέρ. Δυστυχώς, συνελήφθη από τους ταγματασφαλίτες στο Μπλόκο της Κοκκινιάς και εκτελέστηκε στις 18 Αυγούστου 1944. Ο ίδιος ο Γενίτσαρης αφηγείται: «Πολλά κατορθώματα έκανε αυτό το παιδί, που έχουνε μείνει στο μυαλό όλων. Ακόμα το κουβεντιάζει ο κόσμος. Το όνομα αυτουνού του παιδιού είχε γίνει ύμνος, είπαμε, στον Πειραιά και όλοι κλάψανε που χάθηκε. Μεγάλος πατριώτης, ψυχή που δε λέγεται, από προδοτικές σφαίρες πήγε». Τότε έγραψε το παρακάτω κομμάτι στην μνήμη του, για το οποίο σημειώνει: «Μόλις έβαλα μουσική και τό ‘παιξα λίγες φορές, το μάθανε παντού. Το μάθανε όλοι οι σαμποτέρ, οι αγωνιστές οι άλλοι, οι αντάρτες, όλοι. Το μάθανε και ήρθανε και με πήρανε Εαμίτες και αντάρτες και με πήγανε στην πλατεία, στην Κοκκινιά. Πέντε χιλιάδες κόσμος και παραπάνω μαζεύτηκε, εκεί που ήταν η μεγάλη κεντρική πλατεία. Και τότες, με κάτι παλιά μεγάφωνα που φέρανε, με βάλανε και τό ‘παιξα και το τραγούδησα. Πριν αρχίσω, κρατήσανε ένα λεπτό σιγή για τη μνήμη του παλληκαριού. Όταν το τραγουδούσα, όλος ο κόσμος έκλαιγε».

Πενθοφορεί η Αγιά Σοφιά, Παλιά και Νέα Κοκκινιά,
κλάψε κι εσύ τώρα ντουνιά, πιάσαν τον Στέλιο τα σκυλιά.
Τον πιάσαν γερμανόφιλοι και ταγματασφαλίτες
τον Στέλιο τον Καρδάρα μας, στο Ρέντη, οι αλήτες.
Δεμένο τον επήγανε προς τον Άγιο Διονύση,
δέκα ντουφέκια τού ‘ριχναν, ώσπου να ξεψυχήσει.
Θεέ μου, ας προλάβαινες νά ‘κανες άλλη κρίση,
πού ‘χε μανούλα κι αδελφές και έπρεπε να ζήσει.
Άδικα τον σκοτώσανε, λες κι ήτανε κατάρα,
γιατ’ ήταν στην Αντίσταση, τον Στέλιο τον Καρδάρα.

Ο Μιχάλης Γενίτσαρης συνέχισε να γράφει τραγούδια μέχρι τον θάνατό του, στις 11 Μαΐου 2005. Λέγεται ότι έγραψε πάνω από 700 κομμάτια, τα οποία κατά καιρούς τραγούδησαν πολλές μεγάλες φωνές (Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Παγιουμτζής, Μητσιάς, Βιτάλη, Διονυσίου, Αλεξίου, Νταλάρας, Γκρέυ κλπ). Ο ίδιος ξαναμπήκε φυλακή και, όταν βγήκε, άνοιξε ένα μπουζουκομάγαζο στην Αίγινα. Γρήγορα φαλίρησε και επέστρεψε στο Πειραιά, όπου έπιασε δουλειά στην λαχαναγορά. Μετά την μεταπολίτευση, τα τραγούδια του ανασύρθηκαν κι έγιναν της μόδας, οπότε ήρθε κι η δική του ώρα να γίνει ευρύτερα γνωστός. Το 1996 διοργανώθηκε προς τιμή του μια συναυλία στον Λυκαβηττό, στην διάρκεια της οποίας ανακοίνωσε την οριστική του απόσυρση από τα πάλκα.

Φωτογραφία του 1953. Από αριστερά: Θόδωρος Δακτυλίδης («Παναγιωτάκι»), Νίκος Γιουλάκης,
Μιχάλης Γενίτσαρης, Νίτσα Γκρέζη, Γιώργος Κοινούσης, Αργύρης Βαμβακάρης (αδελφός τού Στέλιου).

 

Σημείωση: Το χειρόγραφο του Μιχάλη Γενίτσαρη και ορισμένα στοιχεία για την ζωή του αντλήθηκαν από την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Μάγκας από μικράκι» (εκδόσεις «Νεφέλη», εξαντλημένο).


() Κώστας Χατζηδουλής, «Ρεμπέτικη Ιστορία – 1», εκδόσεις Νεφέλη.
() Γιάννης Παπαϊωάννου, «Ντόμπρα και σταράτα», εκδόσεις Κάκτος, 1996.
() Ιάσονας Χανδρινός, «Το τιμωρό χέρι του λαού», εκδόσεις Θεμέλιο, 2012.


πηγή


Πηγή: pancreta