Σταύρος Κουγιουμτζής ένας ...κόμπος στο DNA μας - Ειδήσεις Pancreta

Ένα κείμενο με αφορμή μιά συναυλία-αφιέρωμα στο έργο του.

Η πρώτη μεγάλη κασέτα («τουβλάκι» του μισού κιλού) που συνόδευε μόνιμα τις Κυριακάτικες εξόδους μας ήταν το «Νάτανε το 21» στις αρχές των 70ς. Η ευγενική μελαγχολία των στίχων σε συνδυασμό με τα λαϊκά μοτίβα των μελωδιών του, έβρισκαν στη φωνή του νεαρού (τότε) Νταλάρα την ιδανική ερμηνεία, χτίζοντας σιγά-σιγά μέσα μας (και χωρίς να το συνειδητοποιούμε ) ένα νέο ορισμό για το τι σημαίνει λαϊκό τραγούδι. Σίγουρα ένα κομμάτι της επιμονής μας τότε να μπαίνει Κουγιουμτζής και Νταλάρας τις Κυριακές στο αυτοκίνητο, οφειλόταν στη σταθερή «διείσδυση» που είχε το «έντεχνο λαϊκό» σε ένα ευρύτερο κοινό με ονόματα όπως του Νταλάρα, της Χαρούλας, του Λοΐζου, του Καλαϊτζή, του Μητσιά και άλλων, να φτιάχνουν τη νέα γενιά του λαϊκού.

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής ήταν μια «ευγενική πέννα που συνετέλεσε σημαντικά σε αυτή την αλλαγή. Καλός ο Καζαντζίδης, ο Διονυσίου, ο Μπιθικώτσης αλλά αυτά τα τραγούδια του Κουγιουμτζή, με αυτές τις φωνές ήταν κάτι άλλο- πιο κοντά μας, πιο «δικά» μας. Αυτό αρκούσε και δεν σήκωνε πολλές αναλύσεις- ποια μουσική σηκώνει άραγε; «Το σακάκι μου κι αν στάζει» (στίχοι Άκου Δασκαλόπουλου) , «Κάπου νυχτώνει» (δικός του στίχος) «Νάτανε το 21» (Σώτια Τσώτου)- δεν υπήρχε περίπτωση να μην μπουν από μια φορά, μια στο πήγαινε , μια στο έλα, για να βγει η Κυριακή σωστά. Τουλάχιστον αυτά..

Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε την καριέρα του στο τραγούδι όταν ήταν 25 ετών, έχοντας όμως και τη θεωρητική βάση του μουσικού που έχει περάσει από ωδείο. Ο ίδιος θυμάται (από το βιβλίο «Χρόνια σαν Βροχή» εκδόσεις Ιανός) όταν «άκουσα πρώτη φορά Χατζιδάκι «Χάρτινο το Φεγγαράκι», «Διώξε τη λύπη παλικάρι» και άλλα με μάγεψαν τόσο που είπα στον εαυτό μου ψάξε μέσα σου, ψάξε να βρεις τον δικό σου δρόμο κι αν έχεις κάτι να πεις, θα το πεις». Τον Θεοδωράκη τον ήξερε ως συνθέτη κλασικής μουσικής. Δεν γνώριζε καν ότι γράφει τραγούδια. «Τον γνώρισα μετά την κυκλοφορία του «Επιτάφιου» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, όταν τα σχόλια σε εφημερίδες και ραδιόφωνα έδιναν και έπαιρναν- απαξιωτικά σχόλια, αρνητικά, με διανοούμενους και δημοσιογράφους να αναρωτιούνται αν είναι σωστό να μελοποιείται η ποίηση με τέτοιου είδους μουσική. Όσο για μένα; Εγώ δάκρυζα σε κάθε στίχο. Ήταν το θαύμα της μουσικής».
Μέσα σε αυτό το κλίμα και με αυτές τις επιρροές ο νεαρός Κουγιουμτζής, παιδί από φτωχή οικογένεια, που έκανε από τα 8 του χρόνια δεκάδες επαγγέλματα για να επιζήσει αποφάσισε να βάλει όλη του την ενέργεια κι όλο του το ταλέντο στο τραγούδι . Το ΄67 παντρεμένος ήδη με την Αιμιλία, κατέβηκαν στην Αθήνα και μέσω Πατσιφά (τότε διευθυντή της Λύρα) γνώρισε τον στιχουργό ‘Ακο Δασκαλόπουλο γνωριμία σημαδιακή μια που με τον Άκο Δασκαλόπουλο και την Σώτια Τσώτου όχι μόνο θα συνεργάζονταν επί πολλά χρόνια, αλλά θα έκαναν και την πρώτη επιτυχία της καριέρας του, το 1970: Το «Εικοσιένα» . Από εκείνον τον δίσκο κι έπειτα οι πόρτες των εταιρειών θα άνοιγαν διάπλατα και το τραγούδι θα έρεε... Ο Κουγιουμτζής είχε αυτή την χαρά. Όλη τη δεκαετία του ΄70 αλλά και του΄ 80 τα τραγούδια του παίζονταν παντού, στα ραδιόφωνα, στα σπίτια, στις εκδρομές ..

Λιτός και ουσιαστικός ως συνθέτης αλλά και εξαιρετικός στιχουργός , είχε ένα ακόμη ταλέντο , να επιλέγει στίχους άλλων (έχει μελοποιήσει από Ντίνο Χριστιανόπουλο μέχρι Σικελιανό και από Μάνο Ελευθερίου μέχρι Βάρναλη) φέρνοντας στο φως το συναίσθημα μιας εποχής , δύσκολης εποχής αλλά περήφανης. Η ευγένεια και το ήθος μιας φτωχολογιάς που σιγά σιγά θα ξεχνάγαμε -αν δεν υπήρχαν τα τραγούδια του.

Και για να φρεσκάρουμε τη μνήμη μας (και τη δική σας), ιδού πόσος Κουγιουμτζής έχει τρέξει στις φλέβες μας, κυρίως μέσα από τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα (αλλά και άλλων , όπως των Καλογιάννη, Μητροπάνου, Πάριου, Χαρούλας Αλεξίου, Ελευθερίας Αρβανιτάκη κ.α ).
«Που ναι τα χρόνια» , «Νατανε το 21», «Κάπου νυχτώνει», «Δίχως την καρδούλα σου» «Το σακάκι σου κι αν στάζει», «Ξενάκι είμαι και θα ρθω», «Xάντρα στο Κομπολόι σου», «Όλα καλά» , «Ένας κόμπος η χαρά μου», «Ήταν πέντε, ήταν Έξι» , «Στα ψηλά τα παραθύρια», «Στα χρόνια της υπομονής», «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», «Ταξιδεμένο μου πουλί», «Το καλοκαίρι το μορτάκι», «Ήσουν ωραία».

Πέθανε, σε ηλικία 73 ετών, στις 12 Μαρτίου του 2005


Πηγή: pancreta