Tο μεράκι του Λόρκα και τα δικά μας ρεμπέτικα - Ειδήσεις Pancreta

Στο προηγούμενο άρθρο μου σε αυτή τη στήλη επισήμανα την ολοένα και πιο επείγουσα ανάγκη εισόδου της ποιητικής πνοής στο θέατρό μας, με αφορμή τη διασκευή του Ελιοτ από το Υπόγειο του Τέχνης. Ο διάλογος συνεχίζεται καταπώς φαίνεται και υπεργείως, τη φορά αυτή από την Πλάκα, με τον Λόρκα και το «Ντουέντε» του (1935) από τον Σταμάτη Κραουνάκη.

Οι εμφανίσεις των δύο πρωτότυπων που παρουσιάζονται στο Τέχνης συμπίπτουν χρονικά στην εποχή του Μεσοπολέμου (στο διάστημα εκείνο δηλαδή που θα ξεκινούσε σαν σήμερα, εκατό χρόνια πριν). Και δείχνουν πιθανόν από κοινού έναν τόπο στον οποίο η σύγχρονη ευαισθησία αναζητάει τη δική της παλιά παρηγοριά και το νέο κίνητρο. Στα λόγια ποιητών όπως ο Ελιοτ και ο Λόρκα, βρίσκεται η ανάγκη επανεκκίνησης. Πιο πέρα ακόμη βρίσκεται η ανάγκη αναζήτησης στα θεμέλια της ταυτότητας (εθνικής, καλλιτεχνικής αλλά και προσωπικής), μετά την αποδόμηση, τη περιδιάβαση και το χάσιμο των τελευταίων χρόνων.

Ειδικά το «Ντουέντε» όμως του Λόρκα για εμάς σημαίνει και πολλά άλλα. Ευθέως σημαίνει ένα κείμενο αναφοράς που πνευματικά καθόρισε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών και διανοητών της τέχνης και αφετέρου, ακόμη περισσότερο εμμέσως, ένα στοιχείο που ενσωματώθηκε από τη γενιά του ‘30 στη σύγχρονη καλλιτεχνική αντίληψη και το οποίο έδωσε στη νεότερη ελληνική τέχνη εφόδια και ηθικό να προχωρήσει εμπρός.

«Ντουέντε» θα πει λοιπόν κάτι αφηρημένο και γήινο μαζί. Φωτεινό και σκοτεινό συνάμα, πρωτεϊκό και σπάνιο, που κάνει την τέχνη να συντονίζεται με ό,τι αληθινό, μυστικό και ανείπωτο κρύβεται μέσα μας. Δεν είναι κάτι που μπορεί να οριστεί με λόγια, μπορεί ωστόσο να γίνει αντιληπτό από τον καθένα, και μάλιστα κατά προτίμηση από μια τέχνη ριζική, που από τη μια βαθαίνει στους προγονικούς αιώνες και από την άλλη εκφράζεται με τον αδρό τρόπο της πλατιάς, λαϊκής φωνής.

Είναι αυτό που μας συμφιλιώνει με τον θάνατο, αλλά που ωστόσο φεγγοβολάει ζωή και ενέργεια. Που έχει μέσα του κάτι διαβολικό αλλά και ένθεο. Και που, ανάμεσα στα πολλά άλλα αντιφατικά χαρακτηριστικά, θεμελιώνεται και πυργώνεται όταν τα κτίρια της λογικής, του καθωσπρεπισμού, της φόρμας και του «υψηλού» κατεδαφίζονται. Το «ντουέντε» γίνεται έτσι το τρίτο στοιχειό της τέχνης, μετά τον «άγγελο» της κανοναρχισμένης και τη «μούσα» της αρμονικής έμπνευσης. Και όσο δεν μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτό φιλόσοφοι και στοχαστές, άλλο τόσο μπορούν να το δείξουν οι ποιητές με τα σκοτεινά λεγόμενά τους και οι μουσικοί με τους μαύρους ήχους τους. Είναι άπιαστο κι είναι παντού, σαν τη σκοτεινή ύλη της τέχνης μας.

Ο Λόρκα μιλάει γι’ αυτό το «ντουέντε» σε μια διάλεξη που δίνει στον Μεσοπόλεμο κατά τη διάρκεια περιοδείας του στη Λατινική Αμερική (θα μπορούσα να φανταστώ και τον πιο κατάλληλο τόπο γι’ αυτό: το Μεξικό). Γι’ αυτόν θα πρέπει να ήταν από τη μια κάτι απλό. Πρόκειται για κάτι που έχει ο ίδιος αισθανθεί ως Ισπανός, που γνωρίζει αισθητικά. Που θέλει να «φωτίσει», διατηρώντας ωστόσο στον νου των ακροατών του το σκοτεινό περιβάλλον όπου το πραγματικό «ντουέντε» ζει.

Το μυαλό μου πάει εκεί που πάει και το δικό σας ασφαλώς. Στην αντίστοιχη διάλεξη του Χατζιδάκι για το «Ρεμπέτικο» το ’49, πάλι στο Τέχνης. Ηταν και εκείνη μια διάλεξη σπουδαία, για τραγούδια που όλοι είχανε ακούσει, και στα οποία οι περισσότεροι είχανε κιόλας αισθανθεί το σκοτεινό και υπόκωφο μεγαλείο τους. Αυτό που έκανε ο Χατζιδάκις ήταν να αναβιβάσει το μεγαλείο από το άρρητο βάθος των λαϊκών υπογείων στην επιφάνεια της αστικής πλατείας.

Το πρόβλημα με τον Λόρκα όμως είναι ότι μιλάει για κάτι δικό του, άφαντο και «ισπανικό», αμετάφραστο. Το ίδιο το κείμενο που εκφωνεί είναι στην ουσία ποίηση σε μορφή διάλεξης, στην οποία επιστρατεύονται ανάμεικτα στοιχεία πραγματολογικά με συνειρμικές διατυπώσεις, λεκτικές ακροβασίες, υπερρεαλιστικές μεταφορές και γλωσσικά ανάγλυφα. Γιατί στο βάθος αυτό λέει ο ποιητής: Το δικό μας σκοτεινό βάθος έχει βρει ένα όνομα. Ωστόσο δεν μπορεί, δεν γίνεται, κάθε λαός με ανάλογη πληγωμένη ιστορία, με την ανάγκη της επιβίωσης και το αρχαίο ρίγος ακόμα ζωντανά, θα πρέπει να διαθέτει το ίδιο βάθος, έστω και με άλλες λέξεις, έστω και χωρίς καθόλου λέξεις για να το ονομάζει.

Με αυτό τον τρόπο στην παράσταση της Φρυνίχου αναζητούμε το δικό μας, ελληνικό, σύγχρονο, προσωπικό ή συλλογικό, «ντουέντε». Θα βρίσκεται ίσως στα δικά μας ρεμπέτικα ή στα δικά μας μπλουζ, στον Τσιτσάνη ή στον Κέιβ, στο δικό μας ντέρτι, μεράκι ή στο δικό μας «όπα», στην ιθαγένεια του Καζαντζίδη ή στην «πονεμένη Ρωμιοσύνη» του Κόντογλου.

Σημασία δεν έχει πού βρίσκεται το ντουέντε, αλλά να θυμηθούμε την ύπαρξή του. Γιατί ντουέντε σημαίνει, εκτός των άλλων την τέχνη που σχετίζεται με την αληθινή ζωή ενός λαού.

Είναι μια προσωπική συνάντηση του Κραουνάκη με τον εαυτό του και την τέχνη του σε στιγμή γενικής κρίσης. Ο ίδιος ο συνθέτης καταθέτει κάπου πριν από τριάντα χρόνια την πρώτη του μουσική συνομιλία με τον Λόρκα και τώρα, πάνω στο μεταφραστικό αραβούργημα της Ολυμπίας Καράγιωργα (στο κείμενο) και του Ανδρέα Αγγελάκη (στα ποιήματα), δίνει τη δική του αναφορά στο Λόρκα αλλά και τον Χατζιδάκι του «Ματωμένου Γάμου». Τέτοιες παραστάσεις είναι ταυτόχρονα ανοιχτές και κλειστές. Αφορούν τους πολλούς, αλλά στο κέντρο βρίσκεται ο ποιητής που φλέγεται. Μια τελετή μνήμης και θυσίας.

Λίγα, φθαρμένα υλικά, μεταχειρισμένα από την αποθήκη τού Τέχνης, με τον τρόπο με τον οποίο η λαϊκή τέχνη συνήθως μεταποιεί την ανάγκη της (σκηνογραφική επιμέλεια της Χριστίνας Κάλμπαρη, φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου, κοστούμια του Θοδωρή Καραγκούνη). Μια διάλεξη με τη μουσικότητα της λιτανείας (στο πιάνο ο Βασίλης Ντρουμπογιάννης και στο τσέλο ο Γιώργος Ταμιωλάκης) και δύο τενόρους, τον Χρήστο Γεροντίδη και τον Κώστα Μπουγιώτη, να μπολιάζουν τα λόγια του Κραουνάκη με ψαλμούς-ιντερμέδια.

Υπάρχει εδώ κάτι το αληθινά σκοτεινό, κάτι αληθινά ακατάληπτο. Και πού αυτό; Εν μέσω μιας μισο-διαλυμένης πολιτείας, κραυγών και ιαχών. Ο Λόρκα θυμίζει αντί να μιλάει. Και ο Κραουνάκης ακολουθώντας τον στη σκηνή ερμηνεύει κι όπως πάντα φλέγεται.

Συντάκτης: Γρηγόρης Ιωαννίδης

Πηγή


Πηγή: pancreta