Νικόλας Άσιμος: η ιστορία ενός ξεχωριστού ανθρώπου - Ειδήσεις Pancreta

Ηθοποιός, μουσικός, ποιητής, συγγραφέας, αναρχικός, τρελός…Όπως και να’ χει ο Άσιμος δεν πέρασε απαρατήρητος!

«Συγγνώμη, ρε Νίκο, που δε σου άδειασα νωρίτερα τη γωνιά, αλλά ως και ο θάνατος, ο οποίος όμως κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα, δε με ήθελε». Με αυτό το ειρωνικό σημείωμα ο Νικόλας Άσιμος «αποχαιρέτισε» τον ιδιοκτήτη από τον οποίο νοίκιαζε το ψιλικατζίδικο στην οδό Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια, όπου βρέθηκε κρεμασμένος στις 17 Μαρτίου του 1988. Λένε ότι «κρατούσε» ένα ημερολόγιο, στο οποίο κατέγραφε τις τελευταίες 15 ημέρες της ζωής του, ψάχνοντας να βρει κάτι που θα του έδινε λόγο να ζήσει. Σε όλες τις ημέρες, μέχρι και στην 15η που αυτοκτόνησε, είχε σημειώσει «Χ», αφού ο κόσμος αυτός δεν είχε πλέον τίποτα να του προσφέρει. Ο Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε ως Νικόλαος Ασημόπουλος στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη.

Μεγάλωσε στην Κοζάνη, ήταν καλός μαθητής και αρκετά οξύθυμος σαν χαρακτήρας.  Σαν μαθητής, του αρέσει να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία, γράφοντας παράλληλα στιχάκια και ποιήματα. Το χειμώνα του 1966 στέλνει  για δημοσίευση στην εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος», στη στήλη για νέους που επιμελείτο ο Νίκος Μαστοράκης, εξελληνισμένους τους στίχους του γαλλικού Monsieur Cannibal. Ο Μαστοράκης τον ειρωνεύεται και ο Άσιμος του απαντάει με μία τετρασέλιδη επιστολή, βάζοντας τον στη θέση του. Αυτή είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο  Άσιμος, με το οποίο δηλώνει καθαρά ότι δεν  «ασημώνεται», κοινώς δεν εξαγοράζεται. Η καλλιτεχνική του φύση είναι αναμφισβήτητη και αχαλίνωτη. Φεύγει από το σπίτι του και ξεκινάει να παίζει σε παραστάσεις, ενώ σπουδάζει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Δεν παίρνει ποτέ πτυχίο αφού αφήνει μετέωρα τα τελευταία έξι μαθήματα και «κατεβαίνει» στην Αθήνα. Το ταλέντο του τον φέρνει σε επαφή με μεγάλες φυσιογνωμίες της εποχής, από τον Γιάννη Ζουγανέλη, την Χαρούλα Αλεξίου και τον Διονύση Σαββόπουλο, μέχρι τον Θάνο Μικρούτσικο, τη Σωτηρία Λεονάρδου και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος μάλιστα έχει τραγουδήσει και πολλά τραγούδια του Άσιμου, όπως το «Αγαπάω και αδιαφορώ», «Χαιρετίσματα στην εξουσία», «Καταρρέω», «Βενσερέμος» και άλλα.

Έχοντας έντονη αντιστρατιωτική θέση παίρνει απανωτές αναβολές από τον στρατό, στήνοντας θεατρικές παραστάσεις κάθε φορά έρχεται η ώρα να παρουσιαστεί. Ξεκινάει να ηχογραφεί κασέτες τις οποίες πουλάει έξω από το Πολυτεχνείο και στους δρόμους των Εξαρχείων, στην τιμή των 100 δραχμών.  Παράλληλα, γράφει και εκδίδει σε 1500 αντίτυπα το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους», ενώ ξεκινάει να παίζει σε διάφορες ταινίες. Η σχέση του με την εξουσία ήταν πάντα εκρηκτική και οι πρώτες συλλήψεις του αρχίζουν με το μετακομίζει σε ένα μικρό δωματιάκι στην οδό Αραχόβης, στα Εξάρχεια. Το κατηγορούν, αρχικά, για ηθική αυτουργία και υποκίνηση στην διατάραξη της κοινής ειρήνης και τον προφυλακίζουν για δύο μήνες στις φυλακές της Αίγινας. Βγαίνοντας από την φυλακή λέει «θα ξανάρθω». Επιστρέφει στην πώληση περιοδικών και των κασετών του, ενώ οι πολιτικές παρεμβάσεις του είναι πλέον πιο έντονες από ποτέ. Μάλιστα με αφορμή τη σύλληψη του Φίλιππα και της Σοφίας Κυρίτση, ο Νικόλας έχοντας την κόρη του αγκαλιά, εισβάλει στα ανακριτικά γραφεία με ένα πλαστικό πιστόλι, προκαλώντας πανικό.

Μέχρι το χειμώνα του 1980 καθιερώνεται ως καλλιτέχνης του δρόμου, στήνοντας αυτοσχέδιες παραστάσεις που ταράζουν τους Αθηναίους. Την ίδια περίοδο πρωτοστατεί στην κατάληψη ενός ερειπωμένου σπιτιού επί της οδού Βαλτετσίου, συλλαμβάνεται και στέλνεται στο Δαφνί, ευτυχώς για λίγες μόλις μέρες. Νοικιάζει στην Καλλιδρομίου 55 το γνωστό μαγαζάκι και το μετατρέπει σε «Χώρο Προετοιμασίας». Η αστυνομία πλακώνει συχνά-πυκνά και η διαδρομή  τμήμα - Δαφνί – Καλλιδρομίου γίνεται επαναλαμβανόμενο φαινόμενο, με το ξύλο και τα  ηλεκτροσόκ να δίνουν και να παίρνουν. Τη χαριστική βολή δίνει ένα περιστατικό που διαδραματίστηκε στις 7 Ιουνίου 1987, σε ένα διαμέρισμα της Ζαΐμη. Εκεί γίνεται μια παρανοϊκή «Τελετή Μύησης» με την παρουσία μιας κοπέλας της οποίας ο φόβος σε συνδυασμό με τις παρανοϊκές ιδέες και πράξεις του Άσιμου οδηγούν στη σύλληψη και προφυλάκισή του με τις κατηγορίες του βιασμού κατ` εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση. Κατά την διάρκεια της προφυλάκισής του η κοπέλα αποσύρει τη μήνυση  εναντίον του, όμως ο εισαγγελέας έχει αντίθετη άποψη, έτσι παραμένει στον Κορυδαλλό μέχρι τέλη Ιουνίου οπότε βγαίνει με χρηματική εγγύηση που καταβάλλει η οικογένειά του. Βγαίνοντας από το κελί, με τις κατηγορίες να βαραίνουν την ψυχή, βυθίζεται στην τρέλα. Οι περίοικοι της Καλλιδρομίου και ο διαχειριστής του κάνουν τη ζωή δύσκολη, ενώ δεν λείπουν περιστατικά χρήσης βίας εναντίον του αφού και ο ίδιος έχει χάσει κάθε έλεγχο.

Κάνει πειράματα, βασανίζοντας και σκοτώνοντας ζωάκια (από τα οποία ζήτησε συγχώρεση σε ένα από τα έξι γράμματα που άφησε πριν αυτοκτονήσει), δέρνει περαστικούς, κοπανάει ανθρώπους με την μαγκούρα του και καταφέρεται συστηματικά κατά των γυναικών, τις οποίες χαρακτηρίζει «δούλες». Λίγο καιρό μετά, και παρά τη θέλησή του, με εντολή του πατέρα του οδηγείται διά της βίας στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική «Γαλήνη». Βγαίνοντας από την κλινική είναι κυριολεκτικά ράκος από τα ψυχοφάρμακα ενώ η αφόρητη πίεση της επικείμενης δίκης, η επικείμενη έξωση από το σπιτάκι του, η φοβία των ψυχιατρείων και η ρετσινιά του βιαστή τον κάνουν κομμάτια. Τον πιάνουν κρίσεις μελαγχολίας, απομονώνεται και φτάνει σε σημείο να τον αποφεύγουν ακόμα και οι ελάχιστοι πραγματικοί φίλοι του. Εκεί αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του. Η κηδεία του Νικόλα, έγινε το απόγευμα της Παρασκευής 18 Μαρτίου 1988 στο νεκροταφείο της Καλλιθέας, παρουσία 200 περίπου ατόμων.  Τα έξοδα της κηδείας ανάλαβε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, φροντίζοντας λίγο καιρό αργότερα να τοποθετηθεί και μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη με τους στίχους του «Μπαγάσα». Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι ότι όσο λίγο ασχολήθηκαν κάποιοι με τον Άσιμο όσο ήταν εν ζωή, τόσο πολύ ασχολήθηκαν μετά θάνατο, όταν και κυκλοφόρησαν, επίσημα πλέον, τα περισσότερα τραγούδια του και έδωσαν στους μη μυημένους την ευκαιρία να γνωρίσουν, τουλάχιστον, τα τραγούδια του. «Μπαγάσας», «Γιουσουρούμ», «Λίνα», «Παράτα τα», «Το παπάκι», «Εγώ με τις ιδέες μου» και «Βαρέθηκα» είναι μόνο μερικά από αυτά που τον κρατούν μέχρι σήμερα ζωντανό!

Κώστας Μορφίρης

πηγή


Πηγή: pancreta