Τότε που οι Έλληνες μοιράζονταν ψωμί κι ελιά με τον ξένο - Ειδήσεις Pancreta

Δημοσιεύτηκε

Προφορική ιστορία και βιωμένη εμπειρία: Η Ελλάδα του 1959 με τα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή

Της Έφης Ψιλάκη

Δημοσιεύτηκε στα περιοδικά ΚΡΗΤΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ και ΥΠΕΡ


Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Μεσόγειος άρχισε να προσελκύει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον των Ανθρωπολόγων. Περίοδος γενικότερων γεωπολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών ανακατατάξεων η μεταπολεμική εποχή, ταυτίζεται με μια σημαντική κρίση στους κόλπους της ανθρωπολογικής σκέψης και συνοδεύεται από μια σταδιακή απομάκρυνση από τον κόσμο του «εξωτικού». Οι φυλετικές κοινωνίες του αναπτυσσόμενου κόσμου, της Αφρικής, της Ασίας και της Ωκεανίας, παύουν να απασχολούν κατ’ αποκλειστικότητα τους ερευνητές και να τροφοδοτούν με υλικό τα ευρωπαϊκά και τα αμερικανικά Πανεπιστήμια. Ας μην ξεχνάμε πως αυτή η σημαντική καμπή για την εξέλιξη της ανθρωπολογικής επιστήμης συμπίπτει με το τέλος (ή το διαφαινόμενο τέλος) της αποικιοκρατίας και τη μείωση του γενικότερου ενδιαφέροντος για τον εξωτισμό, ενώ παράλληλα είχε προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό η αφομοίωση κοινωνιών που θεωρούνταν ή χαρακτηρίζονταν ως «πρωτόγονες».
Η στροφή αυτή φέρνει στο επίκεντρο της ανθρωπολογικής έρευνας τις σύνθετες κοινωνίες που ζουν γύρω από τη Μεσόγειο και που μέχρι τότε είχαν απασχολήσει περισσότερο τις λεγόμενες «παραδοσιακές» επιστήμες, την Ιστορία και τη Λαογραφία. Αξιοποιώντας τις επιστημονικές τάσεις που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή (περισσότερο μεταφέροντας το φονξιοναλιστικό μοντέλο των συγχρονικών μελετών με το οποίο είχαν μελετήσει κοινωνίες της Πολυνησίας και της Αφρικής), άρχισαν να ανακαλύπτουν πως το θεωρητικό υπόβαθρο δεν τους παρείχε «τα αναλυτικά εργαλεία που είναι απαραίτητα του ειδικού δυναμικού χαρακτήρα της μεσογειακής κοινωνίας» (Κυριακίδου - Νέστορος, 1993: 198). Ωστόσο, αυτά τα πρώτα βήματα εξακολουθούν να παραμένουν ενδιαφέροντα όχι μόνο για την ιστορία της επιστήμης αλλά και για το υλικό που συγκεντρώθηκε. Ούτως ή άλλως η Μεσόγειος βρισκόταν σε μια εποχή δυναμικών αλλαγών…
Την άνοιξη του 1959 έφτασε στην Ελλάδα ένας νεαρός Αμερικανός φοιτητής της Ιστορίας: ο Ντέιβιντ Στιούαρτ. Ωστόσο, δεν βλέπει τη χώρα μόνο μέσα από τα αρχαία μνημεία της, όπως τα μάθαινε τότε στο Πανεπιστήμιο. Η ματιά του ήταν πιο διεισδυτική, σχεδόν ανθρωπολογική. Παρατηρεί τους ανθρώπους και τις τεχνικές παραγωγής των αγαθών. Είχε έρθει ύστερα από παρότρυνση ενός Έλληνα συμφοιτητή του και έχει προγραμματίσει να μείνει λίγες βδομάδες στη χώρα μας. Έμεινε σχεδόν εφτά μήνες! Ήρθε πάλι το 1961. Είναι τότε που παίρνει τη μεγάλη απόφαση: εγκαταλείπει την ιστορία και αρχίζει να σπουδάζει Πολιτιστική Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϋ.
Ουσιαστικά ο Ντέιβιντ ανακάλυψε την Ανθρωπολογία μέσα από την ανακάλυψη του μεσογειακού χώρου, μέσα από την ανακάλυψη της Ελλάδας. Τέλειωσε τις σπουδές του κάνοντας ταξίδια στη Μεσόγειο και αργότερα έγινε καθηγητής της Πολιτιστικής Ανθρωπολογίας στον Καναδά, όπου δίδαξε για 25 χρόνια. Τα ταξίδια στην Ελλάδα δεν σταμάτησαν ποτέ. Και το 1976 πέρασε έξι μήνες στην Πάτμο προκειμένου να εκπονήσει μια πρωτότυπη μελέτη με θέμα «Η επιβίωση των προχριστιανικών θεραπευτικών πρακτικών στη σύγχρονη Ελλάδα».

Μιλώντας με τον Ντέιβιντ θυμάσαι τους περιηγητές του 18ου και του 19ου αιώνα. Ήρθε στην Ελλάδα δεκαπέντε χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1959, και έζησε για εφτά μήνες σε χωριά, ανάμεσα σε βοσκούς, αγρότες και ψαράδες, γνώρισε τα μοναστήρια και την ιδιαίτερη ζωή των Μοναχών, περπάτησε πολύ στα αρχαία δίκτυα επικοινωνίας των ανθρώπων, δηλαδή στα μονοπάτια, και ταξίδεψε με καΐκια και βάρκες. Γύρισε ένα μεγάλο κομμάτι της μεταπολεμικής Ελλάδας, από τον βορρά μέχρι τις νοτιότερες περιοχές της, από τα βουνά της Ηπείρου μέχρι το Φαράγγι της Σαμαριάς και την Αγιά Ρουμέλη της Κρήτης. Οι εντυπώσεις του απ’ αυτό το ταξίδι δεν έχουν εκδοθεί. Παρουσιάζουν, όμως, εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατί ο ακαταπόνητος ταξιδιώτης (ταξιδεύει ακόμη και σήμερα σ’ όλο τον κόσμο) ήταν ο εξωτερικός παρατηρητής που είχε τη δυνατότητα να συγκρίνει. Και σήμερα, με την ολοκληρωμένη προσέγγιση του Ανθρωπολόγου, μας προσφέρει πολύτιμο υλικό μέσα από το οποίο μπορούμε να δούμε μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τη μελέτη της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο Ντέιβιντ ήταν όμως και ο άνθρωπος με τον έντονα επικοινωνιακό χαρακτήρα που τον βοήθησε να βιώσει τις μικρές αγροτικές και τις κτηνοτροφικές κοινότητες, να γνωρίσει την ελληνική ιδιαιτερότητα και να διδαχτεί, όπως παραδέχεται σήμερα, 47 χρόνια μετά. Και είναι αλήθεια ότι το ταξίδι αυτό άλλαξε όχι μόνο την επιστήμη αλλά και η θρησκεία του: εντυπωσιάστηκε από τον Μοναχισμό και, αργότερα, ασπάστηκε την Ορθοδοξία. Από τότε επισκέπτεται συχνά το Άγιον Όρος.

Ο Ντέιβιντ Στιούταρτ μελέτησε δυο φυλές στην κεντρική έρημο της Αλγερίας, την Ouled Nail και την Aarba, στην περιοχή Laghouat, «τόσο κοντινές αλλά και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους», που εκτρέφανε πρόβατα και καμήλες. Αυτό ήταν το θέμα της διδακτορικής του διατριβής. Σήμερα λέει πως «ήταν καλό παράδειγμα δύο ποιμενικών νομαδικών φυλών που ενώ ζούσαν στην ίδια γεωγραφική περιοχή εν τούτοις παρουσίαζαν πολύ διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα συμπεριφοράς. Έμοιαζαν πολύ σε οικονομικά θέματα συμπεριφοράς, π.χ. μετακίνηση των καμηλών, των προβάτων, κατσικών και αλόγων εκεί που οι λιγοστές βροχές εξασφάλιζαν βοσκή για τα ζώα τους, όμως διέφεραν πολύ σε θέματα γάμου και κληρονομιάς».  
Μετά τη συνταξιοδότησή του διδάσκει σκι σε ανώμαλη επιφάνεια και ασχολείται με τα ταξίδια σ’ όλον τον κόσμο, συνήθως ως αρχηγός σε ειδικές ομάδες τουριστών με ενδιαφέροντα γύρω από την οικολογία και το περιβάλλον. Τον συναντήσαμε στη διάρκεια ενός τέτοιου ταξιδιού στην Κάρπαθο… 
Η Ελλάδα του πρώτου ταξιδιού είναι μια φτωχή χώρα που δεν έχει επουλώσει ακόμη τις πληγές του Πολέμου. Τη γνωρίζουμε από πολλές μελέτες, ιστορικές, λαογραφικές, ανθρωπολογικές, κοινωνικές, αλλά και από τα βιώματα των γενεών που μπορούν σήμερα να αφηγηθούν. Σε μια εποχή που η «προφορική ιστορία» αναδεικνύει τη βιωμένη εμπειρία και αξιοποιεί τη μαρτυρία ως τεκμήριο, οι αφηγήσεις βιωμάτων μπορούν να προσκομίσουν πολύτιμο υλικό για μελέτη. Η ιδιαιτερότητα της συζήτησης με τον Θεόφιλο, όπως του αρέσει να τον αποκαλούν – χρησιμοποιεί κυρίως το όνομα που του δόθηκε όταν ασπάστηκε την Ορθοδοξία – έγκειται στο γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με έναν εξωτερικό παρατηρητή ο οποίος βιώνει την μεσογειακή εμπειρία του στο μεταίχμιο μιας εποχής.
  
Στην Κρήτη με κυνήγησαν με πέτρες.
Με πήραν για Γερμανό!

Στην Κρήτη έφτασε με καΐκι, ύστερα από ένα ριψοκίνδυνο ταξίδι στο Αιγαίο. Η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη και τα κύματα καταχτυπούσαν ανελέητα το μικρό σκάφος. Ο νεαρός Στιούαρτ πήρε την πρώτη γεύση από την ιδιαιτερότητα της Κρήτης βλέποντας τον καπετάνιο και τους δυο ναύτες του καϊκιού να αψηφούν τον κίνδυνο, να κάθονται όλη τη νύχτα, να κουβεντιάζουν δυνατά και να πίνουν.
- Εντυπωσιάστηκα που τους έβλεπα με τόση φουρτούνα να πίνουν ούζο όλη τη νύχτα και κατάλαβα πως αυτοί οι άνθρωποι ζουν διαφορετικά από εμάς.
Η περιγραφή του ταξιδιού είναι αποκαλυπτική:
«Το μικρό σκάφος μετέφερε ένα παλιό σχολικό λεωφορείο. Οι μπροστινοί τροχοί κρέμονταν απ’ έξω ενώ οι πίσω τροχοί εκτείνονταν στη δεξιά πλευρά του σκάφους. Προσπάθησα να κοιμηθώ μέσα στον υπνόσακό μου σε κάποιο κάθισμα του λεωφορείου αλλά το νερό χτυπούσε με μανία τον διάδρομο, δεν μπορούσα να κλείσω μάτι κι έτσι πήγα στο πηδαλιουχείο που ήταν ο καπετάνιος με το πλήρωμά του και άρχισα να προσεύχομαι. Τελικά φθάσαμε σώοι».

Η εμπειρία αυτή έμελλε να μην είναι μοναδική για τον νεαρό Αμερικανό από το Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια. Την επόμενη μέρα άρχιζε το ταξίδι του από τα Χανιά και βρέθηκε να περνά το Φαράγγι της Σαμαριάς. Εκείνα τα χρόνια το φαράγγι ήταν γνωστό σε πολλούς, αλλά ο τουρισμός ήταν ελάχιστος. Ο Ντέιβιντ θυμάται αυτή την εμπειρία ως ένα ξεχωριστό γεγονός: πέρασε το φαράγγι ολομόναχος! Δεν συνάντησε κανέναν σε όλη τη διαδρομή, ούτε επισκέπτη, ούτε καν κάποιο βοσκό. Μόνον όποιος περάσει σήμερα το φαράγγι με τους εκατοντάδες επισκέπτες να συνωστίζονται εκεί κάθε μέρα μπορεί να καταλάβει τις αλλαγές που συντελέστηκαν από τότε. Ο νεαρός Αμερικανός ήταν ξανθός και φορούσε δερμάτινο πανταλόνι και μπότες. Όταν έφτανε στην έξοδο του φαραγγιού, κοντά στην Αγιά Ρουμέλη, κατάλαβε πως η εμφάνισή του… ήταν λάθος. Ακόμη και σήμερα θυμάται με δέος τη λαχτάρα που πήρε:

-    Ήταν εκεί δέκα - δεκαπέντε νεαροί βοσκοί ηλικίας μέχρι 20 ετών. Μόλις με είδαν άρχισαν να με πετροβολούν, να πετούν μεγάλες πέτρες, είχαν κι ένα σκύλο μαζί τους που γαύγιζε, ήταν άγριος και πολύ μεγάλος. Ένιωσα πως βρισκόμουν σε μάχη, φοβήθηκα και άρχισα να τρέχω. Φώναζαν πως ήμουν Γερμανός. Τους έδειχνα το διαβατήριο και τους έλεγα πως ήμουν Αμερικανός, αλλά τίποτα. Αυτοί δεν με πίστευαν και συνέχιζαν να με πετροβολούν φωνάζοντας «ένας Γερμανός, ένας Γερμανός»…
-    Τελικά σας πίστεψαν;
-    Δεν χρειάστηκε γιατί πρόλαβα να φύγω.

Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε σε κάποιο παραλιακό ξωκλήσι κοντά στην Αγιά Ρουμέλη, όπου έφτασε τρέχοντας. Μάλλον θα πρόκειται για το ναό του Αγίου Παύλου, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του χωριού.
Η περιπέτειά του μας υπενθυμίζει τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Κρήτη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι νεαροί Σφακιανοί δεν θα είχαν προλάβει να γνωρίσουν ως προσωπικό βίωμά τους τον πόλεμο. Ωστόσο είχαν μεγαλώσει ακούγοντας ιστορίες από το πρόσφατο παρελθόν, από την κατοχή της πατρίδας τους. Και φαίνεται πως είχαν δει να αναβιώνει η απειλή στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που η μορφή του ταίριαζε με τις περιγραφές των κατακτητών. Ο Ντέιβιντ διαπιστώνει σήμερα πως οι άνθρωποι της Κρήτης ήταν κάπως καχύποπτοι όταν άκουγαν για Γερμανούς.

- Ξαναπήγατε στην Αγιά Ρουμέλη;
- Ναι, το 1992. Βρέθηκα σε ένα μικρό καφενείο. Δίπλα καθόταν μια παρέα και έπιναν. Με φώναξαν και πήγα κοντά τους. Πιάσαμε την κουβέντα και τότε τους διηγήθηκα τι μου είχε συμβεί το 1959. Εκείνοι γελούσαν. Τους ρώτησαν μήπως ήταν αυτοί που με είχαν πετροβολήσει. «Ίσως…» μου απάντησαν και συνεχίσαμε να πίνουμε παρέα.

Το πλοίο που (δεν) άργησε
μια βδομάδα


Η Κρήτη του 1959 ήταν ένας τόπος με ελάχιστες υποδομές. Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός στα περισσότερα χωριά και το οδικό δίκτυο ήταν προβληματικό. Ο Ντέιβιντ γυρνούσε τα βουνά, τα φαράγγια, τα χωριά και τα μοναστήρια με τα πόδια, αλλά, καθώς δεν γνώριζε ελληνικά, μπερδευόταν με αποτέλεσμα τα ταλαιπωρηθεί αρκετά…
- Κατά τους πρώτους μήνες στην Κρήτη χάθηκα αρκετές φορές γιατί μπέρδευα το «από πού είστε;» με το «πού πας;»
Ο νεαρός φοιτητής πήγε σε πολλές περιοχές στα Λευκά Όρη και γύρισε όλα σχεδόν τα νότια παράλια. Χρειάστηκε τρεις βδομάδες να φτάσει στη Σητεία περπατώντας σε μονοπάτια. Τον είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος ζωής και οι καλλιεργητικές μέθοδοι που δεν είχαν αλλάξει καθόλου για χιλιάδες χρόνια. Οι άνθρωποι καλλιεργούσαν την ελιά, το αμπέλι και τα δημητριακά με τρόπους σχεδόν πρωτόγονους. Τελευταίος του σταθμός στην Κρήτη ήταν ο Άγιος Νικόλαος. Από το λιμάνι της λασιθιώτικης πρωτεύουσας περνούσε μια φορά το πλοίο της άγονης γραμμής. Κι εκείνος είχε προγραμματίσει να ταξιδέψει από την Κρήτη στη Ρόδο.

- Το πλοίο έφευγε στις 12 το μεσημέρι. Ήταν ήδη 10 το πρωί και δεν είδα καθόλου κίνηση στο λιμάνι.  Περίμενα μέχρι τις 11, τίποτα, καμιά κίνηση που να δείχνει άφιξη ή αναχώρηση. Πήγα λοιπόν σε ένα καφενείο και ρώτησα: «Έχει πλοίο για τη Ρόδο την Πέμπτη;» μου απάντησαν «Ναι, έχει». Κι αφού διαπίστωσα πως δεν είχαν αλλάξει τα δρομολόγια τους ρώτησα πού μπορώ να βγάλω εισιτήριο. «Δεν μπορείς να βγάλεις εισιτήριο», μου είπαν. Απόρησα στην αρχή αλλά αφού συζήτησα λίγο μαζί τους κατάλαβα πως αυτοί είχαν δίκιο. Δεν μπορούσα να βγάλω εισιτήριο γιατί… ήταν Παρασκευή. Περιπλανώμενος στα βουνά, στα φαράγγια και στα μονοπάτια είχα χάσει μια μέρα. Νόμιζα πως ήταν Πέμπτη, άρα έπρεπε να περιμένω το επόμενο πλοίο που περνούσε σε μια βδομάδα. Έτσι παρέτεινα την παραμονή μου στην Κρήτη. Και αυτό ήταν μια ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα το νησί. Έφυγα από εκεί, περπάτησα περίπου 20 χιλιόμετρα και πήγα σε ένα πολύ ενδιαφέρον μοναστήρι. Δεν θυμάμαι το όνομά του, έχουν περάσει 47 χρόνια από τότε και δεν είμαι πια νέος….

Οι άνθρωποι ήταν ευτυχείς
με το λίγο που είχαν

Η ζωή των ανθρώπων στην Κρήτη του 1959, όπως και σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας, ήταν λιτή. Οι φτωχοί αγρότες και οι κτηνοτρόφοι παρήγαγαν μόνοι τους την τροφή τους και αρκούνταν σε έναν σκληρό τρόπο ζωής. Ο Ντέιβιντ ζει από κοντά ένα ζωντανό ανθρωπολογικό παράδειγμα:
- Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τον πόλεμο και οι άνθρωποι δεν είχαν πολλές απαιτήσεις. Ήταν ευχαριστημένοι όταν έβρισκαν κάτι να φάνε. Έτρωγαν όλοι μαύρο ψωμί, λίγα αυγά, μερικές φορές γιαούρτι, τυρί, μέλι, ντομάτες, αγγουράκια, φασολάκια, ό,τι έβγαζε ο κήπος τους. Τότε δεν υπήρχαν εισαγωγές.
- Είχατε την αίσθηση ότι τρεφόσασταν με κάπως πρωτόγονο τρόπο;
- Μου άρεσε. Όλα ήταν νόστιμα στην Ελλάδα, πολύ νόστιμα, το τυρί, το κρασί, η ρίγανη, το κρέας από τα πρόβατα, όταν έσφαζαν γιατί δεν έτρωγαν συχνά κρέας. Αγαπώ την Ελλάδα και η εμπειρία αυτή με συγκινεί.
- Για έναν εξωτερικό επισκέπτη, και μάλιστα γεννημένο και μεγαλωμένο στην Αμερική, η μεσογειακή εμπειρία είναι ξεχωριστή. Μήπως, κάπως αυθόρμητα εκείνη την εποχή κάνατε κάποιες συγκρίσεις; Και ποιες;
- Εγώ είχα έρθει στην Ελλάδα για δυο βδομάδες. Νόμιζα ότι αρκούσαν να τη γνωρίσω. Οι δυο βδομάδες έγιναν τρεις, τέσσερις και στο τέλος έξι μήνες. Πήγα στην Ήπειρο, στην Πελοπόννησο, είδα τις Μυκήνες, γνώρισα τους ανθρώπους, πήγα και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και είδα τις πόλεις. Όλο αυτό το διάστημα ξόδεψα 125 δολάρια, ποσό απίστευτα χαμηλό, κανείς στην Αμερική δεν μπορούσε να το πιστέψει. Η πρώτη σύγκριση, λοιπόν, αφορούσε στις τιμές. Στην Αμερική δεν μπορούσες ούτε να σκεφτείς πως μπορούσες να ζήσεις με 125 δολάρια για εφτά μήνες.
- Οι άνθρωποι πώς ήταν;
- Όπως σας είπα και πριν, στην Κρήτη ήταν λίγο διαφορετικοί, μάλλον είχαν επηρεαστεί από τη γερμανική κατοχή που το νησί την είχε πληρώσει με τόσα θύματα. Οι άνθρωποι γενικώς στην Ελλάδα ήταν πολύ φιλόξενοι. Όταν έτρωγα ή έπινα δεν ήθελαν λεφτά, δεν ήθελαν να τους πληρώσω. Θεωρούσαν υποχρέωσή τους να μη μας αφήσουν νηστικούς. Εκτός από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη δεν μπορούσες να πληρώσεις πουθενά στην Ελλάδα, κανείς δεν έπαιρνε χρήματα από έναν ξένο. Στην Ήπειρο ξέμεινα από χρήματα και πήγα σε ένα χωριό και έβοσκα πρόβατα. Μερικές ημέρες έκοβα σιτάρι με το δρεπάνι, θέριζα. Η εθελοντική εργασία του εξασφαλίζει τροφή. Και εμπειρία. Γνωρίζει ανθρώπους, συμμετέχει στη ζωή μιας μικρής κοινότητας, παρατηρεί. Ίσως για τον φοιτητή της Ιστορίας να ήταν και η πρώτη μεθοδολογική προσέγγιση μιας ανθρωπολογικής έρευνας.

Εγώ κοιμήθηκα στο κρεβάτι,
εκείνοι στο χώμα

Φαίνεται πως ήταν εντελώς απρόσμενο για τον Αμερικανό επισκέπτη το να βλέπει κάποιον φτωχό αγρότη να μοιράζεται μαζί του τη λίγη τροφή που διέθετε. Μερικές φορές, μάλιστα, τα περιστατικά που διηγείται φαίνονται και σε μας ακραία:
– Πολύ συχνά οι χωρικοί μου έλεγαν να πάω στο σπίτι τους το βράδυ. Μια φορά αποφάσισα και πήγα, κάπου στην Πελοπόννησο. Το σπίτι ήταν πολύ μικρό και πολύ φτωχικό. Μου πρόσφεραν φαγητό, δυο αυγά, λίγο ψωμί μαύρο και λίγο κατσικίσιο τυρί που το έφτιαχναν μόνοι τους. Δίπλα μου ο άνδρας και η γυναίκα που με φιλοξενούσαν έτρωγαν μόνο σιτάρι μαγειρεμένο. Όταν ήρθε η ώρα για να κοιμηθώ έβγαλα το σλίπινγκ μπαγκ και άρχιζα να το απλώνω. Αυτοί δεν με άφησαν. Με πήγαν σε ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι και καθαρά σεντόνια και μου είπαν πως ήταν για μένα. Κατάλαβα πως ήταν το δικό τους δωμάτιο, αρνήθηκα και τους ρώτησα πού θα κοιμηθούν εκείνοι. «Έχουμε άλλο δωμάτιο», απάντησαν. Το πρωί που σηκώθηκα τους είδα να κοιμούνται στο χώμα, πάνω σε δυο - τρία σακιά. Τότε σιγουρεύτηκα πως όχι μόνο μου είχαν δώσει το μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού τους, αλλά μου είχαν προσφέρει και τα μοναδικά αυγά που είχαν στο σπίτι. 

Κανείς δεν είχε πειράξει
το ξεχασμένο πορτοφόλι

Η Ελλάδα του 1959 είχε αρχίσει ήδη να αλλάζει. Η ύπαιθρος την οποία περιγράφει ο Ντέιβιντ είχε αρχίσει να αδειάζει από εργατικά χέρια. Η μετανάστευση προς διάφορους προορισμούς, περισσότερο προς τη Γερμανία, είχαν αλλάξει ήδη το τοπίο σε πολλές περιοχές, ενώ παράλληλα είχε αρχίσει να μεγαλώνει η Αθήνα. Η άναρχη αστικοποίηση αποτελούσε βασικό παράγοντα αφαίμαξης των κοινοτήτων της ελληνικής υπαίθρου. Ο Ντέιβιντ θέλει να πιστεύει πως οι πληθυσμοί αυτοί μετέφεραν στο αστικό κέντρο όχι μόνο τις συνήθειες και τα έθιμα, αλλά και πολλές από τις παραδοσιακές αξίες της ελληνικής υπαίθρου. Διηγείται πως λίγα χρόνια μετά την πρώτη επίσκεψή του στην Ελλάδα ξαναγύρισε. Βρισκόταν στην Αθήνα και χρειάστηκε να πάει στο Ταχυδρομείο για να στείλει κάποια επιστολή:

- Πήγα στο Ταχυδρομείο στο Σύνταγμα, έγραψα μια κάρτα, αγόρασα και γραμματόσημο και έφυγα. Ύστερα από δυο ολόκληρες ώρες κατάλαβα πως είχα ξεχάσει στο Ταχυδρομείο το πορτοφόλι μου μέσα στο οποίο είχα όλα μου τα χρήματα, το διαβατήριο και άλλα χρήσιμα πράγματα. Χωρίς να έχω πολλές ελπίδες πήγα στο Ταχυδρομείο, είχα σκοπό να ρωτήσω τους υπαλλήλους μήπως το είχε βρει κάποιος. Δεν χρειάστηκε όμως να ρωτήσω κανέναν γιατί το πορτοφόλι μου ήταν ακριβώς εκεί που το είχα ξεχάσει και δεν έλειπε τίποτα από μέσα. Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν το είδα. Σήμερα αρκεί να το αφήσεις κάπου ένα λεπτό για να χαθεί… 


-Αν σας ζητούσα να κάνετε σύγκριση της σημερινής Ελλάδας με την Ελλάδα του 1959, ποιες διαφορές θα βρίσκατε;
- Σήμερα είναι όλα πιο ακριβά. Τα μπακάλικα στα χωριά δεν πουλούσαν σχεδόν τίποτα. Ίσως λίγο ντόπιο μέλι, λίγες κονσέρβες, υπέροχο ντόπιο γιαούρτι σε πήλινα δοχεία με παχιά τσίπα πάνω, και ψωμί μαύρο από τον ξυλόφουρνο. Οι αλλαγές εντοπίζονται σε όλους τους τομείς. Να, τα αυτοκίνητα. Είναι πια παντού. Η ζωή έχει αστικοποιηθεί. Και οι άνθρωποι δέχονται επιρροές από παντού. Θα σας αναφέρω το Άγιο Όρος που είναι ένα καλό παράδειγμα. Το 1959 δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα, δεν είχε αυτοκίνητα, δεν είχε δρόμους, τίποτα. Η ζωή κυλούσε πιο αργά και ο χρόνος έπαιζε πιο λίγη σημασία στη ζωή των ανθρώπων. Τα πάντα ήταν όπως μερικούς ή πολλούς αιώνες πριν. Στην Ήπειρο, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη ήταν το ίδιο. Οι δρόμοι στην Ελλάδα ήταν πολύ λίγοι, το ίδιο πολύ λίγα ήταν και τα οχήματα. Οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με τα πόδια ή πάνω σε μουλάρια. Τηλεόραση δεν υπήρχε, νομίζω πως είχε μόνο στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, αλλά δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Στα χωριά, στα καφενεία έβλεπες τους ανθρώπους να κάθονται και να μιλούν, να κάνουν παρέες, να διασκεδάζουν. Κι όταν άκουγαν μουσική αυτή ήταν ζωντανή, υπήρχαν παντού άνθρωποι που ήξεραν να παίζουν κάποιο μουσικό όργανο. Ήταν όμορφα χρόνια. Αλλά δύσκολα. Γίνονταν άφθονα πανηγύρια όπου πήγαιναν άνθρωποι από παντού, ακόμη και από μακρινές περιοχές, φθάνοντας με τα πόδια, με μουλάρια ή γαϊδουράκια. Πάντα υπήρχε ζωντανή μουσική και χορός για κάμποσες μέρες και νύχτες. Παντού υπήρχαν γυναίκες που έκλωθαν μαλλί. Εκείνο που ίσως εντυπωσίαζε περισσότερο τον ξένο επισκέπτη ήταν η φιλοξενία: δεν συγκρινόταν με κανένα μέρος στον κόσμο.

Βαφτίστηκα Θεόφιλος…

- Πότε γίνατε Ορθόδοξος;
- Όπως σας είπα, είχα πάει στο Άγιον Όρος το 59. Νομίζω πριν 47 χρόνια. Γνώρισα τους Μοναχούς, παρακολουθούσα τις λειτουργίες και τον τρόπο ζωής τους. Στην  αρχή δεν καταλάβαινα τίποτα γιατί ήμουν Αγγλικανός. Όμως μου άρεσε ο τρόπος λατρείας, μου άρεσε το λιβάνι, οι ψαλμωδίες, οι εικόνες. Όταν επέστρεψα στην Αμερική και άρχισα να ζω στον Καναδά, πήγαινα στην ορθόδοξη εκκλησία, μιλούσα με Έλληνες, με Ρώσους, διάβαζα, προσπαθούσα να κατανοήσω το νόημα της ορθόδοξης σκέψης. Επέστρεψα στην Ελλάδα, ξαναπήγα στο Άγιον Όρος και συνηθίζω να πηγαίνω τακτικά, κάθε 3-4 χρόνια. Έχω πάει 14 φορές μέχρι σήμερα. Κάθε φορά μου αρέσει περισσότερο. Μετά 30 χρόνια κατάλαβα ότι το να είσαι Αγγλικανός είναι μεγάλο πρόβλημα. Δεν είχα αληθινή πίστη. Πριν από λίγα χρόνια ήρθα εδώ για το Πάσχα. Την Παρασκευή μετά το Πάσχα είναι της Ζωοδόχου Πηγής. Αυτή τη μέρα βαφτίστηκα. Πήρα το όνομα Θεόφιλος. Και τώρα έχω κελί στο μοναστήρι στο Άγιο Όρος για να έρχομαι ως επισκέπτης. Στο κελί μένει μόνο ένας, στη σκήτη 5-6.
- Τι διαφορές βρίσκεται ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τον Αγγλικανισμό;
- Η Ορθοδοξία είναι οι ρίζες του Χριστιανισμού. Τα άλλα δόγματα είναι απλώς κάποια κλαδιά του δέντρου.

Σήμερα ο Θεόφιλος προσπαθεί να μάθει καλύτερα τα Ελληνικά. Παραδέχεται πως είναι δύσκολο, τον δυσκολεύει η Γραμματική, αλλά του αρέσουν. Εξάλλου μιλά Γαλλικά, λίγα Γερμανικά, λίγα Γιαπωνέζικα, τα πάει καλά με τις γλώσσες και πιστεύει πως η γνώση της γλώσσας μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τον πολιτισμό των άλλων. Διαφορετικά δεν είναι εύκολο να έρθεις σε επαφή με ανθρώπους που μπορεί να μην γνωρίζουν καμιά άλλη γλώσσα εκτός από τη δική τους αλλά μεταφέρουν εμπειρίες και συνήθειες, παράγουν και αναπαράγουν πολιτισμό κι ακόμη συγκροτούν τις κοινωνίες που μελετά ένας ανθρωπολόγος.
-  Αλλιώς μπορείς να κάνεις λάθη σαν κι εκείνα που έκανα την πρώτη φορά στην Ελλάδα. Δεν είχα μαζί μου πυξίδα και είχα χαθεί σε κάποιο μονοπάτι. Ύστερα από ώρα συνάντησα έναν βοσκό. «Πού πας;» μου λέει. Και του απαντώ: «Στην Καλιφόρνια». «Κι από πού είσαι;» με ρωτά πάλι. «Από το Κάτω Γραμματικό». Όπως καταλαβαίνετε ήθελα να του πω ότι ήμουν από την Καλιφόρνια και ότι προσπαθούσα να πάω στο Κάτω Γραμματικό, αλλά τα είχα πει ανάποδα.

ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Καθώς οι εμπειρίες του από την Ελλάδα μας συναρπάζουν, ο Θεόφιλος (που… πριν από μερικά χρόνια τον έλεγαν Ντέιβιντ), χαμογελά και τονίζει με έμφαση πως αν μας πει όλες τις εμπειρίες του από τη χώρα μας θα χρειαζόταν να μιλά όλη τη νύχτα. Ωστόσο, δεν παραλείπει να κλείσει τη συζήτηση με μια εξομολόγηση:
-  Νιώθω ερωτευμένος με την Ελλάδα: από τα βουνά της Ηπείρου όπου προσέφερα εθελοντική εργασία στο χωριό Κάτω Γραμματικό, μέχρι τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, τα νησιά του Αιγαίου, τα βουνά της Κρήτης. Νιώθω ερωτευμένος με τη μυρουδιά των χωριάτικων φούρνων, τη γεύση των φρέσκων τυριών που μοιράστηκα με τους βοσκούς στα βουνά, τους ήχους της ζωντανής μουσικής στα πανηγύρια των χωριών. Γοητεύτηκα και, έτσι απλά, ερωτεύτηκα. Σήμερα λέω με βεβαιότητα πως η εμπειρία της συμβίωσής μου με Έλληνες έπαιξε μεγάλο ρόλο στην απόφασή μου να αλλάξω αντικείμενο σπουδών, να αφήσω την Ιστορία και να αρχίσω να σπουδάζω Ανθρωπολογία. Και, φυσικά, δεν μετάνιωσα.

Πηγή






Αναρτήθηκε από: