Δημοσιεύτηκε
Από ένα «αν» κρέμεται, εκείνο το ξεχασμένο όνειρο
Και με αδύναμους παλμούς, βαριανασαίνει.
Σαν ενωθεί ο άνεμος με τη βροχή,
Τρέχει ο άνθρωπος, κυνηγημένος να γλιτώσει,
Τσαλαπατώντας στο σκοτάδι τις αλήθειες του μυαλού.
Κι όταν της σάρκας η μέθη, βουβά σκαλίσει το «σ’ αγαπώ»
Παλεύεις σαν ζητιάνος να κατακτήσεις μία θέση στο χάος·
έπρεπε προτού καρφώσεις στην καρδιά σου τον έρωτα,
Να λογαριάσεις τις καταστροφικές του συνέπειες.
Γιατί αν κλειστείς μέσα στον κύκλο της ελπίδας,
Πώς θα μάθεις να βυθίζεσαι ξανά στου Λαβύρινθου τα σκοτάδια;
Ιχνηλατώντας·
Περιστρέφομαι γύρω από τα βήματά σου και πνίγω το θυμό στο χώμα.
Θα θάψω στις φλέβες της λάσπης, κάθε μακρινή σου ανάμνηση
Και θα αφήσω τα βιαστικά ποτάμια, να σε παρασύρουν.
Το τελευταίο σου ταξίδι στης γης τις στροφές
θα σημάνει και την απελευθέρωση μου.
Αυτό θα ‘ναι το μυστικό και των δυο μας
Κι ας μου λείπει ακόμη ο ήχος της σιωπής σου.
Καθώς απολαμβάνεις τη διαδρομή,
Γεύομαι τον πνιγμό σου και σε χαιρετάω,
Θρηνώντας, που δεν μπόρεσες να με συμπεριλάβεις
στη λευκή σου θάλασσα.
Κι αν όλος μας ο κόσμος, μπορεί μέσα σε ένα βράδυ να χαθεί,
Με τι δύναμη να καρτερώ ξανά τις ηλιαχτίδες;
Χάνω τα ίχνη του φωτός
Και λησμονώ το σήμερα με κάθε τρόπο
αφού ξέρω πως δε θα σε ξαναδώ..