Το Ολοκαύτωμα της επαρχίας Βιάννου και της δυτικής επαρχίας Ιεράπετρας. - Ειδήσεις Pancreta

Στις 14-16 Σεπτεμβρίου 1943, διαπράχθηκε από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου: Τετρακόσιοι ένας κάτοικοι των δώδεκα χωριών της επαρχίας Βιάννου και οκτώ της δυτικής επαρχίας Ιεράπετρας εκτελέστηκαν ομαδικά, ως αντίποινα για τη σύγκρουση ανταρτών με γερμανική δύναμη στην είσοδο του χωριού Κάτω Σύμη Βιάννου, όπως θα αναφέρω αναλυτικά πιο κατω. Κι αν σ’ αυτούς προστεθούν και πενήντα εννέα ακόμη, που εκτελέστηκαν σε άλλες ημερομηνίες κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τα θύματα του μικρού αυτού διαμερίσματος φτάνουν τα τετρακόσια εξήντα, στη μνήμη των οποίων είναι αφιερωμένη η αυριανή εκδήλωση.

Τα δώδεκα χωριά της σημερινής επαρχίας Βιάννου και τα γειτονικά οκτώ της επαρχίας Ιεράπετρας αποτελούσαν ως το 1934 μια επαρχία. Από αυτό φαίνεται πως εξηγείται και το ότι οι Γερμανοί εκδήλωσαν την εγκληματική τους μανία και στα οκτώ χωριά της Ιεράπετρας, για μια μάχη που έγινε στην επαρχία Βιάννου. Για τους Γερμανούς, όπως φαινόταν στους παλαιότερους χάρτες, η περιοχή των είκοσι χωριών ήταν η επαρχία Βιάννου, που έπρεπε να καταστραφεί, σύμφωνα με τη διαταγή του Γερμανού διοικητή Ηρακλείου στρατηγού Μύλλερ: “Καταστρέψετε την επαρχία Βιάννου. Εκτελέσετε πάραυτα, χωρίς διαδικασία, τους άρρενες που είναι πάνω από 16 ετών και όλους που συλλαμβάνετε στην ύπαιθρο, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας”

Ας δούμε όμως απλά και λιτά το χρονικό των γεγονότων και των ενεργειών ή σφαλμάτων, που οδήγησαν στο ολοκαύτωμα της επαρχίας Βιάννου και της δυτικής επαρχίας Ιεράπετρας. Ετσι θα κατατοπιστούν οι νεότεροι και όσοι δεν έχουν σχέση με τη μαρτυρική αυτή περιοχή και είναι φυσικό να τα αγνοούν ή να μην τα γνωρίζουν επακριβώς. Κι ακόμη θα καταδειχθεί η γενικότερη συμβολή και η προσφορά της μικρής και απόμερης αυτής επαρχίας, τόσο στην εθνική όσο και στη συμμαχική υπόθεση της εποχής αυτής.

Χωρίς, νομίζω, να αποτελεί ιστορική ανακρίβεια ή εγωιστικά τοπικιστικό ισχυρισμό, η επαρχία Βιάννου, από το νοτιότερο άκρο της χώρας μας, έδωσε το σύνθημα και άναψε πρώτη τη φλόγα της επίσημης οργανωμένης εθνικής αντίστασης, τουλάχιστον στην περιοχή της Κρήτης, και σ’ αυτήν δημιουργήθηκε αργότερα η μεγαλύτερη αντιστασιακή δύναμη του νησιού μας, η σημαντικότερη αντάρτικη δύναμη.

Από τις αρχές κιόλας της εχθρικής Κατοχής, μετά τη Μάχη της Κρήτης, εννέα εξόριστοι της Μεταξικής δικτατορίας, μεταξύ των οποίων και ο Νίκος Μανουσάκης από το Βαχό της Βιάννου, που είχαν δραπετεύσει από τη Φολέγανδρο και είχαν πάρει μέρος στον αγώνα κατά των αλεξιπτωτιστών, και οχτώ άλλοι που δραπέτευσαν από τη Γαύδο, έκαμαν σύσκεψη στο Μάραθο Μαλεβιζίου (αρχές Ιουνίου 1941) και οργάνωσαν το “Παγκρήτιο Αγωνιστικό Μέτωπο” (Π.Α.Μ.), καλώντας όλους τους πατριώτες, ανεξάρτητα από κομματική ή πολιτική τοποθέτηση, να ενωθούν και να αγωνιστούν για την απελευθέρωση της πατρίδας. Ο Νίκος Μανουσάκης ορίστηκε γραμματέας του ΠΑΜ και παράλληλα εκπρόσωπός του στο Ν.Ηρακλείου.

Ταυτόχρονα σχεδόν και ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος, ταγματάρχης σε πολεμική διαθεσιμότητα από την Ανω Βιάννο με άλλους επτά συνεργάτες του στρατιωτικους, ίδρυσε την πρώτη μεγάλη Οργάνωση Εθνικής Αντίστασης στην Κρήτη.

Το πρωτόκολλο για την ίδρυσή της έχει χρονολογία 3 Αυγούστου 1941 και τόπο συντάξεως τους Φιλίππους Μονοφατσίου, όπου έγινε η πρώτη συνάντηση των πρωτεργατών της, και βρίσκεται σήμερα στα Αρχεία του Πολεμικού Ναυτικού. Εχει δημοσιευτεί στα “Βιαννίτικα Νέα” της 14ης Σεπτεμβρίου 1978.

Το πρωτόκολλο αυτό έφυγε από την παραλία κοντά στον Τσούτσουρο στις 17-9-1941 με μια βάρκα, που ο καπετάνιος της Αντ. Φάκαρος τη βάφτισε “Αργώ 2” κι έφτασε στην Αίγυπτο, για να δώσει στις εκεί ελληνικές Αρχές το μηνυμα της σκλαβωμένης μα αδούλωτης κρητικής ψυχής. Στις 27-11-1941 γύρισε ο Φάκαρος με το υποβρύχιο “Τρίτων” και αποκατέστησε την επαφή των ελληνικών και συμμαχικών Αρχών με την Οργάνωση Ραπτοπούλου.

Γράφει σχετικά ο αντιναύαρχος Παναγιώτης Κώνστας στο βιβλίο του “Η Ελλάς κατά τη δεκαετία 1940-1950”: “Ο ηρωικός Κρητικός Λαός, μνήμων των παραδόσεών του, αμέσως μετά την κατάληψιν της πατρίδος του υπό των Γερμανών (30 Μαΐου 1941) ήρχισε να αντιδρά κατά του κατακτητού και να οργανούται επαναστατικώς. Εφέρετο δε κατά Σεπτέμβριον του 1941 ως διοικούσα την όλη επαναστατικήν κίνησιν η Κρητική Εθνική Επαναστατική Επιτροπή (Κ.Ε.Ε.Ε.). Αύτη είχεν εγκαταστήσει το Αρχηγείον της εις το χωρίον Ανω Βιάννος...”.

Ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος πέρασε όλη την Κρήτη και οργάνωσε νομαρχιακές επιτροπες. Σε όλα τα χωριά της επαρχίας Βιάννου, αλλά και σε πολλά άλλων επαρχιών, ιδρύθηκαν κοινοτικές επιτροπές. Ο Ραπτόπουλος επέλεξε τον όρμο του Τσουτσούρου ως διαμετακομιστικό σταθμό Ελλήνων πατριωτών και συμμαχικών δυνάμεων, αλλά και όπλων και λοιπών εφοδίων για τους μαχόμενους πατριώτες της περιοχής, με την προσόρμιση σε συχνά χρονικά διαστήματα υποβρυχίων και άλλων σκαφών.

Η δραστηριότητα του Ραπτόπουλου έγινε αντιληπτή από τους κατακτητές, που οι πράκτορές τους έθεσαν σε στενή παρακολούθηση τις κινήσεις του, και στις 22-2-1942 ο Ραπτόπουλος συνελήφθη από τους Ιταλούς, που τον φυλάκισαν στη Νεάπολη Λασιθίου και μετά από ένα μήνα τον παρέδωσαν στους Γερμανούς, οι οποίοι τον καταδίκασαν σε θάνατο, μαζί με το φλογερό συνεργάτη του Εμμανουήλ Σταματουλάκη, έφεδρο ανθυποκτηνίατρο από την Κάτω Βιάννο. Η εκτέλεσή τους έγινε στις φυλακές της Αγυιάς Χανίων στις 3-9-1942.

Το ψυχικό μεγαλείο του δείχνουν τα γράμματά του από τις φυλακές της Αγυιάς. Αναφέρω ένα απόσπασμα από το τελευταίο του γράμμα:

“Αγυιά, 3 Σεπτεμβρίου 1942

Αγαπητά μου παιδιά,

Σας αφήνω τον ύστατο χαιρετισμό και την ευχή μου.

Συγχωρήσετε τους εχθρούς μας. Και εστε υπερήφανοι”.

Ετσι χτυπήθηκε η Οργάνωση Ραπτοπούλου, μα ο σπόρος τους αγώνα είχε ριζώσει βαθειά στο γόνιμο έδαφος. Ο λαός της μικρής επαρχίας Βιάννου, βαθύτατα δημοκρατικός και φιλελεύθερος, βρήκε την έκφραση του ψυχικού του κόσμου στον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση και τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου.

Παρέμεινε στρατευμένος σ’ όλη τη διάκρεια της Κατοχής, οργανωμένος στη μεγάλη του πλειοψηφία στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και σ’ ένα μικρότερο ποσοστό στην Εθνική Οργάνωση Κρήτης και δεν έπαψε ούτε στιγμή να προσφέρει τα πάντα στον απελευθερωτικό αγώνα. Εκρυψε και περιέθαλψε τα υπολείμματα των Αγγλων, των Αυστραλών και Νεοζηλανδών στρατιωτών, τους φυγάδευσε στην Αφρική, διατήρησε συνεχή επαφή με τους Συμμάχους, με υποβρύχια που έφταναν κάθε τόσο στα παράλιά της και συγκεκριμένα στην παραλία μεταξύ Αρβης και Τσουτσούρου.

Περί τα τέλη του 1942 δημιουργήθηκε, στα Λασιθιώτικα βουνά, που βρίσκονται πάνω από τα χωριά της επαρχίας Βιάννου και τα γειτονικά της Ιεράπετρας, το πρώτο αντάρτικο της περιοχής με τους κυνηγημένους, από τους Γερμανούς, Κρητικούς. Το αντάρτικο αυτό, που αργότερα εξελίχθηκε στη σημαντικότερη αντιστασιακή δύναμη της Κρήτης, είχε για λημέρι του την περιοχή πάνω από το οροπέδιο “Λάπαθο” και συγκεκριμένα τις τοποθεσίες “Αλευράς” και “Χαμέτη”, πάνω και βορειοανατολικά του χωριού Κάτω Σύμη. Ανάμεσα στους αντάρτες αυτούς ήταν οι Μανώλης, Χρήστος και Γιάννης Μπαντουβάς, Γιάννης Ποδιάς, Δημήτρης Παπάς, Γιώργης Νιριανός, Αναστάσιος Μπουτζαλής, Χρήστος Ζαμπετάκης, Αντώνιος Καράς, Ζαχαρίας Χαιρέτης κ.ά.

Τον Αύγουστο του 1943 οι Γερμανοί εγκατέστησαν ένα φυλάκιο από τρεις στρατιώτες στο χωριό Κάτω Σύμη, στους πρόποδες των Λασιθιώτικων βουνών. Φαινομενικά είχε προορισμό να συγκεντρώνει πατάτες και άλλα είδη από τη Σύμη και τη γύρω περιοχή για τη διατροφή των Γερμανών, που έμεναν στην Ανω Βιάννο. Το γεγονός όμως ότι το φυλάκιο βρισκόταν στο δρόμο που συνέδεε τα χωριά της επαρχίας Βιάννου με το λημέρι των ανταρτών, δείχνει πως άλλος ήταν ο πραγματικός προορισμός του.

Προς το τέλος του Αυγούστου 1943 έγινε διάσπαση του αντάρτικου, που ως τότε ήταν ενωμένο και αποτελούσε το ένοπλο τμήμα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, όπως ρητά αναφέρεται και στα “Απομνημονεύματα” του Μαν. Μπαντουβά (σ. 212).

Μετά τη διάσπαση αυτή οι ομάδες του Γιάννη Ποδιά και του Δημήτρη Παπά έφυγαν από τη θέση “Χαμέτης” και κατέβηκαν νοτιότερα στη θέση “Αλευράς”. Στη διεξαγωγή όμως της μάχης της Σύμης, που θα δούμε πιο κάτω, ξαναενώθηκαν και έδρασαν απο κοινού.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, έγινε η συνθηκολόγηση της Ιταλίας και διαδόθηκε από το περιβάλλον του Μαν. Μπαντουβά ότι οι Αγγλοι θα έκαναν απόβαση στην Κρήτη και συγκεκριμένα στην παραλία των επαρχιών Βιάννου και Ιεράπετρας. Οι ειδήσεις αυτές γέννησαν απερίγραπτο ενθουσιασμό στους κατοίκους, καθώς μάλιστα λεγόταν ότι ο Μαν. Μπαντουβάς βρισκόταν σε συνεννόηση με τον στρατηγό Κάρτα, διοικητή των ιταλικών στρατευμάτων του Ν. Λασιθίου, για να παραδώσουν οι Ιταλοί τον οπλισμό τους στους αντάρτες και, όσοι από αυτούς ήθελαν, να πολεμήσουν μαζί τους Γερμανούς.

Οι πληροφορίες όμως αυτές έμειναν μονάχα “πληροφορίες” και ευσεβείς πόθοι. Αλλά μεσα στην ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε συνέβη κάτι που επρόκειτο να έχει απρόβλεπτες συνέπειες: Τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Σεπτεμβρίου 1943 δύο στρατιώτες του γερμανικού φυλακίου της Σύμης (ο τρίτος έλειπε) σκοτώθηκαν από συνεργάτες του Μαν. Μπαντουβά, που, όπως αναφέρει στα “Απομνημονεύματά του” (σ. 318), έδωσε τη διαταγή να εξουδετερωθεί το φυλάκιο.

Μετά την εξόντωση των δύο Γερμανών, μεγάλη δύναμη γερμανικού στρατού συγκεντρώθηκε στην Ανω Βιάννο και στις 12 Σεπτεμβρίου ένα μέρος από αυτόν προχώρησε ανατολικά με κατεύθυνση προς την Κάτω Σύμη. Κατά τη διάβασή τους από τα διάφορα χωριά οι Γερμανοί πήραν είκοσι περίπου ομήρους, μεταξύ αυτών και τον παπά και δάσκαλο του Κεφαλοβρυσιού Ματθαίο Γιαλιαδάκη, που τον έβγαλαν από την εκκλησία του χωριού, όπου λειτουργούσε -ήταν Κυριακή πρωί! Ισως είχαν σκοπό να τους εκτελέσουν στην Κάτω Σύμη, ως αντίποινα για το φόνο των δύο Γερμανών, ή να τους έχουν μπροστά τους για προκάλυμμα.

Οι αντάρτες ειδοποιήθηκαν αμέσως για τις κινήσεις των Γερμανών. Τέσσερις ομάδες, με επικεφαλής τους Χρήστο Μπαντουβά, Γιώργη Νιριανό, Γιάννη Ποδιά και Δημήτρη Παπά, έπιασαν κατάλληλες θέσεις στην Κάτω Σύμη και στα υψώματα που βρίσκονται στην ανατολική και δυτική πλευρά της κοιλάδας, μέσα από την οποια περνά ο δρόμος προς την Κάτω Σύμη. Κι όταν οι Γερμανοί, κατά τις 10 π.μ. περίπου της 12ης Σεπτεμβρίου, άρχισαν να μπαίνουν στην κοιλάδα με τους ομήρους μποροστά και πλησίαζαν προς το χωριό, πρώτοι οι αντάρτες του Δημ. Παπά τους χτύπησαν ξαφνικά από την ανατολική πλευρά.

Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν, καθώς σκοτώθηκαν αρκετοί με το πρώτο χτύπημα, και άφησαν τους ομήρους, που τους ξέφυγαν και ενώθηκαν με τους αντάρτες. Η μάχη γενικεύτηκε στην περιοχή μεταξύ Σύμης και Πεύκου και κράτησε ως αργά, οπότε οι αντάρτες αποσύρθηκαν στο βουνό με απώλειες ένα νεκρό, τον Απόστολο Βαγιωνάκη της ομάδας του Ποδιά από τους Μύθους, και δύο τραυματίες, τον Γεώργιο Μαστραντωνάκη της ομάδα Χ. Μπαντουβά από την Κάτω Σύμη και τον Εμμαν. Ηλιάκη από τ’ Αμιρά.

Οι απώλειες των Γερμανών δεν είναι εξακριβωμένες, καθώς μετέφεραν τους νεκρούς και τους τραυματίες με πολλά ζώα και στο μεταξύ είχε νυχτώσει. Αυτοκινητόδρομος την εποχή εκείνη υπήρχε μόνο ως την Ανω Βιάννο, σε απόσταση δηλ. 12 χιλιομ. περίπου από τον τόπο της μάχης. Αλλοι τους υπολόγιζαν τότε σε 70, άλλοι σε 45. Στο γερμανικό νεκροταφείο Χανίων αναφέρονται 15 με ημερομηνία θανάτου 12-9-45. Ανεξακρίβωτος είναι και ο αριθμός των τραυματιών. Συνελήφθησαν πάντως 12 Γερμανοί και ο διερμηνέας Αγογλωσσάκης από τις Αρχάνες, που τους πήραν οι αντάρτες στο βουνό.

Οι Γερμανοί μετά τη μάχη, αφού σκότωσαν όσους άντρες βρήκαν στην Κάτω Σύμη και στον Πεύκο, στις 14 Σεπτέμβρη 1943, ημέρα Τρίτη, έβαλαν φωτιά στα δύο αυτά χωριά και συγχρόνως, κυκλώνοντας τα χωριά της επαρχίας Βιάννου Βαχό, Αμιρά, Κεφαλοβρύσι, Κρεβατά και Αγιο Βασίλειο, σκότωσαν όλους τους άντρες που βρήκαν σ’ αυτά και δεν πρόφτασαν ή δεν θέλησαν να φύγουν, ξεγελασμένοι από μια επαίσχυντη απάτη των Γερμανών: Την παραμονή των ομαδικών εκτελέσεων, το σούρουπο δηλ. της 13ης Σεπτεμβρίου, αφού συγκέντρωσαν στον Αγιο Βασίλειο όσους βρίσκονταν εκεί, τους μίλησαν με καλό τρόπο και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε, αν μείνουν στα σπίτια τους, ενώ όσοι βρεθούν έξω θα θεωρηθούν αντάρτες, θα εκτελούνται επί τόπου και θα καίγονται τα σπίτια τους. Αυτό διαδόθηκε σε όλα τα χωριά και πολλοί, που ως τότε κρύβονταν, γύρισαν και κοιμήθηκαν στα σπίτια τους. Και σε λίγες ώρες, κατά τα ξημερώματα της 14ης Σεπτεμβρίου, άρχισαν οι ομαδικές εκτελέσεις σε όλα τα χωριά. Το χωριό Αμιρά δοκιμάστηκε περισσότερο απ’ όλα. Στην πλαγιά που βρίσκεται κάτω από το Ηρώο εκτελέστηκαν 114 άντρες. Μικρότερος, αλλά σημαντικός ήταν ο αριθμός αυτών που εκτελέστηκαν και στα άλλα χωριά Βιάννου και Ιεράπετρας.

Μετά τις εκτελέσεις μέσα στα χωριά, οι Γερμανοί άρχισαν την εκκαθάριση όλης της περιοχής σε πλάτος πέντε (5) χιλιομέτρων από την παραλία, που κηρύχτηκε “νεκρή ζώνη” και σκότωναν σ’ αυτήν χωρίς καμία διάκριση όσους βρίσκανε, άντρες, γυναίκες, ακόμα και μικρά παιδιά.

Οι εκτελεσθέντες από τα παραπάνω χωριά της Βιάννου και ισάριθμα της Ιεράπετρας, από 14 μέχρι 16 Σεπτέμβρη του 1943, είναι 401. Κι αν προσθέσουμε σ’ αυτούς, όπως είπα και στην αρχή, όσους εκτελέστηκαν σε άλλες ημερομηνίες ή άλλες περιοχές στη διάρκεια της Κατοχής, οι νεκροί της επαρχίας Βιάννου και του δυτικού διαμερίσματος της επαρχίας Ιεράπετρας φτάνουν τους 461.

Παράλληλα με τις εκτελέσεις, οι Γερμανοί πήραν από τα χωριά Καλάμι και Συκολόγο 137 άνδρες, που τους οδήγησανν στην Ανω Βιάννο και τους έκλεισαν στο εκεί Γυμνάσιο, αφού δυο φορές στη διαδρομή ετοιμάστηκαν να τους εκτελέσουν. Στον ίδιο χώρο είχαν κλειστεί από τους Γερμανούς και άλλοι όμηροι, ανάμεσά τους και γυναίκες από την Ανω Βιάννο και άλλα χωριά.

Ετσι υπήρχαν στο Γυμνάσιο Βιάννου τριακόσιοι περίπου όμηροι, με σκοπό να εκτελεσθούν (όπως φάνηκε από τα μεταγενέστερα γεγονότα), αν δεν απελευθέρωναν οι αντάρτες τους αιχμαλώτους από τη μάχη της Σύμης, που κρατούσαν ακόμη στο βουνό.

Επειτα από σχετική υπόδειξη, στις 17 Σεπτεμβρίου πήγε στο βουνό εξαμελής Επιτροπή μεταφέροντας τις απόψεις των Γερμανών, να παραδώσουν οι αντάρτες, τους 13 αιχμαλώτους και σε αντάλλαγμα να απολυθούν οι όμηροι. Η Επιτροπή επέστρεψε στις 21 Σεπτεμβρίου άπρακτη, με τη δήλωση των ανταρτών ότι οι αιχμάλωτοι θα μεταφερθούν στην Αφρική, γιατί οι αντάρτες παίρνουν εντολές από το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και θα ανταλλαγούν με δικούς μας αιχμαλώτους.

Μετά την αποτυχία της Επιτροπής οι Γερμανοί θα είχαν προχωρήσει στην εκτέλεση των ομήρων, αν δεν γίνονταν έντονες ενέργειες και δραματικές προσπάθειες και παραστάσεις των αντιπροσώπων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και της Εκκλησίας. Με πολύ μεγάλο ζήλο εργάστηκαν για τη διάσωσή των δυο μακαριστοί ιεράρχες: ο τότε αρχιμανδρίτης και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος Ψαλιδάκης και ο τότε Επίσκοπος Πέτρας Διονύσιος Μαραγκουδάκης. Με τις επίμονες προσπάθειες όλων αυτών οι όμηροι αφέθηκαν ελεύθεροι στις 25 Σεπτεμβρίου 1943.

Στις 30 Σεπτεμβρίου διατάχθηκε από τους Γερμανούς να εκκενωθούν τα χωριά Κεφαλοβρύσι, Κρεββατάς, Πεύκος, Σύμη, Καλάμι και Συκολόγος της επαρχίας Βιάννου σε πέντε μέρες. Και από τις 14 Οκτωβρίου, ένα μήνα δηλαδή μετά τις ομαδικές εκτελέσεις, ειδικά συνεργεία Γερμανών άρχισαν να κατεδαφίζουν με δυναμίτες και να πυρπολούν τα χωριά αυτά, που είχαν εκκενωθεί, και η περιοχή τους κηρύχθηκε “νεκρή ζώνη”. Το ίδιο έγινε και στα χωριά της Ιεράπετρας, Μύρτος, Γδόχια, Μουρνιές και στον οικισμό “Καημένου” της Ρίζας, που λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν.

Υστερα από την εξέλιξη αυτή οι αντάρτες δεν μπορούσαν πια να παραμείνουν στην περιοχή, γιατί το στήριγμά τους, ο λαός της επαρχίας Βιάννου και της Δυτικής Ιεράπετρας, είχε πάθει ολοκληρωτική καταστροφή και ερήμωση. Ετσι αναγκάστηκαν να διασκορπιστούν σε διάφορα μέρη της Κρήτης και ο Μαν. Μπαντουβάς κατέφυγε αργότερα στην Αίγυπτο.

Και όμως ο εκλεκτός αυτός λαός, που τόσο σκληρά είχε δοκιμαστεί, παρά τις απερίγραπτες συμφορές, την προσφυγιά και την πείνα, καθώς και τις στρατιωτικές δυνάμεις των Γερμανών που φρουρούσαν τη νεκρή ζώνη, πέντε μόλις μήνες μετά το ολοκαύτωμα δημιούργησε το νέο αντάρτικο στα ίδια βουνά και λημέρια, που ανήκε αποκλειστικά στον Ε.Λ.Α.Σ. Ο λαός αυτός διαφύλαξε και τροφοδότησε επί οκτώ (8) περίπου μήνες (από τις αρχές του Μαρτίου ως τις αρχές του Οκτωβρίου 1944) τους καινούργιους αντάρτες, που αργότερα έλαβαν μέρος στις μάχες της Παναγιάς, του αεροδρομίου Καστελλίου Πεδιάδος (μέσα Σεπτεμβρίου 1944) και στη νικηφόρα εκ παρατάξεως μάχη του Μαραθίτη-Φορτέτσας (11 Οκτωβρίου 1944). Τη στρατιωτική εξάσκηση και διοίκηση των ανταρτών, που πολέμησαν στη μάχη αυτή, είχε ο νεαρός τότε αξιωματικός Ιωάννης Γ. Κοντάκης από το Κεφαλοβρύσι Βιάννου.

Αυτό είναι με πολύ μεγάλη συντομία και σε αδρές γραμμές το χρονικό της εθνικής προσφοράς και της μεγάλης θυσίας της επαρχίας Βιάννου και της γειτονικής Ιεράπετρας, που είχε σχεδόν ξεχαστεί ως το 1978. Γιατί, ενώ για τις εκτελέσεις λ.χ. των κατοίκων του Διστόμου και των Καλαβρύτων-που στη θυσία τους οι Βιαννίτες κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ-γίνονταν από την απελευθέρωση κάθε χρόνο επίσημες εκδηλώσεις με τη συμμετοχή υπουργών και άλλων εκπροσώπων της Πολιτείας, και ενώ στις νεότερες εγκυκλοπαίδειες αφιερώνονται σ’ αυτά στήλες ολόκληρες ή και σελίδες, για το μεγάλο δράμα και την πολυαίμακτη θυσία της επαρχίας Βιάννου ούτε καμιά ανάλογη εκδήλωση είχε γίνει ως το 1978 (για 35 ολόκληρα χρόνια!), εκτός από μια μετά την απελευθέρωση, ούτε στις εγκυκλοπαίδειες γράφτηκε τίποτε, εκτός από πέντε (!) όλες κι όλες λέξεις στην εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ που τις διαβάζω: “Κατά την γερμανικήν κατοχήν εδοκιμάσθη σκληρώς”. Αυτές οι πέντε λέξεις και τίποτε άλλο! Και να σημειωθεί ότι η καταστροφή της περιοχής μας σε αριθμό εκτελεσθέντων έρχεται δεύτερη σε όλη την Ελλάδα, μετά τα Καλάβρυτα, αλλά προηγείται χρονικώς.

Ηταν, φαίνεται, πολύ φτηνό το αίμα των Βιαννιτών!

Για να κρίνει και να εκτιμήσει κανείς σωστά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1943 στην επαρχία Βιάννου και τη Δυτική Ιεράπετρα και ειδικότερα τα σχετικά με τη μάχη της Σύμης, πρέπει να λάβει υπόψη του ορισμένα στοιχεία και γεγονότα της εποχής εκείνης:

Η επαρχία Βιάννου και το δυτικό διαμέρισμα της επαρχίας Ιεράπετρας υπήρξαν το επίκεντρο και η καρδιά της κρητικής Εθνικής Αντίστασης. Στην περιοχή αυτή δημιουργήθηκε η μεγαλύτερη δύναμη ανταρτών σ’ ολόκληρη την Κρήτη, που είχε βέβαια επικεφαλής τον Μαν. Μπαντουβά, περιελάμβανε όμως αγωνιστές από όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Οπως λέει στα “Απομνημονεύματα” (σ. 294) ο Μπαντουβάς, όταν ο Λη Φέρμορ τον ρώτησε: “Τί κόμμα είναι οι αντάρτες;” απάντησε:- “Απ’ όλα τα κόμματα. Περισσότεροι, το ενενήντα τοις εκατό, είναι βενιζελικοί. Οι άλλοι είναι διάφορα κόμματα, και αριστεροί, οι οποίοι με βοηθούνε πολύ. Περισσότερο από όλους τσι άλλους”.

Αυτή η ενωμένη Εθνική Αντίσταση έδρασε ένα χρόνο περίπου με επίκεντρο την περιοχή της επαρχίας Βιάννου και δυτικής Ιεράπετρας και η μάχη της Σύμης ήταν έργο των ενωμένων μέχρι τότε δυνάμεών της. Προκύπτουν ωστόσο τα ερωτήματα αν έπρεπε να γίνει η μάχη αυτή και αν ωφέλησε ή όχι η διεξαγωγή της.

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να είναι απλή. Για την περιοχή μας βέβαια η μάχη, χωρίς καμιά αμφιβολία, υπήρξε ολέθρια: τέσσερις εκατοντάδες νεκροί, ένδεκα χωριά καμένα και κατεδαφισμένα τα περισσότερα, χιλιάδες άνθρωποι να ζουν πρόσφυγες σε άλλα χωριά μέσα κι έξω από την επαρχία πεινασμένοι και ρακένδυτοι, πολλοί από τους οποίους πέθαναν από τις κακουχίες, συνθέτουν την εικόνα της ερήμωσης και της πιο μεγάλης καταστροφής. Κι όλα αυτά θα μπορούσαν να αποφευχθούν, αν δεν γινόταν η μάχη με τους Γερμανούς, ή μάλλον ο φόνος των δύο Γερμανών του φυλακίου της Σύμης, που είχε ως επακόλουθο και φυσική συνέπεια τη μάχη με τις ολέθριες επιπτώσεις της στην περιοχή μας.

Γιατί λοιπόν δόθηκε η διαταγή να εξουδετερωθεί το φυλάκιο της Σύμης;

Ο Λη Φέρμορ σε επιστολή του (“ΤΟ ΒΗΜΑ”, 19-9-1979) αναφέρει: “Οι διαταγές που έλαβα από το Συμμαχικό Στρατηγείο... ήταν να αποφευχθεί κάθε προστριβή με τους Γερμανούς εκείνη την πολύ κρίσιμη στιγμή-δηλαδή τις μέρες της ιταλικής συνθηκολόγησης-για να μπορέσουμε εμείς να παραλάβουμε ανενόχλητοι τον ιταλικό οπλισμό, που θα μοιραζόταν μετά στις κρητικές αντιστασιακές δυνάμεις”.

Τι θα εξυπηρετούσε μια τέτοια ενέργεια, που ήταν άλλωστε έξω από τους σκοπούς του αντάρτικου εκείνη την περίοδο και που θα είχε ασφαλώς ως συνέπεια να καταστραφεί η περιοχή και να αποδεσμευτούν οι πολυάριθμες γερμανικές δυνάμεις, που ήταν καθηλωμένες όχι μόνο στην περιοχή της Βιάννου και Δυτικής Ιεράπετρας, αλλά και σε άλλα μέρη του Ν. Ηρακλείου εξαιτίας ακριβώς των ανταρτών; Ηταν ενέργεια μελετημένη, σκόπιμη ή απερίσκεπτη; Ηταν ένα ανθρώπινο λάθος; ‘Η μήπως ήταν αποτέλεσμα παραπλανητικών πληροφοριών από τους Αγγλους για αποβάσεις στην Κρήτη, που διοχετεύθηκαν σκόπιμα στον Μπαντουβά, ώστε να διαρρεύσουν και προς τους Γερμανούς και να τους παραπλανήσουν και έτσι να καλυφθεί η πραγματική πρόθεσή τους για εισβολή στη Σικελία; Και τί τάχα θα ήταν η καταστροφή της επαρχίας Βιάννου μπροστά στην εκπλήρωση του σκοπού αυτού; (Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα;). Τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα και δεν ξέρω αν ποτέ θα διαλευκανθούν πλήρως από την ιστορική έρευνα. Σχετικό πάντως είναι και το παρακάτω κείμενο:

“Αν έχω κριτική καθόλου των πράξεων της SOE (=Υπηρεσίας Ειδικών Επιχειρήσεων) στην Κρήτη, είναι ότι το Γραφείο τους στο Κάιρο έπρεπε να απαγορεύει αυστηρότατα την εκτέλεση σαμποτάζ, εκτός αν ήταν απόλυτη ανάγκη να γίνουν. Το επιτυχές σαμποτάζ πολλών αεροσκαφών και αποθηκών βενζίνης σε αεροδρόμια Ηρακλείου άξιζε βεβαίως τον κόπο. Αντιθέτως ο άσκοπος σκοτωμός ολίγων Γερμανών στρατιωτών, είτε από κομμάντος εξ Αιγύπτου είτε από Ελληνες αντάρτες, ήταν εγκληματικά ανόητος, όταν προκαλούσαν τουφεκισμούς αθώων χωρικών ή την καταστροφή ακόμα και ολόκληρων χωριών. Σχεδόν πάντοτε η συλλογή αξιόλογων πληροφοριών άξιζε πολύ περισσότερο”.

(Ραλφ Στόκμπριτζ, μέλος της βρετανικής οργάνωσης που δρούσε στην Κρήτη)

(Νικ. Α. Κοκονά, ΚΡΗΤΗ 1940-1945, σ. 15)

Η μάχη της Σύμης, όπως είπα και πιο πάνω, υπήρξε καταστροφική για την περιοχή μας. Μήπως όμως ωφέλησε τον συμμαχικό αγώνα, οπότε η σημασία της τοπικής καταστροφής μειώνεται; Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί ότι προέκυψε ωφέλεια από τη μάχη αυτή, όχι τόσο για τις απώλειες των Γερμανών, όσο κυρίως για το ότι σε ώρες πολύ κρίσιμες για τη Γερμανία δεσμεύτηκαν, πάνω από ένα μήνα, στην περιοχή μας μεγάλες γερμανικές δυνάμεις, που θα ήταν πολύ χρήσιμες και πιο αναγκαίες αλλού.

Το πραγματικό όμως συμφέρον και για την περιοχή και για το συμμαχικό αγώνα εκείνη την περίοδο ήταν να διατηρηθούν με κάθε τρόπο και να αυξηθούν οι σημαντικές ανταρτικές δυνάμεις στα βουνά μας, που η ύπαρξή τους από το ένα μέρος θα ετόνωνε το εθνικό φρόνημα των κατοίκων και από το άλλο θ’ απασχολούσε μόνιμα και θα κρατούσε δεσμευμένες μεγάλες γερμανικές δυνάμεις σε πολύ δύσκολες για τη Γερμανία ώρες, που κι ένας στρατιώτης ήταν πολύτιμος στα διάφορα μέτωπα. Η διάλυση όμως του αντάρτικου, που έγινε λίγες μέρες μετά τη μάχη της Σύμης, ουσιαστικά άφησε ελεύθερες και απαγκίστρωσε αυτές τις εχθρικές δυνάμεις, που πολλές φορές ήταν κάμποσες χιλιάδες άνδρες.

Του K. Γ. ΣΤΕΦΑΝΑΚΗ, φιλολόγου, Πηγή patris.gr

video: youtube


Πηγή: pancreta