Συνέντευξη με τη Benedicte Jullien: “Η απογοήτευση στις γυναίκες βρίσκεται στο χάσμα μεταξύ ιδανικού και επιθυμίας” - Ειδήσεις Pancreta

Η Bénédicte Jullien ψυχαναλύτρια, μέλος της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου και της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχανάλυσης που ζει και εργάζεται στο Παρίσι, έρχεται στην Ελλάδα, καλεσμένη του Κέντρου Ψυχαναλυτικών Ερευνών, να μιλήσει σχετικά με τη θέση της γυναίκας στις διάφορες θρησκείες με ιδιαίτερη μνεία στο φανατικό εξτρεμιστικό λόγο και την κακοποίηση του γυναικείου σώματος σε περιόδους πολέμου αλλά και για θέματα όπως η γυναικεία σεξουαλικότητα και η σχέση της γυναίκας με την απόλαυση.

Για αυτό το πολύ ενδιαφέρον και επίκαιρο θέμα, η Benedicte Jullien, με τη συμβολή του Κέντρου Ψυχαναλυτικών Ερευνών, παρεχώρησε συνέντευξη στο psychologynow.gr.

- Η δυσφορία στον πολιτισμό για την οποία μιλούσε ο Φρόιντ παίρνει σήμερα τη μορφή θρησκευτικού φανατισμού. Τι συνέπειες έχει αυτό το φαινόμενο όσον αφορά τις γυναικείες μορφές στην δυτική κοινωνία;

Σήμερα δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά παρά να ξεκινήσουμε από το σύνταγμα του Λακάν ότι «δεν υπάρχει διάφυλη σχέση». Και αυτό όχι μόνον για να στοχαστούμε σχετικά με το ερώτημα της έμφυλης ταυτότητας και της σεξουαλικής διαφοράς, αλλά και για να σκεφτούμε σχετικά με τη θέση που λαμβάνουν οι διάφοροι λόγοι ώστε να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα. Για να προχωρήσω γρήγορα και έτσι να αναπτύξω τη φράση μας, η διατύπωση «δεν υπάρχει διάφυλη σχέση» δηλώνει ότι το ανθρώπινο ον είναι ένα ομιλούν σώμα και εξαιτίας τούτου είναι εκτοπισμένο από μια γνώση, που θα έπρεπε να έχει, ώστε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της ζωής, δηλαδή να επιζήσει και να εξασφαλίσει τη διαιώνιση του είδους του. Η εν λόγω γνώση προς εξασφάλιση της διαιώνισης του είδους του, θα έπρεπε να έχει δοθεί στο ανθρώπινο ον μέσω της σεξουαλικής του ταυτότητας, θηλυκό ή αρσενικό. Όμως, επειδή ακριβώς μιλάει, το ανθρώπινο ον αποκόπτεται από αυτό το μέρος να είναι δηλαδή «εκ φύσεως» έμφυλο ον.

Η θρησκεία είναι ένας λόγος σχετικά με το φύλο… Μπορούμε από τώρα και στο εξής να δώσουμε δυο παραδείγματα που αφορούν την γονιμοποίηση η οποία, εξαιτίας της επιστήμης διαχωρίστηκε του σεξουαλικού. Το δόγμα της καθολικής εκκλησίας συνεχίζει να διαβεβαιώνει ότι υπάρχει μια σχέση μεταξύ των φύλων: είναι εκείνη που καταλήγει στο να κάνουμε παιδιά. Άρα, μόνο μια διάφυλη σχέση ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα είναι έγκυρη για να κάνουμε παιδιά. Αντίθετα, η εβραϊκή θρησκεία ευνοεί περισσότερο την ζωή από την διάφυλη σχέση, εξουσιοδοτώντας  κατ’ αυτόν τον τρόπο τις γυναίκες από μόνες τους να κάνουν παιδιά μέσω ιατρικώς βοηθούμενης αναπαραγωγής. 

Υπάρχουν διαφορετικές γυναικείες φιγούρες στα θρησκευτικά κείμενα. Σε όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες, οποιεσδήποτε και να είναι, εβραϊκή, χριστιανική ή μουσουλμανική, η γυναίκα ως θηλυκό και η μητέρα δεν συνδέονται πλήρως. Η μητρική φιγούρα είναι συχνά πολύ καλά οριοθετημένη, είναι στο πλευρό του συζύγου της και μεγαλώνει τα παιδιά με θρησκευτική πίστη. Όσο για το θηλυκό στοιχείο, αυτό  παραμένει η μαύρη ήπειρος που έφερνε αντιμέτωπο τον Φρόυντ με τον βράχο του ευνουχισμού.  

- Γιατί ορισμένες δυτικές νέες γυναίκες συναινούν λοιπόν να φορέσουν τη μουσουλμανική φορεσιά; Γιατί κάποιες γυναίκες αποφασίζουν να πάνε να ζήσουν με τους τζιχαντιστές;  

Δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους μέσα στην εικόνα της απελευθερωμένης γυναίκας που τους προσφέρει η Δύση και που δεν είναι παρά υποκριτική, σύμφωνα με αυτές. Λένε ότι η κοινωνία θέλησε να τις κάνει να πιστέψουν ότι οι γυναίκες ήταν ελεύθερες και αποδεσμευμένες από την υποταγή του βλέμματος του άλλου. Όμως, βλέποντας την τηλεόραση ή τις διαφημίσεις, βλέπουν ότι η δυτική γυναίκα  δεν έχει ποτέ τόσο πολύ αλλοτριωθεί από τον άνδρα, ως προς το αντρικό ρόλο: υποτίθεται ότι η θέση της είναι να διευθετήσει τη ζωή της, να είναι ανεξάρτητη, αλλά ταυτόχρονα κάνει και το νοικοκυριό, μεγαλώνει τα παιδιά κλπ.

Βγάζουν λοιπόν το εξής συμπέρασμα: πολλές ευθύνες βαραίνουν τους ώμους της δυτικής γυναίκας, σε αντίθεση με τους άνδρες και εντούτοις αυτή είναι που έχει πάντα λάθος και άδικο. Σύμφωνα με τις γυναίκες του τζιχάντ, πρέπει να απλοποιήσουμε λίγο τα πράγματα: να απορρίψουμε αυτήν την υποκριτική ισότητα ώστε να επανέλθουμε σε μια συμπληρωματικότητα των φύλων, όπου ο καθένας θα έχει να κάνει ένα ιδιαίτερο έργο. Η σημαντική διαφορά που θέτουν μεταξύ της κατάστασής τους και της κατάστασης μιας γυναίκας του 1950 είναι η εξής: αυτές δεν είναι υποταγμένες σε ένα σύζυγο, όπως η γυναίκα του ΄50, αλλά στον Θεό.

Εμείς όμως, ως ψυχαναλυτές που είμαστε, γνωρίζουμε καλά ότι η απογοήτευση για αυτές τις γυναίκες καραδοκεί στον ορίζοντα, εκεί, σ’ αυτό το χάσμα που πάντοτε υπάρχει μεταξύ του ιδανικού και της επιθυμίας.  Και βέβαια λίγο απέχει το ιδανικό να μεταμορφωθεί σε υπερεγώ και η απόλαυση να αποδεσμευτεί … και τότε ο εφιάλτης  είναι αναμενόμενος…

 Οι γυναίκες στρατολογούν έτσι το σώμα τους υπό την αιγίδα ενός ιδανικού. Συχνά, όμως διαπιστώνουν ότι το σώμα τους καθίσταται τόπος πολιορκίας ή λάφυρο πολέμου. Το σώμα χρησιμοποιείται ως ανώνυμο αντικείμενο σε μια απόλαυση εξίσου ανώνυμη.  

- Οι γυναίκες και οι άνδρες δεν είναι λοιπόν ίσοι στον καιρό του πολέμου; 

Οι γυναίκες εμπλέκονται στον πόλεμο όπως και οι άνδρες. «Όπως και οι άνδρες» δεν σημαίνει στο ίδιο πλάνο ή σε ισότητα. Οι γυναίκες μπορούν να θέσουν το σώμα τους στην μάχη, σαν στρατιώτες, σαν τρομοκράτισσες, ή στην αντίσταση… στο όνομα λοιπόν ενός ιδανικού το οποίο, λαμβάνοντας επί τη ευκαιρία αξία απόλαυσης, οδηγεί στην θυσία.

Μόνον μια πράξη τις αφορά και τις αγγίζει με διαφορετικό τρόπο. Πρόκειται για τη σεξουαλική βία: βιασμοί, αναγκαστική πορνεία, σεξουαλική δουλεία. Για πολύ καιρό ανεκτές, αυτές οι πράξεις είχαν θεωρηθεί ως παράπλευρες απώλειες  της σύγκρουσης ή ως ένα είδος πολεμικού λάφυρου, ως επιβράβευση νίκης ή μάθημα για τους νικημένους, ή τελικά ως στήριγμα για τους στρατιώτες που στρατεύονται στον πόλεμο. Εγγράφονται λοιπόν στον λόγο του πολέμου… Οι γυναίκες δηλαδή, και ιδού η διαφορά, εισέρχονταν στην διαλεκτική της ανταλλαγής, όχι πλέον ως συμβολικό στήριγμα, δηλαδή μεταβίβαση ενός ονόματος, μιας κληρονομιάς, μιας γενιάς, αλλά ως αντικείμενο απόλαυσης.

Τι καθεστώς μπορούμε να δώσουμε σε αυτές τις βίαιες πράξεις; Δεν θα μπορούσαμε άραγε να την ταξινομήσουμε υπό την αιγίδα του ενστίκτου; Αυτοί οι άνδρες που στρατεύονται στον πόλεμο, εμψυχωμένοι ή καταρρακωμένοι από την μάχη, μακριά από τις γυναίκες τους, στερημένοι από καιρό κάθε σεξουαλικής σχέσης, δεν θα την έχουν άραγε ανάγκη; «Είναι σίγουρο ότι η ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά συνίσταται σε μια ορισμένη διατήρηση του κατ’ επίφαση ζωώδους», υπογραμμίζει ο Λακάν. «Το μόνο πράγμα που τα διαφοροποιεί είναι ότι το κατ’ επίφαση μετατίθεται σε ένα λόγο και ότι είναι σε αυτό το επίπεδο του λόγου και μόνον σε αυτό το επίπεδο που φέρεται προς, επιτρέψτε μου να πω, κάποιο επιτέλεσμα που δεν είναι κατ’ επίφαση. Τούτο σημαίνει ότι αντί να έχουμε τον έξοχο ιπποτισμό των ζώων, στους άνδρες συμβαίνει να βιάζουν μια γυναίκα. Στα όρια του λόγου, στο μέτρο που προσπαθεί να στηρίξει το ίδιο κατ’ επίφαση, από καιρού εις καιρόν, υπάρχει το πραγματικό. Να τι ονομάζουμε διάπραξη (passage à l’acte [1].

Ο βιασμός δεν ανήκει τελικά καθόλου στο ζωικό βασίλειο, αλλά αντίθετα αποτελεί ένα επιτέλεσμα λόγου. Αν ο Λακάν επιβεβαιώνει ότι για κάθε άνθρωπο στο βαθμό που μιλάει «δεν υπάρχει διάφυλη σχέση», τούτο σημαίνει ότι μόνον ο λόγος μπορεί να εγγράψει τον κοινωνικό δεσμό και κατά συνέπεια αυτός είναι που τον καθορίζει, σύμφωνα με το πώς καθένας θα εγγραφεί εκεί, σύμφωνα με τον τρόπο που έχει «επιλέξει» για να σχετιστεί με το σεξουαλικό.

Ο βιασμός κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν είναι απλώς και μόνον ένα αποτέλεσμα της τάξεως της ομάδας, αποτέλεσμα ενός μιμητισμού. Είναι κάτι πολύ περισσότερο επειδή ο βιασμός είναι ένα αποτέλεσμα λόγου γι’ αυτό μπορεί να γίνει ομαδικά ή σε μεγάλο αριθμό. Ακόμη και αν η διαταγή για βιασμό δίνεται, ακόμη και αν είναι κάτω από την αιγίδα ενός ιδανικού ή μιας προπαγάνδας, κάθε εμπλεκόμενος άνδρας θα προσυπογράψει τον δικό του τρόπο απόλαυσης.

Ο πόλεμος εμπερικλείει τα σώματα. Η στολή, η φαντασιακή πλευρά ή το ιδανικό, η συμβολική δηλαδή πλευρά, το μεγεθύνει, το εγκωμιάζει, το εξυψώνει. Στις άκρες όμως του συμβολικού, στα όρια του λόγου, ένα πραγματικό παράγεται και ανατινάζει αυτά τα σώματα, τα κονιορτοποιεί σε αποσυνδεδεμένα μέρη, τα ανάγει σε μια λίβρα σάρκας: βορά των κανονιών, βορά για σεξ.

Ιδού δυο σύγχρονα παραδείγματα: α) γυναίκες που φεύγουν να στρατευτούν ως αγωνίστριες δίπλα στους τζιχαντιστές, τελικά βρίσκονται να προορίζονται για την σεξουαλική ικανοποίηση των ανδρών ˙ β) οι νεαρές γυναίκες που είχαν απαχθεί από τον Boko Haram καταλήγουν τελικά σε μια σεξουαλική δουλεία.

- Οι γυναίκες τελικά προορίζονται πάντοτε να είναι θύματα;

Οι συνέπειες αυτών των καταχρήσεων είναι τόσο πολυάριθμες όσο και ο αριθμός των γυναικών που υπόκεινται σε αυτές. Πολλές σιωπούν, άλλες παίρνουν τον δρόμο της μάχης. Αν ξεφύγουν από όλα αυτά η σχέση καθεμιάς από αυτές με το σώμα της θα τροποποιηθεί όπως επίσης στη συνέχεια και η ζωή τους. Αντιμέτωπες με αυτές τις βίαιες πράξεις, αυτές μπορούν να ενεργήσουν με τρόπο ώστε να απαλλαχτούν από τη θέση απορρίμματος, εισάγοντας εκ νέου ένα ενεργητικό υποκείμενο που απειλείται με αφάνιση.  

Έχουμε ως παραδείγματα την περίπτωση της Αντιγόνης και της Charlotte Salomon. Η Αντιγόνη υποστηρίζει ότι κάθε ανθρώπινο ον, όποιο κι αν είναι το έγκλημα του έχει δικαίωμα στις τιμές της ταφής. Πέραν δηλαδή των πράξεων του, ένα ανθρώπινο ον είναι ένα ον του λόγου και δεν μπορεί να γίνει  βορά στα όρνια. Χρειάζεται να μείνει ένα ίχνος της ύπαρξης του με ένα τάφο και ένα όνομα.

Η Charlotte Salomon, από την άλλη, της οποίας ένα έργο χρησιμοποιήσατε για την αφίσα της εκδήλωσης, έκανε περισσότερες από 1300 ακουαρέλες σε ενάμισι χρόνο. Τους έδωσε το τίτλο «είναι ζωή ή θέατρο;» και με αυτόν τρόπο προσπάθησε να μην αφεθεί στην απελπισία και την απομόνωση που την καταδίκαζαν ο αναγκαστικός αποχωρισμός με τον πατέρα της στη διάρκεια  της δίωξης των εβραίων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η οικογενειακή της ιστορία με την αυτοκτονία της μητέρας και της γιαγιάς της.

Το να είναι κάποιος ανθρώπινο ον συνιστά ένα επιτέλεσμα της γλώσσας και εξ αυτού συνάγεται και ο απάνθρωπος χαρακτήρας του. Δεν υπάρχει παρά μόνον ο άνθρωπος ον που κάνει πολέμους. Εγγραφόμενος κάποιος, αλλοτριωνόμενος στην γλώσσα συνιστά μια αναγκαιότητα ώστε να συγκατατεθεί η απόλαυση στην επιθυμία, να εισαχθεί η έλλειψη και να επέλθει έτσι μια ορισμένη γαλήνευση της απόλαυσης. Μπορούμε να ελπίσουμε σε μια δικαίωση του συμβολικού. Μπορούμε να το προσμετρήσουμε μέσα από το «εξημερωμένο κακό» σύμφωνα με την έκφραση του δραματουργού Έντβαρ Μπόν, ή μέσα από «την κοινοτοπία του κακού» σύμφωνα με την Χάνα Αρέντ, εννοώντας με αυτό ένα σύστημα που η γλώσσα έχασε όλα τα διφορούμενα, εκτοπίζοντας εξ αυτού το υποκείμενο, ένα σύστημα όπου η γλώσσα έλαβε αξία απόλαυσης.

Όμως, είναι μέσω της γλώσσας, μέσα από τα παιχνίδια της γλώσσας, με τα διφορούμενά της, με τις απορίες της και τις υπερβάσεις της που προσδιορίζεται και ξαναπροσδιορίζεται ασταμάτητα η ανθρωπότητα. Επειδή ακριβώς αυτή δεν μπορεί πραγματικά να ορισθεί, γι’ αυτόν τον λόγο έχει μια ευκαιρία να μην γίνει ένας κώδικας ή μια μαθηματική τυποποίηση και γι’ αυτό δεν μπορεί να εξημερωθεί. Η θεατρική πράξη, όπως και η ποιητική πράξη, αποτελούν έργα που ανανεώνουν, που εμπλουτίζουν το δίκτυο της γλώσσας, διατηρώντας έτσι την ανθρώπινη παρουσία.  

1 Lacan J., Le Séminaire, livre XVIII, D’un discours qui ne serait pas du semblant, Paris, Seuil, 2006, p. 32.

* H Bénédicte Jullien θα μιλήσει την Παρασκευή 29 Ιανουαρίου στην Ψυχαναλυτική διάλεξη: «Μορφές Γυναικών σε Περιόδους Κρίσης» του Κέντρου Ψυχαναλυτικών Ερευνών – Δείτε περισσότερα

-------------------------------------------

Την συνέντευξη πήραν για το psychologynow.gr οι Ντόρα Περτέση και Φραγκιαδάκη Μαρίνα, ψυχαναλύτριες, διδάσκουσες στο Κέντρο Ψυχαναλυτικών Ερευνών.


Πηγή: psychologynow.gr