Βασίλης Λογοθετίδης, ηθοποιός (1898 – 20 Φεβρουαρίου 1960) - Ειδήσεις Pancreta

Ο Βασίλης Λογοθετίδης (1898 – 20 Φεβρουαρίου 1960) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ηθοποιούς του 20ού αιώνα. Καθώς έδωσε την τελευταία του παράσταση πριν από 56 χρόνια, μόνο οι θεατρόφιλοι που έχουν περάσει τα 70 έχουν ίσως αναμνήσεις από τις επιδόσεις του στο σανίδι. Εμείς οι υπόλοιποι τον γνωρίζουμε από τις ταινίες τους, πολλές από τις οποίες βλέπονται και σήμερα πολύ ευχάριστα.

Επειδή βιογραφικά στοιχεία του μπορείτε να βρείτε εύκολα αλλού (μεταξύ των άλλων, και σε αυτή την ανάρτηση του dim/art), εδώ θα κάνουμε κάτι διαφορετικό: θα αναφερθούμε στον άνθρωπο, στον ηθοποιό και στις ταινίες του – αυτές στις οποίες έπαιξε, αλλά κι εκείνες στις οποίες θα μπορούσε να έχει παίξει.

 λογοθετιδης-1

Ο άνθρωπος

Ο Λογοθετίδης έπασχε από το σύνδρομο των μεγάλων κωμικών: εκτός σκηνής δεν θύμιζε τον αεικίνητο ηθοποιό που πότιζε κάθε βράδυ το θεατρικό σανίδι με τον ιδρώτα του. Σεμνός, συνεσταλμένος, φύσει ευγενής. Τα λόγια του λίγα και οι κινήσεις του συγκρατημένες: σαν να αποταμίευε ενέργεια για το βράδυ. Η εκτός θεάτρου καθημερινότητά του ήταν από ήρεμη έως βαρετή. Δεν του άρεσαν οι κοσμικότητες, προτιμούσε την ησυχία του. Μοναχικός. Έμενε μόνος του. Κάθε μεσημέρι έτρωγε, επίσης μόνος, στο ίδιο πάντοτε εστιατόριο, κοντά στο σπίτι του. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν απόκτησε παιδιά. Εργασιομανής. Δούλευε ακατάπαυστα από την εφηβεία του. Όταν το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών κατάφερε μετά από αγώνα να καθιερωθεί η θεατρική αργία της Δευτέρας το πήρε πολύ επί πόνου: δεν είχε πια τι να κάνει τις Δευτέρες. Από την άλλη, σύμφωνα με μαρτυρίες στενών του συνεργατών ήταν καλός εργοδότης, πάντα κύριος στις υποχρεώσεις του. Δεν πρόσεχε την υγεία του. Έπινε και κάπνιζε πολύ. Από τη δεκαετία του ’40 άρχισε να έχει διάφορα προβλήματα υγείας, αλλά ούτε τις παραστάσεις μείωσε ούτε τις καταχρήσεις. Κάποια στιγμή, μέσα στη δεκαετία του ’50 περπατούσε το κέντρο με τον φίλο του Δημήτρη Μυράτ, όταν του ζήτησε να σταματήσουν για λίγο γιατί του είχε κοπεί η ανάσα. Νωρίτερα το είχε παρακάνει με τα ούζα. Ο Μυράτ τον βοήθησε να κάτσει σε ένα σκαλοπάτι και τον ρώτησε γιατί αυτοκτονεί. «Το είπες· αυτοκτονώ», του απάντησε τελεσίδικα. Άρχισε να χάνει τα μαλλιά του από πολύ νέος (στις ταινίες, αλλά και στο θέατρο, έπαιζε με περουκίνι), και αυτό το έφερε βαρέως. Ακόμα κι έτσι όμως –μικροκαμωμένος, μάλλον άσχημος, φαλακρός και ελαφρώς υπέρβαρος–, είχε μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες. Είναι κι αυτό ένα χαρακτηριστικό των κωμικών: αρέσουν, ανεξάρτητα από την εμφάνισή τους. Αλλά ούτε οι γυναίκες και οι εφήμερες σχέσεις ήταν ψηλά στις προτεραιότητές του. Ουσιαστικά, μία ήταν η έγνοια του: το θέατρο. Ζούσε για να παίζει. Μόνο πάνω στη σκηνή αισθανόταν καλά, εκεί έλαμπε.

Αν είχα μόνο δύο λέξεις για να περιγράψω τον άνθρωπο θα ήταν αυτές: χαμηλών τόνων. Τον διέκρινε μία σεμνότητα που δεν ήταν επίπλαστη. Σαν να μην είχε συναίσθηση του μεγέθους του. Δεν είχε την έπαρση του κορυφαίου, μολονότι τουλάχιστον κατά τη δεκαετία του ’50, ήταν κυρίαρχος τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, και από εμπορικής και από καλλιτεχνικής άποψης. Ο κόσμος τον λάτρευε. Οι εκδηλώσεις γνήσιου πένθους εκ μέρους του τεράστιου πλήθους που συνέρρευσε στην κηδεία του ήταν πρωτοφανείς. Είχε φύγει ένας δικός τους άνθρωπος.

Ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν γεννημένος ηθοποιός. Καθετί άσχετο με το θέατρο του ήταν περίπου αδιάφορο. Η προσωπική του ζωή δεν ήταν λαμπερή. Δεν γεννήθηκε πλούσιος, ούτε πλούτισε από τη δουλειά του. Και δούλευε μέχρι το τέλος. Πέθανε από συγκοπή στα 62 του, καθώς ετοιμαζόταν να πάει στο θέατρό του.

assets_LARGE_t_1463_1200952

Οι 12 ταινίες

Ο Λογοθετίδης έπαιξε σε 12 ταινίες όλες κι όλες. Ας τις πάρουμε με χρονολογική σειρά.

  • Ο κακός δρόμος (1933)

Σκηνοθεσία: Ερτογρούλ Μουσχίν· σενάριο: Γρηγόριος Ξενόπουλος (διασκευή της ομώνυμης νουβέλας του ίδιου).

Η ταινία γυρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν από τις πρώτες ομιλούσες του ελληνικού κινηματογράφου (αν όχι η πρώτη). Η διανομή: Μαρίκα Κοτοπούλη (πρώτη και τελευταία της ταινία – μετά από αυτή την εμπειρία δεν ήθελε να ξανακούσει για κινηματογράφο), Κυβέλη (πρώτη από τις μόλις 3 ταινίες που έπαιξε), Νίτσα Τσαγανέα, Χρήστος Τσαγανέας, Γιώργος Γαβριηλίδης και ο Λογοθετίδης – όλοι τους σε πρώτη εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη. Εμπορικά, πήγε άπατη.

Οι κριτικές που πήρε η ταινία στην Αθήνα είναι ανατριχιαστικές. Για να τη θάψουν όλοι, είναι βέβαιο ότι δεν βλεπόταν. Η τεχνολογία του ομιλούντος ήταν στα σπάργανα και κανείς δεν καταλάβαινε τους διαλόγους. Δεν την έχω δει. Λογικά θα υπάρχει θαμμένη σε κάποιο υπόγειο. Στο YouTube υπάρχει ένα ολιγόλεπτο απόσπασμα που χρησιμοποιείται ως υπόστρωμα ενός (υποθέτω, άσχετου με την υπόθεση) τραγουδιού. Κρίνοντας από αυτό το μικρό δείγμα, είναι όντως χάλια. Δεν έχω ιδέα τι ρόλο είχε ο Λογοθετίδης σε αυτήν.

  • Μαντάμ Σουσού (1948)

Σκηνοθεσία: Τάκης Μουζενίδης· σενάριο: Νίκος Τσιφόρος (διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Δημήτρη Ψαθά)· μουσική: Κώστας Γιαννίδης.

Η διανομή κι εδώ εντυπωσιακή: Μαρίκα Νέζερ (μαντάμ Σουσού), Λογοθετίδης (Παναγιωτάκης), Ελένη Χατζηαργύρη, Ντίνος Ηλιόπουλος, Γιώργος Παππάς, Μίμης Φωτόπουλος, Λαυρέντης Διανέλλος, Χρήστος Τσαγανέας.

Ούτε αυτή την έχω δει. Σύμφωνα με όλες τις αναφορές, είναι κινηματογραφικά ασήμαντη. Διόλου απίθανο: ο Μουζενίδης ήξερε από θέατρο, αλλά ο κινηματογράφος είναι μια άλλη, τελείως διαφορετική, τέχνη.

  • Οι Γερμανοί ξανάρχονται (1948)

Σκηνοθεσία: Αλέκος Σακελλάριος· σενάριο: Σακελλάριος & Χρήστος Γιαννακόπουλος (διασκευή του ομώνυμου θεατρικού των ίδιων)· μουσική: Κώστας Γιαννίδης· φωτογραφία: Ζόζεφ Χεπ· μοντάζ: Φιλοποίμην Φίνος.

716 (1)

Στη διανομή και πάλι βαριά ονόματα: Λογοθετίδης (Θόδωρος Γκινόπουλος), Λαυρέντης Διανέλλος (Λευτέρης) Γεωργία Βασιλειάδου (σύζυγος Λευτέρη), στην πρώτη και τελευταία της συνύπαρξη με τον Λογοθετίδη στο σινεμά – αντίθετα, στο θέατρο είχαν παίξει πολλές φορές μαζί, το ζεύγος Τσαγανέα (η Νίτσα ως Ουρανία, σύζυγος Θόδωρου και ο Χρήστος ως Τρελός – από τις μεγάλες του επιτυχίες αυτός ο ρόλος: «Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;»), Βαγγέλης Πρωτοπαππάς (Ζήσης), Φωτόπουλος (Νίκος, ο πατριώτης), Ίλυα Λιβυκού (Έλλη), Ντίνος Δημόπουλος –ο μετέπειτα σκηνοθέτης– (Ξενοφών).

Αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστική εμφάνιση του Λογοθετίδη στη μεγάλη οθόνη, σε ηλικία 50 ετών. Ταινία της Φίνος Φιλμ, άρα τεχνικά ό,τι καλύτερο εκείνη την εποχή. Εμπορική επιτυχία (η πρώτη της εταιρείας): έκοψε 126.033 εισιτήρια. Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό: πρόκειται, εν μέσω εμφυλίου, για ένα σατιρικό σχόλιο πάνω στον εθνικό διχασμό. Η τέχνη σχολιάζει την Ιστορία εν τω γίγνεσθαι: δεν είναι συχνό το φαινόμενο (με την εξαίρεση της προπαγάνδας). Ασφαλώς, ιδεολογικά τάσσεται με το πλευρό των “νοικοκυραίων”: στη λογική τού τι τα θέλουμε τώρα αυτά, καλύτερα να κοιτάξουμε τη δουλίτσα μας. Αυτή η στάση, όμως, δεν συνιστά προπαγάνδα. Και όντως εξέφραζε μια μερίδα του κόσμου, εκείνη την καθοριστική σιωπηλή πλειοψηφία. Απολύτως λογική η πολιτική μη-θέση της ταινίας, δεδομένων των συνθηκών (και των βασικών συντελεστών). Όχι πως δεν συμμετείχαν και αριστεροί· π.χ., ο Φωτόπουλος, ο οποίος μάλιστα για τον ρόλο του στην ταινία («Η οργανωμένη διεθνής μπουρζουαζία παίζει το τελευταίο της χαρτί στον αγώνα ενάντια στη μεστωμένη πια θέληση της συνειδητής μάζας – στη μεστωμένη πια θέληση, είπα, της συνειδητής μάζας».) διαγράφηκε από το ΚΚΕ και εξ αυτού του γεγονότος απογοητεύτηκε τόσο πολύ που δεν ξανασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική.

Ο Λογοθετίδης φανερώνει εδώ αρκετά από τα στοιχεία που τον έκαναν να ξεχωρίζει. Καταρχάς, το μεγάλο του σκηνικό εκτόπισμα – δεν υπάρχει σκηνή που να μην κυριαρχεί (με την καλή έννοια – γιατί υπάρχει και κακή, κάκιστη). Εκείνη τη χρονιά, έπαιζε τον ίδιο ρόλο και στο θέατρο, και ίσως γι’ αυτό το παίξιμό του διατηρεί μια θεατρικότητα, την οποία ευτυχώς θα αποβάλει στις επόμενες ταινίες του. Ακόμα κι έτσι, όμως, είναι πολύ καλός. Σκηνοθετικά, η ταινία είναι απλώς επαρκής, δεδομένου ότι ο Σακελλάριος ακόμα μάθαινε. (Δυστυχώς, ποτέ του δεν έμαθε το μέσο αρκετά καλά ώστε να αφήσει το σημάδι του και ως σκηνοθέτης. Υποθέτω ότι έβλεπε πολύ σινεμά –αυτό ήταν το σχολείο του– και σίγουρα είχε εντρυφήσει στον Χίτσκοκ, από τον οποίο κόλλησε και το χούι να κάνει κι ο ίδιος ένα μικρό πέρασμα στις ταινίες του, αρχής γενομένη με την εν λόγω – είναι αυτός που στο 4:40 λέει «Δεν είναι τίποτα. Για τα πολιτικά αρπαχτήκανε».)

  • Ένα βότσαλο στη λίμνη (1952)

Σκηνοθεσία: Σακελλάριος· σενάριο: Σακελλάριος & Γιαννακόπουλος (διασκευή του ομώνυμου θεατρικού των ίδιων).

Στη διανομή η ομάδα που θα συνέπραττε με τον Λογοθετίδη μέχρι τέλους: Λογοθετίδης (Μανώλης Σκουντρής, ο τσιγκούνης εργολάβος), Πρωτοπαππάς (Γιώργος, ο ερωτύλος πολιτικός μηχανικός), Λιβυκού (Έβελυν, η «μαρμαροκολώνα»), Καίτη Λαμπροπούλου (Μάργκαρετ, το «μουστοκούλουρο»), Μαίρη Λαλοπούλου (Βέτα, σύζυγος Μανώλη), Μιχάλης Παπαδάκης (Κώστας, ο υπάλληλος του γραφείου), Ντίνα Σταθάτου (Σοφία, η υπηρέτρια του ζεύγους Σκουντρή), Στέφανος Στρατηγός (καφετζής).

235px-Wiki_cinema_votsalo

Η πρώτη από τις 3 ταινίες που γυρίστηκαν στο Κάιρο μέσα σε 3 χρόνια, και οι οποίες μοιράζονται πολλούς κοινούς συντελεστές: παραγωγό (Μήλλας Φιλμ), σκηνοθέτη, σεναριογράφους, κινηματογραφιστή (Βίκτωρ Αντουάν), μοντέρ (Αλμπέρ Ναγκίπ), σχεδόν κοινό τεχνικό συνεργείο, αποτελούμενο βασικά από Αιγύπτιους, και σχεδόν τους ίδιους ηθοποιούς. [Περισσότερα για την Τριλογία του Καΐρου θα βρείτε εδώ, αν και σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο αναφοράς.]

Η ταινία θεωρείται κλασική. Εδώ ο Λογοθετίδης έχει βρει τους (κινηματογραφικούς) εκφραστικούς του κώδικες και τους υπηρετεί άψογα. Όλοι οι συμπράττοντες είχαν παίξει τους ίδιους ρόλους στο θέατρο το 1951, οπότε όλα κυλούν ρολόι. Εμπορική επιτυχία: έκοψε 151.058 εισιτήρια, 2η στη σχετική λίστα της χρονιάς.

(Ο Σακελλάριος ξαναγύρισε αργότερα, το 1967, το ίδιο σενάριο –ξαναδουλεμένο και επικαιροποιημένο από τον ίδιο, καθώς ο Γιαννακόπουλος είχε πεθάνει το 1963– με τίτλο Ο σπαγγοραμμένος και πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα· και με σαφώς χειρότερα αποτελέσματα από κάθε άποψη. Δεν του πήγαινε του Κωνσταντάρα ο ρόλος του τσιγκούνη Μανώλη Σκουντρή, αλλά δεν φταίει μόνο αυτός που η ταινία είναι κακή. (Εντούτοις, η ανάλυση των ριμέικ του ελληνικού κινηματογράφου, παρότι ενδιαφέρουσα, δεν είναι του παρόντος. Επιφυλάσσομαι.)

  • Σάντα Τσικίτα (1953)

Σκηνοθεσία: Σακελλάριος· σενάριο: Σακελλάριος & Γιαννακόπουλος (διασκευή του θεατρικού Ο Φώτης Φαγκρής και η Τσικίτα Λόπεζ των ίδιων).

Η διανομή: Λογοθετίδης (Φώτης Φαγκρής, εξαθλιωμένος ιδιωτικός υπάλληλος), Λιβυκού (Τσικίτα Λόπεζ), Πρωτοπαππάς (Μιχάλης, συνάδελφος του Φώτη), Στρατηγός (Μπάμπης Φαγκρής, ο ξάδερφος ο καμπαρετζής), Θάνος Τζενεράλης (κύριος Παναγάκος – αφεντικό, κρουασανοφάγος και κομπάδρε), Σταθάτου (Μαίρη, μνηστή του Φώτη), Λαμπροπούλου (Μαρκέλα, χορεύτρια του πάσο ντόμπλε).

Ο Λογοθετίδης, σε μεγάλα κέφια, δίνει ρεσιτάλ. Χρησιμοποιεί με μαεστρία όλες εκείνες τις τεχνικές που τον έκαναν να ξεχωρίζει και τις οποίες είχε πλέον τελειοποιήσει. Πολλές οι σκηνές για ανθολογία από αυτές που θα έπρεπε να διδάσκονται στις σχολές. Ταινία ισάξια της προηγούμενης, αν και γυρίστηκε μέσα σε 3 μόλις εβδομάδες. Χρόνος θα κερδήθηκε ασφαλώς από τις πρόβες, καθώς οι ίδιοι ηθοποιοί είχαν τους ίδιους ρόλους και στη θεατρική επιτυχία του 1951. Η ταινία δεν πήγε άσχημα στα ταμεία: έκοψε 89.572 εισιτήρια, 2η σε εμπορικότητα τη χρονιά εκείνη.

Σάντα_Τσικίτα_(αφίσα)

(Ο Σακελλάριος έκανε και σ’ αυτή την ταινία ένα ριμέικ το 1964, πάλι σε σενάριο ξαναδουλεμένο και επικαιροποιημένο από τον ίδιο, χωρίς τον ήδη μακαρίτη Γιαννακόπουλο –ο ρόλος του οποίου στο δίδυμο είναι γενικά υποτιμημένος–, με τίτλο Ο παράς κι ο φουκαράς και πρωταγωνιστή τον Κώστα Χατζηχρήστο. Και πάλι το αποτέλεσμα είναι χειρότερο από την πρωτότυπη ταινία για πολλούς και διάφορους λόγους. Ακόμα και οι τίτλοι των ριμέικ σε προδιαθέτουν άσχημα!)

  • Δεσποινίς ετών 39 (1954)

Σκηνοθεσία: Σακελλάριος· σενάριο: Σακελλάριος & Γιαννακόπουλος (διασκευή του ομώνυμου θεατρικού των ίδιων).

Σημαντική προσθήκη στη διανομή, σε σχέση τις δύο προηγούμενες της Τριλογίας του Καΐρου, η Σμάρω Στεφανίδου, εξαιρετική ως Χρυσάνθη, η γεροντοκόρη αδερφή του Τηλέμαχου Καραντάρη (Λογοθετίδης).

Wiki_cinema_despinis

Η πιο στενάχωρη από τις 3 ταινίες του Καΐρου, η πιο σκοτεινή. Έχει και δυστυχές τέλος. Εδώ ο Λογοθετίδης έχει την ευκαιρία να δείξει όχι μόνο πόσο καλός είναι στο δράμα (αυτό ήταν γνωστό από τη θεατρική θητεία πλάι στην Κοτοπούλη), αλλά και πόσο καλά μπορεί να συνδυάσει το δράμα και την κωμωδία σε έναν και τον αυτό χαρακτήρα. Συγκλονιστική ερμηνεία. Η ταινία δεν τα πήγε πολύ καλά εισπρακτικά: έκοψε 34.005 εισιτήρια, 6η στη λίστα της χρονιάς. Προφανώς το δυσοίωνο τέλος ξένισε τους θεατές που περίμεναν να δουν μια κλασική κωμωδία με τον Λογοθετίδη. Ίσως η διαφοροποίηση στη σεναριακή συνταγή των χάπι εντ που βλέπουμε στις 2 άλλες της Τριλογίας να οφείλεται στο ότι το θεατρικό στο οποίο βασίζεται είναι παλιότερο: ο Λογοθετίδης το είχε ανεβάσει το 1949, τότε που ο Σακελλάριος ακόμα δεν είχε εμμονή με τα όλα μέλι-γάλα τελειώματα.

(Ο Σακελλάριος –το μαντέψατε!– ξαναγύρισε και αυτή την ταινία το 1968, σε δικό του σενάριο, με τον άσχετο και κακόγουστο τίτλο Ο Ρωμιός έχει φιλότιμο, πάλι με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντάρα, πάλι με φτωχά αποτελέσματα. Μάλιστα, αυτή τη φορά το τέλος ήταν ευτυχές, γεγονός που καθιστά το ριμέικ ακόμα πιο αδύναμο. Τελικά, από την Τριλογία του Καΐρου, ο Σακελλάριος δεν άφησε ταινία που να μην την ξαναγυρίσει – και τα 3 ριμέικ είναι τρισχειρότερα από τις πρωτότυπες ταινίες.)

  • Ούτε γάτα ούτε ζημιά (1955)

Σκηνοθεσία: Σακελλάριος· σενάριο: Σακελλάριος & Γιαννακόπουλος (διασκευή του ομώνυμου θεατρικού των ίδιων)· παραγωγή: Φίνος Φιλμ.

Oute_gata1

Στη διανομή ο Λογοθετίδης (Λαλάκης Μακρυκώστας, διευθύνων σύμβουλος μεγάλης εταιρείας), η Λιβυκού (Πόπη Μακρυκώστα, η εκδικητική σύζυγος του Λαλάκη), ο Κωνσταντάρας (Νίκος Κουτρουμπάς, ο εραστής) –ο μόνος που δεν είχε παίξει στο θεατρικό ανέβασμα του 1950–, ο Φωτόπουλος (Σταθμάρχης Στέλιος Μολφέτας), η Σταθάτου (Τασία, η υπηρέτρια των Μακρυκωσταίων), η Ρένα Στρατηγού (η αξέχαστη Λολότα με τις ζαρτιέρες της), η αγαπημένη μου Μαργαρίτα Λαμπρινού (Φρόσω Μολφέτα), ο πάντοτε παρών Πρωτοπαππάς (Βαγγέλης) και η αξιοπρόσεκτη Χάρις Καμίλη (Κική, η έμπειρη φίλη της Πόπης), στη σημαντικότερη από τις μόλις 7 κινηματογραφικές της παρουσίες.

Αυτή είναι για μένα η καλύτερη ταινία του Σακελλάριου με πρωταγωνιστή τον Λογοθετίδη. Το σενάριο δεν καταφέρνει να κρύψει την θεατρική του καταγωγή (με την εξαίρεση της δεύτερης “πράξης”, στη Θυμαριά), αλλά όλοι οι ηθοποιοί κεντάνε, με προεξάρχοντα τον Λογοθετίδη. Εμπορικά δεν έσκισε: 61.585 εισιτήρια, 5η θέση. Ίσως το κοινό να μην είδε με καλό μάτι το ξεπόρτισμα της Πόπης· ίσως, πάλι, να δυσκολεύτηκε να ταυτιστεί με τον (μοιχό, ψεύτη και υπερφίαλο) αστό Λαλάκη. Αργότερα, η ταινία βρήκε το κοινό της και σήμερα θεωρείται κλασική.

  • Η κάλπικη λίρα (1955)

Σκηνοθεσία και (πρωτότυπο) σενάριο: Γιώργος Τζαβέλλας· μουσική: Μάνος Χατζιδάκις· παραγωγή: Ανζερβός.

kalpikhqq4

Η πρώτη σπονδυλωτή ελληνική ταινία. Επίσης, η πρώτη ταινία με τον Λογοθετίδη της οποίας το σενάριο δεν είναι διασκευή θεατρικού ή λογοτεχνικού έργου, αλλά πρωτότυπο. Από τις συνολικά τέσσερις ιστορίες, στην πρώτη παίζει ο Λογοθετίδης (Ανάργυρος Λουμπαρδόπουλος, ο ερωτευμένος αργυροχρυσοχόος), η Λιβυκού (Φιφή, η μοιραία γυναίκα), ο Πρωτοπαππάς (Ντίνος) και ο Τζενεράλης (Τζορτζ Φιλ). Ο Τζαβέλας, επηρεασμένος από τον ιταλικό νεορεαλισμό, κατάφερε με λίγα μέσα να γυρίσει μία άρτια ηθογραφία, συγκεντρώνοντας την εθνική Ελλάδος από ηθοποιούς. Ο Λογοθετίδης, εδώ ξεκάθαρα σκηνοθετημένος με κινηματογραφικούς όρους (ο Τζαβέλλας ήταν πρωτίστως κινηματογραφικός σκηνοθέτης) είναι απολαυστικός, και μάλιστα χωρίς να χρησιμοποιεί τις ευκολίες (για κείνον ευκολίες, όχι για όλους) που του επέτρεπε ο Σακελλάριος. Μέσα στη μισή ώρα που διαρκεί το πρώτο επεισόδιο, δίνει έξοχα τη μετάλλαξη του Ανάργυρου από τίμιο χαράκτη σε άτιμο παραχαράκτη. Υποδειγματική εξέλιξη χαρακτήρα. Εδώ ο Λογοθετίδης αποδεικνύει ότι ξέρει να σκηνοθετείται και ο Τζαβέλλας τον καθοδηγεί ιδανικά για το καλό του κινηματογράφου.

Η ταινία είχε τεράστια επιτυχία: 211.780 εισιτήρια, ρεκόρ για την εποχή της. Πήρε και τρία βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ. Μεγάλη ταινία, άνετα μέσα στις 10 καλύτερες ελληνικές όλων των εποχών.

  • Ο ζηλιαρόγατος (1956)

Σκηνοθεσία και σενάριο: Τζαβέλλας (διασκευή του θεατρικού Ο εραστής έρχεται του Γεωργίου Ρούσσου)· μουσική: Μάνος Χατζιδάκις· παραγωγή: Ανζερβός.

Στη διανομή, οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι: Λογοθετίδης (Πότης Αντωνόπουλος, σαπουνοβιομήχανος), Λιβυκού (Λέλα, η παραμελημένη σύζυγος), Στεφανίδου (Μίνα Μητσοπούλου, η αντροχωρίστρα ξαδέρφη της Λέλας), Κωνσταντάρας (Σπύρος Αργυρίου, ο ωραίος της παρέας), Λαμπροπούλου (Τζένη Αργυρίου, η ζηλιάρα σύζυγος), Πρωτοπαππάς (Μάρκος Μανωλόπουλος, ο ευφάνταστος σινεφίλ κουμπάρος). Και στα πρώτα τους βήματα, δύο από τις προσωπικές μου αδυναμίες: η Αντιγόνη Κουκούλη (Κατίνα, υπηρέτρια των Αντωνοπουλαίων) και η Κυβέλη Θεοχάρη (Κική Μανωλοπούλου, η γυναίκα του κουμπάρου).

162994_1705112595102_1456643246_1761606_7646213_n1

Το θεατρικό το είχε ανεβάσει ο Λογοθετίδης το 1954, με μεγάλη επιτυχία. Συνεπώς, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι οι Τζαβέλλας και Λογοθετίδης θέλησαν με αυτή την ταινία να εξαργυρώσουν την επιτυχία της Λίρας, αλλά και του Εραστή. Θεμιτό, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι κινηματογραφικά η ταινία είναι καλή, έχοντας μάλιστα καταφέρει να μην θυμίζει τη θεατρική καταγωγή του κειμένου. Η ερμηνεία του Λογοθετίδη σταθερά σε πολύ υψηλά επίπεδα. Σκηνή για ανθολογία: ο Πότης και ο Μάρκος πίνουν καφέ στο Ρωσσικόν (το «τελελεσμένο»). Εισπρακτικά δεν τα πήγε άσχημα: 95.421 εισιτήρια, 6η θέση.

  • Δελησταύρου και υιός (1957)

Σκηνοθεσία: Σακελλάριος· σενάριο: Σακελλάριος & Γιαννακόπουλος (διασκευή του ομώνυμου θεατρικού των ίδιων).

Διανομή: Λογοθετίδης (Αντώνης Δελησταύρου, βιομήχανος κλωστοϋφαντουργίας), Λιβυκού (Ρένα Χατζηλουκά, η εν διαστάσει), Πρωτοπαππάς (Μικές, ο κολλητός του Αντώνη), Στρατηγός (Σπύρος Χατζηλουκάς, ο εν διαστάσει), Μαρίκα Κρεβατά (Αμαλία Μαυρογιάννη, η θεία), και η πανέμορφη Τζένη Καρέζη (Μπίλι Μαυρογιάννη, η ανιψιά), στην τρίτη της μόλις εμφάνιση στο πανί, έχοντας πίσω της μόνο τις δύο Λατέρνες.

hqdefault

Εδώ ο Λογοθετίδης εμφανίζεται λίγο κουρασμένος. Τον ταλαιπωρούσαν πάλι ζητήματα υγείας: το διπλό έμφραγμα πλησίαζε. Και μάλλον είχε μεγαλώσει πια για τον ρόλο του μεσήλικα που ψάχνει για νύφη. Το θεατρικό το είχε ανεβάσει το 1950, δηλαδή σε ηλικία πιο πρόσφορη, πιο κοντά στον ρόλο. Στο ταμείο, πάντως, τα πήγε καλά: 106.356, 5η θέση.

(Αυτή η ταινία έχει όχι ένα, αλλά δύο ριμέικ. Το πρώτο, με τίτλο Υιέ μου, υιέ μου, το σκηνοθέτησε ο Γρηγόρης Γρηγορίου, σε σενάριο Γιώργου Λαζαρίδη, και κατά τη γνώμη μου είναι (περιέργως) καλύτερο από το πρωτότυπο. Και ο Κωνσταντάρας, ως παρουσία, ιδανικός για τον ρόλο του ζωηρού πενηντάρη. Το δεύτερο το σκηνοθέτησε πάλι ο Σακελλάριος, ξαναγράφοντας το σενάριο, αλλά αυτή τη φορά αντιστρέφοντας τους ρόλους από αντρικούς σε γυναικείους και τούμπαλιν, για να πρωταγωνιστήσει η Ρένα Βλαχοπούλου. Κακή ταινία.)

  • Κάτω από τους ουρανοξύστες (1958)

Σκηνοθεσία: Βασίλης Μάρος· σενάριο: Δημήτρης Ψαθάς· παραγωγή: Σέντσουρι Φοξ.

Ο Μάρος ήταν ντοκιμαντερίστας. Η ταινία αυτή ήταν μικρού μήκους (20 λεπτά), γυρισμένη στη Νέα Υόρκη. Υποθέτω ότι την εποχή που γυριζόταν, έτυχε να βρίσκεται ο Λογοθετίδης στην Αμερική (ταιριάζουν οι ημερομηνίες με μία από τις δύο θριαμβευτικές του περιοδείες εκεί) και έπαιξε κάτι – τι ακριβώς δεν ξέρω, γιατί δεν την έχω δει.

  • Ένας ήρως με παντούφλες (1958)

Σκηνοθεσία: Σακελλάριος· σενάριο: Σακελλάριος (διασκευή του ομώνυμου θεατρικού του ίδιου και του Γιαννακόπουλου).

Στη διανομή οι συνήθεις ύποπτοι: Λογοθετίδης (στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλας), Λιβυκού (Πόπη, η κόρη), Τσαγανέα (Ειρήνη, η σύζυγος), Πρωτοπαππάς (Σωτήρης Λυμπεριάδης, ο γλύπτης του αγάλματος του στρατηγού), Διανέλλος (Απόστολος Δεκαβάλας, ο ξάδερφος το λαμόγιο). Νέες προσθήκες: Νίκος Φάρμας (παλιατζής), Βύρων Πάλλης (Κώστας Στουπάτης, μνηστήρ Πόπης), Περικλής Χριστοφορίδης (υπουργός).

enas_eros_me_pantouphles_-_002Το κύκνειο άσμα. Και πάλι ένας συνδυασμός δράματος-κωμωδίας, με το δράμα να έχει το πάνω χέρι περισσότερο απ’ ό,τι στο Δεσποινίς ετών 39, το οποίο είχε τουλάχιστον αστείες ατάκες, οι οποίες εδώ λείπουν. Το απαιτεί το θέμα, που σατιρίζει τα λαμόγια της εξουσίας. Ο Λογοθετίδης εδώ παίζει πιο εσωτερικά από ποτέ. Σπαρακτική ερμηνεία. Το θεατρικό το είχε ανεβάσει το 1947 (μόλις το δεύτερό του ως θιασάρχης), με μεγάλη επιτυχία, αλλά εδώ είχε την κατάλληλη ηλικία για τον ρόλο. Και επιτέλους η Λιβυκού παίζει την κόρη του! Επίσης, η σκηνοθεσία του Σακελλάριου είναι καλύτερη απ’ ό,τι συνήθως: οι κινήσεις της κάμερας είναι εξαιρετικές στον περιορισμένο (και εντελώς θεατρικό) χώρο του σαλονιού του στρατηγού, σε σημείο που να μην χτυπάει άσχημα η θεατρικότητα του κειμένου. Επίσης, ενώ το θέμα προσφέρεται, ο Σακελλάριος (ή ο Λογοθετίδης;) δεν ξεπέφτει στο φτηνό μελόδραμα. Συνολικά, μια καλή ταινία. Αλλά, ως τελευταία του Λογοθετίδη, μας αφήνει πικρή γεύση.

Συνοψίζοντας, από τις 12 ταινίες που πρόλαβε να παίξει ο Λογοθετίδης, τις 7 τις σκηνοθέτησε ο Σακελλάριος, διασκευάζοντας δικά του θεατρικά έργα που είχε ήδη ανεβάσει ο Λογοθετίδης. Από τις υπόλοιπες, μία χάνεται (δικαίως) στα βάθη του χρόνου, μία άλλη ατύχησε εξαιτίας της θεατρικής σκηνοθεσίας του Μουζενίδη και μία άλλη ήταν ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους· τις δύο που μένουν τις σκηνοθέτησε ο σπουδαίος Τζαβέλας, αλλά μόνο μία από αυτές ήταν γραμμένη κατευθείαν για τον κινηματογράφο. Είναι σαφές ότι το θέατρο διεκδικεί τον Βασίλη Λογοθετίδη, όχι το σινεμά. Αν πολλές από τις ταινίες του εξακολουθούμε να τις βλέπουμε και σήμερα, πάνω από μισό αιώνα μετά, δεν είναι για τις κινηματογραφικές τους αρετές (εκτός εξαιρέσεων), αλλά επειδή εκείνος υπήρξε μεγάλος ηθοποιός. Θα ήταν ευχής έργο να είχε γυρίσει περισσότερες ταινίες με τον Τζαβέλλα.

 logothetidis57371

Ο ηθοποιός

Στα 41 χρόνια (1919-1960) που ο Λογοθετίδης υπηρέτησε την τέχνη του, έπαιξε σχεδόν τα πάντα στο θέατρο (αν και τη διαφορά την έκανε με τις πάμπολλες νεοελληνικές κωμωδίες που γράφτηκαν ειδικά γι’ αυτόν) και, όπως είδαμε, σε μόλις 12 ταινίες. Πλάι στη Μαρίκα Κοτοπούλη, μέχρι το 1946, έπαιξε μια τεράστια γκάμα ρόλων, και σχεδόν πάντα έκλεβε την παράσταση (και όχι μόνο στις κωμωδίες). Το θεατρόφιλο κοινό τον λάτρευε. Όταν το 1947 πήρε την απόφαση να γίνει θιασάρχης, η καριέρα του απογειώθηκε. Σε αυτό βοήθησε και ο (λαϊκός) Βασίλης_Λογοθετίδης.jpg_2κινηματογράφος που τον έκανε γνωστό στο πλατύ κοινό. Και το κοινό τον λάτρεψε. Κατά τη δεκαετία του ’50 ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Οι κριτικές που του έγραφαν (ακόμα και σκληροί κριτικοί, όπως, λ.χ., ο Καραγάτσης) ήταν σχεδόν πάντα διθυραμβικές. Αν υπήρχαν ενστάσεις, ήταν για τα έργα που επέλεγε να ανεβάσει, ποτέ για τις ερμηνείες του. Ο Ψαθάς το είχε παράπονο· έλεγε ότι ο Λογοθετίδης ήταν ευλογία και κατάρα για τους συγγραφείς, γιατί ένας θεατρικός συγγραφέας ποτέ δεν ήξερε αν το έργο του ήταν αφ’ εαυτού του καλό ή αν το έκανε  «καλό» η ερμηνεία του Λογοθετίδη. Είχε δίκιο: ο Λογοθετίδης σε πολλές περιπτώσεις ήταν ανώτερος των έργων που έπαιξε.

Τι ήταν αυτό που τον έκανε μεγάλο ηθοποιό; Θα προσπαθήσω να απαντήσω στην ερώτηση αναλυτικά, αλλά ως απλός θεατής (και φυσικά χωρίς να τον έχω δει ποτέ στο θέατρο). Όπου χρειαστεί θα δώσω παραδείγματα από τις ταινίες που αναφέρθηκαν παραπάνω· άλλωστε, λίγο-πολύ, όλοι τις έχουμε δει όλες – χώρια που οι περισσότερες βρίσκονται εύκολα στο Διαδίκτυο.

04

(1) Οι παύσεις

Καταρχάς, είχε ένα προσόν σπάνιο για πρωταγωνιστή: έπαιζε και στις παύσεις του. Προσέξτε τον όταν είναι στο πλάνο αλλά τις στιγμές που μιλάει άλλος. Ο Λογοθετίδης ακούει και παίζει σιωπηλός. Παράδειγμα: Ολόκληρη η σεκάνς στο γραφείο του Μπάμπη Φαγκρή (Στρατηγός) στη Σάντα Τσικίτα, εκεί που ως Φώτης Φαγκρής εξηγεί στον ξάδερφό του ότι η μάνα του πρέπει να κάνει εγχείρηση. Προσέξτε πώς χρησιμοποιεί τη σιωπή, πώς τη νοηματοδοτεί. Πρόκειται για σημαντική σκηνική δεξιότητα που απαιτεί συγκέντρωση και αυτοπειθαρχία. Δεν τη διαθέτουν πολλοί κωμικοί, κατά τα άλλα σπουδαίοι. Οι περισσότεροι απλώς περιμένουν –και όχι πάντα υπομονετικά– να έρθει η στιγμή να πουν τη δική τους ατάκα, να “κλέψουν” τη σκηνή. Λ.χ., δεν την είχαν ο Σταυρίδης, η Βλαχοπούλου, ο Χατζηχρήστος· αντίθετα, την είχαν ο Αυλωνίτης, η Γεωργιάδου, ο Ηλιόπουλος.

hrws-me-pantoufles

(2) Ο συγχρονισμός

Εδώ εννοώ αυτό που συνήθως λέμε timing. Ενστικτώδης αρετή όλων των καλών κωμικών. Μία αστεία ατάκα μπορεί να καταστραφεί αν δεν ειπωθεί ακριβώς τη στιγμή που πρέπει. (Κατ’ αναλογία, φέρτε στον νου δύο γνωστούς σας που τους αρέσει να λένε ανέκδοτα: αν ο ένας τα λέει καταπληκτικά και ο άλλος τα χαντακώνει, η διαφορά τους είναι ότι μόνο ο πρώτος κατέχει την τεχνική του συγχρονισμού.) Ο Λογοθετίδης ήταν μάστορας σε αυτό. Παράδειγμα: Προσέξτε στο Οι Γερμανοί ξανάρχονται πώς διακόπτει τον Ζήση (Πρωτοπαππάς) κάθε φορά που ο τελευταίος λέει την ατάκα «Δηλαδή, για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους–». Μετρονόμος!

Livikou-Logothetidis

(3) Η εκφορά της πρόζας

Ο Λογοθετίδης μπορούσε να σε κάνει να γελάσεις χωρίς η ατάκα του να είναι αστεία. Παράδειγμα: Στο Ένα βότσαλο στη λίμνη, όταν παραπονιέται στη Βέτα, τη γυναίκα του, για την υποτιθέμενη σπατάλη του ηλεκτρικού, της λέει αρκετές φορές ατάκες όπως: «Γι’ αυτό τους βάζουν τους διακόπτες δίπλα στις πόρτες. Μπαίνεις, χραπ· βγαίνεις, χραπ» ή «Γι’ αυτό έρχεται στο τέλος του μηνός ο λογαριασμός και δεν ξέρουμε πού το κάψαμε το φως. Να πού το κάψαμε το φως, στο γάμο του Καραγκιόζη το κάψαμε το φως». Οι ατάκες αυτές δεν είναι από μόνες τους αστείες, αλλά εμείς γελάμε. Βοηθάει η επανάληψη, παλαιά και δοκιμασμένη συνταγή αστείου, αλλά δεν φτάνει από μόνη της. Είχε αστεία φωνή; Ίσως, αλλά ούτε κι αυτό από μόνο του φτάνει. Τότε, μήπως οι συνοδευτικές κινήσεις; Ίσως. Μάλλον όλα αυτά μαζί, στις σωστές δόσεις.

Photo2_Oute_gata

Την τεχνική της επανάληψης την χρησιμοποιεί τακτικά. Και ο Σακελλάριος την ήξερε καλά την αρχιτεκτονική αυτής της –φαινομενικά μόνο– βαρετής τεχνικής. Παράδειγμα: Στο Ούτε γάτα ούτε ζημιά, στη σεκάνς που δίνει οδηγίες στην Πόπη, τη γυναίκα του, να του φτιάξει τη βαλίτσα για να φύγει για τη Θεσσαλονίκη, επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια («Θεσσαλονίκη είν’ αυτή. Μεγάλη πόλις, συμπρωτεύουσα. Κόσμος πάει, έρχεται» και «Διευθύνων σύμβουλος είμαι, Πόπη μου. Κύριε ελέησον!» και «Μπορεί να’ ρθει κάνας άνθρωπος να με δει, Πόπη μου. Κάνας νομάρχης, κάνας δήμαρχος»), ενώ στα ενδιάμεσα περιγράφει τα κουστούμια, το bleu (με γαλλική προφορά) και το σπορ, και «τις μεταξωτές φανέλες που είναι ασορτί με μεταξωτά σωβρακάκια με το λαστιχάκι». Όλα αυτά με τις κινήσεις και τις γκριμάτσες που καθ’ έξιν μπαγάσα. Ε, είναι αστείο!

Άλλο κλασικό παράδειγμα επανάληψης: Στη Σάντα Τσικίτα, στη σεκάνς στο καμπαρέ, τα ξαδέρφια, ο Φώτης και ο Μπάμπης, επαναλάβουν τρεις φορές έναν ολόκληρο διάλογο σχετικά με την εγχείρηση της κυρα-Θοδόσαινας («και να τα παστέλια, να τα ξερολούκουμα» κ.λπ.). Τρεις φορές με ίδιες ακριβώς λέξεις.

Επίσης, είχε μία άλλη τεχνική που δεν ξέρω κατά πόσον ήταν συνειδητή: επέλεγε να τονίσει μία μη αναμενόμενη λέξη σε μια ατάκα-κλειδί. Παράδειγμα: στο Ούτε γάτα ούτε ζημιά πρέπει να πει: «Έχω δει κι άλλους κόμβους, κύριε σταθμάρχα, αλλά σαν τον δικό σου τον κόμβο δεν έχω δει». Λογικά, θα έπρεπε να τονίσει το δικό ή/και το δεν. Εκείνος όμως τονίζει το άρθρο τον: «σαν τον δικό σου τον κόμβο δεν έχω δει». Το άρθρο! Το αποτέλεσμα, βέβαια, είναι σαφέστατα αστειότερο: δοκιμάστε το.

Μια άλλη τεχνική του ήταν να παρατονίζει κάποιες λέξεις. Παράδειγμα: στο Οι Γερμανοί ξανάρχονται δεν λέει «αμάν», αλλά «άμαν»· όταν ανεβαίνει το ραδιόφωνο από το πηγάδι, δεν λέει «ανεβαίνει» (τετράκις), αλλά «άνεβαινει». Αστείο από το πουθενά.

vllooogooidiis000.medium

(4) Το σουλούπι

Το παρουσιαστικό του ήταν αστείο. Όχι γελοίο, ούτε κωμικό· αστείο. Και μόνο πάνω στη σκηνή – στην πραγματική ζωή δεν γελούσες μαζί του άμα τη εμφανίσει, σε καμία περίπτωση: αντιθέτως, λένε πως ενέπνεε σεβασμό. (Η Καίτη Λαμπροπούλου, χρόνια στενή του συνεργάτης, έλεγε ότι μέχρι το τέλος του μιλούσε στον πληθυντικό.) Τότε; Δεν ξέρω, αυτό εξηγείται δύσκολα. Θα έλεγα πώς όταν έπαιζε, έμπαινε σε κωμική κατάσταση λειτουργίας. Αυτό ακούγεται κάπως μεταφυσικό (με το οποίο, κατά κανόνα, αποφεύγω να εξηγώ οτιδήποτε), αλλά περιγράφει καλά την αίσθηση που αποκομίζεις βλέποντάς τον να παίζει: Σε προδιαθέτει να προετοιμαστείς να γελάσεις με κάτι που θα πει ή θα κάνει.

vllooogooidiis6

(5) Το δίπολο εξπρεσιονισμού-ιμπρεσιονισμού

Ο Λογοθετίδης δεν είχε σπουδάσει την υποκριτική, αυτοδίδακτος ήταν. Και όμως, στον κινηματογράφο έπαιζε με εσωτερικότητα, χωρίς ίχνος από τον εξπρεσιονισμό που απαιτεί το θέατρο. Με άλλα, διέκρινε μεταξύ θεατρικής και κινηματογραφικής ερμηνείας. Αυτή η διάκριση σήμερα διδάσκεται στις σχολές υποκριτικής (χωρίς το πρόβλημα να έχει εκλείψει), αλλά αποτελούσε τη μάστιγα του κινηματογράφου στα μέσα του 20ού αιώνα, με τους ηθοποιούς, οι οποίοι είχαν κατά κανόνα θεατρική παιδεία, να παίζουν στον κινηματογράφο με τέτοιο στόμφο που και για την Επίδαυρο θα ήταν υπερβολικός. Ο Λογοθετίδης, στις ταινίες της δεκαετία του ’50 τουλάχιστον, έπαιζε κινηματογραφικά. (Δεν το γνωρίζω, αλλά υποθέτω ότι επί σκηνής σίγουρα θα έπαιζε θεατρικά· πώς αλλιώς;)

88890eee-0e67-4b41-aeb6-e511aaf6f0b4

(6) Οι κινήσεις

Οι κινήσεις του ήταν μετρημένες: δεν έκανε τίποτα περιττό. Δεν εκβίαζε το γέλιο με υπερβολές (όπως, λ.χ., ο Χατζηχρήστος ή ο Βέγγος αργότερα – αν και αυτός είναι άλλη περίπτωση). Αλλά αυτές οι μετρημένες κινήσεις ήταν μελετημένες. Δεν μπορεί να ξέρει κανείς κατά πόσο ήταν σκηνοθετημένες ή αυτοσχεδιαστικές (αν και τους παλιούς κωμικούς δύσκολα μπορούσε κανείς να τους σκηνοθετήσει, ακόμα κι αν ήξερε πώς), αλλά είναι καίριες και πάντα εντός χαρακτήρα. Παραδείγματα: προσέξτε τις δύο σκηνές που έχει με τη Μαρκέλα, (Καίτη Λαμπροπούλου) στον διάδρομο στο καμπαρέ του Μπάμπη στη Σάντα Τσικίτα: σκηνές για ανθολογία. Ή, από την ίδια ταινία, ο τρόπος που βουτάει το κουλούρι του στην τυρόπιτα του Μιχάλη (Πρωτοπαππάς) ή πώς μαζεύει με το δάχτυλο και τρώει το σουσάμι που έχει πέσει πάνω στα λογιστικά του βιβλία. Και όλα αυτά στο πλαίσιο του να φωτιστεί ο ρόλος και μόνο. Και να γελάσει το κοινό, βεβαίως, αλλά λειτουργικά.

Οι κινήσεις του προσθέτουν λεπτομέρειες που τις προσέχει κανείς τη δεύτερη ή την τρίτη φορά, αλλά από την πρώτη έχουν υποσυνείδητα βοηθήσει τον θεατή να καταλάβει τον χαρακτήρα που αναπαρίσταται. Η τεχνική του στην δια των λεπτομερειών χτίσιμο του χαρακτήρα είναι απαράμιλλη. Δεν ξέρω αν μελετούσε τις κινήσεις του στις πρόβες ή αν (το πιθανότερο) τις έβρισκε ενστικτωδώς· είτε έτσι είτε αλλιώς, στις λεπτομέρειες ήταν ασυναγώνιστος.

page187_1

(7) Ο τύπος που δημιούργησε

Οι ρόλοι των νεοελληνικών έργων που έπαιξε ήταν κατά κανόνα γραμμένοι πάνω του, αλλά και στα ξένα έργα που ανέβαζε, τους χαρακτήρες τούς έφερνε απολύτως φυσικά στα δικά του μέτρα, στον τύπο του. Ό,τι κι αν έπαιζε, τον πλούσιο ή τον φουκαρά, τον αστό ή τον μικροαστό, τον ψεύτη, τον τσιγκούνη, τον παραχαράκτη, τον στρατηγό, σε κάθε ρόλο ήταν ο τύπος που δημιούργησε: ένας μπαγασάκος με καλή καρδιά, ένας αφελής με καλές προθέσεις, ένας ταλαίπωρος που κοίταζε πώς να τα φέρει βόλτα με όποιον τρόπο μπορούσε: ένας από μας, ο Έλληνας της δεκαετίας του ’50. Ένας λαϊκός τύπος, αλλά χωρίς τις συνήθεις ευκολίες της μανιέρας. Ο μέσος θεατής έβρισκε άνετα πάτημα να ταυτιστεί μαζί του (αφήνω απέξω το πολύ ενδιαφέρον ιδεολογικό κομμάτι της ταύτισης, που απαιτεί άλλο πλαίσιο συζήτησης), και η ταύτιση είναι το πρώτο βήμα προς τη λατρεία. Αν ο Βέγγος αντανακλά όσο κανείς άλλος τη δεκαετία του ’60, ο Λογοθετίδης είναι η δεκαετία του ’50. Ο λαϊκός τύπος του Λογοθετίδη, άμεσα αναγνωρίσιμος ανεξαρτήτως των διαφορών του εκάστοτε χαρακτήρα που υποδυόταν, προσφέρεται για την ηθογραφική χαρτογράφηση της μεταπολεμικής Ελλάδας.

 logothetidis

Οι 12 ταινίες που θα μπορούσε να έχει γυρίσει

Ο Λογοθετίδης είχε παίξει πολλά θεατρικά έργα που αργότερα διασκευάστηκαν για τον κινηματογράφο. Το γεγονός ότι δεν έπαιξε στις αντίστοιχες ταινίες οφείλεται στα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, τα οποία προς το τέλος της δεκαετίας του ’50 περιόρισαν εκ των πραγμάτων τις δραστηριότητές του, και από τον πρόωρο θάνατό του. Λαμβάνοντας υπόψη την μέχρι τότε πρακτική να παίζει ο ίδιος στον κινηματογράφο τους ρόλους που είχε παίξει στο θέατρο (και σε έργα γραμμένα ειδικά γι’ αυτόν), συμπεραίνει κανείς αβίαστα ότι εκείνος θα έπαιζε και στις παρακάτω ταινίες. Απλώς δεν πρόλαβε.

Ας τις δούμε με χρονολογική σειρά.

  • Μια ζωή την έχουμε (1958) του Τζαβέλλα

Το σενάριο είναι επίσης του Τζαβέλλα, γραμμένο κατευθείαν για τον κινηματογράφο. Ο Τζαβέλλας πρόσφερε τον ρόλο του Κλέωνα, του ταμία της τράπεζας, στον Λογοθετίδη, αλλά εκείνος αρνήθηκε γιατί ήδη είχε προβλήματα με τη καρδιά του και ήξερε ότι δεν θα άντεχε. Και φυσικά προτίμησε να συνεχίσει να δίνει παραστάσεις στο θέατρο, παρά να κάνει ένα διάλειμμα και παίξει στην ταινία. Το θέατρο ήταν πάνω απ’ όλα, μέχρι την τελευταία του στιγμή. Τον ρόλο πήρε τελικά ο Δημήτρης Χορν και ήταν έξοχος. Δεν μπορώ να φανταστώ αυτή την ταινία με τον Λογοθετίδη στα 60 του. Αν ήταν δέκα χρόνια νωρίτερα, ναι. Θα ήταν βέβαια μια άλλη ταινία, αλλά εξίσου καλή.

page141_1

  • Ο Ηλίας του 16ου (1959) του Σακελλάριου

Το ομώνυμο θεατρικό των Σακελλάριου & Γιαννακόπουλου το είχε παίξει με μεγάλη επιτυχία ο Λογοθετίδης το 1958. Αρνήθηκε το ρόλο του Ηλία στον κινηματογράφο γιατί ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αντέξει (είχε ήδη μεσολαβήσει το έμφραγμα). Πάλι επέλεξε το θέατρο. Ζήτημα προτεραιοτήτων. Τον αντικατέστησε ο Κώστας Χατζηχρήστος, δίνοντας την πρώτη (από τις έτσι κι αλλιώς λίγες) πραγματικά καλή του ερμηνεία στον κινηματογράφο. (Αν κάνετε μια σύγκριση μεταξύ των ταινιών που έπαιξε ο ένας και ο άλλος στη δεκαετία του ’50, θα καταλάβετε γιατί ήταν –είναι!– τόσο σημαντικός ο Λογοθετίδης.) Έκτοτε ο Χατζηχρήστος έγινε πρώτο όνομα σε θέατρο και κινηματογράφο, ασχέτως αν δεν διαχειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο την καριέρα του.

maxresdefault

  • Ένας βλάκας και μισός (1960) του Γιάννη Δαλιανίδη

Το ομώνυμο θεατρικό του Ψαθά ήταν από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Λογοθετίδη. Το είχε ανεβάσει το 1956. Ο Λαζαρίδης, με την ιδιότητα του παραγωγού (το σενάριο το είχε αναλάβει ο –και σκηνοθέτης– Δαλιανίδης), του πρόσφερε τον ρόλο του Θωμά Κατσαρού, όπως ήταν άλλωστε φυσικό. Αξίζει να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Λαζαρίδη Φλας Μπακ. Μια ζωή σινεμά (Λιβάνη, 1999): «Θυμάμαι σαν τώρα τη σκηνή, όταν τον περίμενα στο καμαρίνι να τελειώσει την παράσταση. Έπαιζε τότε στο θέατρο Αθηνών την κωμωδία του Γιώργου Τζαβέλλα Η γυνή να φοβήται τον άνδρα και όταν έκλεισε η αυλαία ήρθε στο καμαρίνι του μούσκεμα στον ιδρώτα και σωριάστηκε πτώμα σε μια καρέκλα. Άκουσε ευγενικά την πρότασή μου και με κοίταξε με ένα βλέμμα που ήταν παράπονο και μαζί αποδοχή της μοίρας, το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω. “Γιατί να σε κάψω;” μου είπε. “Φοβάμαι ότι δε θα προλάβω να σου τελειώσω το γύρισμα, είμαι πολύ κουρασμένος”. Είχε πάρει το μήνυμα. Σε ένα μήνα πέθανε».

Τον ρόλο τον πήρε ο Χρήστος Ευθυμίου, ο οποίος ήταν ομολογουμένως πολύ καλός. Του ταίριαζε σίγουρα περισσότερο απ’ ό,τι στον Λογοθετίδη (τον οποίο δυσκολεύομαι να φανταστώ ως κουτο-Θωμά). Άλλωστε, αυτός είναι και ο ρόλος για τον οποίο θα τον θυμόμαστε (δεν έπαιξε σε πολλές ταινίες, μόνο σε 7). Μετά τον θάνατο του Λογοθετίδη ο Ευθυμίου τον αντικατέστησε και στον θίασο του, αν και όχι για πολύ: σύντομα ο θίασος διαλύθηκε.

  • Τα κίτρινα γάντια (1960) του Σακελλάριου

Το σενάριο είναι των Σακελλάριου & Γιαννακόπουλου από το δικό τους θεατρικό Η Ρένα εξώκειλε, το οποίο είχε ανεβάσει ο Λογοθετίδης το 1952. Όταν έγιναν τα γυρίσματα, ο Λογοθετίδης είχε ήδη πεθάνει. Ο Σταυρίδης είναι καταπληκτικός σε αυτή την ταινία (δεν είχε ακόμα τυποποιηθεί εντελώς). Αναμφίβολα πρόκειται για μία τις κορυφαίες του στιγμές (το παραδεχόταν και ο ίδιος). Εντούτοις, είναι ένα έργο στα μέτρα του Λογοθετίδη (πολύ περισσότερο από τον Ηλία του 16ου) και μπορώ εύκολα να τον φανταστώ να διαπρέπει στον ρόλο του Ορέστη Καλλιγαρίδη. Τα 8 χρόνια που είχαν μεσολαβήσει μεταξύ των δύο ερμηνειών σίγουρα βοήθησαν τον Σταυρίδη να κάνει τον ρόλο δικό του. Η ταινία είναι από τις καλές του Σακελλάριου, αλλά δεν είχε επιτυχία στον καιρό της. Είναι μία από εκείνες που βρήκαν το κοινό τους αργότερα. Πάντως, σήμερα θεωρείται κλασική.

page138_1

  • Ευτυχώς τρελάθηκα (1961) του Κώστα Ανδρίτσου

Το σενάριο είναι του Λαζαρίδη, διασκευή του ομώνυμου θεατρικού του Ρούσσου, το οποίο είναι ανεβάσει ο Λογοθετίδης το 1956. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Χαρίλαου Μαραζιώτη και πάλι ο Σταυρίδης. Δεν σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Και δικαίως: είναι μέτρια ταινία. Αλλά και το θεατρικό δεν λέει σπουδαία πράγματα: αν δεν το είχε ανεβάσει ο Λογοθετίδης, κανείς δεν το θυμόταν.

  • Ο σκληρός άντρας (1961) του Δαλιανίδη

Και το σενάριο είναι του Δαλιανίδη, διασκευή του ομώνυμου θεατρικού του Ρούσσου, το οποίο είχε ανεβάσει ο Λογοθετίδης το 1954. Η ταινία είναι μέτρια, χωρίς να φταίει ο Χατζηχρήστος που παίζει τον Ηρακλή Λεοντόπουλο: δεν είναι κακός, το έργο είναι αδύναμο. Άλλη μια περίπτωση έργου που αν δεν ξεχάστηκε αμέσως μετά το πρώτο του ανέβασμα είναι επειδή ασχολήθηκε μαζί του ο Λογοθετίδης.

photo2

  • Ο γαμπρός μου ο δικηγόρος (1962) του Λάσκου

Το σενάριο είναι του Λαζαρίδη, διασκευή του ομώνυμου θεατρικού του Στέφανου Φωτιάδη. το οποίο είχε ανεβάσει ο Λογοθετίδης το 1959. Τον ρόλο του Μελέτη Καψομανώλη, του μπαρμπέρη που θέλει μορφωμένο γαμπρό για την κόρη του, έπαιξε στην ταινία ο Σταυρίδης. Τίποτα το σπουδαίο, απ’ όλες τις απόψεις.

  • Τρίτη και 13 (1963) του Λάσκου

Σενάριο του Λαζαρίδη, από το θεατρικό του Ρούσσου, το οποίο είχε ανεβάσει ο Λογοθετίδης το 1954. Ο Ρούσσος δεν ήταν σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας, ο Λαζαρίδης μέτριος σεναριογράφος και ο Λάσκος ήταν ανέκαθεν κακός σκηνοθέτης. Τον ρόλο του προληπτικού εργολάβου Κοσμά Καλογιάννη στην ταινία παίζει ο Σταυρίδης, με την αντιπαθητική μανιέρα της τελευταίας περιόδου της καριέρας του. Η ταινία είναι ασήμαντη. Στο θέατρο, ο Λογοθετίδης σίγουρα θα είχε διασώσει το έργο, χάρη στην αύρα του και μόνο.

  • Θα σε κάνω βασίλισσα (1964) του Σακελλάριου

Και το σενάριο του Σακελλάριου είναι, από το ομώνυμο θεατρικό του ίδιου και του Γιαννακόπουλου, το οποίο ανέβασε ο Λογοθετίδης το 1956. Εδώ κάτι γίνεται. Το έργο είναι καλό, ό,τι πρέπει για τον Λογοθετίδη. Στην ταινία, που πάσχει από θεατρίτιδα, τον ρόλο του τσιγκούνη επιχειρηματία Αντώνη Τσιλιβίκη παίζει ο Βέγγος. Παράξενη επιλογή, αν και ο Βέγγος τα βγάζει πέρα μια χαρά. Δεν προσπαθεί καν να γίνει Λογοθετίδης στη θέση του Λογοθετίδη, γι’ αυτό και διασώζεται. Πάντως, ούτε και τυπικός Βέγγος είναι. Αν και δεν μπορώ να υπερασπιστώ στα σοβαρά, είναι από τις αγαπημένες μου ταινίες,. Σκέφτομαι ότι αν ο Σακελλάριος τη γύριζε το 1956 (με σχετικά υγιή τον Λογοθετίδη και σκηνοθετικά στα καλύτερά του ο ίδιος) θα είχαμε σήμερα μία ακόμα κλασική ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, αντί για την συμπαθητική ταινία που έχουμε τελικά.

vasilisa

  • Η γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965) του Τζαβέλλα

Σενάριο του Τζαβέλλα, από το ομώνυμο θεατρικό του ίδιου. Πρόκειται για το έργο που έπαιζε με τεράστια επιτυχία ο Λογοθετίδης όταν πέθανε, λίγες μόνο παραστάσεις πριν το κατεβάσει. Η ταινία είναι πολύ καλή. Ο Τζαβέλλας, ικανότατος κινηματογραφιστής, έχει καταφέρει να κρύψει τη θεατρικότητα του κειμένου. Στον ρόλο του γρουσούζη Αντωνάκη Κοκοβίκου ο νεαρότατος για τον συγκεκριμένο ρόλο Γιώργος Κωνσταντίνου είναι πολύ καλός. Αν ζούσε λίγο ακόμα ο Λογοθετίδης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα έπαιζε και στην κινηματογραφική εκδοχή του έργου. Και τότε η πολύ καλή ταινία του Τζαβέλλα θα ανέβαινε ένα επίπεδο και θα γινόταν κλασική.

page148_1

  • Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι (1967) του Σακελλάριου

Το σενάριο είναι του Σακελλάριου, από το θεατρικό Μια κυρία ατυχήσασα του ίδιου και του Γιαννακόπουλου. Το έργο, χαριτωμένο αλλά τίποτα το ιδιαίτερο, ανέβηκε το 1947 από τον βραχύβια (τρία μόλις έργα) σύμπραξη της κυρίας Κατερίνας (Ανδρεάδη) με τον Λογοθετίδη, λίγο μετά από την αποχώρηση του Λογοθετίδη από τον θίασο της Κοτοπούλη, και ακριβώς πριν πάρει την απόφαση να στήσει έναν αποκλειστικά δικό του θίασο. Στην ταινία, τον ρόλο του πλοίαρχου Λεωνίδα Πετρόχειλου παίζει ο Κωνσταντάρας και είναι καλός. Η ταινία όμως πάσχει και αυτή από θεατρίτιδα. Ο Σακελλάριος όφειλε να την είχε γυρίσει με τον Λογοθετίδη τότε που έπρεπε.

  • Η κρεββατομουρμούρα (1971) του Λάσκου και Τα λεονταράκια (1974) του Σακελλάριου

Τα λεονταράκια είναι ένα μετριότατο θεατρικό έργο των Σακελλάριου & Γιαννακόπουλου, το οποίο ανέβασε ο Λογοθετίδης το 1953. Από αυτό προέκυψαν δύο ταινίες, μία σε σενάριο και σκηνοθεσία Λάσκου και άλλη μία, με τον αυθεντικό τίτλο σε σενάριο και σκηνοθεσία Σακελλάριου. Και στις δύο πρωταγωνιστεί στον ρόλο του δικηγόρου Σάββα Τσιβικλή ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο οποίος κάνει ό,τι μπορεί, δηλαδή όχι και πολλά πράγματα. Και οι δύο ταινίες είναι κακές.

krevatomourmoura

Αυτά για τις 12+12 ταινίες με και χωρίς τον Λογοθετίδη. [Σχετικά με τη δεύτερη 12άδα, θα ήθελα να σημειώσω ότι ενδέχεται να μην είναι πλήρης. Θα ήμουν βέβαιος μόνο αν είχα στα χέρια μου όλα τα νεοελληνικά έργα που ανέβασε ο Λογοθετίδης, γιατί τότε θα μπορούσα να τα αντιπαραβάλω με το σώμα των ταινιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Σε κάθε περίπτωση, κάθε διόρθωση/προσθήκη δεκτή.]

Συνοψίζοντας, ο Βασίλης Λογοθετίδης, δυστυχώς για μας, δεν έδωσε στον κινηματογράφο το βάρος που θα θέλαμε όσοι δεν προλάβαμε να τον δούμε στο σανίδι. Οι επιλογές του ήταν ανέκαθεν θεατρικές. Υποστήριξε όσο κανένας άλλος θιασάρχης τη νεοελληνική κωμωδία, αρκετές φορές αδικώντας τον εαυτό του και χάνοντας τον χρόνο του. Συμμετείχε σε 12 ταινίες, κάποιες από τις οποίες θεωρούνται κλασικές. Το ταλέντο του καταγράφηκε ανεξίτηλα σε φιλμ, προς μεγάλη χαρά των κινηματογραφόφιλων του 20ού αλλά και του 21ου αιώνα. Δεν έκρυψα τον θαυμασμό μου για τον Λογοθετίδη, αλλά δεν πιστεύω ότι μεροληπτώ όταν λέω ότι υπήρξε ο κορυφαίος Έλληνας κωμικός και ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής του.

Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω ότι στη θεατρική και κινηματογραφική βιβλιογραφία το κενό μιας σοβαρής αποτίμησης της προσφοράς του Βασίλη Λογοθετίδη είναι απόλυτο (με την εξαίρεση μιας μονογραφίας τόσο κακογραμμένης και προχειροφτιαγμένης που δεν θα την αναφέρω καν) και ανεπίτρεπτο. Μακάρι οι νέοι θεατρολόγοι και θεωρητικοί του κινηματογράφου να ασχοληθούν με τον Λογοθετίδη (αλλά και με άλλους μεγάλους ηθοποιούς του παρελθόντος) με σοβαρότητα και μεθοδολογική αρτιότητα. Δεν μας περισσεύουν ηθοποιοί του δικού του διαμετρήματος για να αγνοούμε τόσο επιδεικτικά τη ζωή και –κυρίως– το έργο τους.

Του Γιώργου Θεοχάρη

VLogothetidis


Πηγή: dimartblog