Δημήτριος Βικέλας, ο δωρητής της βιβλιοθήκης του Ηρακλείου - Ειδήσεις Pancreta

Ποιός ήταν ο Δημήτριος Βικέλας και γιατί δώρησε την πλουσιότατη και εκλεκτή βιβλιοθήκη του στον Δήμο Ηρακλείου; Το πρώτο σκέλος του ερωτήματος έχει απάντηση, για το δεύτερο όμως μόνον κάποιες ενδείξεις είναι μέχρι σήμερα διαθέσιμες. Ωστόσο, με στοιχεία αντλημένα από μια διάλεξη του ιστοριοδίφη Στέργιου Σπανάκη (1979), που επί 20ετίαν και πλέον διετέλεσε έφορος της "Βικελαίας Βιβλιοθήκης", και από την μελέτη της Μαρίας Τερδήμου "Χρονολόγιο Δ. Βικέλα", θα επιχειρηθεί μια προσέγγιση.

Ο πατέρας του Βικέλα καταγόταν από την Βέρροια. Η οικογένεια Βικέλα ήταν μια κοσμοπολίτικη οικογένεια εμπόρων, που η έδρα των άλλασσε, ανάλογα με τα εμπορικά της συμφέροντα, από την Κωνσταντινούπολη στην Οδησσό, στη Σύρα, σπουδαίο εμπορικό κέντρο τότε, στο Τριέστι, στο Λονδίνο τέλος.

Ο πατέρας του Βικέλα ήταν εγγράμματος. «Ο πατήρ μου ήτο κάτοχος της Ελληνικής και συχνάκις μ'εβοήθη προς υπερπήδησιν δυσκολιών εις τας εξηγήσεις μου. Εγνώριζε και την Ιτάλικην, η οποία άλλοτε εθεωρείτο, καθώς σήμερον η Γαλλική, ως συμπλήρωμα ελευθερίου αγωγής».

Αλλά και η οικογένεια της μητέρας του Σμαράγδας, η οικογένεια Μελά από την Ήπειρο, είχε διαπρέψει στα γράμματα. Ο αδελφός της μητέρας του, ο Λέων Μελάς, σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Πίζας. Ήταν άριστος ποινικολόγος και διορίστηκε καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και, τέλος, υπουργός Δικαιοσύνης. Ορίστηκε εισηγητής για τη σύνταξη του Συντάγματος του Όθωνα το 1843. Αλλά απογοητεύτηκε από την πολιτική, και έγινε συνεταίρος με τον αδελφό του Βασίλειο στο σιτεμπόριο στο Λονδίνο. Εκεί του έμεινε καιρός να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Εδημοσίευσε: Νύξεις προς λύσιν του Ανατολικού Ζητήματος, το έμμετρο δράμα, ο Διάκος, τον Μικρό Πλούταρχο, το εγκόλπιον των Ελληνοπαίδων και άλλα, κυρίως παιδαγωγικά και πατριωτικά.

Ένα από τα καλύτερα έργα του, που γαλούχησε γενεές Ελλήνων ήταν ο Γεροστάθης. Και ο άλλος αδελφός της μητέρας του, ο Βασίλειος Μέλας, παρόλο που ήταν περισσότερο έμπορος, είχε μια έμφυτη κλίση προς την «ελαφρά φιλολογία», όπως την χαρακτηρίζει ο Βικέλας. "Είχε την ευκολίαν περί την έκφρασιν και την χάριν του στιχουργού". Ασχολούνταν και με τη σύνθεση αινιγμάτων, για να διασκεδάζει τους επισκέπτες του στις εσπερινές συναθροίσεις Ελλήνων του Λονδίνου. Ένα από τα αινίγματα του αυτά είναι και τούτο: «ποιό σπίτι κατοικούν σοφοί μικροί τε και μεγάλοι, που μεταξύ των ειν' βωβοί και προς τους άλλους λάλοι;» (= η βιβλιοθήκη ).

Τέτοιος ήταν ο κύκλος μέσα στον οποίο γεννήθηκε, ανατράφηκε και εργάσθηκε ο Δημήτριος Βικέλας.

Αλλά, παρά την πνευματικότητα της πατρικής του οικογένειας, ο Δημήτριος Βικέλας είναι μάλλον δημιούργημα της οικογένειας της μητέρας του, των Μελάδων. «Αι στεναί σχέσεις και η παιδιόθεν συμβίωσις εξηγούν την προσκόλλησίν μου εις την μητρικήν οικογένειαν. Οι μητρόθεν συγγενείς μου απετέλεσαν ανέκαθεν μέρος αναπόσπαστον της υπάρξεώς μου».

Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρας στις 15 του Φλεβάρη του 1835. Σε ηλικία πέντε χρονών οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα. «Εκεί έλαβα τας πρώτας σαφείς εντυπώσεις της ζωής. Εκεί εδοκίμασα τας πρώτας αληθείας θλίψεις. Εκεί έμαθα να θαυμάζω και να αγαπώ τα δένδρα, την θάλασσαν και τον ουρανόν».

Από την Κωνσταντινούπολη, ο πατέρας του εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, όπου τον ακολούθησε. Αλλά οι δουλειές δεν πήγαν καλά και ξαναγύρισαν στη Σύρα. Εκεί εφοίτησε στο ιδιωτικό σχολείο «Λύκειον» και έπειτα στο δημόσιο Γυμνάσιον.

Οι συμμαθητές του παρατήρησαν τη φιλομάθειά του και τον έλεγαν «φιλόσοφο». Για να τον κοροϊδέψουν γράψαν τη λέξη αυτή σ' ένα χαρτί και το καρφίτσωσαν στη ράχη του κι έπειτα τον περικύκλωσαν με γέλια και φωνές. Εκείνος όμως δεν διέψευσε τη διάγνωση των συμμαθητών του.

«Ο πλάνης βίος παιδιόθεν και αι αλλεπάλληλοι κατά την πρώτην ηλικίαν ασθένειαι εξηγούν πώς ενηλικιώθην χωρίς να αποκτήσω ενδεικτικόν σχολείου ή απολυτήριον οιονδήποτε. Την στέρησίν των συνησθάνθην πολλάκις και ούτε την αναπλήρωσεν η απόκτησις τιμητικών διπλωμάτων».

Στη Σύρα, σε ηλικία 16 χρόνων, δημοσίευσε και το πρώτο του έργο, την έμμετρη μετάφραση της τραγωδίας του Ρακίνα «Εσθήρ», που παίχτηκε εκεί, με υποβολέα τον ίδιο, το 1851.

Τον επόμενο χρόνο, το 1852, σε ηλικία 17 χρονών, πήγε στο Λονδίνο, κοντά στον θείο του Βασίλειο Μελά, για να εργαστεί στο εμπόριο του σταριού. Οι θείοι του έκαναν εισαγωγές σιτηρών στην Αγγλία από τη Ρωσία και τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες.

Ο Βικέλας εργάστηκε αρχικά σαν λογιστής στο κατάστημα των θείων του, με μισθό «πλέον ή επαρκή». Αλλά το περίσσευμα το έστειλνε για τη συντήρηση της οικογένειάς του, γιατί δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές του πατέρα του. «Θα στερηθώ και συναναστροφές και διασκεδάσεις μέχρις ου αρχίσει ο πατήρ μου να κερδίζη η δε μήτηρ μου να ζη ανέτως». «Μου έλειπε η εμπορική ιδιοφυΐα και ο πόθος του πλούτου», λέει ο ίδιος. «Αναχωρών από γραφείον έκαμνα καθ' οδόν στίχους. Δεν ήμουν γεννημένος δια το εμπόριον. Δεν είχα την τάσιν του θησαυρίζειν. Ο θείος δεν έπαυε προσπαθών να με καταστήσει έμπορον άξιον του ονόματος».

Ύστερα από δέκα χρόνια εργασία απόκτησε από τη δουλειά του το πρώτο του κεφάλαιο, 1000 αγγλικές λίρες. Σε ηλικία 22 χρονών έγινε συνέταιρος στην εταιρία των θείων του και υπόγραφε για λογαριασμό της εταιρίας. Το όνομά του γράφτηκε στην επωνυμία της εταιρίας. Η περίοδος από το 1866 κι έπειτα ήταν περίοδος επικερδών επιχειρήσεων για την εταιρία. Το 1876 διαλύθηκε η εταιρία και ο Βικέλας άφησε οριστικά το εμπόριο, όπου ασχολήθηκε 24 χρόνια. Μπορούσε πια να θεωρηθεί «υλικώς ανεξάρτητος» σε ηλικία 41 χρονών. «Το εμπορικόν μου στάδιον το εθεώρουν πάντοτε ως παροδικόν. Έτρεφα την μυστικήν μου φιλοδοξίαν να γίνη γνωστόν το όνομά μου δια των γραμμάτων εις κύκλον ευρύτερον και κατά τρόπον διαρκέστερον».

Η απασχόληση του Βικέλα στην υπηρεσία του κερδώου Ερμή δεν τον εμπόδισε ποτέ να θεραπεύει συχρόνως και τον λόγιο Ερμή. Όταν τελείωνε την εμπορική δουλειά του, παρακολουθούσε μαθήματα Βοτανικής στην Ανώτατη Πανεπιστημιακή Σχολή του Λονδίνου, το University College. Ύστερα από τη Βοτανική παρακολούθησε μαθήματα Αρχιτεκτονικής. Γλώσσες ήξερε τα αγγλικά, φυσικά τέλεια, τα γαλλικά, που είχε μάθει από την παιδική ηλικία, τα γερμανικά, που όμως ούτε τα έγραφε εύκολα ούτε τα μιλούσε ελεύθερα, και τα ιταλικά, στα οποία δάσκαλός του ήταν ο ελληνιστής Luigi Settembrini, που έγινε έπειτα υπουργός της Παιδείας. Παρόλο που έζησε αρκετά χρόνια κατά την παιδική του ηλικία στην Κωνσταντινούπολη και μπορούσε να μάθει τα τούρκικα, δεν εφρόντισε να τα μάθει, γιατί νόμιζε, ότι αυτό θα εσήμαινε αναγνώριση της τουρκικής κυριαρχίας, κατά την παιδική κρίση του. Αλλά αργότερα έγραφε: «Λησμονούμεν ότι η γνώσις της τουρκικής θα απετέλει, υπό πάσαν έποψιν, υπεροχήν ημών απέναντι των Τούρκων». Μετανοεί, επίσης, γιατί δεν έμαθε καλά τα ρούσικα, όταν έμενε στην Οδησσό με τον πατέρα του, παρόλο που είχε συνηθίσει να τα καταλαβαίνει και να τα μιλεί.

Ύστερα από ολόκληρη ζωή που έζησε στην Αγγλία, είχε εξοικειωθεί με τον αγγλικό τρόπο ζωής. Κι έτσι, εκτός από την πνευματική του μόρφωση, ενδιαφέρθηκε και για τη σωματική του άσκηση. Ασχολήθηκε με την ξιφασκία, την κωπηλασία και πήρε μαθήματα ιππασίας. Κάθε πρωί έκανε τον περίπατό του στα περίχωρα του Λονδίνου έφιππος.

Όταν διαλύθηκε η εμπορική εταιρία των Μελάδων, το 1876, ο Βικέλας, που ήταν τότε 41 χρόνων, βρισκόταν στον κολοφώνα της πνευματικής του ακμής. Ήταν από τους τακτικούς θαμώνες των βιβλιοθηκών του Λονδίνου, από τις οποίες δανειζόταν βιβλία, που τα διάβαζε άπληστα, ακόμη και στο κρεββάτι του, ώστε να βλάψει την όραση του και να αναγκαστεί να πάει στον γιατρό. Αναφέρει μάλιστα, ότι ο άγγλος γιατρός που τον εξέτασε του «απαρίθμησεν όλας τας ολεθρίας συνεπείας της τοιαύτης κακής συνηθείας» -να διαβάζει κανένας στο κρεββάτι. Αλλά, αφού τέλειωσε ο γιατρός, ο Βικέλας μονολογώντας είπε: «Δεν αποκοιμούμαι ποτέ χωρίς να διαβάσω!». Και χαριτολογώντας προσθέτει: «Εννοείτε ότι ακολούθησα το παράδειγμα και όχι την συμβουλή του ιατρού μου». Όταν απόκτησε οικονομική άνεση, του γεννήθηκε η επιθυμία να έχει τα βιβλία δικά του. Και άρχισε να αγοράζει πολλά, ιδίως χρήσιμα στις μελέτες του και όσα αναφερόταν στην Ελλάδα. Η συσσώρευση τόσων βιβλίων, που δεν πρόφθανε να τα διαβάζει όλα, μοιάζει -λέει ο ίδιος- προς θησαύρισμα φιλαργύρου, που δεν χρησιμοποιεί τον πλούτο του. Πολλά βιβλία, άμα τα διαβάσει κανείς, καταντούν περιττό βάρος στη βιβλιοθήκη του και πρέπει να τα πουλήσει για να απαλλαγεί. Αλλά «είναι δύσκολον να ληφθεί τοιάυτη απόφασις, ισοδυναμούσα προς απόσβεσιν προσφιλούς παρελθόντος, προς άρνησιν ευγνωμοσύνης προς φίλους παλαιούς, μετά των οποίων συνεζήσαμεν και από τους οποίους ευεργετήθημεν».

Ο Βικέλας εταξίδευε πολύ και είχε γίνει γνωστός στην Ευρώπη ως άνθρωπος των γραμμάτων. Ο ίδιος γράφει: «Ευρίσκω ανοικτάς τας φιλοξένους θύρας λογίων, τους οποίους με υπερηφάνειαν δύναμαι να κατατάξω εις την σειράν των φίλων μου».
Κάθε χρόνο το καλοκαίρι ταξίδευε στο εξωτερικό, προσπαθώντας παράλληλα να ωφελήσει με τα ταξίδια του αυτά τον τόπο του. Αλλά και στο εσωτερικό ταξίδευε τακτικά για να γνωρίσει από κοντά την Ελλάδα. Καρπός των ταξιδιών του αυτών είναι τα ταξιδιωτικά του βιβλία: Η Σουηδία και Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν.

Το καλοκαίρι του 1894 ο Βικέλας βρισκόταν στο Παρίσι. Τότε γινόταν εκεί το Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο και ο Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος Ελλάδος τον διόρισε τηλεγραφικώς αντιπρόσωπό του. Ο Βικέλας, γνωστός για τη μόρφωση του και τη φήμη του, επιβλήθηκε όσο κανένας άλλος σύνεδρος και έγινε το κύριο πρόσωπο του Συνεδρίου.

Στο Συνέδριο εκείνο συζητήθηκε η ιδέα για την ανασύσταση των Ολυμπιακών Αγώνων, που είχε προτείνει ο Γάλλος ιστορικός και φίλαθλος βαρώνος Πέτρος Κουμπερτέν. Για το θέμα αυτό ιδρύθηκε ειδικό τμήμα της Οργάνωσης και εκλέχτηκε Πρόεδρός του ο Βικέλας. Με την επιβολή του και το κύρος του αποφασίστηκε να γίνουν στην Αθήνα οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896. Με απλότητα και ειλικρίνεια είπε στο Συνέδριο: «Δεν έχομεν τα μέσα να τελέσωμεν εορτάς μεγαλοπρεπείς. Αλλά το εγκάρδιον της υποδόχης θα αναπληρώσει τας πολλάς ελλείψεις μας. Δεν θα παράσχωμεν εις τους ξένους μας διασκεδάσεις αξίας της περιστάσεως, αλλά έχομεν να δείξωμεν τα μνημεία και τα ερείπια της αρχαιότητος. Θα τους οδηγήσομεν εκεί όπου οι αρχαίοι ετέλουν τους ενδόξους αγώνας των. Εις τα Ολύμπια, τα Ισθμια, τους Δελφούς, την Επίδαυρον».

Από το έτος αυτό δηλ. το 1896 ο Βικέλας εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και αφιερώθηκε ολόψυχα σε κοινωφελή έργα. Μεταξύ άλλων, το 1899 ίδρυσε τον γνωστό στους παλαιότερους «Σύλλογον προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων». Εκδόθηκαν εκεί 100 αριθμημένα μικρά βιβλιαράκια ποικίλου περιεχομένου, σε φτηνή τιμή, που αναμφισβήτητα πρόσφεραν πολύτιμες γνώσεις μέσης μόρφωσης. Από τον ίδιο Σύλλογο εκδόθηκε το 1928 και το ιστορικό περιοδικό Ελληνικά. Πρόεδρος του Συλλόγου ήταν, όσο ζούσε, ο Βικέλας (πέθανε στις 7 Ιουλίου του 1908, σε ηλικία 73 χρόνων).

Ιδιαίτερα έντονη ήταν η αγωνία του Βικέλα για την εξέλιξη του λεγομένου Εθνικού ζητήματος (απελευθέρωση Κρήτης, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας). Η αγωνία του αυτή εκδηλώνεται εμπράκτως. Στον ατυχή πόλεμο του 1897 διοργανώνει πλωτό νοσοκομείο για την μεταφορά και διάσωση τραυματιών από την Ήπειρο. Ειδικότερα όμως για την Κρήτη οι ενέργειες του (μετά τα γεγονότα του 1896, που απολήγουν στην επαναφορά της σύμβασης της Χαλέπας) καταγράφονται ως εξής στην προαναφερθείσα μελέτη της Μαρίας Τερδήμου: «Το 1897, μετά από πιέσεις του εξάδελφου του Παύλου Μελά, ο Βικέλας δέχεται να γίνει μέλος της [μυστικής] "Εθνικής Εταιρείας", με την προϋπόθεση ότι αυτή δεν θα έχει ανάμιξη στα εσωτερικά του κράτους. Τον ίδιο χρόνο ο Βικέλας δημοσιεύει επιστολές υπέρ της ανεξαρτησίας της Κρήτης σε αγγλικές και αμερικανικές εφημερίδες, και άρθρο με τίτλο "Public spirit in Modern Athens" στο τεύχος του Ιανουαρίου της "The Century Magazine" της Νέας Υορκης.(...) τον Μάρτιο, οι Μεγάλες Δυνάμεις, σύμφωνα με ανεπίσημες πληροφορίες, συμφώνησαν να διορίσουν αυτές Χριστιανό Διοικητή στην Κρήτη, και μάλιστα τον Έλληνα Βασιλόπαιδα Γεώργιο. Η «Εθνική Εταιρία» με δηλώσεις στις αθηναϊκές εφημερίδες αντιδρά έντονα στην απόφαση αυτή, και με τη σειρά του ο Βικέλας δηλώνει την αντίθεσή του στην αντίδραση της Εταιρείας».

Εκτός από τις ποικίλες κοινωνικές και εθνικές δραστηριότητες, ο Βικέλας ποτέ δεν πρόδωσε την αγάπη του στην λογοτεχνία. Εδημοσίευσε αρκετά έργα πρωτότυπα και μεταφράσεις. Πρώτο του έργο είναι, όπως προαναφέρθηκε, η μετάφραση του έργου του Ρακίνα, Εσθήρ. Το εξέδωσε στην Ερμούπολη το 1851. Άλλα έργα του είναι: Στίχοι, Περί Ελληνικής Φιλολογίας, Περί Βυζαντινών, Η σύστασις του Ελληνικού Βασιλείου και τα όριά του, Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν, περί Σκωτίας. Ο Λουκής Λάρας είναι από τα αριστουργήματά του και από τις γραμμές του ξαναζούν τραγικές σκηνές του Αγώνα της παλιγγενεσίας. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Στην Βικελαία Βιβλιοθήκη υπάρχει αντίτυπο διορθωμένο από τον ίδιο για δεύτερη έκδοση. Μετέφρασε όλα σχεδόν τα γνωστά δράματα του Σαίξπηρ. Άλλα έργα του είναι: Διηγήματα, Διαλέξεις και αναμνήσεις, Η Σουηδία, Γυναικεία αγωγή, κλπ. Έγραψε και τα απομνημονεύματά του με τον τίτλο: Η Ζωή μου, από τα οποία εκδόθηκε ο Α' τόμος.

Αλλά πώς και γιατί ο Βικέλας άφησε την πλουσιότατη για την εποχή του και πολυτιμότατη βιβλιοθήκη του στον Δήμο Ηρακλείου και δεν την άφησε ούτε στη γενέτειρά του, την Ερμούπολη, ούτε στην πόλη της απώτερης καταγωγής του, την Βέρροια;

Την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, με τις αρχαιολογικές ανασκαφές του Έβανς στην Κνωσό και τις ανασκαφές της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής στη Φαιστό, την Αγ. Τριάδα, τη Γόρτυνα, κ.α., το Ηράκλειο είχε προβληθεί στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας επικαιρότητας.

Ο Βικέλας επισκέφτηκε, λίγο πριν πεθάνει, το Ηράκλειο, είδε την οικονομική ανθηρότητα, τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών, που είχαν συγκλονίσει τον κόσμο του πνεύματος, και με το ευρύ και προνοητικό βλέμμα του διείδε το μέλλον της πόλης αυτής. Και αποφάσισε να δωρήσει σε αυτήν το πολυτιμότερο αγαθό του πνευματικού ανθρώπου: την βιβλιοθήκη του.

Και μόνο από τους τίτλους των βιβλίων μπορούμε να δούμε τα πνευματικά ενδιαφέροντα του κατόχου του. Επίσης, από την περιοποίησή των, από τη βιβλιοδεσία των μπορούμε να κρίνομε την τάξη του και τη νοικοκυρωσύνη του. Η ιδιαίτερη περιποίηση ορισμένων βιβλίων δείχνει και τις προτιμήσεις του. Τα βιβλία του Βικέλα είναι όλα εκλεκτά, ποικίλου περιεχομένου, γεγονός που δείχνει την ευρύτητα της μόρφωσής του. Περιποιημένα όλα, βιβλιοδετημένα, πολλά με εκλεκτά δεσίματα καλλιτεχνών βιβλιοδετών του περασμένου αιώνα, υποδείγματα της παλιάς, καλλιτεχνικής βιβλιοδεσίας, με κοσμήματα και ανθέμια στο κάλυμμα από καθαρό χρυσό, που και σήμερα διατηρούνται θαυμάσια.

Ας δούμε τώρα τα ιστορικά της δωρεάς του Δ. Βικέλα στο πέρασμα της πρώτης μεγάλης περιόδου της ζωής του (1908-1980 π.).

Στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου της 18ης Ιουλίου 1908, ο πρόεδρος Αριστείδης Στεργιάδης «καθιστά γνωστόν εις το Δημοτικόν Συμβούλιον, ότι ο εν Αθήναις εσχάτως αποθανών λόγιος Έλλην Δημήτριος Βικέλας εκληροδότησε εις τον Δήμον Ηρακλείου την βιβλιοθήκην αυτού, η οποία θα αποσταλεί εδώ δαπάνη των κληρονόμων και προτείνει εφ' ενός μεν να αποφασίση το Συμβούλιον αν ο Δήμος αποδέχεται το κληροδότημα, διότι εκ του νόμου απαιτείται τοιαύτη δήλωσις, αφ' ετέρου δε να εκδηλώσει το Δημοτικόν Συμβούλιον την βαθυτάτην τιμήν του Δήμου προς την μνήμην του μεταστάντος και την βαθυτάτην αυτού θλίψιν δια την απώλειαν ην υπέστη το Ελληνικόν γένος και τα Ελληνικά Γράμματα δια του θανάτου του. Το Συμβούλιον αποδέχεται ομοφώνως και μετ' ευγνωμοσύνης το κληροδότημα και ψηφίζει: να εκφράση ο Δήμος προς τους κληρονόμους την βαθείαν του Δήμου θλίψιν δια τον θάνατον του υπερόχου λογίου και Έλληνος πατριώτου και δεύτερον να τελεσθή δαπάνη του Δήμου αρχιερατικόν μνημόσυνον εν των καθεδρικώ ναώ του Αγίου Μηνά υπέρ της μνήμης του».

Στις 9 Αυγούστου 1908 η Μόνιμη Επιτροπή του Δήμου Ηρακλείου ανέθεσε στον Κρητικό Ιωάννη Δαμβέργη να αντιπροσωπεύσει το Δήμο στην παραλαβή των βιβλίων, να υπογράψει το σχετικό πρωτόκολλο παραλαβής και να φροντίσει για την αποστολή των βιβλίων. Του χορήγησε δε πίστωση 500 δρχ. για έξοδα συσκευασίας σε κιβώτια και έξοδα μεταφοράς.

Ο Δαμβέργης, με επιστολή του στις 27 Αυγούστου 1908, γνωρίζει στον Δήμο, ότι παρέλαβε το κληροδότημα.

Το Νομαρχιακόν Κατάστημα ήταν τότε στη μέση του σημερινού πάρκου Θεοτοκόπουλου, στη θέση όπου ήταν κατά τη Βενετοκρατία το Palazzo del Generale. Η πρώτη εγκατάσταση της Βιβλιοθήκης έγινε στα ισόγεια δωμάτια αυτού του κτηρίου. Αλλά, όπως αναφέρει ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Αριστείδης Στεργιάδης, «τα παραχωρηθέντα δωμάτια είναι ανήλια και υγρά και ήρξατο να είναι καταφανής η εκ της υγρασίας βλάβη των βιβλίων». Παρ΄όλα αυτά, τα βιβλία του Βικέλα παρέμειναν στα «ανήλια και υγρά» αυτά δωμάτια αρκετά χρόνια.

Τον Γενάρη του 1910, με πρόταση του Δημάρχου Δεληαχμετάκη, διορίστηκε Έφορος της Βιβλιοθήκης ο Θεοδόσιος Οικονομίδης, «κεκτημένος όλα τα δια την υπηρεσίαν προσόντα αντί μισθού 100 δρχ. Μηνιαίως», για να αρχίσει την καταγραφή και την ταξινόμηση των βιβλίων και την τοποθέτησή των στις 12 βιβλιοθήκες, που έκαμε ο επιπλοποιός Εμμανουήλ Καψετάκης. Συγχρόνως ορίστηκε «επιτροπή» για να βοηθήσει. Αλλά, ως φαίνεται, η συνεργασία του Οικονομίδου με την επιτροπή δεν υπήρξε ευτυχής -γεγονός που τον οδήγησε στην υποβολή παραιτήσεως, που έγινε δεκτή στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 7ης Ιουλίους 1911.

Στις 4 του Μάρτη 1910, η Μόνιμη Επιτροπή αποφασίζει να ονομαστεί η Βιβλιοθήκη «ΒΙΚΕΛΑΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ», προς τιμήν του δωρητού, και η στρογγυλή σφραγίδα της να έχει γύρω σε ένα κύκλο αυτόν τον τίτλο και στο κέντρο το έτος 1910 και έναν πυρσό.

Το Δημοτικό Συμβούλιο, το 1910, αναθέτει στη Μόνιμη Επιτροπή να συντάξει και να θέσει «αμέσως εις εφαρμογήν ίδιον παρ' αυτής εκπονηθεισόμενον Κανονισμόν, του οποίου θεμελιώδης και απαρασάλευτος διάταξις πρέπει να είναι, ότι δεν επιτρέπεται ο δανεισμός βιβλίων εις ουδένα επ' ουδενί απολύτως λόγω». Ο Κανονισμός υποβλήθηκε και ψηφίστηκε ύστερα από ένα χρόνο (στις 29 Απριλίου 1911).

Ο Δήμος επρόβλεψε και για την ασφάλιση της Βιβλιοθήκης από τον κίνδυνο της πυρκαϊάς. Στις 12 του Οκτώβρη 1910 η Μόνιμη Επιτροπή εξουσιοδότησε τον Δήμαρχο να ασφαλίσει τη Βιβλιοθήκη αντί 80.000 δρχ., ποσό που αντιπροσώπευε τότε 4.000 χρυσά εικοσάφραγκα.

Το 1912 το Δημοτικό Συμβούλιο απασχόλησε το θέμα της Βιβλιοθήκης του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου. Ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ηρακλείου ιδρύθηκε γύρω στα 1880 και συγκέντρωσε αρκετά και ενδιαφέροντα για την Κρήτη βιβλία. Τελευταίος πρόεδρός του ήταν ο γιατρός Ιωσήφ Χατζηδάκης, που την δραστηριότητά του απορρόφησε η αρχαιολογία, οι ανασκαφές και η ίδρυση του Αρχαιολογικού Μουσείου. Στα «Πρακτικά» του Δημοτικού Συμβουλίου, στις 14 Ιουλίου 1912, αναφέρονται τα εξής: «Το Δημοτικόν έχον υπ' όψει ότι εκ της άλλοτε Βιβλιοθήκης του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου σώζονται τόμοι τινές οι οποίοι φυλάσσονται εις τα γραφεία της εισαγγελίας πλημμελώς και υπόκεινται εις φθοράν, και ότι μετά την σύστασιν της Δημοτικής Βιβλιοθήκης καλό θα ήτο τα περί ως ο λόγος βιβλία να παραδοθώσιν εις τον Δήμον προς πλουτισμόν της Βιβλιοθήκης, εκφράζει ομοφώνως την ευχήν προς την Κυβέρνησιν όπως διατάξη να παραδοθούν τα ειρημένα βιβλία εις τον Δήμον». Η ευχή εισακούστηκε και στο Βιβλίο Εισαγωγής της Βιβλιοθήκης είναι καταγραμμένοι 1.130 τόμοι βιβλίων του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου. Τα βιβλία αυτά είναι ποικίλου περιεχομένου και, ως επί το πλείστον, σπάνια.

Η ίδρυση της Βικελαίας Βιβλιοθήκης προκάλεσε το ενδιαφέρον των ανθρώπων των Γραμμάτων, που θέλησαν να την πλουτίσουν, δωρίζοντας σ' αυτήν τις ατομικές βιβλιοθήκες των.

Πρώτος δωρητής είναι ο Ιωάννης Λυμπρίτης, από την παλιά και ιστορική οικογένεια του Αγίου Θωμά Μονοφατσίου. Με τη διαθήκη του άφησε την πλούσια βιβλιοθήκη του στην Βικελαία, η οποία παρελήφθη τους πρώτους μήνες του 1916. Αποτελείται από 1.670 τόμους βιβλίων, τα περισσότερα από τα οποία είναι ιατρικά, της εποχής του δωρητή. Σε αυτήν συγκαταλέγεται και μία πλήρης σειρά των αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, από τις πολύτιμες εκδόσεις της Λειψίας. Η Βικελαία Βιβλιοθήκη, εν συνεχεία, απόκτησε και τη Βιβλιοθήκη του Γυμνασίου Ηρακλείου, του πρώτου Γυμνασίου της Κρήτης, που ιδρύθηκε το 1872. Επίσης, πολλά από τα βιβλία του Στέφανου Ξανθουδίδου: ο κορυφαίος αυτός λόγιος εδώρησε την πλούσια σε ιστορικά, αρχαιολογικά και φιλολογικά βιβλία βιβλιοθήκη του στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, αλλά στη διαθήκη του υπήρχε διάταξη που προέβλεπε ότι όσα βιβλία της βιβλιοθήκης του υπάρχουν στη βιβλιοθήκη του Μουσείου να δοθούν στη Βικελαία. Και δόθηκαν.

Από τους άλλους δωρητές, πρέπει ιδιαίτερα να αναφερθεί ο καθηγητής της Δημόσιας Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ανδρέας Ανδρεάδης, που, όπως ο ίδιος αναφέρει σε επιστολή του, είχε την καταγωγή από την Κρήτη, από την οικογένεια Μιχελιουδόπαπα. Αυτός δώρησε στη Βικελαία 1.000 τόμους βιβλίων ποικίλου περιεχομένου. Άλλος δωρητής της Βικελαίας είναι ο Ζαχαρίας Οικονόμου, που δώρησε 630 τόμους. Οι κληρονόμοι του αρχιμανδρίτη Φώτιου Θεοδοσάκη εδώρησαν τη βιβλιοθήκη του, 200 τόμους, στη Βικελαία. (Ο αείμνηστος Φώτιος, που είχε σπουδάσει στην Ιταλία, αδελφός της μονής της Grottaferatta, ήταν φλογερός πατριώτης. Υπήρξε από τους λίγους ιερωμένους που άφησαν το Ευαγγέλιο και άδραξαν το όπλο και πολέμησαν τον ουρανοκατέβατο βάρβαρο κατακτητή. Και αφού κόπασε ο ορυμαγδός της πρωτότυπης μάχης, ο Φώτιος γύρισε στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα και λειτουργούσε στο Σκαλάνι. Από τη λειτουργία με τα ιερά άμφια τον πήραν οι Γερμανοί και τον τουφέκισαν. Υπήρξε από τα πρώτα θύματα των Ναζί). Πολύ αξιόλογη είναι και η δωρεά της βιβλιοθήκης του Ανδρέα Λυσιμάχου Καλοκαιρινού, αποτελούμενη από 1.000 τόμους σπουδαίων και καλά συντηρημένων βιβλίων - δωρεά που πραγματοποιήθηκε χάρη στο ενδιαφέρον του Ανδρέα Γ. Καλοκαιρινού. Τέλος, άλλες αξιόλογες δωρεές είναι του Μάρκου Αυγέρη και της Έλλης Αλεξίου, 2.800 τόμοι. Του γνωστού γλωσσσολόγου Γεωργίου Παγκάλου, του Γεωργίου Ανεμογιάννη, 1508 τόμοι, του γιατρού Απολλόδωρου Μελισσείδη, 515 τόμοι, του δικηγόρου Νίκανδρου Φραγκιαδάκη, του Άρη Χατζηδάκη και πολλών άλλων.

Το 1920 η Νομαρχία ζήτησε την εκκένωση των δωματίων του Καταστήματός της και ο Δήμος Ηρακλείου αναγκάστηκε να μεταφέρει τη Βιβλιοθήκη στα τρία ισόγεια βορεινά δωμάτια του Δημαρχιακού Καταστήματος, που ήταν τότε στη νοτιοανατολική γωνία του σημερινού πάρκου Θεοτοκόπουλου. Στα επίσης ανήλια, γεμάτα μούχλα και υγρασία δωμάτια του Δημαρχιακού Καταστήματος η Βιβλιοθήκη παρέμεινε μέχρι το 1932. Όταν τότε τελείωσε το λεγόμενο «Δημοτικό Μέγαρο των Ακτάρικων», αποφασίστηκε να μεταφερθεί εκεί. Πού όμως; Πάλι στους ισόγειους, σκοτεινούς και υγρούς χώρους του.

Εκεί, τον Απρίλιο του 1932, έγινε Φιλολογικό Μνημόσυνο του ιδρυτή της Δημητρίου Βικέλα, με οργανωτική Επιτροπή τον δήμαρχο Ανδρέα Παπαδόπουλο, τον Γυμνασιάρχη Ανδρέα Βουρδουμπάκη, τον διευθυντή του Μουσείου Σπ. Μαρινάτο, τον γιατρό Απολλόδωρο Μελισσείδη, τον δικηγόρο Νικόλαο Μεϊμαράκη, τον ιστορικό Γιάννη Μουρέλλο, τον φυτοπαθολόγο Ευάγγ. Ευαγγελίδη και τον Έφορο της Βιβλιοθήκης (Στέργιο Σπανάκη). Για τη ζωή και το έργο του Βικέλα και την ιστορία της Βιβλιοθήκης μίλησε ο συγγραφέας Άρης Χατζηδάκης.

Στους ανήλιους αυτούς χώρους πέρασε τα χρόνια του μεσοπολέμου. Την περίοδο 1938-1940, το θέμα της στέγασης της Βιβλιοθήκης απασχόλησε σοβαρά τον Δήμο. Στη συνεδρίαση της Εφορευτικής Επιτροπής, τον Δεκέμβριο του 1938, ο δήμαρχος αείμνηστος Μηνάς Γεωργιάδης είπε τα παρακάτω, που αξίζει τον κόπο να μεταφερθούν εδώ αυτούσια:
«Το ζήτημα της Βιβλιοθήκης είναι εν εκ των σοβαρωτέρων, άτινα απασχολούν σήμερον την Δημοτικήν Αρχήν, η οποία θεωρεί επιτακτικήν την ανάγκην της ανοικοδομήσεως ειδικού μεγάρου δια την στέγασιν τόσον αυτής όσον και του Τουρκικού Αρχείου. Εν τω αυτώ μεγάρω δέον όπως ληφθή πρόνοια όπως κατασκευασθή αίθουσα διαλέξεων, ούτως ώστε, εν τω μεγάρω τούτω, το οποίον επαξίως δύναται να φέρη το όνομα «ΟΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ», θα στεγασθή παν ό,τι αφορά την πνευματικήν κίνησιν του τόπου μας. Παραλλήλως προς τα τόσα άλλα δια τα οποία φροντίζει ο Δήμος, είναι ανάγκη να στρέψη την προσοχήν του και προς το σοβαρόν τούτο ζήτημα της Βιβλιοθήκης, η οποία, δύναταί τις να είπη, είναι το θερμοκήπιον ένθα αναπτύσσονται οι νέοι πολίται, είναι το ίδρυμα εκείνο εν τω οποίων τίθενται τα θεμέλια της μελλούσης εξελίξεως αυτών. Εκτός τούτου δε η Βιβλιοθήκη δύναται να γαλουχήση όχι μόνον την νεολαίαν αλλά και τους πολίτας να μορφώση και να τέρψη ακόμη. Προς τον σκοπόν τούτον τείνοντες, έχω την γνώμην, ότι πρέπει να προκηρύξωμεν διαγωνισμόν δια την εκπόνησιν του σχεδίου Μεγάρου Βιβλιοθήκης. Ο κ. Μάργαρης, ο οποίος επιθεώρησε την Βιβλιοθήκην, μας απέκλεισεν ως εντελώς ακατάλληλον τον ναόν της Αγίας Αικατερίνης, μας υπέδειξεν δε ως χώρον κατάλληλον δια την ανέγερσιν του Μεγάρου Βιβλιοθήκης τμήμα της βορείου πλευράς του μελετωμένου πάρκου εν τη παλαιά Νομαρχία. Επειδή όμως ο χώρος ούτος προορίζεται αποκλειστικώς και μόνον δια την δημιουργίαν ενός πάρκου, τουθόπερ στερείται η πόλις μέχρι σήμερον, και επειδή έχω την γνώμην, ότι η ανέγερσις εν τω χώρω τούτω της βιβλιοθήκης θα βλάψη τον σκοπόν του πάρκου, ανεζήτησα αλλαχού την εξεύρεσιν του καταλλήλου οικοπέδου, του συγκεντρώνοντος την ιδεώδη θέσιν δια μίαν βιβλιοθήκην, ήτοι κεντρικήν μεν, δια να είναι εις το κοινόν πρόχειρος, και συγχρόνως απόκεντρον, δια να είναι μακράν παντός θορύβου, κατά το δυνατόν. Ως τοιαύτην δε θέσιν εύρον κατάλληλον την πλατείαν Δασκαλογιάννη. Η πλατεία Δασκαλογιάννη δύναται να διαρρυθμισθή κατά τοιούτον τρόπον ώστε να εξωραϊσθή και εξωτερικώς η Βιβλιοθήκη, τοποθετουμένης μάλιστα εις το κέντρον της πλατείας και της προτομής του Δασκαλογιάννη...»

Μετά ταύτα, «η Εφορευτική Επιτροπή, κατόπιν των γενομένων επί του θέματος συζητήσεων, υποβάλλει προς το Δημοτικόν Συμβούλιον την ευχήν όπως προκηρυχθή διαγωνισμός δια την εκπόνησιν του σχεδίου του Μεγάρου της Βιβλιοθήκης εν τω δημοτικώ οικοπέδω της πλατείας Δασκαλογιάννη (το μέγαρον δέον να προβλέπη την εγκατάστασιν της βιβλιοθήκης 100.000 τόμων βιβλίων, την ύπαρξιν δύο αναγνωστηρίων, επιστημόνων και μαθητών, την εγκατάστασιν του Τουρκικού Αρχείου αριθμούντος πλέον των 2.000 τόμων, και την ύπαρξιν ευρυχώρου αιθούσης διαλέξεων, εκθέσεων και καλλιτεχνικών εν γένει συγκεντρώσεων, γραφείων υπηρεσίας, ιματιοθήκης και λοιπούς αναγκαίους χώρους...)».

Το Δημοτικό Συμβούλιο αποδέχτηκε το αίτημα της Επιτροπής, προκηρύχτηκε ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός και δημοσιεύτηκε στο αρμόδιο όργανο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, τα Τεχνικά Χρονικά (τεύχος 18 του 1940). Πολλοί αρχιτέκτονες ασχολήθηκαν με το θέμα και υποβλήθηκαν 10 σχέδια, τα οποία βρισκόταν στο γραφείο της Μηχανικής Υπηρεσίας του Δήμου. Η κατάσταση τις παραμονές του πολέμου δεν επέτρεψε τη σύγκληση της Επιτροπής Κρίσεως για τη βράβευση του καλύτερου σχεδίου. Τα σχέδια έμεναν σφραγισμένα, και έτσι άνοιχτα κάηκαν όταν βομβαρδίστηκε το Δημαρχείο.

Ύστερα από τον πόλεμο, το νέο Δημοτικό Συμβούλιο, παρά την παραπάνω απόφαση του προηγούμενου Συμβουλίου, ενέκρινε σχέδιο του αρχιμηχανικού Ιωάννη Βαρκαράκη για την ανοικοδόμηση μεγάρου προς οικονομική εκμετάλλευση στο δημοτικό οικόπεδο της πλατείας Δασκαλογιάννη, που προοριζόταν για τη Στέγη Γραμμάτων. Οι τότε δημοτικοί άρχοντες προτίμησαν αντί της Στέγης Γραμμάτων να εξασφαλίσουν μερικά ενοίκια στον Δήμο.

Ο πόλεμος, ανέκοψε φυσικά κάθε δράση για τη βελτίωση της Βιβλιοθήκης. Και όχι μόνο αυτό. Το αναγνωστήριο της Βιβλιοθήκης και το κάτω απ' αυτό υπόγειο έγιναν καταφύγιο, όπου έτρεψε να σωθεί ο κόσμος από τους βομβαρδισμούς. Η είσοδος της Βιβλιοθήκης ήταν ανοικτή και τις 24 ώρες του ημερονυκτίου, εκτεθειμένη σε κάθε κίνδυνο κλοπής, πυρκαϊάς, κλπ.

Η άθλια αυτή κατάσταση συνεχίστηκε και στα 1941-1942. Τον Φεβρουάριο του 1943 κατέπλευσε στο λιμάνι του Ηρακλείου το πλοίο ΚAMELIA με το σιτάρι και τα άλλα τρόφιμα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Και γεννήθηκε το ζήτημα αποθήκευσής των. Κατάλληλοι χώροι γι' αυτό θεωρήθηκαν η αίθουσα της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου, που στέγαζε τότε τον κινηματογράφο «ΜΙΝΩΑ», και τη Βικελαία Βιβλιοθήκη! Στην είσοδό της άνοιξαν στο τσιμεντένιο πάτωμα μία τρύπα και από εκεί έχυναν στο υπόγειο το σιτάρι. Τα τσουβάλια με τα όσπρια, το ρύζι και τη ζάχαρη τα αποθέσαν πάνω στα τραπέζια του αναγνωστηρίου και στις βιβλιοθήκες, που είχαν φτιάξει ο υπογράφων με τον Νικόλαο Σταυρινίδη και όπου είχαν τοποθετηθεί οι κώδικες του Τουρκικού Αρχείου, τους οποίους περιμάζεψαν από την πλατεία Δασκαλογιάννη, όπου τους είχαν πετάξει οι Γερμανοί. Εύκολο να φανταστεί κανένας τις στρατιές των ποντικών, που, πεινασμένοι κι αυτοί, έτρεξαν από όλη την πόλη στο σιτάρι για... συνεστίαση!

Η χρήση αυτής της Βιβλιοθήκης, για την αποθήκευση όχι μόνο της πνευματικής τροφής αλλά και της υλικής, εξακολούθησε ως το τέλος της γερμανικής Κατοχής. Αλλά το σοβαρότερο γεγονός, που απείλησε την ίδια την ύπαρξη της Βιβλιοθήκης, ήταν ο συμμαχικός βομβαρδισμός της πόλης του Ηρακλείου το φθινόπωρο του 1943. Μία από τις βόμβες εκείνες έπεσε στην άκρα του παλιού βυζαντινοβενετικού τείχους κι από εκεί γλίστρησε, μπήκε από το μεσαίο ανατολικό παράθυρο του αναγνωστηρίου και έπεσε πάνω στα τσουβάλια με τα φασόλια! Η βόμβα δημιούργησε στον κόσμο πανικό. Κανείς δεν πλησίαζε τη Βιβλιοθήκη και οι περίοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, περιμένοντας στην έκρηξή της, νομίζοντας πως ήταν ωρολογιακή. Αλλά φαίνεται πως και η βόμβα λυπήθηκε τη Βιβλιοθήκη και δεν έσκασε. Ύστερα από τρεις μέρες, αφού δεν έσκασε, οι Γερμανοί πήραν έναν υπόδικο από τη Χρυσοπηγή, για να την μεταφέρει έξω, με την υπόσχεση, ότι θα τον αφήσουν ελεύθερο. Όπως και έγινε. Κι έτσι απαλλάχτηκε η Βικελαία από τον εφιάλτη της βόμβας.

Από τον Οκτώβρη του 1944 μέχρι τον Οκτώβρη του 1946 η Βιβλιοθήκη λειτούργησε στον ίδιο ισόγειο χώρο του Μεγάρου των Αχτάρικων. Το 1947 την μετέφεραν στον πρώτο όροφο του ίδιου μεγάρου, όπου στεγάστηκε επί σαράντα περίπου έτη, οπότε αποφασίστηκε η παραχώρηση σε αυτήν όλων των χώρων του (πλην εκείνων του ισογείου).

Πηγή


Πηγή: pancreta