MARCIA FUNEBRE - Ειδήσεις Pancreta

φωτο: "Πασχα", Marc Chagall

Ο Μπάμπης Τάτσης εκμεταλλεύτηκε μια μικρή ανάπαυλα της δουλειάς και χάζευε την κίνηση στο δρόμο. Ήταν Πρεβεζάνος, αλλά μετρούσε ήδη μια τετραετία στη ρεσεψιόν του Imperial. Στα ούτε τριάντα του ήταν καλή τύχη να κολλάει αδιαλείπτως ένσημα και μάλιστα στην Κέρκυρα. Ας είναι καλά οι ξένες γλώσσες και ένας μπάρμπας του που τον σύστησε στους ιδιοκτήτες. Η αλήθεια είναι ότι το ξενοδοχείο Imperial, κτίσμα της δεκαετίας του ’60, ελάχιστα πια τιμούσε το μεγαλοπρεπές όνομά του. Ωστόσο η προνομιακή του θέση στην πιάτσα της πόλης δεν το άφηνε ποτέ χωρίς πελατεία. Ειδικά τώρα που πλησίαζε Πάσχα, όλα τα δωμάτια ήταν κλεισμένα από βδομάδες. Και μάλιστα όχι ΚΑΠΗ και πενταήμερες λυκείων, αλλά free τουρισμός, κυρίως Έλληνες, αλλά και κάποιοι Ιταλοί, πιστοί προσκυνητές του κερκυραϊκού φολκλόρ. Το Πάσχα του 2021 μάλιστα έπεφτε μέσα στο Μάη και οι πασχαλινοί επισκέπτες ήταν οι αγγελιοφόροι μιας ακόμη λαμπρής τουριστικής σεζόν.

Μεγάλη Τετάρτη  σήμερα και ο Μπάμπης ήταν ήδη πτώμα από κούραση. Απολάμβανε λοιπόν την απρόσμενη ησυχία του απογεύματος για καφεδάκι και λίγο χάζι στην περατζάδα.  Μπορεί να μην ήταν ντόπιος, αλλά μετά από λίγα χρόνια στην πιάτσα είχε τους φίλους του, είχε τους γνωστούς του, αναγνώριζε και κάποιες φάτσες κλασικές. Την ώρα εκείνη πέρασε και μια τέτοια φάτσα, ο Αμλέτος, ψηφίδα στο μικροαστικό libro d’ oro της πόλης. Το βλέμμα του Μπάμπη τράβηξε η χαρακτηριστική του κίνηση, το χούι του: Εκεί που περπατούσε έσφιγγε τα χέρια του σε δυο χαλαρές γροθιές, τα ένωνε με το εσωτερικό τους στο ύψος του στήθους και τα απομάκρυνε πάλι υψώνοντάς τα λίγο πάνω. Πότε το έκανε; Στα ξαφνικά, όταν περπατούσε. Εκεί που βάδιζε ωραία και καλά χτυπούσε χαλαρά τα χέρια του και αυτό ήταν όλο. Όχι συνέχεια, πού και πού, εκεί που δεν το περίμενες. Ήρεμα και απλά. Στο περπάτημα, άμα καθόταν το ξεχνούσε. Κατά τα άλλα ο Στέφος ο Καβάσιλας – έτσι τον λέγανε κανονικά - ήταν γνωστός και αγαπητός σε όλους. Ήσυχο και γελαστό γεροντοπαλίκαρο, φύτρωσε λες μες στα μαγαζιά. Από τότε που αποστρατεύτηκε μπήκε στο μαγαζί του πατέρα του, καφεκοπτείο και ξηροί καρποί, και δεν πείνασε ποτέ. Ούτε και απασχόλησε ποτέ κανέναν με άλλου είδους ντράβαλα και παρεξηγήσεις. Ίσως γι’ αυτό και η ντόπια κοινωνία, που αλλιώς δεν συγχωρεί τέτοιες ιδιοτροπίες, τον σεβόταν και παρέβλεπε το παράξενο αυτό χούι. Τώρα πώς του κόλλησε το «Αμλέτος» ο Μπάμπης δεν το ‘ξερε, τα παρωνύμια δε θέλουν και πολύ να σου τα φορέσουνε και άμα σου τα κολλήσουνε, τέρμα, τα κουβαλάς εφ’ όρου ζωής που λένε.

  • Κύριε Χαράλαμπε, καλησπέρα! Να σας απασχολήσω;
  • Ασφαλώς, κυρία Κική. Σε τι μπορώ να φανώ χρήσιμος;

Η ησυχία του Μπάμπη είχε ήδη τελειώσει. Τόσο ήταν η χάρη του. Τον διέκοψε η ευγενής όχληση της κυρίας Κικής. Αυτή ήταν ένα καινούριο φρούτο στο ξενοδοχείο. Φρούτο εξωτικό. Ήταν η ακράδαντη απόδειξη ότι το κερκυραϊκό Πάσχα είχε φουλάρει. Κοτσονάτη 60άρα (άντε κάτι παραπάνω) είχε πιάσει το ακροτελεύτιο μονόκλινο με το μικρό μπαλκονάκι. Ωραία θέα, αλλά πολύ μικρό για να νοικιαστεί ακόμη και σε φοιτητικό μπατιροζεύγαρο. Η κυρία Κική όμως ταξίδεψε μόνη και μάλιστα πρώτη φορά στο νησί. Και βάλθηκε να τρελάνει τον έρμο τον ρεσεψιονίστα στις ερωτήσεις:

  • Λεωφορείο για το Αχίλλειον έχει το απόγευμα; Ή καλύτερα να πάω το πρωί;
  • Καλύτερα πρωί, κυρία Κική. Τα λεωφορεία ξεκινούν από την πλατεία Σαρόκο…
  • Άκουσα στο τοπικό κανάλι ότι θα έχει συναυλία εκκλησιαστικής μουσικής. Τι ώρα είναι; Πού θα γίνει;
  • Στις 9 το βράδυ, κυρία Κική. Στο Δημοτικό Θέατρο. Ως τότε πάτε μια βόλτα…

Η ανάκριση συνεχίστηκε για αρκετά λεπτά ακόμη. Τον έσωσε μια οικογένεια Ιταλών που ζητούσε σεντόνια και έξτρα προσόψια. Προφασίστηκε δουλειά και χαιρέτησε την Κική που ξεπόρτισε για απογευματινό σουλάτσο.

-----------------------------------------------------------------------------

Τη Μεγάλη Πέμπτη ο Μπάμπης είχε πρωινή βάρδια. Αν και για να πούμε την αλήθεια η φούρια της πασχαλινής δουλειάς είχε καταργήσει τα ωράρια και οι εργαζόμενοι έτρεχαν και δεν προλάβαιναν. Το πρωί όμως γινόταν και οι τροφοδοσίες και στον πάγκο ήταν σκυμμένος και ο Μάρκος. Μόλις είχε φέρει ποτά και αναψυκτικά και συμπλήρωνε το τιμολόγιο. Το σουλάτσο έξω ήταν αρκετά πυκνό και ο ρεσεψιονίστας είδε με την άκρη του ματιού του δύο χέρια να υψώνονται για λίγο ψηλά και μετά να ξαναπέφτουν. Σύντομα ο Αμλέτος πλησίασε και ασυναίσθητα ξανάκανε την στερεοτυπία του: Δυο χαλαρές γροθιές να ενώνονται στο εσωτερικό και να χωρίζουν στο ύψος του κεφαλιού.

Ο Μπάμπης δεν μπόρεσε να μην σχολιάσει:

  • Περιπτωσάρα κι αυτός ο Αμλέτος,  ε;
  • Ποιος; Ο Μάρκος σήκωσε το κεφάλι και τον είδε πάνω από τα γυαλιά.
  • Λέω, ο Αμλέτος.
  • Α, ο Στέφος. Δηλαδή τι περιπτωσάρα; Ο Κερκυραίος Μάρκος έδειξε μια μικρή ενόχληση.
  • Να, λέω, με την κίνηση που κάνει. Είναι λίγο παράξενη.
  • Κανέναν δεν πειράζει. Μακάρι όλος ο κόσμος να είχε τέτοιες μικρές παραξενιές.

Ο Μπάμπης δαγκώθηκε. Κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να μιλήσει απαξιωτικά:

  • Δεν έχεις άδικο. Εξάλλου φαίνεται μια χαρά τύπος. Αλήθεια, γιατί το κάνει; Και πώς του κόλλησε το Αμλέτος;
  • Καλά δεν το ξέρεις; Πόσα χρόνια είσαι εδώ, ρε Μπάμπη; Τα πιατίνια βαράει.
  • Τι βαράει;
  • Πιατίνια. Της φιλαρμονικής. Γι’ αυτό τον λένε Αμλέτο. Σε όποιον ρωτάει αυτό του λέει: Ότι παίζει τον Αμλέτο, ξέρεις, το κομμάτι που παίζει η Παλιά το Μεγάλο Σάββατο.
  • Είναι μουσικός;
  • Ε, μουσικός… Μουσικό να τον πει ο θεός… Άμα κρεμάσουν τους μουσικούς αυτός τζάμπα θα πάει… Στα νιάτα του έπαιζε τα πιατίνια στην Παλιά. Πιο πολύ μοστράριζε την ωραία στολή για να κάνει εντύπωση στις γκόμενες. Εγώ είμαι λίγο πιο μικρός, αλλά τον θυμάμαι. Άμα τέλειωσε τον στρατό, μπήκε στο μαγαζί του πατέρα του και μετά από λίγα χρόνια παράτησε τις φιλαρμονικές. Του ‘μεινε όμως το χούι. Αυτό όμως, τίποτε άλλο. Κατά τα άλλα μια χαρά τύπος είναι.
  • Οικογένεια έκανε;
  • Μπα, απόμεινε εργένης. Στα νιάτα του τριγύρισε με κάμποσες, μα καμιά δεν του έκανε για νύφη. Η μια του ξίνιζε, η άλλη του βρομούσε. Μετά πέρασαν τα χρόνια, συνήθισε εργένης, ξέρεις: «Ή μικρός-μικρός παντρέψου, ή μικρός καλογερέψου» που λένε. Πάντως και τώρα που είναι συνταξιούχος, ανάγκη δεν έχει κανέναν. Κύριος! Και πού και πού «βολεύει» και καμιά ξένη.

Με την τελευταία πληροφορία ο Μάρκος του ‘κλεισε το μάτι. Και καλά «μεταξύ ανδρών». Στο πάγκο της ρεσεψιόν στο μεταξύ πλάκωσαν κι άλλοι. Κλειδιά, χάρτες, τηλέφωνα για ενοικιαστικά αυτοκίνητα... Κόντευε μεσημέρι και να σου και η κυρία Κική:

  • Τι κάνετε κύριε Χαράλαμπε;

Ήταν η μόνη στον κόσμο που τον έλεγε Χαράλαμπο και όχι Μπάμπη.

  • Καλά κυρία Κική. Πώς σας φάνηκε το Αχίλλειον;
  • Ωραίο βρε παιδί μου, αλλά ξεθεώθηκα. Και πήχτρα στον κόσμο. Πολλά είδα και λίγα κατάλαβα. Στο Αχίλλειον τελικά έμενε η Σίσυ ή η Ελισάβετ;
  • Είναι το ίδιο πρόσωπο, κυρία Κική. Η αυτοκράτειρα της Αυστρίας.
  • Και τι ώρα αρχίζουν τα 12 Ευαγγέλια στον Άγιο Σπυρίδωνα;
  • Τα ποια;
  • Τα 12 Ευαγγέλια, κύριε Χαράλαμπε, Μεγάλη Πέμπτη σήμερα. Ξέχασες; «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»
  • Θα δω το πρόγραμμα της Μητρόπολης, κυρία Κική, και θα σας πω.

Η Μεγάλη Παρασκευή είχε μόλις περάσει. Μεσάνυχτα και στην πόλη μάζευαν τα μοβ πένθιμα φαναράκια για να υποδεχτούν ένα θριαμβικό Σάββατο, το πιο Μεγάλο της Ορθοδοξίας, το πιο Λαμπρό της Κέρκυρας. Λίγη ώρα πιο πριν πέρασε κι ο Αμλέτος στο δρόμο για το σπίτι του. Πάλι τα χέρια, πάλι τα «πιατίνια». Τώρα όμως ο Μπάμπης – μετά την κουβέντα με τον Μάρκο- τον είδε αλλιώς, πιο συγκαταβατικά. Κατά κάποιο τρόπο τον είδε πιο πολύ «Στέφο» παρά γραφικό «Αμλέτο».

Τώρα στο μικρό σαλόνι της υποδοχής είχε μείνει μόνο η Κική. Έπλεκε και έβλεπε επαναλήψεις και τηλεμάρκετιγκ να περάσει η ώρα.  Μια και ήταν μόνη, είχε σηκώσει και λίγο τα πόδια ψηλά στον καναπέ να τα ξεκουράσει. Είχε βλέπεις ακολουθήσει από το μεσημέρι 2-3 Επιτάφιους. Το φχαριστήθηκε αλλά ξεποδαριάστηκε. Ο Μπάμπης ένιωσε την υποχρέωση να της κάνει λίγη παρέα, κι ας τον είχε πρήξει τόσες μέρες. Βγήκε από τον πάγκο του και έκατσε απρόσκλητος στη διπλανή πολυθρόνα.

- Τι κάνετε κυρία Κική; Βρήκατε τελικά το σπίτι της Ρένας Βλαχοπούλου;

- Μπα, δεν έμαθα πού είναι, αλλά μου άρεσαν πολύ οι Επιτάφιοι. Στα μέρη μας δεν έχουμε τόση μεγαλοπρέπεια με τις φιλαρμονικές και τα τοιαύτα.

- Από πού είστε, αν επιτρέπεται;

- Καλέ πώς δεν επιτρέπεται! Από τον Έβρο, από τους Μεταξάδες. Και μίλα μου στον ενικό, τόσες μέρες πια γνωριζόμαστε.

- Εντάξει, λέγε με κι εσύ Μπάμπη, όπως όλος ο κόσμος. Και πώς και ταξίδεψες μόνη; Οικογένεια έχεις;

- Έχω, πώς δεν έχω! Έχω δυο κορίτσια παντρεμένα με παιδιά. Ο άντρας μου δυστυχώς έγινε μακαρίτης πριν από δύο χρόνια. Τα παιδιά έφυγαν στο εξωτερικό για Πάσχα κι εγώ αποφάσισα να μην ξεμείνω μόνη να κοιτάζω τα ντουβάρια.

- Καλά έκανες κυρία Κική. Και πώς και διάλεξες την Κέρκυρα; Έχεις τίποτε συγγενείς ή φίλους; Έχεις ξανάρθει;

- Μπα, πρώτη φορά έρχομαι. Κανέναν δεν ξέρω. Ή μάλλον ήξερα κάποτε έναν.

- Δηλαδή;

Η Κική δίστασε. Ασυναίσθητα τσέκαρε με το βλέμμα αν όντως είναι μόνη με τον νεαρό και συνέχισε.

  • Ήξερα κάποτε έναν Κερκυραίο, αλλά πέρασαν πολλά χρόνια και δεν ξέρω καν αν ζει.
  • Όλα αυτά τα χρόνια δεν είχες καμία επικοινωνία;
  • Μπα, τίποτε. Σου είπα ότι δεν ξέρω ούτε αν ζει, ούτε αν βρίσκεται στην Κέρκυρα. Μα και να ζει δε θα με θυμάται. Μα και να με θυμάται, δε θα θέλει να με δει.
  • Μη το λες. Πώς και γνωριστήκατε;

Η Κική αμφιταλαντεύτηκε. Από τη μία δεν το έβρισκε σωστό να κάνει εκμυστηρεύσεις σε έναν άγνωστο που ηλικιακά θα μπορούσε να είναι γιος της. Από την άλλη είχε μεγάλη ανάγκη να μιλήσει, μέρες τώρα μόνη και «μουγκή». Τελικά έβαλε στην μπάντα τις αναστολές της, στο κάτω-κάτω εδώ κανένας δεν την ήξερε.

  • Πάνε σχεδόν 40 χρόνια, Μπάμπη μου. Ήμουν μαθήτρια και τελείωνα το Γυμνάσιο. Τότε γνώρισα έναν Κερκυραίο φαντάρο. Το πώς γνωριστήκαμε, το πώς τα ‘παμε, το πώς τα μπλέξαμε, μην τα ρωτάς. Ντρέπομαι να στα πω. Η ουσία είναι πως αγαπηθήκαμε. Τι αγάπες δηλαδή, έρωτας, έρωτας τρελός. Κοριτσόπουλο άβγαλτο ήμουνα, έπεσα με τα μούτρα. Ξέχασα τα βιβλία και τα γράμματα, ξελογιάστηκα που λένε.
  • Και πώς και δεν συνεχίσατε;
  • Στην επαρχία, και ειδικά την εποχή εκείνη, αυτά ήταν ζόρικα πράγματα. Δεν ήταν δύσκολο να φτάσει στα αυτιά του πατέρα μου. Και τότε, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Μ’ έσπασε στο ξύλο και μ’ έκλεισε στο σπίτι. Το σχολείο το έβγαλα όπως-όπως και με αυστηρή επιτήρηση. Πήγε και στον διοικητή του στρατοπέδου και διαμαρτυρήθηκε. Ζήτησε μάλιστα να το μεταθέσουν το παιδί.
  • Τελικά τι απόγινε; Έμαθες κυρία Κική;
  • Τι να γίνει; Έφυγε με μετάθεση, απολύθηκε, γύρισε στην Κέρκυρα. Όμως δε με ξέχασε. Μου έστελνε γράμματα, μου έλεγε ότι μ’ αγαπούσε, ότι θα μ’ έπαιρνε και τέτοια. Το πήρε χαμπάρι όμως ο πατέρας μου και έπιασε τον ταχυδρόμο από τον λαιμό. Μικρός ο τόπος, όλοι γνωστοί, ποιος θα του έφερνε αντίρρηση; Τα γράμματα σταμάτησε να μου τα φέρνει.
  • Και;
  • Τι και; Καλόγρια θα γινόμουνα; Με ζήτησε ένα παλικάρι από το χωριό και ο πατέρας μου με έδωσε. Έτσι γινόταν τότε. Πάει και τελείωσε. Παντρεύτηκα, έκανα δυο κόρες, τις πάντρεψα, δόξα τω θεώ έχω εγγόνια.
  • Δεν έχεις τίποτε δικό του δηλαδή; Καμία πληροφορία;

Η Κική σιωπά. Διστάζει και πάλι. Πιάνει την τσάντα της και βγάζει ένα μάτσο κιτρινισμένα χαρτιά.

  • Άμα πέρασαν τα χρόνια με επισκέφτηκε ο ταχυδρόμος του χωριού. Μόλις είχε πάρει σύνταξη και είπε πως δεν μου παρέδωσε μια ντουζίνα γράμματα και το ’χε βάρος. Μου τα ‘φερε λέει για να ευχαριστηθεί το εφάπαξ, να κλείσει όλα τα τεφτέρια.
  • Γράμματα; Του Κερκυραίου;

Τώρα ο Μπάμπης είχε σκάσει από περιέργεια. Όχι μόνο δεν τον κούραζε η παράξενη παρέα του, αλλά από μέσα του παρακαλούσε να μην τους ενοχλήσει κανένας τουρίστας. Η Κική συνέχισε:

  • Να, διάβασε ένα για να καταλάβεις.

Ο ρεσεψιονίστας πήρε το χαρτί που του πρότεινε και το διάβασε:

«Αγαπημένη μου Κική,

η ζωή μάς χώρισε προσωρινά, αλλά δεν το βάζω κάτω. Δεν ξέρω γιατί δεν μου απαντάς. Ίσως δε σε αφήνει ο πατέρας σου, ίσως δεν με θέλεις πια. Αν με αγαπάς ακόμη, θα σε περιμένω. Μόνο στείλε μου μιαν είδηση. Θα σε περιμένω το Πάσχα. Σου έχω νοικιάσει ένα ωραίο δωμάτιο στο ξενοδοχείο Imperial. Έχει την καλύτερη θέα. Το Μεγάλο Σαββάτο το πρωί θα σου κάνω καντάδα με 100 μουσικούς. Θα σου παίξω τον Αμλέτο. Μόνο για σένα. Για σένα και τον Άγιο Σπυρίδωνα. Και μάρτυς μου ο Άγιος ότι την Κυριακή του Πάσχα θα σε πάω στον πατέρα μου και του Θωμά θα παντρευτούμε. Αν όμως δεν μπορέσεις να έρθεις, θα σε περιμένω. Θα σε περιμένω κάθε Πάσχα. Με τον Αμλέτο και τους 100 μουσικούς. Για σένα.

Δικός σου,

Στέφανος Καβάσιλας»

Ο Μπάμπης μένει άφωνος. Σηκώνει το βλέμμα έξω από την τζαμαρία, στο δρόμο. Δε μιλάει. Στα αυτιά του χτυπάνε πιατίνια. Μόλις που ακούει την κυρία Κική να σχολιάζει:

  • Είδες Μπάμπη μου; Ήρθα κι εγώ στα γεράματα να δω ένα Μεγάλο Σάββατο στην Κέρκυρα. Να μου φύγει η περιέργεια. Έτσι από πείσμα… Μα τι σ’ έπιασε και σηκώθηκες; Βαρέθηκες, ε; Σε ζάλισα με τα δικά μου…

Ο Μπάμπης είχε ήδη φτάσει στον πάγκο και σκάλιζε την ατζέντα της ρεσεψιόν. Πήρε το τηλέφωνο και σχημάτισε ένα νούμερο.

  • Έλα Μάρκο, ο Μπάμπης είμαι από το Imperial.
  • Καλά, στον ύπνο σου με έβλεπες; Ξέρεις δεν κάνουν όλοι νυχτερινές βάρδιες… Όχι δεν κοιμόμουνα, είμαι μπροστά στο χαζοκούτι ακόμη.
  • Μήπως έχεις, ρε Μάρκο, το τηλέφωνο του Αμλέτου;

Το Μεγάλο Σάββατο η Κική έχει θρονιαστεί από το πρωί στο μπαλκόνι του δωματίου. Το ξενοδοχείο το στόλισε με κόκκινο χαλάκι. Η μεγάλη πομπή της λιτανείας του Αγίου Σπυρίδωνα περνάει από κάτω.  Μπροστά οι πρόσκοποι, αγόρια και κορίτσια, ακολουθεί ο σταυρός με το φλάμπουρο. Έπειτα 20 κυρίες με ταγέρ και 20 κύριοι με κουστούμια με αργό τελετουργικό βηματισμό. Μετά η Παλιά Φιλαρμονική. Πάμπολλοι μουσικοί. Μπλε στολές, κόκκινα σιρίτια, χρυσές περικεφαλαίες. Ουράνια μουσική. Πνευστά που δεν ξέρει καν το όνομά τους. Τύμπανα μεγάλα και μικρά, πιατίνια. Η Κική δακρύζει. Σκέφτεται τα χαμένα χρόνια, τις χαμένες Πασχαλιές. Την «ξυπνάει» ο ήχος του τηλεφώνου. Ο Μπάμπης από την ρεσεψιόν:

  • Κυρία Κική, καλημέρα! Ένας κύριος σε περιμένει στη ρεσεψιόν. Έχει λουλούδια για σένα. Μπορείς να κατέβεις κάτω;

Μανόλης Χατζηπαναγιώτου


Πηγή: pancreta.gr