«Ο ορός» - Διήγημα της Αφροδίτης Φραγκιαδουλάκη - Ειδήσεις Pancreta

  φωτο: sculpture by Pepe Monserrate

— Κυρία μου, να έχετε το νου σας, μόλις τελειώσει ο ορός να μας φωνάξετε να τον αντικαταστήσουμε.

Άνοιξα τα μάτια. Ώστε δεν ονειρευόμουν. Βρισκόμουν πράγματι στο διάδρομο ενός νοσοκομείου που διανυκτέρευε. Με την άκρη του βλέμματος, πρόλαβα να δω τη γαλαζοπράσινη φιγούρα της νοσοκόμας πριν εξαφανιστεί πίσω από τη βαριά, μισή ξύλινη, μισή μεταλλική, πόρτα. Να μετρήσω μορφασμούς δυσαρέσκειας ή αγωνίας, βήματα, χειρονομίες, υποψίες δακρύων, ανασηκώματα ώμων.

Δεν έβλεπα καθαρά είναι η αλήθεια. Ο εγχειρισμένος για καταρράκτη οφθαλμός μου δυσκολευόταν να εντοπίσει τις λεπτομέρειες που θα με βοηθούσαν να βγω από το θαμπό και άτονο τοπίο μιας ταλαιπωρημένης από την ηλικία όρασης. Αλλά ας μην παραπονιόμουν. Πριν ελάχιστες εβδομάδες είχα κλείσει επιτυχώς και με εγκάρδιες ευχές τα εξήντα. Έστρεψα τη προσοχή μου στο ημιδιάφανο πλαστικό μπουκάλι που στάλαζε πολύτιμες σταγόνες στο αντρικό χέρι, το οποίο προεξείχε άχρωμο, χωρίς αίμα σχεδόν, από το λευκό, μπαμπακερό σεντόνι. Για λίγα δευτερόλεπτα μου φάνηκε τόσο εύθραστο αυτό το χέρι, που θαρρείς το σκληρό, ατσαλάκωτο ύφασμα θα μπορούσε να το συνθλίψει ή να το κόψει σε φέτες. Το χέρι κουνήθηκε. Ο άνθρωπος στο φορείο βόγκηξε. Ένιωσα το κορμί μου να παραλύει. Το μάτι μου το γερό να υγραίνεται. Κι όλα γύρω μου να βουλιάζουν σε μια θλιβερή, αδιαπέραστη ομίχλη. Ήταν ο άνθρωπός μου που βογκούσε.

Χάιδεψα τον λιπόσαρκο όγκο και του μίλησα. Είμαι εδώ. Μη φοβάσαι. Ο όγκος ρίγησε πριν τελικά αναστενάξει. Οι πτυχές στο σεντόνι ηρέμησαν. Άφησα τον αέρα από τα πνευμόνια μου να δραπετεύσει αθόρυβα, μην τυχόν και διαταράξει την απροσδόκητη γαλήνη του αναστεναγμού εκείνου.

Το ρομά κορίτσι απέναντι, μου χαμογέλασε με συγκατάβαση. Φορούσε σαγιονάρες με στρας που λαμποκοπούσαν πάνω στα μελαχρινά πόδια του. Στα γόνατα κρατούσε ένα παιδί μικρότερο από τεσσάρων χρόνων. Το παιδί κοιμόταν πιπιλίζοντας το δάκτυλο, ενώ ήταν φανερό πως πριν το πάρει ο ύπνος έκλαιγε γοερά. Τα δάκρυα είχαν σχηματίσει σκονισμένα ρυάκια στο δέρμα του. Τώρα ανάσαινε ρυθμικά στο στήθος της ανήλικης μάνας του, που κοιτούσε πότε το χαρτάκι με το νούμερο στη παλάμη της και πότε την αιώνια κλειστή πόρτα. Άθελά μου σκέφτηκα τα εγγόνια μου. Είχα μήνες να τα δω. Διόλου περίεργο αφού ζούσαν με τους γονείς τους στο εξωτερικό και οι μοναδικές λέξεις που πρόφεραν με ευφράδεια στα ελληνικά ήταν, παππού και γιαγιά.

— Όχι, δε θα με αφήσεις, ψιθύρισα στο σώμα. Έγειρα στο φορείο. Όπως συνήθιζα να γέρνω στο κρεβάτι. Στο στέρνο του. Στην καρδιά του. Αγνοούσα μέχρι εδώ τι τροπή ενδέχεται να πάρουν οι σκέψεις, τη δύσκολη ώρα που αποχωρίζεσαι τη ζωή σου. Μα σίγουρα οι σκέψεις μου δεν είναι οι αναμενόμενες. Οι σκέψεις που θα πλημμύριζαν μια εξηντάχρονη γυναίκα σε ένα διάδρομο νοσοκομείου με τον άντρα της ξαπλωμένο σε ένα φορείο. Το μυαλό μου ξεφεύγει και επικεντρώνεται σε μια ανάμνηση. Η επαφή μιας ξένης κοιλιάς με την κοιλιά μου, μια αρχαία ηδονή, ένας ωκεανός πόθων, αυτή ήταν η αίσθηση που θα υπερίσχυε τα πρώτα λεπτά μιας πρωτόγνωρης όσο κι αναπόφευκτης ένωσης. Κι ύστερα θα ερχόταν το κύμα, η κίνηση. Και όλα θα περιστρέφονταν επίμονα γύρω από ετούτη τη κίνηση.

Και ρέω. Είμαι πάλι 18 χρόνων και περπατάω βραδάκι στη προκυμαία της κωμόπολης που σπουδάζω… και νιώθω παράξενα, σαν κάτι να περιμένω να συμβεί και δε ξέρω τι ακριβώς… επιπλέον νιώθω μόνη, περίπου μελαγχολική, γιατί η συγκάτοικός μου πάλι κλείστηκε στο μικρό μας διαμέρισμα και κάνει σεξ με το φίλο της κι εγώ έφυγα για να μη τους ακούω, δε ξέρω τι είναι το σεξ, πώς είναι, αν μου αρέσει…. αλλά αισθάνομαι μια αναστάτωση στο στομάχι μου, κάτι θέλω πολύ, κι αδυνατώ να πω με βεβαιότητα τι είναι…

Και τότε αντικρίζω έναν ψηλό, αδύνατο νεαρό να βαδίζει από την αντίθετη πλευρά προς το μέρος μου…

Δε με κοιτάζει καθόλου, είναι αφηρημένος, κοιτάζει τη θάλασσα και σκέφτεται… εγώ όμως μαγνητίζομαι από το θέαμα και δε μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου από την αγορίστικη σιλουέτα…. είναι κιόλας νύχτα αλλά μου φαίνεται όμορφος…

Χαζεύει το δίχως άλλο και πέφτει επάνω μου τη στιγμή που κλείνω τα βλέφαρα κι αναρωτιέμαι πώς να αντιδράσω για να με προσέξει…

Η σύγκρουση είναι σφοδρή, οι κορμοί μας κλυδωνίζονται κι επιτέλους κοιταζόμαστε στα μάτια… και βλέπω στα μάτια του ότι σαράντα χρόνια μετά είναι

ερωτευμένος μαζί μου, κι εκείνος βλέπει μέσα στα δικά μου, ότι μου κάνει έρωτα σαράντα χρόνια συνέχεια…

— Όχι, όχι, δε θα μ’ αφήσεις, επαναλαμβάνω με πείσμα. Και κλαίω. Ρέω ακόμα στην πολυκοσμία, στα πλαστικοποιημένα καθίσματα, τα πρόσωπα χωρίς συναισθήματα, στην αναμονή, τις σκέψεις, τους άσπρους τοίχους, τις κουκκίδες από κόκκινο φωσφορίζον χρώμα. Ο ορός τελείωσε. Ο ψηλός, αδύνατος νεαρός με έχει ήδη αφήσει αλλά εγώ δε το γνωρίζω. Αρνούμαι να το μάθω. Χασομερώ σε ένα λαβύρινθο από εκδοχές και στιγμιότυπα. Ανησυχώ. Νομίζω πως χάθηκα. Πως πρέπει να γυρίσω πίσω. Και του πιάνω το χέρι…

Πρώτη δημοσίευση στο fractalart.gr

Διήγημα της Αφροδίτης Φραγκιαδουλάκη

βιογραφικό: Η Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη κατάγεται από το Ηράκλειο, κυκλοφορούν δυο βιβλία της, «το ραντεβού» και η «Κερασία», ενώ έπεται το τρίτο της μυθιστόρημα. Έχει γράψει ακόμα μια ανέκδοτη συλλογή με μικρά ποιήματα και χαϊκού. Πολλά διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στον ημερήσιο και διαδικτυακό τύπο. Διατηρεί ένα μπλογκ τέχνης, το afroui • me & myself (afrouif.tumblr.com) και μια καλλιτεχνική στήλη (afrouiσματα) σε λογοτεχνική ιστοσελίδα. Τη βρίσκετε στο Twitter ως @afroui και στο Facebook με το όνομά της.


Πηγή: pancreta