Ο Εδμόνδος Αμπού στην Ελλάδα -και στην Αίγινα - Ειδήσεις Pancreta

Κυκλοφόρησε πρόσφατα σε νέα μετάφραση από τον εκδοτικό οίκο Μεταίχμιο το κλασικό έργο του Εδμόνδου Αμπού (Edmond About) «Η Ελλάδα του Όθωνα», τίτλος εκσυγχρονισμένος, αφού ο τίτλος του πρωτοτύπου, «Η σύγχρονη Ελλάδα» (La Grèce contemporaine) θα ηχούσε εντελώς παραπλανητικά 165 χρόνια μετά.

O Αμπού (1828-1885) επισκέφτηκε την Ελλάδα το 1852 και έμεινε ως το 1854. Εργάστηκε για τη Γαλλική Σχολή των Αθηνών και με την επιστροφή του στη Γαλλία μετέφερε στο γαλλικό κοινό τις εντυπώσεις του από το νεοπαγές κράτος.

Το βιβλίο αυτό του Αμπού, αλλά κυρίως το επόμενο που έγραψε για την Ελλάδα της εποχής του, «Ο βασιλεύς των ορέων», προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα της εποχής εκείνης, αφού θεωρήθηκαν ανθελληνικά. Όπως θα φανεί και από τα αποσπάσματα που δημοσιεύω, που πάντως δεν είναι και τα πιο καυστικά, ο Αμπού στηλιτεύει τα πολλά στραβά που βλέπει, αλλά αγαπά την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Μπορεί πάντως να σταθεί η κριτική πως αντιμετωπίζει τους Έλληνες ως ανώριμα παιδιά, με τόνο συγκαταβατικό.

Το βιβλίο είχε εκδοθεί παλιότερα σε μετάφραση του (κομμουνιστή διανοούμενου) Απόστολου Σπήλιου και πρόλογο του Τάσου Βουρνά. Σήμερα μεταφράζεται ξανά, κάτι πολύ λογικό αφού η παλιά έκδοση είναι εξαντλημένη και αφού τα σημαντικά βιβλία καλό είναι να ξαναμεταφράζονται κάθε 1-2 γενιές.

Πάντως, θα χρειαζόταν πιστεύω εκτενέστερη αναφορά στην υποδοχή που είχε ο Αμπού και το έργο του στην Ελλάδα του 1860, κάτι που θίγεται μόνο περιστασιακά στον έτσι κι αλλιώς ισχνότατο πρόλογο (σκάρτες τέσσερις σελίδες!) του Τάκη Θεοδωρόπουλου.

Δυστυχώς, ο πρόλογος είναι γραμμένος στο γόνατο. Ξεχώρισα την άστοχη έκφραση ότι το 1850 «το αεροπλάνο δεν έχει ακόμη καθιερωθεί ως μέσο μεταφοράς» -κάτι που θα ταίριαζε για μια εποχή όπου το αεροπλάνο έχει μεν εφευρεθεί αλλά δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε μεταφορές πχ περί το 1910. Αλλά η ακριβολογία δεν ήταν ποτέ το ατού του κ. Θεοδωρόπουλου.

Η μετάφραση της κ. Αριστέας Κομνηνέλλη είναι καλή. Το κείμενο ρέει ευχάριστα, ενώ η μεταφράστρια, πολύ δεοντολογικά, αναγνωρίζει τις οφειλές της στην παλιότερη μετάφραση όταν σε ορισμένα σημεία υιοθετεί μια έκφρασή της ή μεταφέρει μια υποσημείωση της παλιότερης έκδοσης.

Δυστυχώς όμως, ενώ η μετάφραση ρέει, δεν είναι απαλλαγμένη από λάθη και λαθάκια. Παρόλο που δεν έκανα συστηματικό έλεγχο, θα αναφέρω μερικές περιπτώσεις που δεν μπόρεσα να μην τις προσέξω.

Ήδη στην εισαγωγή της μεταφράστριας (σελ. 11), ο Γάλλος λόγιος Jean Tucoo-Chala μεταγράφεται Ζαν Τικό-Καλά (το ίδιο και σε άλλα σημεία, πχ σελ. 173). Πολύ περίεργο, διότι ο (σύγχρονός μας) λόγιος λέγεται Ζαν-Τικό Σαλά, και δεν θα μπορούσε να λέγεται αλλιώς στα γαλλικά. Στις μέρες μας άλλωστε μπορούμε γκουγκλίζοντας να ακούσουμε βίντεο όπου συμμετέχει ο συγκεκριμένος διανοούμενος και να ακούσουμε πώς προφέρεται το όνομά του. Πρόκειται για λάθος ανεξήγητο.

Ένα άλλο, καθαρά μεταφραστικό, όπου υπάρχει αλλαγή νοήματος. Σε ένα σημείο, ο Αμπού λέει ότι φεύγοντας για την Αίγινα πήραν μαζί τους «ρύζι, ζάχα­ρη, καφέ, πατάτες και άλλες πολυτέλειες που δύσκολα βρίσκεις στην πρωτεύουσα» (σελ. 27). Όμως ο Αμπού δεν γράφει αυτό στο πρωτότυπο, γράφει: du riz, du sucre, du café, des pommes de terre et autres provisions de luxe qu’on ne trouve guère que dans la capitale. Αυτό σημαίνει «και άλλες  πολυτέλειες, που μόνο στην πρωτεύουσα τις βρίσκει κανείς». Όχι «δύσκολα στην πρωτεύουσα» αλλά «μόνο στην πρωτεύουσα» -και είναι και λογικό. Φεύγοντας από την Αθήνα, πήραν μαζί τους πχ καφέ που δύσκολα θα έβρισκαν στην Αίγινα.

Σε ένα άλλο σημείο (σελ. 126) ο Αμπού διεκτραγωδεί την απουσία οδικού δικτύου στην Ελλάδα της εποχής) και παραθέτει έναν πίνακα με τους ελάχιστους δρόμους του βασιλείου, όπου διαβάζουμε:

Από το Ναβαρίνο στο Μόδο … 3 λεύγες

Το Μόδο είναι βέβαια η Μεθώνη. Το πρωτότυπο λέει De Navarin à Modon …. 3 lieues

Modon είναι η γαλλική ονομασία της Μεθώνης (Modone η ιταλική, επίσης Modon η ενετική) αλλά δεν νομίζω ποτέ να το είπαμε έτσι στα ελληνικά. Το θεωρώ λοιπόν λάθος -ίσως από επιλογή παρά από άγνοια, αλλά λάθος. Επικουρικά, ενώ υποσημειώσεις υπάρχουν άφθονες, λείπει υποσημείωση που να δίνει την ισοδυναμία της λεύγας -όχι ότι είναι απλό διότι υπήρχαν πολλές μονάδες με την ονομασία αυτή. Πάντως κάπου 4,4 χλμ.

Τέλος, ούτε η επιμέλεια είναι αλάνθαστη. Πέρα από δευτερεύοντα τυπογραφικά λαθάκια, με ενόχλησε στη σελ. 83 το «Υπάρχουν πολλοί λίγοι Άγγλοι» αντί του «πολύ λίγοι Άγγλοι».

Δεν έκανα συστηματικό έλεγχο για λάθη, επαναλαμβάνω, σημείωσα απλώς κάποια που έπεσαν στην αντίληψή μου ενώ διάβαζα το βιβλίο (δεν το έχω διαβάσει ολόκληρο ακόμα).

Αλλά σταματάω τις γκρίνιες και παραθέτω εκτενή αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου («Η χώρα»).

Εντμόντ Αμπού, Η Ελλάδα του Όθωνα, αποσπάσματα

Έκανα τον διάπλου [από τη Μασσαλία] με δυο ανθυποπλοιάρχους που πήγαιναν στη ναυτική βάση της Ανατολής, και τον ναύαρχο Ρομέν Ντεφοσέ. Αυτοί οι κύριοι γελούσαν πολύ με τη φαντασιοπληξία μου σχετικά με την Ελλάδα: ο ένας είχε δει τη χώρα με τα μάτια του· ο άλλος την ήξερε λες και την είχε δει. Όλες οι τραπεζαρίες των αξιωματικών στα κρατικά πλοία είναι κανονικό γραφείο πληρο­φοριών που γνωρίζουν επακριβώς όλες τις δυνατότητες διασκέ­δασης και απόλαυσης που μπορεί να προσφέρει κάθε γωνιά του κόσμου, από τη Νέα Γη έως την Ταϊτή. Κατά τους πολύωρους περιπάτους μας στη γέφυρα, οι δύο συνταξιδιώτες μου, ο ένας περισσότερο από τον άλλο, εξανέμιζαν τις αυταπάτες μου με μια ζέση αποκαρδιωτική, και μου γκρέμιζαν όλες εκείνες τις μεγάλες προσδοκίες μου λες και ράβδιζαν καρυδιές τον Σεπτέμβριο. «Μα» μου έλεγαν «πηγαίνετε στην Ελλάδα χωρίς να σας αναγκάζει κα­νείς; Περίεργα ορίζετε εσείς την ευχαρίστηση! Φανταστείτε βουνά δίχως δέντρα, πεδιάδες δίχως χορτάρι, ποτάμια δίχως νερό, έναν ήλιο δίχως οίκτο, μια σκόνη δίχως έλεος· έναν τόπο όπου τα λαχανικά φυτρώνουν ψημένα, όπου οι κότες γεννούν σφιχτά αυγά, όπου οι κήποι είναι δίχως φύλλα, όπου το πράσινο χρώμα έχει σβηστεί από το ουράνιο τόξο, όπου τα κουρασμένα μάτια σας θα ψάχνουν πρασινάδα και δεν θα βρίσκουν ούτε μαρούλι να ξεκουραστούν!»

Και ενόσω γίνονταν αυτές οι κουβέντες, διέκρινα τα ελληνικά χώματα. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα ήταν μάλλον ανησυχη­τική. Δεν πιστεύω να υπάρχει στον κόσμο πιο άγονη και ξερή έρημος από τις δυο χερσονήσους στον νότιο Μόριά που καταλή­γουν στο ακρωτήριο του Μαλέα και του Ματαπά. Ο τόπος αυτός, που τον ονομάζουν Μάνη, φαίνεται εγκαταλελειμμένος από θεούς και ανθρώπους. Άδικα κούραζα τα μάτια μου, το μόνο που έβλε­πα ήταν κοκκινωποί βράχοι όπου δεν υπήρχε μήτε σπίτι μήτε δέντρο· μια λεπτή βροχή σκοτείνιαζε ουρανό και στεριά, και τί­ποτα δεν μπορούσε να με κάνει να μαντέψω ότι αυτές οι κακόμοιρες μεγάλες πέτρες, οι τόσο θλιβερές όταν τις βλέπεις μέσα στην ομίχλη του Φεβρουαρίου, αστράφτουν με μια ασύγκριτη ομορφιά όταν πέφτει πάνω τους μια ηλιαχτίδα.

[…]

Στον δρόμο για τη Σύρα, αφήσαμε το «Λυκούργος», που συνέχι­σε την πορεία του για τη Σμύρνη, και αποβιβαστήκαμε σε ένα άλλο πλοίο της εταιρείας, το «Ευρώτας», που θα μας κατέβαζε στον Πειραιά. Ετοιμαζόμουν να περάσω από το ένα πλοίο στο άλλο, και προσπαθούσα να συνεννοηθώ όσο καλύτερα μπορούσα, κά­κιστα δηλαδή, με τον έλληνα βαρκάρη που θα μετέφερε τις απο­σκευές μου, όταν άκουσα μια άγνωστη φωνή να με φωνάζει στα γαλλικά. Ένας άνδρας γύρω στα σαράντα, ευπαρουσίαστος, επι­βλητικός και με υπέροχη φορεσιά, είχε πλευρίσει το «Λυκούργο» με ένα τετράκωπο πλεούμενο. Εκείνος ήταν που, μ’ έναν αερο όλο αρχοντιά, ρωτούσε τον καπετάνιο αν βρισκόμουν πάνω στο πλοίο. Ο άρχοντας αυτός φορούσε ένα πολύ όμορφο κόκκινο φέσι, μια πολύ όμορφη άσπρη φούστα και είχε τόσο χρυσάφι στο γιλέκο, στις περικνημίδες και στη ζώνη που διόλου δεν αμφέβαλα πως επρόκειτο για κάποιο σημαντικό πρόσωπο του κράτους. Οι δυο μου αξιωματικοί του ναυτικού υποστήριζαν πως ο βασι­λιάς, ο οποίος είχε πληροφορηθεί τα αισθήματα θαυμασμού που έτρεφα για το βασίλειό του, είχε στείλει τον υπασπιστή του, του­λάχιστον, να με προϋπαντήσει. Όταν ο ευγενής αυτός ήρθε πια κοντά μου και τον χαιρέτησα με όλο τον σεβασμό που απαιτούσε η θέση του, μου παρέδωσε ευγενικά ένα γράμμα διπλωμένο στα τέσσερα. Του ζήτησα την άδεια να το διαβάσω. Ορίστε λοιπόν τι διάβασα:

«Σας συστήνω τον Αντώνιο· είναι καλός υπηρέτης και θα σας απαλλάξει από την έγνοια της βάρκας, του τελωνείου και της άμαξας».

Έσπευσα να εμπιστευτώ το πανωφόρι μου σε αυτό τον έκπτω­το άρχοντα, που με υπηρέτησε πιστά για δέκα ή δώδεκα ώρες, φρόντισε για τη μεταφορά των αποσκευών μου καθώς και τη δική μου, ανέλαβε να δωροδοκήσει, με ένα φράγκο, την ευάλω­τη εντιμότητα του τελώνη και με άφησε σώο και αβλαβή στην πόρτα του σπιτιού μας. Οι ταξιδιώτες που έρχονται στην Ελλάδα χωρίς να γνωρίζουν ελληνικά δεν χρειάζεται να ανησυχούν: θα βρουν, από τη Σύρα κιόλας, όχι μόνο τον Αντώνιο αλλά πέντε κι έξι υπηρέτες το ίδιο χρυσοστολισμένους που μιλούν γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά, και θα τους οδηγήσουν, χωρίς να τους κλέ­ψουν και πολύ, σε ένα ξενοδοχείο της πόλης.

Οκτώ ώρες αφότου αφήσαμε τη Σύρα, ανακαλύπταμε την πε­διάδα των Αθηνών, Η βροχή είχε σταματήσει, τα σύννεφα είχαν ως διά μαγείας εξαφανιστεί, και ο ουρανός ήταν τόσο καθαρός σαν τον δικό μας ήλιο στη Γαλλία τις ομορφότερες μέρες του Ιουλίου. Το νερό της θάλασσας είχε ένα αυθεντικό κυανό χρώμα, σκοτεινό και βαθύ, και γλιστρούσε σας δύο πλευρές του πλοίου λες και ήταν ένα παχύ όλο πτυχώσεις βελούδο. Πλέαμε καταμεσής αυτού του κόλπου, του πιο διάσημου στον κόσμο, ο οποίος είδε να γεννιέται και να ανθίζει η Αθήνα, η Ελευσίνα, τα Μέγαρα, η Κόρινθος, η Αίγινα, όλη η δόξα της Ελλάδας. Αφήναμε πίσω μας την Αίγινα και τα βουνά του Μόριά, οι χιονισμένες κορυφές των οποίων φαίνονται καθαρά στον ορίζοντα· τα βράχια της Σαλαμίνας υψώνονταν στα αριστερά μας τόσο γυμνά και άγονα όσο και οι ακτές της Μάνης, ενώ μπροστά μας απλωνόταν μια πεδιάδα έξι λεύγες μήκος και δέκα πλάτος: ήταν η πεδιάδα των Αθηνών. Την κλείνει, από τη μία πλευρά, ο Υμηττός, ένα θλιβερό βουνό με όγκους στρογγυλούς και μαλακούς, με χρώματα μουντά και γκρίζα. Ούτε ένα δέντρο ούτε ένας θάμνος· μόλις που μπορεί να θρέψει καμιά εκατοστή μελίσσια, που δίνουν, όπως και παλιά, ένα υπέροχο μέλι. Απέναντι από τον Υμηττό ορθώνεται η Πάρνηθα, που θαρρείς πως τη σχεδίασε τοπιογράφος έτσι που είναι καθαρές οι γραμμές της και έντονο το περίγραμμά της, ενώ τα έλατα και η μεγάλη χαράδρα που την κόβει στη μέση τής προσ­δίδουν μια άγρια και γνήσια μοναδικότητα. Ανάμεσα από τα δύο αυτά βουνά, στο βάθος της πεδιάδας απλώνεται, σαν αέτωμα, η Πεντέλη, που έδινε και εξακολουθεί να δίνει ακόμη το ωραιότερο μάρμαρο για τους γλύπτες. Στη μέση της πεδιάδας υψώνονται κάποιοι βράχοι που περικλείουν και προστατεύουν την πόλη: είναι ο Λυκαβηττός, ο λόφος των Μουσών, ο Αρειος Πάγος, και πάνω απ’ όλα η Ακρόπολη, ο ωραιότερος και διασημότερος απ’ όλους. Ο ταξιδιώτης που πλησιάζει στον Πειραιά δεν βλέπει τη σύγχρονη Αθήνα, τα μάτια του όμως αντικρίζουν έκπληκτα την Ακρόπολη και τα γιγάντια ερείπια που τη στεφανώνουν. Στην Ελλάδα το παρελθόν πάντα θα αδικεί το παρόν.

Ο Πειραιάς είναι ένα χωριό τεσσάρων ή πέντε χιλιάδων ψυχών όλο ταβέρνες και αποθήκες. Ένας δρόμος περίπου επτά χιλιομέτρων τον ενώνει με την πόλη. Ο δρόμος αυτός συντηρεί­ται κάπως· είναι, όμως, όλο λάσπη τον χειμώνα και σκόνη το καλοκαίρι. Σε λίγα μόνο σημεία βρίσκεις στις άκρες κάποιες ψηλές λεύκες ενός ιδιαίτερου είδους, πιο ανθεκτικές και με κλα­διά πιο μακριά και πυκνά από τις δικές μας, που το φύλλωμά τους φέρει από την κάτω πλευρά ένα ελαφρύ χνούδι. Στην αρχή συναντάς μόνο άγονες εκτάσεις, που στα δεξιά μπερδεύονται με τους βάλτους του Φαλήρου. Στο ένα τέταρτο της λεύγας από τον Πειραιά, αρχίζεις να βλέπεις λίγα αμπέλια και αμυγδαλιές· λίγο πιο μακριά, ο δρόμος περνά πάνω από ένα αδιόρατο ποταμάκι· ο Αντώνιος με πληροφόρησε ότι είναι ο Κηφισός. Από εκείνο το σημείο ο δρόμος ομορφαίνει κάπως· περνά από ένα δάσος με ελιές, που άλλοτε περιέβαλλε την πόλη, αλλά που ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας και ο βαρύς χειμώνας του 1849-1850 κατέστρεψαν σταδιακά. Τα μεγάλα αυτά δέντρα με τους κόμπους στον κορμό και το χλωμό και αδύνατο φύλλωμα είναι η μόνη πρασινάδα που βλέπεις τον χειμώνα στην πεδιάδα των Αθηνών. Το καλοκαίρι το τοπίο δεν είναι πιο χαρούμενο. Μπορεί οι συκιές να απλώνουν τα πλατιά και εύρωστα φύλλα τους και τα κλήματα που αναρριχώνται λίγα πόδια πάνω από το έδαφος να φορτώνονται με φύλλα και καρπούς, αλλά μια παχιά σκόνη που ο αέρας τη ση­κώνει σε μεγάλους στροβίλους καλύπτει τα πάντα με μια ομοιό­μορφη απόχρωση και δίνει ακόμα και στην ευφορία της γης μια όψη ερήμου. Την άνοιξη είναι που πρέπει να δεις την Αττική σε όλη της τη λάμψη, όταν οι ανεμώνες, ψηλές σαν τις τουλίπες των δικών μας κήπων, μπερδεύουν μεταξύ τους τα τόσα διαφορετικά και λαμπερά χρώματά τους· όταν οι μέλισσες που κατεβαίνουν από τον Υμηττό βουίζουν μέσα στους ασφόδελους· όταν οι τσίχλες τιτιβίζουν μέσα στις ελιές· όταν το νέο φύλλωμα δεν το έχει ακόμη σκεπάσει η σκόνη· όταν το χορτάρι, που θα χαθεί στα τέλη Μαΐου, φυτρώνει πράσινο και πυκνό παντού όπου βρίσκει λίγο χώμα· και όταν τα ψηλά κριθάρια, ανακατεμένα με λουλού­δια, κυματίζουν στην αύρα της θάλασσας. Ένα φως λευκό και εκτυφλωτικό φωτίζει τη γη και κάνει τη φαντασία να συλλάβει εκείνο το θείο φως που περιβάλλει τους ήρωες στα Ηλύσια Πε­δία. Ο αέρας είναι τόσο καθαρός και διαυγής που νομίζεις πως αρκεί να απλώσεις το χέρι σου και θα αγγίξεις τα πιο μακρινά βουνά· μεταφέρει όλους τους ήχους τόσο καθαρά που ακούς τα κουδούνια των προβάτων που περνούν μισή λεύγα μακριά και την κλαγγή των μεγάλων αετών που χάνονται στην απεραντοσύ­νη του ουρανού.

[…]

Μπορεί να φτάνεις εύκολα στις όχθες του Κηφισού και του Ιλι­σού, αλλά είναι δύσκολο να εισέλθεις στην ενδοχώρα· ακόμα και αυτή η εκπληκτική εταιρεία Μεσαζερί Ενπεριάλ, παρά την καλή της θέληση, δεν μπορεί να μας μεταφέρει ούτε στη Σπάρτη ούτε στη Θήβα· αλλά και οι περισσότεροι ξένοι αρκούνται να δουν την Αττική, και κρίνουν, εντέλει, και την υπόλοιπη Ελλάδα μόνο από τον κάμπο των Αθηνών. Τους λυπάμαι: δεν θα γνω­ρίσουν ποτέ τη μεθυστική κόπωση και τη γλυκιά αποκαρδίωση μιας μακράς διαδρομής σε αυτή την παράξενη χώρα. Την άνοι­ξη και το φθινόπωρο είναι που πρέπει να ξεκινήσει κανείς το ταξίδι, όταν οι χείμαρροι δεν έχουν νερό. Περισσότερο προσφέρονται ο Μάιος και ο Οκτώβριος· τον Ιούνιο είναι πολύ αργά, ενώ τον Σεπτέμβριο πολύ νωρίς· αν πάρετε τους δρόμους κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, κινδυνεύετε να χάσετε τη ζωή σας ή τουλάχιστον τα λογικά σας.

Ανυπομονούσα τόσο να ξεκινήσω αυτή την όμορφη περιπέ­τεια που ένιωθα πως η 1η Μαΐου αργούσε να φτάσει. Βιαζόμουν να μάθω τα νέα ελληνικά για να ταξιδεύω χωρίς διερμηνέα και να κουβεντιάζω με τους ανθρώπους που θα συναντώ. Κάθε βρά­δυ, ο υπηρέτης μου, ο καλός μου Πέτρος, κατέβαινε στο δωμά­τιό μου και μου έκανε μάθημα. Προχωρούσα γρήγορα γιατί τα νέα ελληνικά διαφέρουν από τα αρχαία μόνο κατά ένα σύστημα βαρβαρισμών το κλειδί των οποίων εύκολα βρίσκεις. Το θέμα είναι να παραφθείρεις κατάλληλα τις λέξεις που μάθαμε στο γυμνάσιο· στον πυρήνα της γλώσσας δεν χρειάζεται να αλλάξεις τίποτα. Έλα εδώ, Πέτρο μου, του έλεγα πιάνοντάς τον από το μπράτσο. Πώς το λες αυτό; Μου ονομάτιζε διαδοχικά όλα τα μέρη του σώματός του, όλα τα έπιπλα του δωματίου μου· προ­χωρούσε με την τοπική του διάλεκτο σε ατέλειωτες επεξηγήσεις όπου προσπαθούσα να βγάλω άκρη· για να μην τα πολυλογώ, δυο μήνες έπειτα από αυτή την προπόνηση, ήξερα τη γλώσσα του τόσο καλά όσο κι εκείνος, δηλαδή τόσο άσχημα όσο κι εκείνος. Ίσως είμαι ο δέκατος Γάλλος στον οποίο δίδαξε ελλη­νικά, χωρίς ποτέ να μπορέσουν εκείνοι να του μάθουν έστω μια λέξη στα γαλλικά.

Όταν ο καθηγητής μου έμεινε ικανοποιημένος από μένα και μου έδωσε και δίπλωμα, ξεκίνησα την πορεία μου· αλλά ο Απρί­λιος μόλις άρχιζε. Με συμβούλεψαν να δω λίγο, όσο θα περίμενα τον Μάιο, τα περίχωρα των Αθηνών, κι έφυγα για την Αίγινα με έναν αρχιτέκτονα της Ακαδημίας της Ρώμης, τον φίλο μου τον Γκαρνιέ, ο οποίος εργαζόταν τότε πάνω σε εκείνη την όμορφη αποκατάσταση που θαυμάσαμε πριν από μερικούς μή­νες στο Μέγαρο των Καλών Τεχνών. Η Αίγινα απέχει μόλις έξι λεύγες από την Αθήνα, αλλά οι δρόμοι της είναι τόσο κακοί, τα καταλύματα τόσο άθλια, το φαγητό τόσο απελπιστικό όσο που­θενά αλλού στην Ελλάδα. Αποβιβαστήκαμε στο χωριό που είναι η πρωτεύουσα του νησιού· ο βαρκάρης μάς οδήγησε στην τα­βέρνα της περιοχής με τις περισσότερες ανέσεις· «ανέσεις» είναι μια λέξη που δεν έχει το αντίστοιχό της στα ελληνικά. Φάγαμε βραδινό ανάμεσα σε λαϊκούς ανθρώπους που κοιτούσαν με περιέργεια τα ρούχα μας, τα πρόσωπά μας και την ομελέτα που μας ετοίμαζε ο υπηρέτης μας· κοιμηθήκαμε σε μια παράγκα πάνω στα στρώματα που είχαμε φέρει μαζί μας. Θέλει δεν θέλει ο ταξιδιώτης είναι προνοητικός: πρέπει να τα κουβαλά όλα μαζί του. Την επομένη το πρωί ξεκινήσαμε για τον ναό της Αίγινας, τον οποίο ο Γκαρνιέ έπρεπε να σχεδιάσει και να μετρήσει με την ησυχία του· όλες μας οι αποσκευές προχωρούσαν κι αυτές μαζί μας. Θέλαμε να βρούμε μια καλύβα κοντά στον ναό και να μην κουνηθούμε από εκεί για δεκαπέντε ή είκοσι μέρες. Ο Γκαρ­νιέ είχε σκάλες, χαρτόνια, σανίδες πλυσίματος, κι οι δυο μαζί στρώματα πάχους λίγων εκατοστών, δύο κουβέρτες, ρύζι, ζάχα­ρη, καφέ, πατάτες και άλλες πολυτέλειες που δύσκολα βρίσκεις στην πρωτεύουσα.

Κατά το ξημέρωμα, οι Αιγινήτες παρακολούθησαν ένα ενδι­αφέρον θέαμα. Είχαμε πάρει δύο άλογα για τις αποσκευές: το ένα ήταν μονόφθαλμο και κουβαλούσε τις σκάλες· το άλλο διέθετε όλα τα προσόντα ενός αλόγου, και του εμπιστευτήκαμε έτσι τα στρώματα, τα φαγώσιμα και όλες μας τις ελπίδες. Ήταν περήφα­νο για τη δουλειά του και περπατούσε με βήμα πηδηχτό. Αλλά εκείνο που κουβαλούσε τις σκάλες, είτε επειδή ξαφνιάστηκε έτσι που βρέθηκε φορτωμένο είτε από ζήλια για τον συνοδοιπόρο του που δεν ήταν τόσο φορτωμένος, είτε λόγω εκείνης της προκατά­ληψης που μας κάνει να περιφρονούμε τις ταπεινές αλλά χρήσι­μες υπηρεσίες, το μόνο που αποζητούσε ήταν να ξεφορτωθεί το φορτίο που του είχαμε αναθέσει ως ένδειξη της εμπιστοσύνης μας. Έπεφταν πρώτα η σκάλα και μετά εκείνο – πάνω στα σπίτια, πάνω στους τοίχους, πάνω στους περαστικούς. Το αφεντικό του ακολουθούσε από κοντά και πότε το κέντριζε άγρια με την άκρη μιας υπέροχης μπλε ομπρέλας, πότε το τραβούσε πίσω από το πόδι μιας σκάλας, πότε το έστριβε δεξιά κι αριστερά χρησιμοποι­ώντας τη σκάλα σαν τιμόνι. Δυο γαϊδούρια που θα τα είχαμε για υποζύγια μάντεψαν εγκαίρως ότι ο δρόμος θα ήταν κοπιαστικός· εκμεταλλεύτηκαν τη σύγχυση για να το σκάσουν και να οχυρω­θούν σε ένα σπίτι τόσο καλά που τα αφήσαμε εκεί τελικά. Η ομάδα μας μειώθηκε έτσι σε επτά μέλη τα δύο από τα οποία ήταν τα άλογα. Κάθε ζώο είχε τον οδηγό του, έτσι συνηθίζεται- όταν νοικιάζεις ένα ζώο πάει και ο άνθρωπος μαζί. Οι σκάλες πήγαιναν μπροστά, ακολουθούσαν οι αποσκευές, μετά ο Γκαρνιέ με το μα­κρύ μπαστούνι του, πίσω εγώ με το τουφέκι μου, και τέλος ο υπηρέτης με τα χαρτόνια και τα χαρτιά μας. Σε κάθε στροφή του δρόμου το μονόφθαλμο και στριμμένο άλογο μας έκανε τα κόλπα του· ο σύντροφός του, που είχε αγανακτήσει, αρνιόταν να περ­πατήσει, και τότε η μπλε ομπρέλα έκανε καλά τη δουλειά της· οι οδηγοί έβγαζαν μια ένρινη κραυγή για να αναγκάσουν τα ζώα τους να προχωρήσουν· τα σκυλιά του τόπου, που δεν είχαν συνηθίσει να βλέπουν καραβάνια, γάβγιζαν όσο πιο πολύ μπορού­σαν· οι γυναίκες έτρεχαν στο κατώφλι τους, τα κορίτσια στα πα­ράθυρά τους και μας περιγελούσαν κατάμουτρα. Χάρη στον φίλο των οδηγών μας δεν χρειαστήκαμε πάνω από μισή ώρα για να διασχίσουμε την πόλη, που είναι μεγάλη σαν την οδό Πουατιέ [κεντρικός αλλά μικρού μήκους δρόμος του Παρισιού]· οι κάτοικοι όμως θα θυμούνται για καιρό αυτή τη μέρα την τόσο πλούσια σε συγκινήσεις, και αν ποτέ η Αίγινα αποκτήσει τη δική της ιστορία το πέρασμά μας θα αφήσει εποχή.

Το χωριό που αφήναμε πίσω μας βρισκόταν δύο ώρες μακριά από τον ναό, αν πήγαινε κανείς με τα πόδια· με το άλογο χρειά­ζεται λίγο περισσότερο. Από κει να καταλάβετε πόσο καλοί είναι οι δρόμοι! Αλλά ο δρόμος αυτός παρουσιάζει τέτοια ποικιλία που και όλη σου τη ζωή να τον περπατάς δεν θα βαρεθείς: τη μια ακολουθεί την άγρια και απότομη πλαγιά ενός βουνού· την άλλη κατεβαίνει μέσα σε τεράστιους χειμάρρους με δέντρα όλων των ειδών και σπαρμένους με μεγάλα αγριολούλουδα που οι κήποι μας θα ζήλευαν. Κάποιες τεράστιες συκιές περιστρέφουν τα δυ­νατά τους μπράτσα ανάμεσα στις αμυγδαλιές με το μακρόστενο φύλλωμα· εδώ κι εκεί συναντάμε πορτοκαλιές σε ένα βαθύ πρά­σινο χρώμα, πεύκα που τα κοκκίνισε ο χειμώνας, κυπαρίσσια σε σχήματα περίεργα· και κατά διαστήματα, ο βασιλιάς των δέντρων, ο φοίνικας, να σηκώνει το αχτένιστο κεφάλι του. Χρυσώστε όλο το τοπίο με μια πλατιά ηλιαχτίδα· σπείρετε παντού ερείπια αρχαία και τωρινά, εκκλησίες σε όλες τις κορυφές, τούρκικα σπίτια σε όλες τις πλαγιές, τετράγωνα σαν πύργους, με ταράτσες στην ορο­φή, και καλοασπρισμένα με ασβέστη· στους δρόμους γαϊδούρια που κάμποσα μαζί μεταφέρουν ολόκληρες οικογένειες· στους αγρούς κοπάδια πρόβατα· στους βράχους κοπάδια κατσίκες· εδώ κι εκεί κάποιες αδύνατες αγελάδες ξαπλωμένες με την κοιλιά στο χώμα να κοιτούν τον ταξιδιώτη με τα μεγάλα απορημένα μάτια τους· και παντού το τραγούδι των κορυδαλλών, που ανεβαίνουν ψηλά στον αέρα λες και θα σκαρφαλώσουν στον ήλιο· παντού το αδιάκριτο κουβεντολόι των κοτσυφιών που χαίρονται να βλέπουν το αμπέλι να μεγαλώνει, και εκατοντάδες πουλιά κάθε είδους να μαλώνουν φωνάζοντας για μια γουλιά δροσιάς που ο ήλιος ξέχασε να πιει. Ξαναείδα πολλές φορές αυτό τον όμορφο δρόμο, και παρόλο που παραπατάς πάνω στις πέτρες, που γλιστράς πάνω στα βράχια, που βρέχεις τα πόδια στα ρυάκια, θα ήθελα και πάλι να τον διαβώ.


Πηγή: sarantakos.wordpress.com